Θαυμαστές Θεοσημίες (ΣΤ’).

Κάποιος άγιος αναχωρητής, περπατώντας, συνάντησε κάποια οσία παρθένο και την ρώτησε: «Τι κάνεις εδώ, μητέρα;». Εκείνη, θέλοντας να του κρύψει την αλήθεια, του είπε πως έχασε τον δρόμο και τον παρακάλεσε να της τον δείξει. Όμως ο αναχωρητής γνωρίζοντας από τον Θεό γι’ αυτήν, είπε: «Το ψεύδος είναι του διαβόλου, πες μου την αλήθεια».

Τότε του λέει η οσία: «Συγχώρεσέ με, αββά, επειδή κάποιος σκανδαλίστηκε με εμένα, γι’ αυτό αναχώρησα και ήλθα εδώ, για να μη γίνω αίτιος να βλαφτεί εκείνος, και έτσι έδωσα και στους δύο μας ανενοχλησία και ερημιά. Και να! Συμπληρώνω σήμερα δεκαεπτά χρόνους εδώ με την χάρη του Θεού, κατά τους οποίους δεν είδα κανέναν ούτε όμως με είδε και κανείς άλλος εκτός από σένα».

Και ο αναχωρητής την ρώτησε: «Αλλά τί τρώς;» και εκείνη του έδειξε ένα μαντήλι, όπου είχε βρεγμένη φάβα και του λέει: «Αυτά τα βρεγμένα τα πήρα μαζί μου, όταν έφυγα από την χώρα μου, και οικονόμησε ο Θεός και τρώω μέχρι σήμερα χωρίς να λιγοστέψουν. Και εγώ έβλεπα όσους περνούσαν από εδώ, αλλά εμένα κανείς δεν μ’ έβλεπε εκτός από την οσιότητά σου σήμερα». Αυτά ακούγοντας ο αναχωρητής, θαύμασε.

Ο Διονύσιος, ο πρεσβύτερος Ασκάλωνος, μας διηγήθηκε για τον αββά Ιωάννη ότι καθόταν σ’ ένα σπήλαιο για πολλά χρόνια, έχοντας μία εικόνα της Θεοτόκου με τον Δεσπότη Χριστό και ένα καντήλι ακοίμητο1 που έκαιγε μπροστά της. όταν ήθελε να φύγει για κάποια ανάγκη ή στην Ιερουσαλήμ, που βρισκόταν είκοσι μίλια μακριά, ή σε κάποιο άλλο μέρος, διόρθωνε το καντήλι και το άναβε κάνοντας την ευχή και λέγοντας: «Κυρία Θεοτόκε, φρόντισε το καντήλι να μην σβήσει, διότι εγώ έχοντας την βοήθειά σου πηγαίνω σε εκείνον τον άγιο τόπο». Φεύγοντας, λοιπόν, άλλοτε έκανε δύο εβδομάδες, άλλοτε ένα μήνα, άλλοτε έξι μήνες. Επιστρέφοντας εύρισκε το καντήλι αναμμένο χωρίς να έχει σβήσει.

Έλεγαν και τούτο γι’ αυτόν, ότι μία φορά, περπατώντας ανάμεσα σε δύο στενούς φράκτες χωραφιών, όπου μόλις που χωρούσε να περάσει άνθρωπος, είδε μπροστά του ένα λιοντάρι να έρχεται. Και αυτός να στραφεί προς τα πίσω δεν ήθελε και το λιοντάρι επίσης δεν μπορούσε λόγω της στενότητας, αλλά, καθώς είδε τον δούλο του Θεού να έρχεται, στάθηκε στα δύο πόδια όρθιο και έκανε χώρο, για να περάσει ο δίκαιος έτσι, μόλις πέρασε ο γέροντας, το λιοντάρι συνέχισε τον δρόμο του.

Έλεγε και αυτό, ότι βρισκόταν στην σκήτη κάποιος όσιος, με το όνομα Δαβίδ, ο οποίος μία μέρα πήγε στον θερισμό, για να θερίσει με μισθό. Γύρω όμως στην έκτη ώρα έκανε πολύ ζέστη και πήγε ο γέροντας στην καλύβα και κάθισε. Ο γεωργός όμως ήλθε και του λέει: «Γιατί δεν θερίζεις, γέροντα; Δεν ξέρεις ότι πληρώνεσαι;». Ο γέροντας του απάντησε ότι το γνωρίζει, αλλά επειδή πέφτουν οι κόκκοι του σιταριού από τα στάχια, εξαιτίας της ζέστης, γι’ αυτό περιμένει να περάσει λίγο η κάψα. Ο γεωργός όμως του είπε: «Δούλευε και ας καούν όλα». Και ο γέροντας τον ρωτάει: «Θέλεις, λοιπόν, να καούν;» «Ναι, απαντά ο γεωργός με θυμό, θέριζε». Αμέσως μόλις σηκώθηκε ο γέροντας, για να θερίσει, το χωράφι άναψε φωτιά και καιγόταν. Βλέποντας ο γεωργός αυτό, έτρεξε στους άλλους γέροντες που θέριζαν και τους παρακάλεσε να πουν στον γέροντα να σβήσει τη φωτιά στο χωράφι. Αυτοί πήγαν στον γέροντα, έβαλαν μετάνοια και αμέσως έσβησε η φωτιά.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.