Επίσκοπος – Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

Αγιος Λουκάς ο ιατρός, Συμφερουπόλεως – Κριμαίας, Saint Luke the physician, Symferoupoleos – Crimea, Святой Лука врач, Крым

Τήν ἄνοιξη τοῦ 1923, λίγο πρίν ἀπό τό σχίσμα καί τήν ἐμφάνιση τῆς «Ζώσας Ἐκκλησίας», ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος συνεκάλεσε μία σύναξη τοῦ κλήρου τῆς ἐπισκοπῆς τῆς Τασκένδης καί τοῦ Τουρκενιστάν, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ἐκλέξει δύο ὑποψηφίουςγιά τήν ἐπισκοπή. Ἐξελέγησαν ὁ ἀρχιμανδρίτης Βησσαρίων κι ἐγώ.
Λίγο ἀργότερα, ξέσπασε ἀνταρσία τῶν ἱερέων τῆς Μόσχας καί τῆς Πετρούπολης, ἐναντίον τοῦ πατριάρχη Τύχωνα, κατευθυνόμενη ἀπό τόν πρωτοθιερέα Ἀλέξανδρο Βεντένσκι. Σέ ὁλόκληρη τή Ρωσία, ὁ κλῆρος διαιρέθηκε σέ δύο παρατάξεις: οἱ σταθεροί καί ἀμετακίνητοι, πιστοί στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στόν πατριάρχη Τύχωνα καί οἱ μικρόψυχοι, χλιαροί ἤ αὐτοί πού δέν κατανοοῦσαν τή θύελλα πού διατάρασσε τήν Ἐκκλησία καί προσχώρησαν στή «Ζῶσα Ἐκκλησία», τοῦ Βεντένσκι καί κάποιων κομπάρσων τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἔχω ξεχάσει.
Τό σχίσμα ἐπηρέασε ἐπίσης καί τήν ἐπισκοπή τῆς Τασκένδης. Ὁ ἀριχεπίσκοπος Ἰννοκέντιος, ὁ ὁποῖος σπανιότατα κήρυττε, ἔκανε μία ὁμιλία θαρραλέα καί δυνατή: κάλεσε ὅλους νά παραμείνουν πιστοί στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τόν πατριάρχη Τύχωνα τόν καιρό αὐτό τῆς ἀνταρσίας καί νά μήν ἔχουν σχέση μέ τόν ἐπίσκοπο τῆς «Ζώσας Ἐκκλησίας» ὁ ὁποῖος ἀναμενόταν νά ἔρθει.
Πρός γενική κατάπληξη, δύο ἐξέχοντες πρωθιερεῖς –στούς ὁποίους ὑπολογίζαμε πολύ- πέρασαν στό ἀντίπαλο στρατόπεδο. Τούς ἀκολούθησαν κι ἄλλοι καί ἀπέμειναν λίγοι πιστοί.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος βιάστηκε νά προχωρήσει στήν εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία τοῦ ἀρχιμανδρίτη Βησσαρίωνα. Τέλεσε ὁλόκληρη ἀκολουθία μαζί μέ τόν ἀρχιεπίσκποπο Σέργιο (Λάβροφ), προσφάτως μετατεθέντα ἀπό τό Ἀσχαμπάντ στήν Τασκένδη. Ἤδη ὅμως τήν ἑπόμενη μέρα,ὁ νέος ἐπίσκοπος συνελήφθη καί ἀπελάθηκε ἀπό τήν Τασκένδη. Ἀργότερα προσχώρησε στό γρηγοριανό σχίσμα1 καί προήχθη σέ μητροπολίτη.
Τρομοκρατημένος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος ἔφυγε μυστικά τή νύχτα γιά τή Μόσχα, ἐλπίζοντας νά φθάσει στή μονή Βαλαάμ2.
Ὁ ἐπίσκοπος λοιπόν βρισκόταν μακριά καί ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν στό ἔλεος τῆς ἐξέγερσης. Τότε, ὁ πρωτοθιερέας Μιχαήλ Ἀντρέεφ κι ἐγώ ἀναλάβαμε προσωπικά τήν εὐθύνη διοίκησης τῆς ἐπισκοπῆς. Συγκεντρώσαμε στήν Τασκένδη ὅλους τους ἱερεῖς, τά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου καί τούς ἐπιτρόπους πού εἶχαν παραμείνει πιστοί καί εἶχαν ἀπορρίψει τή «Ζῶσα Ἐκκλησία». Εἰδοποιήσαμε τήν GPU3 ζητώντας τήν ἄδειά της καί τήν ἀποστολή παρατηρητῶν. Δέν ἔστειλε κανένα. Ὅλα λοιπόν φαίνονταν ἐντάξει. Αὐτή μου ἡ πρωτοβουλία, ὡστόσο, μοῦ στοίχισε τήν πρώτη μου ἐξορία.
Τήν ἐποχή ἐκείνη, εἶχε φτάσει στήν Τασκένδη ἕνας πολύ ὑψηλά ἱστάμενος ἐπίσκοπος, ὀνόματι Ἀνδρέας – δέ θυμᾶμαι τό ἐπίθετό του. Μαθαίνοντας τό τί συνέβαινε σέ μᾶς, μέ διόρισε προϊστάμενο καί πρωθιερέα τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ.
Λίγο ἀργότερα, ἔφτασε ἀπό τό Ἀσχαμπάντ ἕνα ἄλλος ἐξόριστος, ὁ σεβασμιώτατος Ἀντρέας τῆς Οὔφα, πρίγκιπας Οὐχτόμσκι. Λίγο πρίν τή σύλληψή του καί τήν ἐξορία του στήν Κεντρική Ἀσία, ζοῦσε στή Μόσχα. Ὁ πατριάρχης Τύχων ὁ ὁποῖος βρισκόταν ὑπο ἐπιτήρηση, τοῦ εἶχε δώσει τό δικαίωμα νά ἐπιλέγει τούς ὑποψηφίους ἐπισκόπους καί νά τούς χειροτονεῖ μυστικά.
Μέ τήν ἄφιξη του στήν Τασκένδη, ὁ σεβασμιώτατος Ἀντρέας, δέχθηκε τήν ἐκλογή μου ὡς ὑποψηφίου πρός ἀρχιερωσύνη ἀπό συνέλευση τοῦ κλήρου τῆς ἐπισκοπῆς τῆς Τασκένδης. Μυστικῶς μέ ἔκειρε μοναχό στό δωμάτιό μου. Μοῦ εἶπε ὅτι ἀρχικά εἶχε σκεφθεῖ νά μοῦ δώσει τό ὄνομα Παντελεήμων πρός τιμήν τοῦ ἰαματικοῦ ἁγίου, ὅταν ὅμως μέ ἄκουσε νά κηρύττω, θεώρησε πώς τό ὄνομα τοῦ ἀποστόλου, εὐαγγελιστοῦ, ἰατροῦ καί εἰκονογράφου θά μοῦ ταίριαζε πολύ.
Ὁ σεβασμιώτατος μ’ ἔστειλε στό Πεντζικέντ, μία πόλη πού ἀπεῖχε 90 βέρστια (Παλαιά ρωσική μονάδα ἀποστάσεων πού ἀντιστοιχοῦσε σέ 1.067 μέτρα) ἀπό τό Σαμαρκάντ. Δύο ἐπίσκοποι ἔμεναν ἐκεῖ, ὁ Δανιήλ τοῦ Μπόλχοβο καί ὁ Βασίλειο τοῦ Σουζντάλ. Ὁ δεσπότης μοῦ ἔδωσε ἕνα γράμμα γι’ αὐτούς, στό ὁποῖο τούς ἔγραφε νά μέ χειροτονήσουν ἐπίσκοπο.
Ὅπως μόλις ἔγραψα, ἥμουν γιά δύο χρόνια καί τέσσερις μῆνες ὁ τέταρτος κατά σειράν ἐφημέριος τοῦ καθεδρικοῦ τῆς Τασκένδης, συνεχίζοντας ταυτοχρόνως νά ἐργάζομαι σάν ἀρχίατρος καί χειρουργός στό νοσοκομεῖο τῆς πόλης. Ἐπειδή ἡ ἀναχώρησή μου ἔπρεπε νά παραμείνει μυστική, εἶχα κανονίσει τέσσερις ἐπεμβάσεις γιά τήν ἑπομένη. Ἀναχώρησα τό βράδυ σιδηροδρομικῶς, συνοδεία ἑνός ἱερομονάχου, ἑνός διακόνου καί τοῦ μεγάλου μου γιοῦ Μιχαήλ, πού ἦταν τότε δεκαέξι ἐτῶν.
Τό πρωί, μόλις φτάσαμε στό Σαμαρκάν, στάθηκε σχεδόν ἀδύνατο νά βροῦμε ἁμαξά γιά νά συνεχίσουμε τόν δρόμο μας μέχρι τό Πεντζικέντ: κανείς δέν ἤθελε νά πάει, ἐπειδή ὅλοι φοβοῦνταν τίς ἐπιθέσεις τῶν μπασμάτς (ὁπαδοί τῆς ἀνεξαρτησίας). Βρήκαμε ἐν τέλει ἕναν θαρραλέο πού δέχθηκε νά μᾶς πάει. Ὁ δρόμος ἦταν μακρύς. Στή μέση τῆς διαδρομῆς σταματήσαμε σέ ἕνα τσάι-χανα4 , γιά νά ξεκουραστοῦμε καί νά ταΐσουμε τά ἄλογα. Δέν εἶχα κλείσει μάτι τίς δύο προηγούμενες νύχτες. Ἐδῶ ὅμως, μέ τό πού ξάπλωσα στόν ξύλινο πάγκο5 ,ὅπου οἱ Οὐζμπέκοι πίνουν τό τσάι τους, μέ πῆρε βαθύς ὕπνος. Δέν κοιμήθηκα παρά μόνο γιά τρία τέταρτα, ἀρκετά ὅμως γιά νά δυναμώσω. Ξεκουράστηκα ἀρκετά. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί χωρίς ἐμπόδια, φτάσαμε στόν προορισμό μας.
Οἱ ἐπίσκοποι Δανιήλ καί Βασίλειος μᾶς ὑποδέχθηκαν μέ ἀγάπη. Μόλις διάβασαν τή ἐπιστολή τοῦ ἐπισκόπου Ἀνδρέα Οὐχτόμσκι, ἀποφάσισαν νά ὁρίσουν γιά τήν ἐπαύριο τή Λειτουργία τῆς εἰς ἐπίσκοπον χειροτονίας μου καί νά τελέσουν ἀμέσως τόν ἑσπερινό καί τόν ὄρθρο στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Νικολάου Μύρων. Ὁ πρωθιερεύς Σεβιετσίσκι6 ἀπό τή Μόσχα, γνωστός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας , μοιραζόταν μαζί τους τήν ἐξορία. Διάβασε κι ἔψαλε μαζί μέ τούς συνοδούς μου στήν ἀγρυπνία καί στή Λειτουργία. Οἱ ἐπίσκοποι Δανιήλ καί Βασίλειος ἐνοχλήθηκαν ἀπό τό γεγονός πώς δέν ἤμουν ἀρχιμανδρίτης ἀλλά ἁπλός ἱερομόναχος καί πώς δέν ὑπῆρξε τελετή χειροθεσίας. Μετά ὅμως ἀπό κάποιους δισταγμούς, ἐνθυμούμενοι κι ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις χειροτονιῶν ἱερομονάχων σέ ἐπισκόπους, ἀποφάσισαν νά μή δώσουν σημασία στό γεγονός.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, πήγαμε ὅλοι στήν ἐκκλησία. Ἔχοντας κλείσει τίς πόρτες πίσω μας καί χωρίς νά σημάνουμε τίς καμπάνες ἀρχίσαμε ἀμέσως τήν ἀκολουθία προχωρώντας στή χειροτονία στήν ἀρχή τῆς Λειτουργίας.
Τή στιγμή τῆς χειροτονίας του, ὁ μέλλων ἐπίσκοπος γονατίζει μπροστά στό θυσιαστήριο καί ἕνας ἄλλος ἐπίσκοπος κρατάει ἀνοιχτό τό Εὐαγγέλιο πάνω ἀπ’τό κεφάλι του. Τή σημαντική αὐτή στιγμη πού διαβάζεται ἡ εὐχή τῆς χειροτονίας, τόσο βαθιά ἤμουν συγκινημένος πού ὅλο μου τό σῶμα ἔτρεμε. Οἱ λειτουργοί μοῦ ὁμολόγησαν στή συνέχεια ὅτι οὐδέποτε εἶχαν δεῖ παρόμοια συγκίνηση. Οἱ ἐπίσκοποι καί ὁ πατήρ Σβιετσίσκι ἐγκατέλειψαν τόν ναό πρίν ἀπό μένα. Μέ ὑποδέχτηκαν στό σπίτι ψάλλοντάς μου τόν χαιρετισμό τοῦ ἐπισκόπου: «Τόν δεσπότην καί ἀρχιερέα ἡμῶν….».
Ἔγινα ἐπίσκοπος στίς 18 Μαΐου 1923. Τήν ἄλλη μέρα γυρίσαμε ἀνεμπόδιστα στήν Τασκένδη. Μόλις ἔμαθε τά νέα γιά τή χειροτονία μου ὁ πατριάρχης Τύχων, τήν ἐπικύρωσε δίχως ἴχνος δισταγμοῦ, θεωρώντας τήν ἔγκιρη.
Λειτούργησα γιά πρώτη φορά ὡς ἐπίσκοπος τήν Κυριακή 21 Μαΐου, ἑορτή τῶν ἁγίων ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου7 καί Ἑλένης. Ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος εἶχε ἤδη φύγει. Ὅλοι οἱ ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ διασκορπίστηκαν ὅπως οἱ ἀρουραῖοι σέ πλοῖο πού βυθίζεται στήν πρώτη κυριακάτικη Λειτουργία. Δέν μπόρεσα νά συλλειτουργήσω, παρά μόνο μέ τόν πρωθιερέα Μιχαήλ Ἀντρέεφ.
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρέας τῆς Οὔφα ἦταν παρών στό ἅγιο Βῆμα, ἀνησυχώντας στήν ἰδέα ὅτι δέ θά μποροῦσα νά λειτουργήσω χωρίς λάθη. Ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἔκανα κανένα.
Ἡ ἑπόμενη ἑβδομάδα πέρασε χωρίς ἐμπόδια καί ἥσυχα τέλεσα τόν ὄρθρο τῆς δεύτερης Κυριακῆς. Ἔχοντας ἐπιστρέψει στό σπίτι, στίς ἔντεκα ἡ ὥρα τό βράδυ, ἐνῶ διάβαζα τόν κανόνα προετοιμασίας γιά τή Θεία Μετάληψη, χτύπησε ἡ πόρτα: γινόταν αὐτοψία καί ἦταν ἡ πρώτη μου σύλληψη. Ἀποχαιρέτησα τά παιδιά μου καί τή Σοφία Σεργκέγιεβνα καί μπῆκα γιά πρώτη φορά στό «μαῦρο κοράκι»8, ὅπως ὀνόμαζαν τότε τό αὐτοκίνητο τῆς GPU. Αὐτό στάθηκε γιά μένα ἡ ἀρχή ἔντεκα χρόνων φυλάκισης καί ἐξορίας. Τά τέσσερα παιδιά μου καί ἡ Σοφία Σεργκέγιεβνα –πού ἀνέλαβε τή φροντίδα τους- ἐκδιώχθηκαν ἀπό τό διαμέρισμά μου τοῦ ἀρχιάτρου καί τούς ἔστειλαν σ’ ἕνα δωματιάκι, ὅπου μπόρεσαν νά βολευτοῦν χάρη σ’ ἕνα σύστημα πολυόροφων κρεβατιῶν. Ἡ Σοφία Σεργκέγιεβνα κατάφερε νά κρατήσει τή δουλειά της· τα πενήντα ρούβλια9 πού κέρδιζε ἀνά μήνα τῆς ἐπέτρεπαν νά ἐπιβιώνει μέ τά παιδιά.
Ξαναβρέθηκα φυλακισμένος μέσα στό ὑπόγειο τῆς GPU. Ἡ πρώτη ἀνάκριση ἦταν ἐντελῶς παράλογη. Μοῦ ἔκαναν ἐρωτήσεις γι’ ἀνθρώπους πού μοῦ ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστοι, γιά τίς ἐπαφές μου μέ τούς κοζάκους τοῦ Ὄρενμπουργκ, πράγματα τά ὁποία ἐντελῶς ἀγνοοῦσα.
Μία νύχτα μέ φώναξαν ν’ ἀπαντήσω σέ μία ἀνάκριση διάρκειας δύο ὡρῶν. Κατευθυνόταν ἀπό ἕναν ὑψηλόβαθμο τσεκιστή10 ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο ἐν συνεχεία ν’ ἀναλάβει ὑψηλό πόστο στή GPU τῆς Μόσχας. Μέ ρώτησε γιά τά πολιτικά μου φρονήματα καί τή στάση μου ἀπέναντι στή σοβιετική ἐξουσία. Ἀκούγοντας πώς ἀνέκαθεν ὑπῆρξα δημοκράτης, μοῦ ἔθεσε εὐθέως τήν ἐρώτηση: «Ποιός εἶστε λοιπόν; Φίλος ἤ ἐχθρός μας»; Ἀπάντησα: «Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Ἄν δέν ἤμουν χριστιανός, πιθανόν νά εἶχα γίνει κομμουνιστής. Ἀλλά ἐπειδή διώκετε τό χριστιανισμό, βεβαίως καί δέν εἶμαι φίλος σας».
Μέ ἄφησαν ἥσυχο γιά κάποιο διάστημα. Ἀπ’ τό ἕνα ὑπόγειο μέ μετέφεραν σ’ ἕνα ἄλλο πιο εὐρύχωρο. Ἤμουν κρατούμενος μέσα σέ μία μεγάλη αὐλή περιτριγυρισμένος ἀπό κτίρια, τήν ὁποία βιαστικά εἶχαν μετατρέψει σέ φυλακή. Στίς ἀνακρίσεις πού ἀκολούθησαν κατηγορήθηκα ὅτι εἶχα ἐπαφές μέ τούς κοζάκους τοῦ Ὄρενμπουργκ καί γι’ ἄλλες ἀνοησίες πού ἐπινόησαν ἐναντίον μου.
Στά χρόνια πού ἤμουν ἱερέας καί ἀρχίατρος στό νοσοκομεῖο τῆς Τασκένδης, δέν εἶχα ποτέ διακόψει τή συγγραφή τῶν Δοκιμίων χειρουργικῆς πυωδῶν τραυμάτων. Ἤθελα νά τά ἐκδόσω σέ δύο τόμους καί σκόπευα νά τό κάνω γρήγορα. Ἔμενε νά γράψω τό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ πρώτου τόμου: «Ἐπί τῆς πυώδους φλεγμονῆς τοῦ μέσου ὠτός καί τῶν ἐπιπλοκῶν της».
Ζήτησα ἀπό τόν διευθυντή τῆς φυλακῆς νά μοῦ δώσε τή δυνατότητα νά τελειώσω αὐτή τήν ἐργασία. Στάθηκε τόσο φιλικός πού μοῦ παραχώρησε τό δικαίωμα νά τή συντάξω στό δικό του τό γραφεῖο, ὅταν δέν εἶχε ὑπηρεσία. Σέ λίγο εἶχα τελειώσει τό πρῶτο τόμο τοῦ βιβλίου μου, γράφοντας στό ἐξώφυλλο: «Ἐπίσκοπος Λουκᾶς. Καθηγητής Βοϊνο-Γιασενέτσκι. Δοκίμια χειρουργικῆς πυωδῶν τραυμάτων».
Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ ἐκπληκτική καί μυστηριώδη πρόρρηση τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτό τό βιβλίο, προόρηση πού εἶχα λάβει ἀπό τό Θεό στό Περεσλάβλ-Ζαλέσκι πολλά χρόνια πρίν: «Ὅταν τελειώσει τό βιβλίο αὐτό, θά ὑπογραφεῖ ἀπό ἐπίσκοπο».
Δέν μπόρεσα νά τό ἐκδώσω σέ δύο τόμους καί ἡ ἐλλιπέστατη πρώτη ἔκδοση ἔκανε τήν ἐμφάνισή της μετά –πλέον- τήν πρώτη μου ἐξορία. Ἡ ἔνδειξη «ἐπίσκοπος» εἶχε ὄντως ἐξαφανισθεῖ. Δέν ἔμεινα κρατούμενος γιά πολύ. Μέ ἄφησαν γιά μία μέρα ἐλεύθερο ὥστε ἀνεμπόδιστα νά πάω στή Μόσχα. Ὅλη τή νύχτα, τό παλιό μου διαμέρισμα τοῦ ἀρχιάτρου στό νοσοκομεῖο ἦταν γεμάτο ἐνορίτες τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ, πού εἶχαν ἔρθει γιά νά μέ ἀποχαιρετήσουν. Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ θρόνος τῆς Τασκένδης βρισκόταν ἤδη στά χέρια τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας», ἀκριβέστερα τοῦ μητροπολίτη Νικολάου τόν ὁποίο ἀποκαλοῦσα «ἀγριόχοιρο ξαπλωμένο σέ ὑπερῶο τόπο». Ἀπαγόρευσα στά μέλη τοῦ ποιμνίου μου νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μαζί του. Ἡ διαθήκη πού ἄφησα ξεσήκωσε τή μήνι τῶν τσεκιστῶν.
Τό πρωί, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησα τά παιδιά μου, πῆγα στό σταθμό. Ἀνέβηκα στό τρένο, ὄχι σάν βαρυποινίτης, ἀλλά σ’ ἕνα βαγόνι ἐπιβατικό. Μετά τά τρία πρώτα σφυρίγματα τῆς ἁμαξοστοιχίας, τό τρένο δέν κουνήθηκε. Παρέμεινε ἀκίνητο γιά καμιά εἰκοσαριά λεπτά. Ὅπως ἔμαθα πολύ ἀργότερα, δέν μποροῦσε νά ξεκινήσει γιατί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων εἶχαν ξαπλώσει πάνω στίς γραμμές. Μ’ αὐτό τόν τρόπο οἱ ἄνθρωποι ἐκφράζανε τήν ἐπιθυμία τους νά μέ κρατήσουν στήν Τασκένδη, πράγμα ὄντως ἀδύνατο.

—————————————————————-
1.Τό σοβιετικό καθεστώς ὑπέθαλψε πολλές κινήσεις, προσβλέποντας νά ἁλώσει τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔσω καί νά πάρει τήν ἐξουσία: ἄν τό σχίσμα τῆς «Ζώσας Ἐκκλησίας» εἶχε μᾶλλον ἀριστερό χαρακτήρα, τό γρηγοριανό σχίσμα «ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Γρηγορίου Γιατσκόβσκι ἀρχιεπισκόπου τῆς Αἰκατερινούπολης) εἶχε δεξιό, συντηρητικό χαρακτήρα. Εἶδε τό φῶς τῆς ἡμέρας, στίς 22 Δεκεμβρίου 1925.
2.Ἐπί τῆς λίμνης Λάντογκα, τό μοναστήρι αὐτό, ἀνῆκε ἐκείνη τήν ἐποχή ( καί μέχρι τό Μάρτιο τοῦ 1940) στή Φιλανδία.
3.Ἡ μυστική πολιτική ἀστυνομία τῆς δεκαετίας τοῦ 1920, ἡ μετέπειτα ΝΙ ΚΑ ΒΕ ΝΤΕ, ΚΑ ΓΚΕ ΜΠΕ καί σήμερα ΕΦ ΕΣ ΜΠΕ.
4. «Σπίτι τσαγιοῦ», εἶδος χάνι ἀνατολίτικο, γενικά ὑπαίθριο).
5. Κάθονται ἐντελῶς στό πάτωμα, μέ τά πόδια ἁπλωμένα μπροστά τους δέν ὑπάρχουν οὔτε καρέκλες, οὔτε τραπέζια.
6.Ὁ Βαλεντίν Πάβλοβιτς Σβιετσίσκι (1879-1931) ἦταν πολωνικῆς καταγωγῆς ὅπως καί ὁ ἅγιος Λουκᾶς. Στήν οἰκογένειά τοῦ ὑπῆρξε καί κάποιος καρδινάλιος. Μέλος τῆς Φιλοσοφικῆς καί Θρησκευτικῆς Ἕνωσης Μόσχας (1906) πρίν τήν ἐπανάσταση, ἀγωνίστηκε γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κρατική κηδεμονία. Μετά τήν ἐπανάσταση, δραστηιοποιήθηκε στήν «Ἕνωση χριστιανικοῦ ἀγώνα» ὅπου καί ἀφιερώθηκε ἐντελῶς στή κήρυγμα. Δέν ἀναγνώρισε τό μητροπολίτη Σέργιο –διάδοχο τοῦ πατριάρχη Τύχωνα (1865-1925)-, προσχώρησε στό σχίσμα τοῦ μητροπολίτη Ἰωσήφ ὁ ὁποῖος ἀντιτέθηκε στήν ὑποτέλεια τῆς Ἐκκλησίας στή σοβιετική ἐξουσία μετανόησε ὕστερα, πρίν ἀπό τό θάνατό του. Πέθανε ἐξόριστος στή Σιβηρία στίς 20 Ὀκτωβρίου 1931, ἐπέτρεψαν ὅμως τή μεταφορά τοῦ σώματος στή Μόσχα ὅπου ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἐψάλη τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα. Κάποιες συλλογές κηρυγμάτων καί ὁμιλιῶν τοῦ ἐκδόθηκαν τό 1995 στή Μόσχα μέ τίτλο: Τό μοναστήρι μέσα στόν κόσμο.
7.Ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος ἔκαμε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ βυαζαντινοῦ κράτους τό χριστιανισμό, ἔκανε γιά τόν ἕαυτό του ἕνα μνημεῖο δίπλα ἀπό τά δώδεκα σύμβολικά μνημεῖα τῶν ἀποστόλων στήν ἐκκλησία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ μητέρα του Ἑλένη -ἡ ὁποία ἔκτισε ναούς στήν ἁγία Γῆ – εἶχε ἀνακαλύψει σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἕνα τεμάχιο ἀπό τόν πραγματικό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Στό σημεῖο αὐτό πού βρέθηκε ὁ Σταυρός, ἔκτισαν τόν Πανάγιο Τάφο, στήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ τίτλος «ἰσαπόστολοι» δόθηκε σ’ αὐτούς πού πρῶτοι κήρυξαν τό Εὐαγγέλιο σέ μία περιοχή: οἱ ἅγιοι Κύριλος καί Μεθόδιος στούς Σλάβους, ἡ Νίνα στή Γεωργία κλπ.
8. Προσωνυμία γιά τό αὐτοκίνητο τῆς μυστικῆς ἀστυνομίας ἡ ὁποία ἔπαιρνε τούς ἀνθρώπους ἀπό τά σπίτια τους, συνήθως στίς 5 ἡ ὥρα τό πρωί.
9. Δηλαδή ἕνα ἄθλιος μισθός πράγμα συχνό στίς οἰκογένειες πού εἶχαν ὑποστεῖ στέρηση δικαιωμάτων γιατί ἀνῆκαν σέ κοινωνική τάξη «ὄχι σωστή» (τόν κλῆρο).
10.Συνεργάτη τῆς μυστικῆς ἀστυνομίας.

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.