Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του για το θείο φόβο, (μέρος Β’.).

Είπαν οι Πατέρες ότι ο άνθρωπος αποκτά το φόβο του Θεού: Με τη διαρκή «μνήμη του θανάτου» και των τιμωριών. Με το να ερευνά τον εαυτό του κάθε βράδυ πως πέρασε την ημέρα και κάθε πρωί πάλι πως πέρασε τη νύκτα. Με το να μην έχει παρρησία. Με το να ζήσει με κάποιον άλλον άνθρωπο που πραγματικά φοβάται τον Θεό. Γιατί λέγεται ότι ρώτησε ένας αδελφός κάποιον από τους Γέροντες: «Τί να κάνω, πάτερ, για να φοβάμαι τον Θεό»; Και του λέει ο Γέροντας: «Πήγαινε να ζήσεις μαζί με κάποιον που φοβάται τον Θεό και, καθώς εκείνος θα ζει το φόβο του Θεού, θα μάθεις και συ πώς να Τον φοβάσαι».1

Διώχνουμε δε το φόβο του Θεού μακριά μας, κάνοντας όλα τα αντίθετα απ’ αυτά που αναφέραμε: Δηλαδή με το να μην έχουμε «μνήμη θανάτου» και των τιμωριών, να μην προσέχουμε τους εαυτούς μας, να μην εξετάζουμε πως περάσαμε, αλλά να ζούμε αδιάφορα και με αδιάφορους πνευματικά να συναναστρεφόμαστε, και ακόμα έχοντας παρρησία. Αυτό είναι χειρότερο απ’ όλα. Αυτό είναι τέλειος αφανισμός. Γιατί, τί άλλο διώχνει μακριά από την ψυχή το φόβο του Θεού, όπως η παρρησία; Γι’ αυτό, όταν ρώτησαν τον αββά Αγάθωνα για την παρρησία, είπε ότι μοιάζει με μεγάλο καύσωνα, που όταν έλθει, όλοι τρέχουν να κρυφτούν και που καταστρέφει τους καρπούς των δένδρων.2 Βλέπετε, αδελφοί μου, τί δύναμη έχει το πάθος; Βλέπετε τί οργή; Και όταν τον ξαναρώτησαν: «Πραγματικά, είναι τόσο φοβερή αμαρτία η παρρησία»; Απάντησε: «Δεν υπάρχει χειρότερο πάθος από την παρρησία, γιατί αυτή είναι η μητέρα όλων των παθών». Πολύ καλά και με πολλή σύνεση είπε ότι είναι μητέρα όλων των παθών, επειδή αυτή διώχνει το φόβο του Θεού από την ψυχή.

Γιατί, αν με το φόβο του Κυρίου απομακρύνεται κανείς από κάθε κακό, οπωσδήποτε, όπου δεν υπάρχει φόβος Θεού, εκεί βρίσκεται κάθε πάθος. Ο Θεός να γλυτώσει τις ψυχές μας από το καταστροφικό πάθος της παρρησίας.

Και η παρρησία εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Παρρησιάζεται κανείς και με τα λόγια και με την αφή και με το βλέμμα. Φθάνει κανείς από την παρρησία και στην αργολογία, και στο να κουβεντιάζει για κοσμικά πράγματα, και στο να κάνει αστεία και να προξενεί άσεμνα γέλια. Παρρησία είναι το να αγγίζεις κάποιον χωρίς να υπάρχει ανάγκη, το να απλώσεις το χέρι σου σε κάποιον για να αστειευθείς, το να σπρώξεις κάποιον ή να του αρπάξεις κάτι, το να κοιτάζεις κάποιον με αναίδεια. Αυτά όλα τα γεννά η παρρησία. Αυτά όλα γίνονται γιατί δεν υπάρχει στην ψυχή φόβος Θεού. Και απ’ αυτά φθάνει κανείς σιγά – σιγά και σε τέλεια καταφρόνηση.3 Γι’ αυτό, όταν παρέδιδε ο Θεός τις εντολές του Νόμου, έλεγε: «Κάνετε ευλαβείς τους υιούς του Ισραήλ» (Λευϊτ. 15, 31). Γιατί χωρίς την ευλάβεια, ούτε τον ίδιο τον Θεό δεν τιμά κανείς, ούτε καν δίνει προσοχή, έστω και μια φορά, σε οποιαδήποτε εντολή. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε πιο επιζήμιο από την παρρησία.

Γι’ αυτό είναι η μητέρα όλων των παθών, επειδή απομακρύνει την ευλάβεια, επειδή διώχνει το φόβο του Θεού, επειδή γεννά την καταφρόνηση.

Επειδή έχετε παρρησία μεταξύ σας, γι’ αυτό δεν έχετε σεβασμό και μιλάτε άσχημα και πληγώνετε ο ένας τον άλλο. Αν ένας σας δει κάτι που δεν ωφελεί φεύγει, το κουβεντιάζει και το βάζει στην καρδιά άλλου αδελφού. Έτσι δεν βλάπτεται μόνο αυτός, αλλά βλάπτει και τον αδελφό του, βάζοντας στην καρδιά του το θανατηφόρο σπέρμα του κακού. Και ενώ πολλές φορές ο αδελφός έχει το νου του στην προσευχή ή σε κάποιο άλλο καλό πράγμα, πάει ο άλλος και του δίνει θέμα να ασχολείται, και όχι μόνο εμποδίζει την πνευματική του ωφέλεια, αλλά του φέρνει και πειρασμό. Δεν υπάρχει όμως τίποτε πιο βαρύ, τίποτε πιο καταστρεπτικό, από το να κάνει κανείς κακό, όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στους άλλους.

Ας έχουμε ευλάβεια, αδελφοί μου, ας φοβόμαστε την καταστροφή, τη δική μας και των άλλων. Ας τιμούμε ο ένας τον άλλο και ας προσέχουμε, ώστε ούτε να σηκώνουμε τα μάτια μας στα πρόσωπα των άλλων. Γιατί και αυτό, όπως είπε κάποιος από τους γέροντες, είναι είδος παρρησίας.

Αν κάποτε συμβεί και δει κανείς τον αδελφό του να αμαρτάνει, ούτε να τον αποστραφεί ούτε να σιωπήσει και να τον αφήσει να καταστραφεί. Ούτε πάλι να τον βρίσει και να τον καταλαλήσει, αλλά με συμπάθεια και φόβο Θεού να αναφέρει το γεγονός σε κάποιον που είναι σε θέση να τον διορθώσει ή να του μιλήσει ο ίδιος με αγάπη και ταπείνωση, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, γιατί ως άνθρωπος που δεν έχω μάθει να βλέπω τα χάλια μου, παρατηρώ ότι ίσως δεν κάνουμε καλά αυτό εδώ το πράγμα». Και αν δεν τον ακούσει, ας το πει σε άλλον, σε όποιον η συνείδησή του τον πληροφορεί ότι είναι ευλαβής. Ας το πει στον Προεστώτα του ή στον Ηγούμενο, ανάλογα με το μέγεθος του σφάλματος, και ας ησυχάσει. Αλλά, όπως είπαμε, να το πει με σκοπό να διορθώσει τον αδελφό του και όχι για φλυαρία ή για καταλαλιά ή για εξουδένωσή του, χωρίς να θέλει να τον διαπομπεύσει, χωρίς να τον κατακρίνει, χωρίς να προφασίζεται ότι δήθεν θέλει να τον διορθώσει, έχοντας μέσα του κάποια κακή πρόθεση απ’ όσες ανέφερα.

Γιατί, πραγματικά, και στον ίδιο τον Γέροντά του αν πει κανείς κάτι, χωρίς να έχει την πρόθεση να διορθώσει τον πλησίον ή γιατί ο ίδιος σκανδαλίστηκε, είναι αμαρτία, είναι καταλαλιά. Αλλά ας εξετάσει την καρδιά του και, αν έχει κάποια εμπαθή τάση, να μην το πει. Αν όμως παρατηρεί με ακρίβεια μέσα το ότι πραγματικά, από συμπάθεια και για την ωφέλεια του πλησίον θέλει να το πει, τον ενοχλεί όμως και κάποιος λογισμός μέσα του εμπαθής, να αναφέρει στον Γέροντα με ταπείνωση και το δικό του αμάρτημα και του πλησίον, λέγοντας: «Η μεν συνείδησή μου με πληροφορεί ότι θέλω να το πω για τη διόρθωση του αδελφού, αλλά αισθάνομαι ότι μέσα μου έχει μπλεχθεί και κάποιος λογισμός, είτε γιατί είχα κάποτε κάτι εναντίον του αδελφού, είτε γιατί κάποιος απατηλός λογισμός θέλει να μ’ εμποδίσει να το πω και να διορθωθεί, δεν ξέρω». Και τότε ο Γέροντας θα του πει αν πρέπει να το πει ή όχι.

Πολλές φορές λέει κανείς κάτι χωρίς να έχει σκοπό ούτε να ωφελήσει τον αδελφό του, ούτε να εξομολογηθεί το σκανδαλισμό του, ούτε επειδή έχει κάποια μνησικακία, αλλά έτσι απλά στη συζήτηση, από διάθεση αργολογίας. Και τί χρειάζεται αυτή η φλυαρία; Πολλές φορές μάλιστα μαθαίνει ο αδελφός ότι έλεγε γι’ αυτόν και ταράζεται και θλίβεται και μεγαλώνει το κακό. Γιατί, όταν λέει κανείς κάτι μόνο και μόνο για να ωφεληθεί ο άλλος, δεν επιτρέπει ο Θεός να ταραχθεί, δεν αφήνει να επακολουθήσει καμιά θλίψη και βλάβη.

Αγωνισθείτε λοιπόν, όπως είπαμε, να φυλάτε τη γλώσσα σας, να μη λέει κανείς σας κακό για τον πλησίον, ούτε να πληγώνει κανέναν με λόγο ή έργο ή με κίνηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ούτε να είσαστε ευέξαπτοι, ώστε όταν ακούσει κάποιος από εσάς ένα λόγο από τον αδελφό του, να θυμώνει ή να απαντά και αυτός άσχημα ή να παραμένει θλιμμένος μαζί του. Αυτά δεν είναι σημάδια αυτών που αγωνίζονται. Αυτά δεν τα κάνουν όποιοι θέλουν να σωθούν.

Αποκτήστε το φόβο του Θεού, αλλά με ευλάβεια, ώστε, όταν συναντιόσαστε, να σκύβει καθένας το κεφάλι του μπροστά στον αδελφό του, όπως είπαμε, ταπεινώνοντας τον εαυτό του μπροστά στον Θεό και μπροστά στον αδελφό του και κόβοντας για χατήρι του το θέλημά του. Πραγματικά, είναι αξιέπαινο πράγμα το να παραχωρεί κάποιος διακονητής τη θέση του στον αδελφό του και να τον προτιμά. Ωφελείται αυτός που την παραχώρησε περισσότερο από τον άλλο. Εγώ δεν θυμάμαι να έκανα τίποτα καλό, αλλά, αν πάντοτε με σκέπασε η Χάρη του Θεού, απ’ αυτό ξέρω ότι με σκέπασε, δηλαδή από το ότι ποτέ δεν προτίμησα τον εαυτό μου από τον αδελφό μου, αλλά πάντα έβαζα πρώτο τον αδελφό μου.

Όταν ακόμα βρισκόμουν στο μοναστήρι του αββά Σερίδου, αρρώστησε ο διακονητής του Γέροντα, του αββά Ιωάννου, που ήταν υποτακτικός του αββά Βαρσανουφίου, και μου έδωσε ευλογία ο Γέροντάς μου να υπηρετήσω εγώ τον άρρωστο γέροντα. Και φιλούσα με τέτοιο τρόπο την πόρτα του κελλιού του απ’ έξω, όπως ακριβώς προσκυνά κανείς τον Τίμιο Σταυρό. Πόσο μάλλον ήμουν ευτυχισμένος να τον υπηρετώ! Γιατί ποιος δεν θα ήθελε να αξιωθεί να διακονήσει έναν τέτοιο Άγιο; Μιλούσε μάλιστα πολύ θαυμαστά και κάθε μέρα, πάντα, αφού τελείωνα τη διακονία μου, του έβαζα μετάνοια, για να πάρω την ευχή του να φύγω, και πάντοτε μου έλεγε κάτι. Γιατί ο γέροντας είχε τέσσερις λόγους. Και, όπως είπα, κάθε βράδυ, όταν επρόκειτο να αναχωρήσω, μου έλεγε οπωσδήποτε έναν από αυτούς τους τέσσερις και μιλούσε έτσι: «Πάνω απ’ όλα, αδελφέ μου» – γιατί έτσι συνήθιζε ο γέροντας σε κάθε λόγο να χρησιμοποιεί αυτή τη φράση – «ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Είπαν οι Πατέρες:

Το να προσέξει κανείς να μη σκανδαλίσει τη συνείδηση του πλησίον, γεννά την ταπεινοφροσύνη».4 Το άλλο βράδυ μου έλεγε: «Πάνω απ’ όλα, αδελφέ μου, ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Είπαν οι Πατέρες: Ποτέ δεν έβαλα το θέλημά μου εμπρός από το θέλημα του αδελφού μου».5 Άλλοτε πάλι έλεγε: «Πάνω απ’ όλα, αδελφέ μου, ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Είπαν οι Πατέρες: «Φεύγε από τα ανθρώπινα και σώζου».6 Πάλι έλεγε: «Πάνω απ’ όλα, αδελφέ μου, ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Να σηκώνει ο ένας τα βάρη του άλλου και έτσι να αναπληρώσετε το νόμο του Χριστού» (Γαλ. 6, 2).

Πάντοτε κάτι απ’ αυτά τα τέσσερα θα μου έδινε ως προτροπή, όταν κάθε βράδυ έφευγα, σαν να μου έδινε εφόδια˙ και έτσι τα είχα προστασία σ’ όλη μου τη ζωή. Και όμως, παρόλο ότι είχα τόση ανάπαυση κοντά στον Άγιο και τέτοια διάθεση να τον διακονώ, μόνο με το να αισθάνομαι ότι κάποιος αδελφός θλιβόταν, ζητώντας και αυτός να τον διακονήσει, πήγαινα στον ηγούμενο και τον παρακαλούσα λέγοντας: «Είναι καλύτερα, αν ευλογείται, αυτός ο αδελφός να διακονεί τον γέροντα». Και δεν μου έδωσε ευλογία ούτε ο ηγούμενος, ούτε ο ίδιος ο γέροντας. Πλην όμως τότε εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να προτιμηθεί ο αδελφός. Και ενώ πέρασε εκεί εννέα χρόνια, δεν θυμάμαι να μίλησα άσχημα σε κανέναν, αν και ήμουν πάντοτε σε διακονία – για να μη νομίζει κανείς ότι εγώ δεν βρέθηκα σε περιστάσεις που θα απαιτούσαν να πως κάποιο λόγο.

Και πιστέψτε με, θυμάμαι ότι με ακολούθησε ένας αδελφός από το νοσοκομείο μέχρι την εκκλησία βρίζοντάς με, και εγώ περπατούσα μπροστά του, χωρίς να του πω ούτε μια λέξη. Αλλά, όταν το έμαθε ο γέροντας – δεν ξέρω ποιος του το είπε – και θέλησε να τον επιτιμήσει, εγώ έπεσε στα πόδια του, λέγοντας: «Μη, για την αγάπη του Κυρίου, εγώ έσφαλα, τι φταίει ο αδελφός;» Και κάποιος άλλος πάλι, είτε από πειρασμό, είτε από απλότητα – ο Θεός ξέρει από τι –για μεγάλο χρονικό διάστημα ουρούσε τη νύχτα στο προσκέφαλό μου, ώστε να βρέχονται και αυτά τα στρωσίδια μου. Παρόμοια και μερικοί άλλοι αδελφοί έρχονταν κάθε μέρα και τίναζαν τις ψάθες τους μπροστά στο κελλί μου και παρατηρούσα τόσο πλήθος κοριών να μπαίνουν στο κελλί μου, ώστε να μην προλαβαίνω να τους σκοτώνω, γιατί ήταν πάρα πολλοί από την πολλή ζέστη. Όταν λοιπόν πήγαινα να κοιμηθώ, μαζεύονταν όλοι οι κοριοί επάνω μου. Και μ’ έπαιρνε μεν ο ύπνος από την πολλή κούραση, όταν όμως σηκωνόμουνα από τον ύπνο, έβλεπα όλο μου το σώμα καταφαγωμένο.

Και ποτέ δεν είπα σε κανέναν απ’ αυτούς: «Μην κάνεις έτσι ή γιατί το κάνεις αυτό»; Ούτε θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου, όπως προείπα, να είπε κάποιο λόγο και να πλήγωσε ή να λύπησε κανέναν.

Μάθετε και εσείς να υπομένετε ο ένας τα βάρη του άλλου (Γαλ. 6, 2), μάθετε να έχετε σεβασμό μεταξύ σας. Και αν ακόμα ακούσει κανένας σας από κάποιον ένα λόγο, που δεν τον ευχαριστεί, ή αν πάθει κάτι παρά τη θέλησή του, να μην το πάρει αμέσως κατάκαρδα, να μην ερεθιστεί, μήπως βρεθεί, σε καιρό που προσφέρεται για αγώνα και ωφέλεια, να έχει την καρδιά του χαλαρωμένη, ασυλλόγιστη, αδύναμη, ανίκανη να δεχθεί οποιαδήποτε προσβολή, όπως ακριβώς το πεπόνι, που και μικρό πετραδάκι να το εγγίζει, αμέσως τραυματίζεται και σαπίζει. Αλλά να έχετε καλύτερα σταθερή καρδιά, να έχετε μακροθυμία, για να νικά τη μεταξύ σας αγάπη όλα όσα συμβαίνουν.

Και αν έχει κανείς μια διακονία ή αν τύχει και θέλει να ζητήσει κάτι από τον κηπουρό, είτε από τον κελλαρίτη, είτε από το μάγειρα, είτε μ’ ένα λόγο από οποιονδήποτε συνδιακονητή του, να φροντίζει και αυτός που ζητά την υπηρεσία και ο διακονητής που την εκτελεί, να διατηρήσουν, πάνω απ’ όλα, την ευπροσήγορη και ειρηνική κατάστασή τους. Και ποτέ να μην αφήνουν τους εαυτούς τους να παρεκκλίνουν από την εντολή του Θεού και να τραπούν είτε σε ταραχή, είτε σε αντιπάθεια ή προσπάθεια, ή σε οποιοδήποτε θέλημα ή δικαίωμά τους. Άλλ’ ό,τι και αν συμβεί, μικρό ή μεγάλο, ας το περιφρονήσουν και ας αδιαφορήσουν. Η αδιαφορία βέβαια είναι κακό πράγμα. Ούτε όμως πάλι είναι καλό να προτιμάει κάποιος να ασχοληθεί μ’ αυτό που θα του συμβεί και να χάσει την ειρήνη του, ώστε να ζημιωθεί η ψυχή του. Γιατί, σε όποια διακονία και αν βρεθείτε, και αν ακόμα είναι πολύ βιαστική και σπουδαία, δεν θέλω να κάνετε τίποτε με φιλονικία, τίποτε με ταραχή, αλλά να είσαστε βέβαιοι ότι

κάθε έργο που κάνετε, είτε μεγάλο είναι είτε μικρό, όπως προείπα, είναι το ένα όγδοο απ’ αυτό που μας ζητιέται. Το να διατηρήσετε όμως την ειρήνη σας – και αν ακόμα συμβεί να αποτύχετε στο διακόνημα από την υποχώρηση που θα κάνετε – είναι τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή το μισό από το ζητούμενο. Βλέπετε πόση διαφορά υπάρχει;

Όταν λοιπόν κάνετε κάτι, αν θέλετε να το κάνετε τέλειο και ολόκληρο, φροντίστε και αυτό να το κάνετε τέλειο – πράγμα που είναι, όπως είπα, το ένα όγδοο – και την εσωτερική σας κατάσταση να φυλάξετε αβλαβή – πράγμα που είναι τα τέσσερα όγδοα. Αν όμως τύχει ανάγκη και παρασυρθείτε ή παραβείτε αυτήν την εντολή και βλαφθείτε ή βλάψετε, δεν είναι συμφέρον, επειδή πρέπει να τελειωθεί η διακονία, να χάσετε τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή την ειρήνη σας, μόνο και μόνο για να φυλάξετε το ένα όγδοο, δηλαδή την τελειότητα του έργου. Αν δείτε και κάνει κανείς κάτι τέτοιο, να είσαστε βέβαιοι ότι δεν κάνει το διακόνημά του με επίγνωση. Γιατί ή από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκεια επιμένει φιλονικώντας και κολάζοντας τον εαυτό του και τον πλησίον, για να ακούσει μετά απ’ αυτά ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Αλλοίμονο! Μεγάλο κατόρθωμα! Δεν είναι αυτή νίκη, αδελφοί μου, αυτή είναι ζημιά, αυτή είναι απώλεια.

Σας δίνω εντολή, ότι, και αν εγώ στείλω κάποιον από σας σε οποιοδήποτε διακονία και δει να ξεσηκώνεται ταραχή ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη, να σταματήσει. Και ποτέ να μην βλάψετε τους εαυτούς σας ή τους άλλους, αλλά να σταματήσει η δουλειά. Να μη γίνει! Μόνο μην ταράζεσθε. Επειδή, όπως είπα, κάνοντας έτσι, χάνετε τα τέσσερα όγδοα, για να κερδίσετε το ένα όγδοο. Αυτό είναι ολοφάνερος παραλογισμός.

Αυτά σας τα λέω, όχι για να μικροψυχείτε αμέσως και να σταματάτε τις διακονίες ή να αδιαφορείτε και να πετάτε με μιας τα πράγματα και να καταπατάτε τη συνείδησή σας, επειδή θέλετε να ζείτε αμέριμνα. Ούτε πάλι για να παρακούετε και να λέει ο καθένας σας: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί βλάπτομαι, δεν είναι στα μέτρα μου». Γιατί, μ’ αυτή την πρόφαση, δεν θα κάνετε ποτέ καμιά διακονία, ούτε ποτέ θα μπορέσετε να τηρήσετε την εντολή του Θεού. Αλλά σας το λέω, για να βάζετε όλη τη δύναμή σας, ώστε να κάνετε με αγάπη κάθε διακονία σας, με ταπεινοφροσύνη, υπακούοντας, τιμώντας, παρηγορώντας ο ένας τον άλλον. Τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από την ταπεινοφροσύνη. Αν όμως δει κανείς κάποια στιγμή τον πλησίον ή τον εαυτό του να θλίβεται, σταματήστε, υποχωρήστε, μην επιμένετε μέχρι σημείου που να επακολουθήσει πνευματική βλάβη. Γιατί είναι καλύτερα, χίλιες φορές το λέω, να μη γίνει η δουλειά όπως θέλετε, αλλά όπως επιτρέπουν οι περιστάσεις, και όχι να γίνει από ισχυρογνωμοσύνη ή από δικαίωμα,

αφού είναι ολοφάνερο ότι η υποχώρηση αυτή θα σας ταράξει ή θα θλίψει τους άλλους. Διότι θα χάσετε έτσι τα τέσσερα όγδοα. Και υπάρχει πολλή διαφορά στη ζημιά. Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει και να χάνει κανείς το ένα όγδοο και να μην καταφέρνει απολύτως τίποτα. Αυτές είναι οι συνέπειες των φιλονικιών. Αυτή την αρχή να τηρήσουμε. Δηλαδή, όλα τα έργα που κάνουμε, να τα κάνουμε με σκοπό να ωφεληθούμε απ’ αυτά. Ποια όμως ωφέλεια προκύπτει, όταν δεν ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλο, αλλά αντίθετα συγχίζουμε και στενοχωρούμε ο ένας τον άλλον; Και ξέρετε αυτό που λέει το Γεροντικό: «Από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατός μας».6

Να τα μελετάμε πάντα μέσα σας αυτά, αδελφοί μου, να εντρυφάτε στα λόγια των αγίων Γερόντων, να φροντίζετε με αγάπη και φόβο Θεού να ζητάτε την ωφέλεια τη δική σας και των άλλων. Έτσι μπορείτε να ωφελείσθε απ’ όλα όσα συμβαίνουν και να προοδεύετε, με τη Χάρη Του. Γιατί λέει η Αγία Γραφή: «Να φοβάσαι τον Θεό και να τηρείς τις εντολές Του. Γιατί μόνο μέσα σ’ αυτό το σχήμα βρίσκει και ολοκληρώνει τον προορισμό του κάθε άνθρωπος (Εκκλ. 12, 13).

Περί θείου φόβου. Μέρος δεύτερον.

Είπον οι Πατέρες ότι κτάται άνθρωπος τον φόβον του Θεού εκ του έχειν την μνήμην του θανάτου και την μνήμην των κολάσεων, και εκ του καθ’ εσπέραν ερευνάν εαυτόν πως παρήλθε την ημέραν και κατά πρωί πάλιν ερευνάν πως παρήλθε την νύκτα, και εκ του μη παρρησιάζεσθαι και εκ του προσκολληθήναι ανθρώπω φοβουμένω τον Θεόν. Λέγει γαρ ότι ηρώτησεν αδελφός τινά των γερόντων˙ Τι ποιήσω, Πάτερ, ίνα φοβώμαι τον Θεόν; Και λέγει αυτώ ο γέρων˙ Ύπαγε κολλήθητι ανθρώπω φοβουμένω τον Θεόν, και εκ του φοβείσθαι αυτόν τον Θεόν; Διδάσκει και σε φοβείσθαι αυτόν.

Εκδιώκομεν δε τον φόβον του Θεού αφ’ ημών εκ του ποιείν ημάς τα εναντία τούτων, εκ του μη έχειν μνήμην θανάτου μηδέ κολάσεων, εκ το υμη προσέχειν εαυτοίς, εκ του μη ερευνάν πως παρήλθομεν, αλλά αδιαφόρως ζην και μετά αδιαφόρων αναστρέφεσθαι, εκ του παρρησιάζεσθαι˙ τούτό εστίν χείρον πάντων, τούτό εστίν η τελεία απώλεια. Τι γαρ ούτως εκδιώκει τον φόβον του Θεού από της ψυχής ως η παρρησία; Δια τούτο ότε ερωτήθη ο αββάς Αγάθων περί της παρρησίας, είπεν ότι έοικεν καύσωνι μεγάλω, όστις όταν γένηται, πάντες φεύγουσιν από προσώπου αυτού και των δένδρων δε τον καρπόν διαφθείρει. Βλέπεις, κύρι, δύναμιν πάθους; Βλέπεις οργήν; Και πάλιν ερωτηθείς˙ Ναι, ούτως χαλεπή εστίν η παρρησία; Λέγει˙ Ουκ έστι πάθος χαλεπώτερον της παρρησίας γεννήτρια γαρ εστί πάντων των παθών. Πάνυ καλώς είπεν και μετά συνέσεως πολλής το γεννήτριά εστί πάντων των παθών, επειδή αύτη εκδιώκει τον φόβον του Θεού από της ψυχή. Ει γαρ τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού, πάντως όπου ουκ έστι φόβος Θεού, εκεί έκαστον πάθος.

Ο Θεός ρύσηται τα ψυχάς ημών από του ολεθρίου πάθους της παρρησίας. Έστι δε και πολύτροπος η παρρησία. Παρρησιάζεταί τις και δια λόγου και δι’ αφής και δια βλέμματος. Έρχεταί τις από παρρησίας και εις το αργολογείν και εις το λαλείν τα κοσμικά και εις το ποιείν γελοία και κινείν γέλωτας ασέμνους παρρησία εστί και το άψασθαί τινός δίχα ανάγκης, το εκτείναι χείρα κατά τινός γέλωτος χάριν, το ωθήσαί τινά ή αρπάσαι τι παρ’ αυτού, το προσέχειν τινί αναιδώς. Ταύτα πάντα η παρρησία ποιεί˙ ταύτα πάντα εκ το υμη είναι φόβον Θεού εν τη ψυχή˙ έρχεται δε εκ τούτων κατά μικρόν τις και εις τελείαν καταφρόνησιν. Δια τούτο ότε περεδίδο ο Θεός τας εντολάς του νόμου, έλεγεν˙ Ευλαβείς ποιείτε τους υιούς Ισραήλ. Δίχα γαρ ευλαβείας ουδέ αυτόν τον Θεόν τιμά τις, ουδέ προσέχει άπαξ οιαδήποτε εντολή. Δια τούτο ουδέν δεινότερον της παρρησίας δια τούτο γεννήτριά εστί πάντων των παθών, επειδή εκβάλλει την ευλάβειαν, επειδή διώκει τον φόβον του Θεού, επειδή γεννά την καταφρόνησιν.

Εκ του έχειν ημάς παρρησίαν μετά αλλήλων, και αναιδεύεσθε προς αλλήλους και λαλείτε αλλήλοις κακώς και πλήσσετε αλλήλους. Και εάν ίδη τις εξ υμών τι ποτέ μη ωφελούν, απάρχεται, φυλαρεί αυτό και βάλλει εις την καρδίαν άλλου αδελφού˙ και ου μόνον ότι αυτός βλάπτεται, αλλά βλάπτει και τον αδελφόν αυτού, βάλλων εις την καρδίαν αυτού ιόν πονηρόν. Και πολλάκις είχε τον νουν εις προσευχήν ή εις άλλο καλόν πράγμα, και απέρχεται εκείνος, παρέχει αυτώ εις τι αδολεσχήσαι, και ου μόνον εμποδίζει τη ωφελεία αυτού, αλλά και πειρασμόν φέρει αυτώ. Και ουδέν τούτου βαρύτερον, ουδέν ολεθριώτερον του τινά μη μόνον εαυτόν, αλλά και τον πλησίον βλάπτειν.

Ίνα έχωμεν ευλάβειαν, αδελφοί, ίνα φοβώμεθα την βλάβην εαυτών και αλλήλων, ίνα τιμώμεν αλλήλους και ίνα σπουδάζωμεν μηδέ ανανεύειν εις τα πρόσωπα αλλήλων˙ και τούτο γαρ, ωε ειπέ τις των γερόντων, είδός εστί παρρησίας.

Και εάν συμβή τινά βλέπειν τον αδελφόν αυτού αμαρτάνοντα, μήτε καταπτύση αυτού και σιωπήση και αφήση αυτόν απολέσθαι, μήτε πάλιν λοιδορήση αυτόν και καταλαλήση αυτού, αλλά μετά συμπαθείας και φόβου Θεού είπη τω δυναμένω διορθώσασθαι αυτόν ή αυτός λαλήση αυτώ μετά αγάπης και ταπεινώσεως λέγων˙ Συγχώρησόν μοι, αδελφέ μου, ότι ως ασύστροφος βλέπω ότι τάχα ου καλώς ποιούμεν τόδε το πράγμα. Και εάν μη ακούση, είπη άλλω, εις ον βλέπει ότι έχει πληροφορίαν, ή είπη τω επιστάτη αυτού ή τω αββά προς την δύναμιν του σφάλματος, και αμεριμνή˙ άλλ’ ως είπομεν, σκοπώ του διορθωθήναι τον αδελφόν αυτού είπη και μη κατά φλυαρίαν, μη καταλαλών, μη εξουδενών αυτόν, μη θέλων αυτόν, φησίν, παραδειγματίσαι, μη κατακρίνων αυτόν, μη σχηματιζόμενος ωε δήθεν δια διόρθωσιν, έσωθεν δε έχων τίποτε τούτων ων είπον˙ όντως γαρ αυτώ τω αββά αυτού εάν λέγη τις και μη λέγη δια την διόρθωσιν του πλησίον ή δια ιδίαν βλάβην, αμαρτία εστί˙ καταλαλιά γαρ εστίν. Αλλά ψηλαφήση την καρδίαν εαυτού και ει έχει κίνησίν τινά εμπαθή, μη είπη.

Ει δε και βλέπει εαυτόν μετά ακριβείας ότι δια συμπάθειαν και ωφέλειαν θέλει ειπείν, οχλεί δε και λογισμός τις έσωθεν εμπαθής, αναγγείλη τω αββά μετά ταπεινώσεως και το ίδιον και το του πλησίον λέγων ότι˙ Η μεν συνείδησίς μου μαρτυρεί μοι ότι δια διόρθωσιν θέλω ειπείν, άλλ’ αισθάνομαι ότι και έσωθέν τι ποτέ ως λογισμός μέμικται˙ είτε επειδή έσχον ποτέ κατά του αδελφού, ουκ οίδα˙ είτε συκοφαντία εστί θέλουσα εμποδίσαι με ειπείν και γενέσθαι διόρθωσιν, ουκ οίδα. Και λοιπόν ο αββάς λέγει αυτώ ει οφείλει ειπείν ή μη ειπείν.

Έστι δε ότε λέγει τις ούτε δια ωφέλειαν του αδελφού αυτού ούτε δια ιδίαν βλάβην, ούτε δε κατά μνησικακίαν τινά, άλλ’ ούτως απλώς διηγούμενος ως από αργολογίας. Και τις χρεία της φλυαρίας ταύτης; Πολλάκις δε και μανθάνει ο αδελφός ότι είπε περί αυτού, και ταράσσεται, και γίνεται εκ τούτου θλίψις, γίνεται και άλλη προσθήκη βλάβης. Όταν γαρ λέγη τις δι’ αυτήν την ωφέλειαν, ως είπομεν, και μόνην, ου συγχωρεί ο Θεός γενέσθαι ταραχήν, ουκ αφίει παρακολουθήναι θλίψιν ή βλάβην.

Σπουδάσατε δε, ως είπομεν, και τηρείν την γλώσσαν υμών, ίνα μη λαλή τις κακώς τω πλησίον, μήτε πλήσση τινά ή λόγω ή έργω ή σχήματι ή οιωδήποτε τρόπω˙ μήτε δε έσεσθε εύκνιστοι, ίνα μη όταν ακούση τις υμών παρά του αδελφού αυτού ρήμα, ευθέως κνίζηται ή αποκρίνηται και αυτός κακώς ή μένη θλιβόμενος κατ’ αυτού. ουκ εισί ταύτα αγωνιζομένων˙ ουκ εισί ταύτα θελόντων σωθήναι.

Κτήσασθε τον φόβον του Θεού, αλλά μετά ευλαβείας, ίνα αλλήλοις απαντάτε, έκαστος κλίνων την κεφαλήν αυτού έμπροσθεν του αδελφού αυτού, καθώς είπομεν έκαστος ταπεινούμενος ενώπιον του Θεού και ενώπιον του αδελφού αυτού, και κόπτων αυτώ το θέλημα αυτού. Όντως καλόν, εάν τις ποιή πράγμα και παραχωρήση τω αδελφώ αυτού και προτιμήση αυτόν˙ ωφελείται αυτός ο παραχωρήσας πλέον εκείνου. Εγώ ουκ οίδα εμαυτόν ποιήσανά τι ποτέ αγαθόν, αλλά ει όλως εσκεπάσθην, εκ τούτου οίδα ότι εσκεπάσθην, ότι ουδέποτε προέκρινα εμαυτόν του αδελφού μου, άλλ’ αεί τον αδελφόν έβαλον έμπροσθέν μου.

Ποτέ όντος μου έτι εν τοις του αββά Σερίδου, ησθένησεν ο υπηρέτης του γέροντος του αββά Ιωάννου του κατά τον αββά Βαρσανούφιον, και επέτρεψέ μοι ο αββάς υπηρετήσαι τω γέροντι. Ούτως δε ησπαζόμην την θύραν του κελλίου αυτού έξωθεν, ώσπερ προσκυνεί τις τον τίμιον σταυρόν. Πόσω μάλλον το υπηρετήσαι αυτώ; τις γαρ ούκ ήθελεν αξιωθήναι τοιούτου αγίου; Είχε δε και λόγον θαυμάσιον, και καθ’ εκάστην αεί μετά το πληρώσαί με την υπηρεσίαν αυτού, έβαλλον αυτώ μετάνοιαν ίνα λάβώ παράθεσιν παρ’ αυτού και αναχωρήσω, και ελάλει μοι πάντως τι ποτέ. Είχε γαρ ο γέρων τέσσαρα ρήματα και, ως είπον, καθ’ εσπέραν ως ήμελλον αναχωρείν, έλεγέ μοι πάντως εν εκ των τεσσάρων, και έλεγεν ούτως φησίν άπαξ, αδελφέ, ούτως γαρ ην η συνήθεια του γέροντος εν εκάστω ρήματι λέγειν˙ φησίν άπαξ, αδελφέ, ο Θεός φυλάξη την αγάπην. Είπον οι Πατέρες˙ Το φυλάξαι την συνείδησιν του πλησίον τίκτει την ταπεινοφροσύνην. Εις την άλλην εσπέραν έλεγέ μοι˙ φησίν άπαξ, αδελφέ, ο Θεός φυλάξη την αγάπην.

Είπον οι Πατέρες˙ Ουδέποτε έβαλον το θέλημά μου έμπροσθεν του αδελφού μου. Άλλοτε πάλιν έλεγε˙ φησίν άπαξ, αδελφέ, ο Θεός φυλάξη την αγάπην. Φεύγε τα ανθρώπινα και σώζη. Πάλιν έλεγε˙ φησίν άπαξ, αδελφέ, ο Θεός φυλάξη την αγάπην. Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού.

Πάντως είχεν ο γέρων δούναί μοι μίαν παραγγελίαν εκ των τεσσάρων τούτων, ως ανεχώρουν καθ’ εσπέραν, ως τι ποτέ παρέχων τινί εφόδια˙ και ούτως είχον αυτά εις φυλακήν όλης της ζωής μου. Και όμως καίπερ τοιαύτην πληροφορίαν έχων εις τον άγιον και ούτως διακείμενος περί την υπηρεσίαν αυτού, ίνα αίσθωμαι μόνον ότι τις ποτέ των αδελφών εθλίβετο ζητών ίνα αυτός υπηρετήση αυτώ, απήλθον προς τον αββάν και παρεκάλεσα αυτόν λέγων ότι˙ Τώδε τω αδελφώ μάλλον πρέπει τούτο εάν συνοράς, κύρι. Και ου συνεχώρησέ μοι ούτε ο αββάς ούτε αυτός ο γέρων. Πλην τέως εγώ επλήρωσα την δύναμίν μου εις το προτιμηθήναι τον αδελφόν. Και ότι εποίησα εκεί εννέα έτη, ουκ οίδα λαλήσας τινί ρήμα σαπρόν, καίτοι έχων διακονίαν, ίνα μη τις είπη ότι ούκ είχον.

Και πιστεύσατε, οίδα ότι εποίησεν εις αδελφός από το νοσοκομείου έως της εκκλησίας περιπατών οπίσω μου υβρίζων με, καγώ έμπροσθεν αυτού μη φθεγγόμενος αυτώ ρήμα˙ αλλά και ότε έμαθεν ο αββάς, ούκ οίδα τίνος ειπόντος αυτώ, και ηθέλησεν επιτιμήσαι αυτώ, εγώ έμεινα κρατών τους πόδας αυτού, λέγων˙ Μη, δια τον Κύριον, εγώ εσφάλην, τι πράγμα έχει ο αδελφός; Και άλλος πάλιν είτε από πειρασμού είτε από απλότητος, ο Θεός οίδεν πόθεν, εποίησε χρόνον κατά νύκτα ποιών το ύδωρ αυτού προς κεφαλήν μου, ώστε και αυτήν την στρωμνήν μου βρέχεσθαι. Ομοίως και άλλοι τινές των αδελφών ήρχοντο ημέριον και ετίνασσον τα ψιάθια αυτών έμπροσθεν του κελλίου μου, και έβλεπον τοσούτον πλήθος κορίδων εισερχομένων εις το κελλίον μου, ως μήτε περιγενέσθαι του φονεύειν αυτάς ήσαν γαρ άπειροι εκ των καυμάτων. Λοιπόν ως απηρχόμην κοιμηθήναι, συνήγοντο όλαι εκείναι επάνω μου, και ήρχετο μεν ο ύπνος μου εκ του πολλού κόπου˙ εγειρομένου δε μου από του ύπνου, ηύρισκον όλον το σώμά μου καταβεβρωμένον˙ και ουδέποτε είπόν τινί αυτών˙
Μη ποιήσης ούτως, ή˙ Δια τι ούτως ποιείς; Ούτε οίδα εμαυτόν, καθώς είπον, λαλήσαντά ποτέ ρήμα πλήττον ή λυπούν τινά.

Μάθετε και υμείς βαστάζειν τα βάρη αλλήλων, μάθετε ευλαβείσθαι αλλήλους. Και εάν ακούση τις υμών ρήμα παρά τινός απαρέσκον αυτώ, ή εάν πάθη τι ποτέ παρά προαίρεσιν, μη ευθέως ολιγωρήση, μη ευθέως κνισθή, μη ευρεθή εν καιρώ αγώνος και ωφελείας έχων καρδίαν εκλελυμένην, αμελέτητον, άτονον, μη δυναμένην δέξασθαι οιανδήποτε προσβολήν, ώσπερ επί του πέπονος, ότι μικρόν βιζάκιν εάν εγγίση αυτώ, ευθέως ποιή τραύμα και σήπεται˙ αλλά μάλλον ίνα έχητε καρδίαν στερεάν, ίνα έχητε μακροθυμίαν, ίνα νικά πάντα τα συμβαίνοντα η αγάπη υμών η εις αλλήλους.

Και εάν έχης τις διακονίαν ή και εάν ευρεθή τις εξ υμών έχων οιανδήποτε απόκρισιν είτε προς τον κηπουρόν είτε προς τον κελλαρίτην είτε προς τον μάγειρον είτε απλώς προς ει τινά δήποτε των συνδιακονούντων υμίν, ίνα σπουδάζη και αυτός ο την απόκρισιν ζητών και αυτός ο διακονητής ο παρέχων προ παντός πράγματος φυλάξαι την ιδίαν κατάστασιν, και μηδέποτε αφιέτω εαυτόν είτε εις ταραχήν είτε εις αντιπάθειαν ή προσπάθειαν ή οιονδήποτε ίδιον θέλημα ή δικαίωμα εκκλίναι από της εντολής του Θεού˙ αλλά οίον ευρεθή το πράγμα είτε μικρόν είτε μέγα, καταφρονήση αυτού και αμελήση. Κακή γαρ εστίν η αδιαφορία. Μήτε πάλιν προτιμήσει αυτό της ιδίας καταστάσεως εις το καταβλαβήναι, εάν τύχη, την ψυχήν αυτού, δια το περιγενέσθαι του πράγματος. Εις οίον γαρ πράγμα εάν ευρεθήτε, καν πάνυ κατεπείγόν εστίν και σπουδαίον, ου θέλω υμάς ποιείν ποτέ μετά φιλονεικίας τι ποτέ ή μετά ταραχής˙ άλλ’ ίνα εστέ πεπληροφορηένοι ότι παν έργον ο εάν ποιήτε, καν μέγα, ως είπον, εστί, καν μικρόν, το ογδοόν εστί του πράγματος του ζητουμένου˙ το δε
φυλάξαι την ιδίαν κατάστασιν, καν συμβή δια τούτο αποτυχείν του διακονήματος, το ήμισυ τέταρτον όγδοόν εστί. Βλέπετε πόσον εστί το διάφορον.

Όταν ουν ποιήτε πράγμα, εάν θέλητε αυτό τέλειον και ολόκληρον ποιήσαι, ίνα σπουδάζητε και αυτό το πράγμα ποιήσαι, όπερ εστίν, ως είπον, το όγδοον, και την ιδίαν κατάστασιν φυλάξαι αβλαβή, όπερ εστί το ήμισυ τέταρτον όγδοον. Ει δε παρακολουθήσει ανάγκη του παρασυρήναι και εξελθείν της εντολής και βλαβήναι ή βλάψαι δια το την χρείαν πληρωθήναι της διακονίας, ουκ έστιν καλόν ίνα το ήμισυ τέταρτον όγδοον απολέση τις, δια το φυλάξαι το όγδοον. Επεί ει οίοδατε ότι τούτο ποιεί τις, ου ποιεί εν γνώσει την ιδίαν διακονίαν ο τοιούτος ή γαρ δια κενοδοξίαν ή δια ανθρωπαρέσκειαν επιμένει φιλονεικών και κολάζων και εαυτόν και τον πλησίον, ως ίνα μετά ταύτα ακούση ότι ουδείς ηδυνήθη νικήσαι αυτόν. Βαβαί, μεγάλη ανδραγαθία˙ ουκ έστιν αύτη νίκη, αδελφοί, αύτη ζημία εστίν, αύτη απώλειά εστίν. Ιδού εγώ λέγω υμίν ότι εγώ εάν πέμψω τινά εξ υμών εις οιανδήποτε χρείαν, και ίδη ταραχήν ανακύπτουσαν ή οιανδήποτε άλλην βλάβην, κόψη˙ και μηδέποτε βλάψετε εαυτούς ή άλλους˙ αλλά απέλθη η χρεία, μη γένηται, και μόνον
μη ταράσσετε αλλήλους. Επεί, ως είπον, το ήμισυ τέταρτον όγδοον απόλλετε, ίνα ποιήσητε το όγδοον˙ έστι δε τούτο προφανής αλογία.

Ταύτα δε λέγω υμίν, ουχ ίνα ευθέως μικροψυχήτε και κόπτητε τα πράγματα, ή ίνα αδιαφορήτε και ρίπτητε αφαρή τας ύλας και καταπατήτε την συνείδησιν υμών θέλοντας αμεριμνείν, ουδέ πάλιν ίνα παρακούητε, και λέγη, έκαστος υμών˙ Ου δύναμαι τόδε ποιήσαι, βλάπτομαι˙ ουκ απαντά μοι˙ επεί τω λόγω τούτω ουδέποτε ποιείτε οιανδήποτε διακονίαν, ουδέ δύνασθέ ποτέ πληρώσαι εντολήν Θεού. Άλλ’ ίνα παρέχητε πάσαν την δύναμιν υμών εις το ποιήσαι μετά αγάπης εκάστην διακονίαν υμών, μετά ταπεινοφροσύνης υποκλινόμενοι αλλήλοις, τιμώντες, παρακαλούντες. Ουδέν δυνατώτερον της ταπεινοφροσύνης˙ εάν μέντοι ήδη τις τον πλησίον προς την ώραν θλιβόμενον ή εαυτόν, κόψατε, παραχωρήσατε αλλήλοις, μη επιμείνητε έως ου και βλάβη παρακολουθήσει. Κρείσσον γαρ εστίν, ιδού μυριάκις λέγω, μη γενέσθαι την χρείαν ως θέλετε, άλλ’ ως απαντά προς την ανάγκην και μη δια μονοτομίαν ή δια δικαίωμα, καν εστί ευλογοφανές ταράξαι υμάς ή θλίψαι αλλήλους, και απολέσαι το ήμισυ τέταρτον όγδοον. Πολλή γαρ εστίν η διαφορά της ζημίας.

Συμβαίνει δε ότι πολλάκις και αυτό το όγδοον απόλλει τις και ουδέν όλως ποιεί˙ τοιαύτα γαρ εισί τα των φιλονεικιών. Αυτήν την αρχήν πάντα τα έργα α ποιούμεν, δια το ωφεληθήναι εξ αυτών ποιούμεν˙ ποία δε ωφέλεια, ει μη ταπεινούμεθα αλλήλοις; Αλλά το εναντίον και ταράσσομεν και θλίβομεν αλλήλους. Και οίδατε ότι λέγει εις το Γεροντικόν ότι˙ εκ του πλησίον εστίν η ζωή και ο θάνατος.

Ίνα μελετάτε ταύτα αεί καθ’ εαυτούς, αδελφοί, ίνα γυμνάζητε τους λόγους των αγίων γερόντων, ίνα σπουδάζητε μετά αγάπης και φόβου Θεού ζητείν την ωφέλειαν εαυτών και αλλήλων. Ούτως δύνασθε εκ πάντων των συμβαινόντων ωφελείσθαι και προκόπτειν δια της βοηθείας του Θεού. Αυτός δε ο Θεός ημών ο φιλάνθρωπος χαρήσηται ημίν τον φόβον αυτού˙ λέγει γαρ˙ Τον Θεόν φοβού μια τας εντολάς αυτού φύλασσε ότι τούτο πας άνθρωπος.

Υποσημειώσεις.

1. Αββά Ποιμένος, P. G. 65, 337B.
2. Αββά Αγάθωνος, P. G. 65, 109A.
3. Τέλεια καταφρόνηση: Με τον όρο αυτό, στην ασκητική γλώσσα, φανερώνεται η ψυχική κατάσταση του ανθρώπου που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την αδιαφορία για το θέλημα του Θεού και την ολοσχερή πώρωση της συνειδήσεως. Είναι εικόνα του πνευματικού θανάτου, αλλά δεν είναι τέλειος πνευματικός θάνατος. Ακόμη υπάρχει δυνατότητα επιστροφής και μετάνοιας.
4. Αββά Ησαΐα, P. G. 40, 1148D
5. Αββά Ιωάννου P. G.65, 233 Α, β’
6. Αγίου Αντωνίου. P. G. 65, 77B θ’.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του για το θείο φόβο, (μέρος Α’).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.