Καλή προαίρεση!

Κάποιος αδελφός απαρνήθηκε τον κόσμο και έδωσε όλα τα υπάρχοντά του και κράτησε ένα χωράφι για τα αναγκαία της τροφής του, το οποίο όμως ο προεστός του χωριού επιθυμούσε να πάρει και πίεζε τον αδελφό με κάθε τρόπο, για να αναγκαστεί να του το δώσει ή με χρήματα ή με ανταλλαγή τόπου. Όμως, ο αδελφός δεν ήθελα με κανέναν τρόπο. Έτσι ο αδελφός, πιεζόμενος από τον άρχοντα, πήγε σ’ έναν γέροντα ξακουστό, παρακαλώντας τον να γράψει στον άρχοντα να μην διεκδικεί το χωράφι, αυτός όμως δεν ήθελε. Αλλά, όταν είδε τον άρχοντα να έχει πέσει με τα μούτρα, για να πάει το χωράφι και τον αδελφό να τον παρακαλεί να γράψει στον άρχοντα, για χάρη του Κυρίου, έγραψε μία επιστολή προς τον άρχοντα που έλεγε: «Ο μοναχός δεν έχει κάτι δικό του, ώστε, αν τον πιέσουν, να του πάρουν και να τον αδικήσουν! Σαν όμως έχει, ας αδικείται, γιατί αυτός δεν είναι μοναχός».

Παίρνοντας, λοιπόν, ο μοναχός την επιστολή και μη γνωρίζοντας το νόημα του περιεχομένου, πήγε και την παρέδωσε στον προεστό. Ο άρχοντας δεχόμενος την επιστολή και διαβάζοντάς την, είπε προς τον αδελφό: «Ξέρεις τί γράφει ο άγιος γέροντας;». «Ναι, να αφήσεις το χωράφι», είπε ο αδελφός. Θαυμάζοντας, λοιπόν, ο άρχοντας την αρετή του αγίου γέροντα, παρακάλεσε τους συμβούλους του και διάβασε το γράμμα στο μυστικό συμβούλιο και χάρη στην αρετή του γέροντα άφησε το χωράφι ανενόχλητο.

Υπήρχε κάποιος χρυσοχόος πολύ ευφυής και άριστος τεχνίτης, προς τον οποίο ήλθε κάποιος πατρίκιος, δηλαδή ευγενής, και παράγγειλε να του κατασκευάσει ένα σταυρό με πολύτιμους λίθους, για να τον προσφέρει στον ναό. Αφού έλαβε, λοιπόν, χρυσάφι αντί για χρήματα, σκέφτηκε και είπε στον εαυτό του ότι, αφού ο άρχοντας προσφέρει τόσα χρήματα στον ναό, γιατί να μην προσφέρει και ο ίδιος κάτι για δικό του όφελος, όπως η χήρα τα δύο λεπτά. Έτσι υπολόγισε την τιμή της εργασίας του, η οποία του άρμοζε, την πρόσθεσε και με τον σταυρό και τον τέλειωσε. Όταν ήλθε ο πατρίκιος και ζύγισε το χρυσάφι, προτού τοποθετηθούν οι πολύτιμοι λίθοι, το βρήκε περισσότερο απ’ όσο είχε δοθεί. Όταν άρχισε να τον ελέγχει με απειλές, μήπως έκανε δόλο και πρόσθεσε μέταλλα με το χρυσάφι που το έδωσε, ο νέος του είπε: «Ο Θεός που γνωρίζει τα ενδόμυχα της ψυχής, γνωρίζει ότι δόλο δεν έκανα, αλλά βλέποντας ότι εσύ προσφέρεις τόσα χρήματα στον Χριστό, σκέφτηκα να προσφέρω και εγώ τον μισθό του κόπου μου, ώστε να έχω και εγώ μισθό μαζί σου».

Θαυμάζοντας ο πατρίκιος την αγαθή προαίρεση του λέει: «Επειδή, τέκνο, έτσι έκρινες, για να έχεις και εσύ μερίδιο στον Χριστό, από σήμερα σε κάνω θετό υιό μου και κληρονόμο (γιατί δεν είχε)». Έτσι τον πήρε μαζί του και τον έκανε θετό υιό και κληρονόμο του. Από αυτό, λοιπόν, διδασκόμαστε την αγαθότητα του Θεού, ο οποίος λαμβάνοντας από εμάς με καλή προαίρεση, αποδίδει πλούσια την ανταπόδοση.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.