Η μάννα μου η θάλασσα – Φώτη Κόντογλου.

Θάλασσα! Ώ στοιχείο γεμάτο μυστήριο! Φοβερό μαζί κι αγαπημένο! Τραβάς τον άνθρωπο, σαν να είναι μαγνήτης! Ο βαθύς κ’ αιώνιος βόγγος σου νανουρίζει την ψυχή μας, γεμάτος μυστηριώδεις κι ανεξιχνίαστες φωνές!
Από την πρώτη μέρα της δημιουργίας η θάλασσα ήτανε όπως είναι σήμερα, και θα ‘ναι η ίδια ως την συντέλεια του κόσμου. Δεν θ’ αλλάξει καθόλου ολότελα. Πριν να πλαστεί ο άνθρωπος απάνω στη γη αυτά τα ίδια τα νερά βογγούσανε κι αφρίζανε μέσα στον έρημο τον κόσμο, κάτω από τον έρημον ουρανό, τα ίδια κύματα ξεσπούσανε καταπάνω στις έρημες στεριές, που δεν υπήρχε ακόμα απάνω τους καμιά ζωή, μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος, μήτε μαμούνι. Τα νερά όμως της θάλασσας ήτανε γεμάτα από πλήθος πλάσματα, μ’ όλο που απάνω σ΄αυτήν δεν αρμένιζε τίποτα. Μοναχά ο ήλιος την κοντράριζε με τις πυρωμένες σαγίτες του από την ώρα που έβγαινε ως την ώρα που βουτούσε πίσω από το έρημο πέλαγο, κατά το λυπημένο, σαν κομμένο κεφάλι δίχως αίμα, ρίχνοντας απάνω στ’ ατελείωτα νερά της το υδραργυρένιο κρύο φως του.
Ο άνθρωπος, αυτό το ακατακάθιστο τέρας, αλλάζει ολοένα την όψη της στεριάς, την καταπατά, την εξουσιάζει. Μα τη θάλασσα, με όλα που σοφίζεται, με όλα που βρίσκει το μυαλό του δεν μπορεί να της κάνει τίποτα. Η όψη της απομένει ανάλλαχτη, αμόλευτη, όπως ήτανε τότε που «πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος», όπως λέγει η Αγία Γραφή. Κανένας δεν μπορεί να την εξουσιάσει, κι αυτό που λέγει ο άνθρωπος εξουσία απάνω στη θάλασσα, είναι μια εξουσία ψεύτικη, ξεγέλασμα της αλαζονείας του. Τα μεγάλα παπόρια του μπορεί να ταξιδεύουνε σε κάθε μέρος της, μα μόλις περάσει το κάθε πλεούμενο, που σκίζει το νερό της, αυτό πάλι κλείνει και σβήνει πίσ’ από το τιμόνι του τ’ αυλάκι που χάραξε για μια στιγμή, η μικρή πληγή που άνοιξε απάνω στο παρθένο το κορμί της σφαλά και γιατρεύεται στη στιγμή, χωρίς ν’ απομείνει σημάδι ολότελα. Τα υπερωκεάνια και τις πλεούμενες πολιτείες τις έχει για μπαίγνια, τ’ αφήνει και πηγαινοέρχουνται απάνω της, ως που να θυμώσει και να τα καταπιεί. Ποιός θα εξουσιάσει τη φοβερή άβυσσο; Ποιος μπορεί ν’ αλλάξει κατά το θέλημά του ένα πράγμα που αλλάζει ολοένα το ίδιο από τον εαυτό του, απομένοντας αιώνια απάτητο, ασκλάβωτο, ανέγγιχτο, αμόλευτο, όπως εβγήκε από τα χέρια του Θεού; Στοιχείο αγιασμένο, άσπιλο!
Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας. Γι’ αυτό, σαν τη βλέπει ο άνθρωπος, νιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή. Ο ποιητής Κάλβος γράφει πως η Ελευθερία είναι κόρη του Ωκεανού, και πως του έλεγε τούτα τα λόγια:
Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον.

Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Ελλάδα τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι
σήμερον συ βοήθησον,
δος μου τον θρόνον.

Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
η πατρικαί σου αγκάλαι
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη.
Ο Δαβίδ παρομοιάζει τη φωνή του Θεού σαν το μούγκρισμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Μα και την ειρήνη, τίποτα δεν μπορεί να την παραστήσει τόσο καλά, όσο η γαληνεμένη θάλασσα. Κι όλες οι όψεις που παίρνει αυτό το μυστηριώδες στοιχείο, έχουνε ανταπόκριση με την κάθε κατάσταση της ψυχής του ανθρώπου.
Εγώ τη νιώθω βαθιά τη θάλασσα, γιατί γεννήθηκα κοντά της, καλύτερα μάλιστα πρέπει να πω πως γεννήθηκα μέσα της. Κι όπως αγαπά κανένας και πονά τη μητέρα του, που τον βάσταξε στην κοιλιά της, έτσι και εγώ αγαπώ και πονώ τη θάλασσα σαν μητέρα μου.
Η βαθιά μουσική που βγαίνει από τα κύματα της με νανούρισε στην κούνια μου. Αναθράφηκα και μεγάλωσα μέσα στους αρμυρούς αφρούς της, δαρμένος από τους ανέμους που φυσούσανε από το πέλαγο. Τα θαλασσοπούλια κράζανε από πάνω μου με τη βραχνή φωνή τους, κ’ ήτανε οι πρώτοι φίλοι και συντρόφοι μου. Με τις βάρκες θαλασσοπνιγόμουνα, κι ο μπάρμπα – Ρόγκος στάθηκε ο δάσκαλός μου στα καραβίσια, στο πως κυβερνιέται ένα πλεούμενο, τι λογής μανούβρες πρέπει να κάνει κανένας σε κάθε περίσταση, στα πανιά, στο φουντάρισμα, στο ανέβασμα της άγκουρας, τι όνομα έχει το κάθε τι απάνω στη σκάφη και στην αρματωσιά, μ’ έμαθε να κόβω πανιά, να τα γραντολογώ, να σκαρώνω βάρκα, μ’ έναν λόγο μου δίδαξε καταλεπτώς, όλα όσα πρέπει να ξέρει ένας θαλασσινός, και το καθένα απάνω στην πράξη, «μ’ έπραξε καλά», όπως έλεγε ο ίδιος ο μπάρμπα – Ρόγκος, Θεός σχωρέσ’ τον!
Σαν μεγάλωσα, τον πλερισσότερον καιρό μου τον περνούσα στη θάλασσα, προ πάντων το καλοκαίρι.
Χαιρόμουνα σαν φυσούσε φρέσκος αγέρας. Αγαπούσα το βοριά που σήκωνε μεγάλα κύματα και τα σφεντόνιζε απάνω στα βράχια, από τη βορινή μεριά του νησιού μου. Κατά κείνο το μέρος είχε έναν – δυο κάβους και πολλές μύτες, και τα νερά ήτανε βαθιά κι απότομα – «κρεμάμενα», όπως λένε οι θαλασσινοί. Ανάμεσα είχε και κάτι μικρές αμμουδιές και μικρές σπηλιές, που αντιβουΐζανε από το βογγητό της αγριεμένες θάλασσας.
Έπεφτα στο νερό που μοσκοβολούσε αρμύρα, πήγαινα στον πάτο, κι ανέβαινα σαν σαγίτα. Τ’ αυτιά μου, που τα ‘νιωθα βουλωμένα εκεί κάτω, και βουΐζανε από το νερό που έσκιζα, μόλις ανέβαινα απάνω τα χτυπούσε άξαφνα το μουγκρητό της θάλασσας, που μ’ έκανε να χαίρουμαι σαν τον δέλφινα. Κολυμπούσα ολομόναχος, ώρες πολλές, έβαζα το κεφάλι μου μπροστά και πήγαινα καταπάνω στα κύματα, που με σκεπάζανε με αφρούς και μ’ ανεβοκατεβάζανε. Άμα έβλεπα να ‘ρχεται καμιά μεγάλη θάλασσα στεφανωμένη με πολύν αφρό, την περίμενα και, σαν έφτανε μπροστά μου, έδινα μια και χωνόμουνα μέσα στο γαλαζοπράσινο νερό της που φέγγιζε σαν νεροκρούσταλλο. Το νερόβουνο με κουκούλωνε για μια στιγμή, μούγκριζε από πάνω μου και τραβούσε κατά την ακροθαλασσιά. Μαύρα φύκια πλέχανε απάνω στα δροσερά νερά, γυαλιστερά σαν κορδέλες από λουστρίνι.
Σαν έφτανα ανοιχτά, έπεφτα ανάσκελος, με την πλάτη κατά το πέλαγο, απ’ όπου φυσούσε ο αγέρας, και με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τη στεριά. Οι θάλασσες μ’ ανεβοκατεβάζανε, κ’ εγώ έβλεπα το πανόραμα. Εδώ κ’ εκεί μαύρες ξέρες βγάζανε τις άγριες κεφαλές τους από την άβυσσο, κ’ ύστερα πάλι τις χώνανε μέσα στο νερό. Τα μεγάλα κύματα τις σκεπάζανε ολότελα, άλλα μικρότερα αφήνανε απ’ όξω την κορφή τους και, σαν περνούσανε, τρέχανε από πάνω τους τα νερά και γυαλοκοπούσανε στον ήλιο.
Αυτές οι ξέρες βρισκόντανε, όπως είναι πάντα, ανοιχτά από τους κάβους κι από τις μύτες, που απάνω τους χτυπούσανε οι θάλασσες και τινάζανε τ’ αφρισμένα νερά τους κάμποσα μπόγια ψηλά. Κάποιες από κείνες τις μύτες ήτανε ψηλές σαν την πλώρη του παποριού, άλλες πάλι ήτανε μπάσες, κ’ η μια έμοιαζε με κροκόδειλα, η άλλη με γουρούνι, η άλλη με καμήλα. Μια απ’ αυτές ήτανε μια ίσια πλάκα, κι απάνω της στεκότανε, σαν βαλμένος ξεπίτηδες, ένας στρογγυλός βράχος, κατάμαυρος σαν πίσσα, ίδιος με μιαν αράπικη κεφάλα. Αυτός έτρωγε την πιο μεγάλη μπόρα από το κουτούλισμα που κάνανε απάνω του τ’ αγριεμένα κριάρια του πελάγου, που τα σαλαγούσε ο γεροτσομπάνος, ο κυρ – Βοριάς.
Εκεί που κολυμπούσα ανάσκελος, γύριζα κ’ έβλεπα από πάνω μου και τα θαλασσοπούλια, που κράζανε κάπου – κάπου και σφυρίζανε, βουτώντας μέσα στο δρόσο των νερών. Οι σταλαγματιές από τα ποδάρια τους πολλές φορές πέφτανε στο πρόσωπό μου. Χαιρόμουνα μαζί τους εκείνο το πανηγύρι, ήμουνα σαν μεθυσμένος μέσα στα κατακάθαρα νερά που παφλάζανε ολόγυρά μου. Η δυνατή μυρουδιά τους γέμιζε τον αγέρα. Κάπου – κάπου κατάπινα και καμιά γουλιά, κι αρμύριε το στόμα μου.
Άφηνα το κορμί μου να το σπρώχνουνε τα κύματα κάτω στην ακρογιαλιά. Σιγά – σιγά πήγαινα γιαλό. Άρχιζα να ξεχωρίζω τον πάτο από κάτω μου. Τα νερά πρασινίζανε σαν σμαράγδι. Καταλάβαινα πως μ’ ανασηκώνανε όπως κυλούσανε, σέρνοντας κ’ εμένα μαζί τους, ως που τα ποδάρια μου αγγίζανε στον πάτο, κ’ έβγαινα όξω.
Πολλές φορές, έπαιρνα ένα μαχαίρι κ’ έβγαζα στρείδια, μύδια, καλόγνωμες, φούσκες, έπιανα και κανένα παβούρι. Τι ήτανε κείνη η μοσκοβολιά που βγάζανε! Πεθαμένον ανασταίνανε!
Όπως ήμουνα γυμνός, πήγαινα και ξάπλωνα απάνω στα στοιβιασμένα κοχύλια, και καθόμουνα μπρούμυτος πολλές ώρες, κοιτάζοντας την αγαπημένη μου θάλασσα, που με καλούσε πάλι κοντά της. Τα κύματά της μουγκρίζανε ολοένα, σφυρίζανε, φωνάζανε, γελούσανε, μουρμουρίζανε, τραγουδάγανε, αλαλάζανε, πανηγυρίζανε.
Εκεί που κοίταζα αυτό το αχόρταστο θέαμα, έχωνα τα χέρια μου και τα ποδάρια μου μέσα στον σωρό τα κοχλίδια. Τι θησαυρός! Θαύμαζα την εμορφιά που είχανε κείνα τα μικρά στρουμπούλια, με τι τέχνη τα ‘πλασε το χέρι του Θεού! Εξόν από το έμορφο σκέδιο που είχε το καθένα, ήτανε πλουμισμένα και με διάφορα πλουμίδια, καφετιά, τριανταφυλλιά, μαύρα, πράσινα, παρδαλισμένα, ψιλοζωγραφισμένα, πλουμισμένα με μια τέχνη εξαίσια, μικρά και μεγάλα. Χιλιάδες! Κ’ ήτανε σωριασμένα σε κείνη την άγρια ερημιά, ξεχασμένα, χωρίς να τα ξέρει κανένας.
Έβαζα τα ρούχα μου, κ ‘ έμπαινα σε καμιά σπηλιά. Αν τύχαινε κ’ είχε μπει νερό στ’ αυτί μου, έπαιρνα κανένα πλατύ βότσαλο, πλάγιαζα το κεφάλι μου, κολλώντας το στ’ αυτί μου, ύστερα μ’ ένα βότσαλο χτυπούσα ελαφρά το πλατύ βότσαλο, κι έτρεχε το νερό και ξεβούλωνε τ’ αυτί μου.
Ξάπλωνα, κι ο αχός της θάλασσας μ’ αποκοίμιζε.
Στον ύπνο μου έβλεπα πως ήμουνα καπετάνιος κι αρμένιζα με φουρτούνα, κι όλο ορτσάριζα για να καβατζάρω έναν κάβο, και δεν το κατάφερνα, και βασανιζόμουνα να πάρω βόλτα.
Ύστερ’ άλλαζε μονομιάς τ’ όνειρο, και βρισκόμουνα με τον Ροβινσόνα μέσα στην καλύβα του. Ήτανε όπως τον ήξερα, με μαύρα γένια και μακρυά μουστάκια, φορούσε κάτι ρούχα από προβιά, ένα καπέλο σαν χωνί, κ’ είχε κοντά του την καραμπίνα του και το παρασόλι του. Παραπέρα, καθότανε σταυροπόδι ο Παρασκευάς, μαύρος σαν το κατράμι κι ολόγυμνος, κ’ έπλεκε ένα καλάθι. Ο παπαγάλος ήτανε γαντζωμένος απάνω σ’ ένα ξύλο, και μου φώναζε: «Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!» Απ’ όξω ήτανε κακοκαιριά, κι ακουγότανε η βουή της θάλασσας! «Χου! Χου! Χα! Μπου! Μπου! Ρου! Α! χα! Χα! Μας – α – Φουέρρα! Μας – α – Φουέρρα!…»
Ξυπνούσα , κι άκουγα ακόμα αυτά τα βογγητά. Μονάχα ο Ροβινσόνας κι ο Παρασκευάς είχανε φύγει.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.