Κατηγορία εις βάρος του Μεγάλου Κωνσταντίνου για δωρεές, σπατάλες, διάδημα και Τηβέννου – Κωνσταντίνου Καραστάθη.

Πρώτος και πάλι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης απευθύνει κατά του Κων/νου την κατηγορία σπατάλης των δημοσίων οικονομικών.
Στο σατιρικό έργο του «Καίσαρες» οι θεοί – στη φαντασία πάντοτε του Ιουλιανού – οργανώνουν διαγωνισμό μεταξύ των Ρωμαίων αυτοκρατόρων για τα έργα τους. ο Ερμής, λοιπόν, ρωτώντας τον καθένα για τα έργα του, αξίωνε από τους θεούς να ρίχνουν την ψήφο τους. φτάνοντας και στον Κων/νο τον ερώτησε: «Συ τι καλό νομίζεις πως ήθελες να έχεις»; «Πολλά ήθελα ν’ αποκτήσω για να τα χαρίσω στις επιθυμίες του εαυτού μου και των φίλων μου», είναι η επιθυμητή για τον Ιουλιανό απόκριση του Κων/νου, φυσικά μια απόκριση που ουδέποτε θα έβγαινε από το στόμα του μεγάλου αυτοκράτορα. Και ο Ιουλιανός τελειώνει το διάλογο με τους καγχασμούς τάχα και τα ταπεινωτικά σχόλια του σαλτιμπάγκου Σειληνού εις βάρος του Μ. Κων/νου.
Στο ίδιο έργο του ο Ιουλιανός προσπαθεί ν’ απαξιώσει το έργο του Μ. Κων/νου ως ανύπαρκτο, βάζοντας και πάλι το Σειληνό να μιλάει ειρωνικά γι’ αυτό, ενώ παράλληλα δε χάνει την ευκαιρία να δείξει και την πολυμάθειά του:
«Αλλά, Κωνσταντίνε, ως έργα σου μας προσφέρεις κήπους του Αδώνιδος»; Και στην ερώτηση του Κων/νου ποιους εννοεί κήπους του Αδώνιδος, απαντά: «Εννοώ αυτά που οι γυναίκες φυτεύουν σε γλάστρες με λιπασμένο χώμα προς τιμήν του εραστή της Αφροδίτης˙ πρασινίζουν για λίγο και αμέσως μετά αποξηραίνονται.»
Σε άλλο σημείο του «Συμποσίου» (που αναφέρθηκε ήδη στο κεφάλαιο περί μεταστροφής του Κων/νου) ο Ιουλιανός σατιρίζει τον Κων/νο ότι δεν έχει πρότυπο κανένα από τους δώδεκα θεούς, πως είχε καταφύγει στην Τρυφή, η οποία τον έστειλε στην Ασωτία και εκείνη με τη σειρά της στον Ιησού, όπου έλαβε την ποθητή συγχώρηση.
Άλλ’ ενώ με την αβάσιμη αυτή κατηγορία, που ο καλός ανιψιός τοξεύει κατά του Μ. Κων/νου μέσω της κακόγουστης σάτιράς του, κανένα νουνεχή άνθρωπο δεν πείθει περί δήθεν ασωτίας και φιλοχρηματίας του Μ. Κων/νου, οπλίζει, ωστόσο, τη φαρέτρα του Ζώσιμου και των λοιπών εχθρών του Κων/νου και των πολεμίων της χριστιανικής πίστεως για τον ατέλειωτο κλεφτοπόλεμό τους μέσα στους αιώνες.
Ο Ευτρόπιος, στα όσα περί των θανάτων συγγενικών του Κων/νου προσώπων αναφέρει, και τα οποία έχουμε εκθέσει στο οικείο κεφάλαιο, μας πληροφορεί ακόμα ότι ο Κων/νος «δεν περιφρονούσε την ευκαιρία να προσθέτει στα πλούτη των φίλων του και τιμές». Και ο Ζώσιμος, που δεν μπορούσε να συγχωρήσει τη φιλανθρωπία του Κων/νου, έγραψε γι’ αυτόν ότι «διετέλεσε δωρεαίς ουκ εν δέοντι γινομένας, αλλά εις αναξίους και ανωφελείς ανθρώπους, τους φόρους εκδαπανών, και τοις εισφέρουσι γινόμενος φορτικός, τους δε μηδέν ωφελείν δυναμένους πλουτίζων˙ την γαρ ασωτία ηγείτο φιλοτιμίαν».
Επειδή όμως τόσα προσέφερε η φιλοτιμία του μεγάλου αυτοκράτορα στους φτωχούς υπηκόους του, δίκαιο είναι να γραφεί για τον αδυσώπητο παγανιστή ότι «Ζώσιμος την γαρ φιλοτιμίαν Κων/νου ηγείτο ασωτίαν».
Πράγματι, τεράστια ποσά γι’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνική πολιτική» δαπάνησε ο Κων/νος. Και η αγάπη προ του πλησίον που ο Θεάνθρωπος δίδαξε με τη ζωή και το σταυρικό του θάνατο, και που πρώτος ο Μ. Κων/νος εισήγαγε ως πολιτική προστασίας όλων των αδυνάτων και άσκησε στην απέραντη αυτοκρατορία του, έχει πολλά να διδάξει και στις σημερινές «προοδευμένες» κοινωνίες. Και η πολιτική του αυτή βεβαίως εφαρμόστηκε από τους κρατικούς παράγοντες, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στο αυτοκρατορικό περιβάλλον. Αν λοιπόν μεταξύ αυτών υπήρξαν και κάποιοι, που πλούτισαν, κανένα δεν εκπλήσσει. Αυτοκρατορική αυλή δεν υπήρξε καμιά στην ιστορία δίχως την καμαρίλα της, τους αυλοκόλακές της και τους… αυλοπόντικες. Φοβούμαι ότι και στις δημοκρατικές διακυβερνήσεις των λαών του 21ου αιώνα τα πράγματα δεν είναι διόλου διαφορετικά. Φίλοι λοιπόν του Κων/νου, που παρίσταναν τους καλούς χριστιανούς, τραβούσαν χρηματικά ποσά με διάφορες δικαιολογίες από τα ταμεία του κράτους, όπως παραδέχεται και ο Ευσέβιος˙ άλλ’ αυτά τα σποραδικά και αναπόφευκτα, πολλές φορές, φαινόμενα, που γίνονταν με άγνοια του αυτοκράτορα, εξόγκωσαν ο Ιουλιανός και η παρέα του (Ευτρόπιος, Ευνάπιος και Αμμιανός) και στήριξαν τη συκοφαντία ότι ο αυτοκράτορας σπαταλούσε τα χρήματα του κράτους με τους φίλους του. Αλλά και η συκοφαντία αυτή, όπως και οι άλλες σε τίποτε δε ζημίωσαν τον Μέγα της ιστορίας αυτοκράτορα, τον Άγιο και Ισαπόστολο της χριστιανικής εκκλησίας.
Ο ιστορικός Βίκτωρ Αυρήλιος Σέξτος, παγανιστής και αυτός, αλλά πιο συγκρατημένος στην επιθετικότητά του από τους προηγουμένους, ανάμεσα στα καλά του λόγια για το μεγάλο αυτοκράτορα, παρεμβάλλει και τις κατηγορίες εναντίον του, ότι εξωράισε τη βασιλική περιβολή του με πολύτιμους λίθους και το κεφάλι του πάντοτε με διάδημα, ότι ήταν επιρρεπής στην αποδοχή των επαίνων, για να του τοξέψει τελικά το πάρθιο βέλος του: «Γι’ αυτό μετά τον Τραχάλα του λαϊκού μύθου ήταν αυτός αποκαλούμενος για τα δέκα χρόνια της βασιλείας του ως ένας θαυμάσιος άνθρωπος, για τα επόμενα δέκα χρόνια ως ένας ληστής, και για τα τελευταία δέκα, εξαιτίας της ασυγκράτητης ασωτίας του, ως ένας επιτηρούμενος ανεύθυνος».
Δηλαδή εδώ ο Βίκτωρ αποκαλεί «ληστή» τον Κων/νο για τη μέση δεκαετία της βασιλείας του εξαιτίας του ανά τετραετία εισπραττόμενου φόρου, του λεγόμενου «Χρυσάργυρον». Για το φόρο αυτόν έγραψε ο ιστορικός Ευάγριος, όπως μιλήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Αλλά δεν υπήρξε ποτέ κοινωνία συγκροτημένη σε κράτος, που επιβίωσε δίχως φόρους, και πολύ περισσότερο σε κοινωνικό κράτος, όπως ήταν εκείνο του Μ. Κων/νου.
Ως «επιτηρούμενο ανεύθυνο» τον αποκαλεί για την τρίτη δεκαετία της βασιλείας του, εξαιτίας των μεγάλων δαπανών για την ανέγερση ιερών ναών και, προπαντός, για την ασκούμενη φιλανθρωπία του, που δεν είναι τίποτε άλλο από την τόσο επιδιωκόμενη και προβαλλόμενη από τις σύγχρονες κυβερνήσεις κοινωνική πολιτική. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο Κων/νος, εφαρμόζοντας τη χριστιανική αντίληψη περί αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, είναι ο πρώτος κυβερνήτης εισηγητής της κοινωνικής πολιτικής στον κόσμο. Είναι πολλά τα νοσοκομεία, τα πτωχοκομεία, τα γηροκομεία και τα άλλα κοινωφελή ιδρύματα που έχτισε στην αυτοκρατορία. το γεγονός ότι έχτιζε και μεγάλους και πολυδάπανους χριστιανικούς ναούς σε διάφορες μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας είχε προκαλέσει τον γογγυσμό στους φορολογούμενους πιστούς του Δωδεκάθεου. Και αν η δημοτικότητά του σημείωσε κάποτε κάποια κάμψη, είχε αυτή και μόνο την αιτία και στη συγκεκριμένη μερίδα του λαού.
Οι προηγούμενοι ιστορικοί κατηγορούν ακόμα τον Μ. Κων/νο ότι κατά την τρίτη δεκαετία της βασιλείας του φορούσε πάντοτε διάδημα με πολύτιμους λίθους και ανατολίτικη αδαμαντοστόλιστη τήβεννο. Ο Ευσέβιος στον λόγο του, που εξεφώνησε κατά την τριακονταετηρίδα της βασιλείας του Κων/νου, παραθέτοντας τις αρετές του, πρόσθεσε μεταξύ άλλων και τα παρακάτω λόγια εις επήκοον του τιμωμένου, πράγμα που σημαίνει ότι απηχούν και τις απόψεις του Κων/νου, κάτι που ο ομιλητής, ως φίλος του, θα γνώριζε καλά:
«Ο αυτοκράτορας με τη λαμπρή περιβολή επιδεικνύει τον σεβασμό του προς τον τίτλο του μοναρχικού αξιώματος». (Ο της μονάρχου δυναστείας το σεβάσμιον πρόσρημα τω της αμπεχόνης εξαιρέτω περιβλήματι διαφαίνων και την εμπρέπουσαν αυτώ βασιλικήν αλουργίδα μόνος επαξίως εμπεριειλημμένας),
Και παρακάτω:
«Γελά (ο Κων/νος), διότι οι πολλοί μένους κατάπληκτοι για την ενδυμασία που έχει υφανθεί με χρυσό και άνθη και για τη βασιλική αλουργίδα μαζί με το διάδημα και εκθειάζουν τη λαμπρή εμφάνιση, όπως τα νήπια το μορμολύκειο». (Εσθήτα γε μην χρυσοϋφή ποικίλοις άνθεσιν εξυφασμένην αλουργίδα τε βασιλικήν συν αυτώ διαδήματι γελά τους πολλούς θεώμενος εκπεπληγμένους και το φάντασμα κομιδή νηπίων δίκην οίον τι μορμολύκειον θειάζοντας).
Στη συνέχεια ο Ευσέβιος γράφει ότι ο Κων/νος θεωρεί τα χρήματα, το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους ως πραγματικά ανωφελείς λίθους και άχρηστα υλικά. Και προσθέτει:
«Παρά ταύτα όμως, αν και γνωρίζει αυτά, καθορίζει με επίγνωση και απαθή λογισμό τη χρήση τους προς ευπρεπή εφοδιασμό των υπηκόων, γελώντας για εκείνους, οι οποίοι από νηπιότητα φρενών γοητεύονται γι’ αυτά». (Όμως δ’ ουν, καίπερ ταύτα ειδώς, επιστημόνως αυτών την χρήσιν προς ευπρεπή των αρχομένων κόσμον απαθή λογισμώ διατίθεται, γελών τους ταύτα δια νηπιότητα φρενών επτοημένους).
Αλλά το διάδημα, σύμφωνα με την άποψη του Μαλάλα (6ος αιώνας), το φορούσε ο Κων/νος ως «βουλόμενος πληρώσαι την προφητικήν φωνήν την λέγουσαν «Έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου», δηλαδή επιθυμώντας να εκπληρωθεί έτσι η προφητεία του Δαυίδ, που αναφέρεται στον εικοστό ψαλμό. Την εξήγηση αυτή την επαναλαμβάνει κατά λέξη και ο Κωδινός.
Απ’ όλα αυτά συνάγομε ότι ο Μέγας Κων/νος φορούσε το λαμπερό διάδημα και τη λαμπερή χρυσοΰφαντη στολή του όχι από καμιά ματαιοδοξία, αφού τόσο περιφρονητικά ομιλεί για το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, αλλά για να δείξει το σεβασμό του στο αξίωμα του αυτοκράτορα.
Ο εχθρικότατος προς τον Κων/νο, αλλά δυστυχώς, και προς το Βυζάντιο ολόκληρο , Gibbon, άθεος και αντιχριστιανός, υιοθετώντας τις κατηγορίες του Ιουλιανού του Παραβάτη και του παγανιστή Ζώσιμου εναντίον του Κων/νου γράφει: «Στη ζωή του Αυγούστου παρατηρούμε ότι ο τύραννος της Δημοκρατίας μετατρέπεται, σχεδόν ανεπαίσθητα, σε πατέρα της χώρας του, καθώς και του ανθρώπινου είδους. Σ’ αυτή του Κων/νου, σκεπτόμαστε έναν ήρωα, ο οποίος είχε πολύ εμπνεύσει τα θέματά του με αγάπη και τους εχθρούς του με τρόμο, να υποβαθμίζεται σ’ έναν έκλυτο μονάρχη». Και στην υιοθετημένη αυτή θεωρία, περί προοδευτικής παρακμής του Κων/νου, βρήκε μιμητές τους Schlosser, Stanley κ.ά.
Ως προς τον τελευταίο σκληρό χαρακτηρισμό του («έκλυτος μονάρχης»), φοβούμαι ότι αυτές και κάποιες άλλες ακόμη λέξεις στα κείμενα Ιουλιανού, Ζώσιμου και Gibbon χάνουν το νόημά τους. Ο βίος του Μ. Κων/νου υπήρξε ηθικά ανεπίληπτος. Όλοι οι σοβαροί και αντικειμενικοί κριτικοί μιλούν για την αγνότητα στη ζωή του. Ποτέ δεν υπήρξε έκδοτος στις ηδονές. Ποτέ δεν κατηγορήθηκε για ηθικά σκάνδαλα, όπως όλοι οι προγενέστεροι και οι σύγχρονοί του αύγουστοι και καίσαρες.
Το ότι ο Κων/νος φορούσε το διάδημα με τους πολύτιμους λίθους, αντί για στέμμα και τη μεταξωτή τήβεννό του, κατά το ασιατικό πρότυπο, αυτά κατ’ ουδένα τρόπο δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό του «άσωτου», που προσδίδει στον Κων/νο το μέγα πάθος του Ιουλιανού, ούτε τον άδικο και σκληρό χαρακτηρισμό του «έκλυτου», που του προσάπτει το ανεξήγητο πάθος του Gibbon, ένα πάθος που δυστυχώς έχει γαλουχήσει ιστορικούς τριών αιώνων!
Ο Schaff διαψεύδει τους παραπάνω ιστορικούς με κάποιον άλλον παρατραβηγμένο ισχυρισμό: «Άλλ’ αυτή η θεωρία του προοδευτικού εκφυλισμού, που υιοθετείται και από Schlosser στο Weltgechichte του, από τον Stanley, (σελ. 297), και άλλους, είναι τόσο αστήρικτη, όσο η αντίθετη άποψη μιας προοδευτικής βελτίωσης, που υποστηρίζουν ο Ευσέβιος, ο Mosheim και άλλοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί». Όλοι αυτοί βλέπουν «προοδευτική κατάπτωση» στον Κων/νο λόγω του διαδήματος και της τηβέννου. Αλλά δεν βλέπουν την προοδευτική τελείωσή του μέσα από τη χριστιανική ζωή του, από τις μελέτες του, από τις επιστολές του, από τα χριστιανικά έργα του…
Οι απαράδεκτοι σχολιασμοί του Gibbon και άλλων Ευρωπαίων ιστορικών είχαν ενοχλήσει και το μεγάλο μας ιστορικό Κων/νο Παπαρρηγόπουλο, που έγραψε: «Οι ιστορικοί της Δύσεως λησμονούν ότι αν όχι πάντα, τα πλείστα όμως τούτων και προσέτι έτερα, ουχί τη αληθεία ολιγώτερον επίμεμπτα, επεκράτησαν μέχρις εσχάτων εις όλας σχεδόν τα ευρωπαϊκάς αυλάς και κυβερνήσεις και μέχρι σήμερον εις τινάς συμβαίνουσι».
Άραγε, αν κάποια στιγμή ο Κων/νος με την τήβεννο και το διάδημά του παραβρισκόταν σήμερα σε μια σημερινή σύναξη Ευρωπαίων βασιλέων στολισμένων με λογής – λογής διάσημα, παράσημα, περιζώνια, ταινίες, φούντες και αστραφτερές στολές, ο μέγιστος των αυτοκρατόρων δε θα έμοιαζε με φτωχό συγγενή τους;

Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις “ΑΘΩΣ”.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.