Για το ψέμα (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Εκείνος δε που ψεύδεται με λόγια είναι αυτός που, όταν, ας υποθέσουμε, βαριέται να σηκωθεί για την αγρυπνία, δεν λέει «συγχώρεσέ με, γιατί βαρέθηκα να σηκωθώ», αλλά λέι: «Είχα πυρετό, ήμουνα ζαλισμένος, δεν μπορούσα να σηκωθώ, δεν είχα κουράγιο». Και λέει δέκα λόγια ψεύτικα, για να μη βάλει μια μετάνοια και να ταπεινωθεί. Αν όμως κάποιος τον κατηγορήσει για κάτι, προσπαθεί επίμονα με τις αντιρρήσεις του και τις ψευτοευγένειές του να ανασκευάσει την κατηγορία, μόνο και μόνο γιατί δεν την σηκώνει. Παρόμοια συμβαίνει, αν τύχει και λογομαχήσει με τον αδελφό του. Δεν σταματάει τότε να δικαιολογείται και να λέει: «Εσύ όμως είπες, εσύ έκανες, εγώ δεν είπα, εκείνος είπε, αυτό, εκείνο». Και αυτό το κάνει μόνο και μόνο για να μην ταπεινωθεί. Πάλι, αν επιθυμήσει κάποιο πράγμα, δεν ανέχεται να πει «επιθυμώ αυτό», αλλά γυροφέρνει τα λόγια του λέγοντας, «υποφέρω απ’ αυτό, και χρειάζομαι εκείνο» ή «μου είπαν να κάνω αυτό». Και λέει τόσα ψέματα μέχρι να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.

Γιατί κάθε αμαρτία γίνεται ή από φιληδονία ή από φιλαργυρία ή από φιλοδοξία. Παρόμοια και το ψέμα, γι’ αυτούς τους τρεις λόγους λέγεται. Ή για να μην κατηγορηθεί κανείς και ταπεινωθεί ή για να μην κάνει κάποιο θέλημα ή για να κερδίσει κάτι. Και δεν σταματάει αυτός που ψεύδεται από το να γυροφέρνει εδώ και εκεί και να μηχανεύεται πάντοτε τι να πει μέχρι να καταφέρει το σκοπό του. Αυτός ποτέ δεν γίνεται πιστευτός, αλλά, και αν ακόμα πει κάτι αληθινό, κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει, αλλά και για την αλήθεια που λέει αμφιβάλλουν οι άλλοι.

Συμβαίνει δε πολλές φορές να υπάρξει μια πραγματικά δύσκολη περίσταση, που αν κανείς δεν προσπαθήσει να κρύψει κάτι απ’ αυτήν ή να την αποκρύψει ολόκληρη, για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά για την αλήθεια και μόνο την αποκαλύψει, τότε τα πράγματα οδηγούνται σε περισσότερη ταραχή και στενοχώρια. Όταν λοιπόν συμβεί μια τέτοια περίσταση και βρεθεί κανείς σε μια τέτοια ανάγκη, τότε μπορεί να κάνει μια παρέκκλιση από την αλήθεια, λέγοντας λόγια που δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, για να μην προκληθεί, όπως είπα, περισσότερη ταραχή και στενοχώρια ή κίνδυνος. Όπως ακριβώς είπε ο αββάς Αλώνιος στον αββά Αγάθωνα: «Δες, δύο άνθρωποι έκαναν φόνο μπροστά σου και ο ένας κατέφυγε στο κελλί σου. Και να, το όργανο της εξουσίας, που ψάχνει να τον βρει, έρχεται και σε ρωτάει˙ ¨Μπροστά σου έγινε ο φόνος¨; Εάν δεν οικονομήσεις τα πράγματα, παραδίδεις τον άνθρωπο σε θάνατο».1

Όταν λοιπόν συμβεί, σε μια τέτοια μεγάλη ανάγκη, να αναγκαστεί κανείς να παρεκκλίνει από την αλήθεια, και τότε δεν πρέπει να ξεγνοιάζει, αλλά να μετανοεί, να κλαίει ενώπιον του Θεού και να θεωρεί την όλη περίσταση σαν δοκιμασία. Αυτό βέβαια δεν πρέπει να το κάνει συνέχεια, αλλά μια στις χίλιες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη χρήση του αντίδοτου των δηλητηριάσεων και με το καθαρτικό, που αν πίνονται συνέχεια, βλάπτουν. Αν όμως τα πάρει κανείς μια φορά, σε αραιά χρονικά διαστήματα και μόνο εφόσον υπάρχει πραγματική ανάγκη, τότε τον ωφελούν. Έτσι πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει αυτές τις περιστάσεις, ώστε ακόμα και αν για πραγματική ανάγκη θελήσει να παρεκκλίνει από την αλήθεια, να το κάνει, αλλά, όπως είπα, μια φορά στις χίλιες και μόνο για το καταπιεστικό μέγεθος της ανάγκης. Και πάλι σ’ όλη του τη ζωή να διατηρεί το φόβο και τον τρόμο προς τον Θεό, να του δείχνει την καλή του προαίρεση και τη σπουδαιότητα της ανάγκης και τότε ο Θεός τον σκεπάζει. Επειδή ακόμα και αυτό δεν παύει να προξενεί ζημία στην
ψυχή του.

Να λοιπόν, είπαμε ποιος είναι αυτός που ψεύδεται «κατά διάνοια» και ποιος είναι αυτός που ψεύδεται με λόγια. Θέλουμε όμως να αναφέρουμε και ποιος είναι αυτός που ψεύδεται και μ’ αυτή την ίδια τη ζωή του.

Εκείνος που ψεύδεται με την ίδια τη ζωή του, είναι αυτός που, ενώ είναι άσωτος, προσποιείται ότι έχει εγκράτεια, ή είναι πλεονέκτης και μιλάει για ελεημοσύνη και επαινεί τη συμπάθεια, ή είναι υπερήφανος και θαυμάζει την ταπεινοφροσύνη. Και τη θαυμάζει, όχι βέβαια γιατί θέλει να επαινέσει την αρετή. Γιατί, αν το έλεγε μ’ αυτό το σκοπό, πρώτα – πρώτα θα ομολογούσε με ταπείνωση την ασθένειά του, λέγοντας: «Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, γιατί δεν έχω κάνει τίποτε καλό στη ζωή μου». Και, αφού πρώτα θα ομολογούσε την αδυναμία του, τότε θα έπρεπε να θαύμαζε και να επαινούσε την αρετή. Αλλά εγκωμιάζει την αρετή, χωρίς να έχει κύριο σκοπό να αποφύγει να σκανδαλίσει τους άλλους. Γιατί, σ’ αυτή την περίπτωση, θα έλεγε: «Εγώ βέβαια είμαι άθλιος και εμπαθής, γιατί να σκανδαλίσω και άλλον; Γιατί να βλάψω και άλλη ψυχή και να φορτωθώ και άλλο βάρος»; Μ» αυτό το λογισμό, και αν ακόμα αμάρτανε, θα είχε πλησιάσει κάπως το καλό. Γιατί είναι χαρακτηριστικό συμπάθειας να φροντίζουμε τον πλησίον. Αλλά αυτός δεν θαυμάζει για
τους λόγους που ανέφερα την αρετή, αλλά καταπιάνεται και μιλάει γι’ αυτήν και τη θαυμάζει ή για να σκεπάσει την ασχήμια του – αφήνοντας να εννοηθεί ότι δήθεν και αυτός έχει κάποια σχέση μ’ αυτήν – ή πολλές φορές για να κάνει κακό και να παραπλανήσει τον αδελφό του. Γιατί καμιά κακία, καμιά αίρεση, ούτε και αυτός ο ίδιος ο διάβολος, δεν μπορεί να ξεγελάσει τον άνθρωπο, παρά μόνο αν του παρουσιασθεί σαν αρετή, όπως λέει ο Απόστολος˙ «Ο ίδιος ο διάβολος μεταμορφώνεται σε φωτεινό άγγελο» (Β’ Κορ. 11, 14). Δεν είναι λοιπόν παράξενο αν και οι υπηρέτες του μεταμορφώνονται σε υπηρέτες κάθε αρετής. Έτσι ακριβώς και ο ψεύτης, είτε γιατί ντρέπεται και φοβάται να μην ταπεινωθεί, είτε, όπως είπα, γιατί θέλει να παρασύρει και να ξεγελάσει κάποιον, μιλάει για τις αρετές και τις παινεύει και τις θαυμάζει σαν να είναι δικές του και να τις έχει ζήσει. Αυτός είναι εκείνος που ψεύδεται με ολόκληρη τη ζωή του. Αυτός δεν είναι άνθρωπος απλός, αλλά διπλοπρόσωπος. Άλλος είναι μέσα του και διαφορετικός φαίνεται. Διπλή είναι και
εντελώς αξιοπεριφρόνητη ολόκληρη η ζωή του.

Να λοιπόν, είπαμε και για το ψέμα ότι προέρχεται απ τον διάβολο. Μιλήσαμε και για την αλήθεια, ότι η αλήθεια είναι ο Θεός. Ας αποφύγουμε λοιπόν, αδελφοί μου, το ψέμα, για να γλυτώσουμε από τη μερίδα του Πονηρού. Ας αγωνιστούμε να αποκτήσουμε την αλήθεια, για να ενωθούμε μ’ Αυτόν που είπε: «Εγώ είμαι η αλήθεια» (Ιωάν. 14, 6).

Ο Θεός να μας κάνει άξιους της αλήθειας Του.

Περί ψεύδους. Μέρος δεύτερον.

Ο δε εν λόγω ψευδόμενός εστίν, όταν, υπόθου, οκνή τις αναστήναι εις την αγρυπίαν και ου λέγει˙ Συγχώρησόν μοι, ότι ώκνησα αναστήναι˙ αλλά λέγει˙ Επύρεξα, εσκοτώθην, ουκ ηδυνήθην αναστήναι, ητόνουν˙ και λέγει δέκα ρήματα ψευδή, ίνα μη βάλη μίαν μετάνοιαν και ταπεινωθή. Εάν δε τις μέμψηται αυτόν εν πράγματι, μένει αλλάσσων τα ρήματα αυτού και φιλοκαλών, ίνα μη βαστάση την μέμψιν. Ομοίως, εάν συμβή αυτόν έχειν λόγον τινά προς αδελφόν αυτού, ου παύεται δικαιολογούμενος και λέγων˙ Αλλά συ είπας, αλλά συ εποίησας, άλλ’ εγώ ουκ είπον, άλλ’ εκείνος είπεν, αλλά τούτο, άλλ’ εκείνο, ίνα μη μόνον ταπεινωθή. Πάλιν εάν επιθυμήση πράγματος, ουκ ανέχεται ειπείν ότι˙ Επιθυμώ τούδε, αλλά μένει στρέφων τους λόγους αυτού και λέγων ότι˙ Τόδε πάσχω και τούδε χρήζω, ή Τώδε επετάγην, και λέγει πόσα ψεύδη έως ου πληρώσει την επιθυμίαν αυτού.

Πάσα γαρ αμαρτία ή δια φιληδονίαν ή δια φιλαργυρίαν ή δια φιλοδοξίαν γίνεται. Ομοίως και το ψεύδος δια τούτων των τριών γίνεται˙ ή δια το μη μεμφήναι και ταπεινωθήναι ψεύδεταί τις, ή δια το ανύσαι θέλημα ή δια το κερδάναι˙ και ου παύεται στρέφων ώδε, στρέφων εκεί, πάντα μαγγανεύων τι ειπείν έως ανύσει τον σκοπόν αυτού˙ ο τοιούτος ουδέποτε πιστεύεται, αλλά και αληθής ρήμα εάν είπη, ουδείς δύναται πιστεύσαι αυτώ, αλλά και το αληθές αυτού αμφίβολον ευρίσκεται.

Έστι δε ότε γίνεται ανάγκη πράγματος, και εάν μη κρύψη τις μικρόν, έρχεται το πράγμα εις πλείονα ταραχήν και θλίψιν. Όταν ουν τοιαύτη περίστασις γίνεται, και ίδη τις εαυτόν αναγκαζόμενον, δια τούτο αλλάξαι ρήμα, ίνα μη γένηται, ως είπον, πλείων ταραχή και θλίψις ή κίνδυνος ώσπερ είπεν ο αββάς Αλώνιος τω αββά Αγάθωνι˙ Ιδού δύο άνθρωποι επί σου φόνον εποίησαν, και ο εις έφυγεν εις το κελλίον σου˙ και ιδού ο άρχων ζητεί αυτόν και ερωτά σε λέγων˙ Επί σου φόνος γέγονεν; Εάν μη οικονομήσης, παραδίδως τον άνθρωπον εις θάνατον.

Όταν ουν μεγάλης τις ανάγκη συμβή, θέλει τις μηδέ ούτως αμεριμνήσαι, αλλά μετανοείν και κλαίειν ενώπιον του Θεού και έχειν το τοιούτον ως καιρόν πειρασμού, και ουδέ τούτο συνεχώς, άλλ’ άπαξ δια πολλών. Ώσπερ επί της θηριακής και του καθαρσίου, ότι συνεχώς λαμβανόμενα βλάπτουσιν, ει δε λάβει τις άπαξ δια χρόνου δια πολλήν ανάγκην, ωφελούσιν αυτόν˙ ούτως οφείλει τις χρήσασθαι τω πράγματι τούτω, ίνα καν δι’ ανάγκην θελήση αλλάξαι, αλλάξη, ει άρα έστιν άπαξ δια πολλών, εάν ίδη, ως είπον, ανάγκην, και αυτό δε το δια χρόνου μετά φόβου και τρόμου δεικνύων τω Θεώ και την προαίρεσιν αυτού και την ανάγκην, και σκεπάζεται˙ επεί και εις αυτό βλάπτεται.

Ιδού είπομεν τις εστίν ο ψευδόμενος κατά διάνοιαν και τις εστίν ο εν λόγω ψευδόμενος θέλομεν λοιπόν ειπείν τις έστι και ο εις αυτόν τον βίον αυτού ψευδόμενος.

Ο εις αυτόν τον βίον αυτού ψευδόμενός εστίν όταν τις άσωτος ων προσποιήται εγκράτειαν, ή πλεονέκτης εστί και λαλεί περί ελεημοσύνης και επαινεί την συμπάθειαν, ή υπερήφανός εστί και θαυμάζειν την ταπεινοφροσύνην, και ουχ ως θέλων την αρετήν επαινέσαι, θαυμάζει αυτήν. Ει γαρ έλεγε τω σκοπώ τούτω, πρώτον μετά ταπεινώσεως ωμολόγει την ιδίαν ασθένειαν λέγων˙ Οι μοι τω αθλίω ότι μεματαίωμαι από παντός αγαθού. Και μετά το ομολογήσαι την ιδίαν ασθένειαν, ούτως είχε θαυμάσαι και επαινέσαι την αρετήν. Άλλ’ ουδέ σκοπόν έχων του μη σκανδαλίσαι τινά εγκωμιάζει την αρετήν. Οφείλει γαρ και ούτως λογίσασθαι ότι˙ Ναι εγώ άθλιός ειμί και εμπαθής, δια τι ίνα και άλλον σκανδαλίσω; Δια τι ίνα βλάψω και άλλην ψυχήν, και ενέγκω εμαυτώ και άλλο βάρος; Και είχεν ει και εις εαυτόν ημάρτανεν, άλλ’ ουν άψασθαι του καλού. Ταπεινώσεως γαρ εστί το εαυτόν ταλανίζειν, και συμπαθείας το φείδεσθαι του πλησίον. Άλλ’ ο τοιούτος ου κατά τινά τούτων των ειρημένων θαυμάζει, ως είπον, την αρετήν, άλλ’ η δια το σκεπάσαι την ιδίαν ασχημοσύνην
προσλαμβάνεται το όνομα της αρετής και λαλεί περί αυτής, ως ότι και αυτός τοιούτός εστίν, ή πολλάκις δια το βλάψαι και δελεάσαι τινά. Ούτε μία γαρ κακία ούτε μία αίρεσις ούτε αυτός ο διάβολος δύναται απατήσαί τινά ει μη δια του σχηματίσασθαι την αρετήν, καθώς ο Απόστολος λέγει ότι αυτός ο διάβολος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. Ου μέγα ουν ει και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης. Ούτως ουν και ο ψεύστης, είτε φοβούμενος την αισχύνην δια το μη ταπεινωθήναι, είτε, ως είπον, θέλων δελεάσαι και απατήσαί τινά, λαλεί περί των αρετών και επαινεί και θαυμάζει, ως ιδιοποιούμενος αυτάς και πεπειραμένος αυτών˙ ούτός εστίν ο ψευδόμενος εις αυτόν τον βίον αυτού, ούτος ουκ έστιν απλούς άνθρωπος, αλλά διπλούς άλλος εστίν έσωθεν, και άλλος έξωθεν˙ διπλούν έχει και όλον εκχλευασμένον τον βίον αυτού.

Ιδού είπομεν τα περί του ψεύδους ότι εκ του πονηρού εστίν˙ είπομεν και περί της αληθείας ότι η αλήθεια ο Θεός εστί. Φύγωμεν ουν το ψεύδος, αδελφοί, ίνα ρυσθώμεν εκ της μερίδος του πονηρού, και αγωνισώμεθα κτήσασθαι την αλήθειαν, ίνα ενωθώμεν τω ειπόντι˙ εγώ ειμί η αλήθεια. Ο Θεός αξιώση ημάς της αληθείας αυτού.

Υποσημείωση.

1. Αββά Αλωνίου, P. G. 65, 133B, δ’.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για το ψέμα (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.