Το Μεγάλο Ρήγμα (14 Αυγούστου 1922). Η απώλεια του Αφιόν Καραχισάρ – Σαράντου Καργάκου.

Το Μεγάλο Ρήγμα (14 Αυγούστου)

Η IV μεραρχία ήταν αυτή που σήκωσε από την πρώτη στιγμή το κύριο βάρος της τουρκικής επιθέσεως. Οι απόπειρες (των Ελληνικών δυνάμεων) για την ανακατάληψη των απολεσθεισών θέσεων απέτυχαν. Το Γενικό Στρατηγείο στη Σμύρνη αδυνατούσε να στείλει ενισχύσεις, που απλούστατα δεν είχε, όσο κι αν επιμόνως τις ζητούσε το Α’ Σώμα. Όλες οι απαντήσεις του Χατζανέστη προς τον Τρικούπη παρέπεμπαν στο του Λουκιανού: «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Αλλά το Γενικό Στρατηγείο, αφού δεν έστελνε εφεδρείες,5 έστελνε αντίθετα εσφαλμένες οδηγίες. Έτσι επήλθε η καταστροφή, που θα είχε αποτραπεί «με έγκαιρον συντεταγμένην σύμπτυξιν των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού προς Τουμλού Μπουνάρ κατά μίμησιν της υποχωρήσεως, που έκανε ο εχθρός την 3η Ιουλίου 1921 κατά την μάχην της Κιουταχείας».6 Το Γενικό Στρατηγείο προτίμησε να διατηρεί στην κρίσιμη εκείνη στιγμή το αρχικό ευρύ μέτωπο αντί να το συμπτύξει. Έτσι η διάταξη του ελληνικού στρατού έμοιαζε με ανοιχτή παλάμη. Ο αντίπαλος μπορούσε να συντρίβει το κάθε δάχτυλο ξεχωριστά.

Τα πράγματα θα ήσαν διαφορετικά, αν ο ελληνικός στρατός, σε προεπιλεγμένο σημείο, σχημάτιζε, με τακτική υποχώρηση, γροθιά. Η γροθιά δεν έχει την έκταση της παλάμης. Είναι, όμως, πιο αποτελεσματική σε αποκρούσεις και κτυπήματα.

Άλλ’ ας επανέλθουμε στα γεγονότα: όταν ξημέρωσε η 14η Αυγούστου, το μέτωπο της ΙV και της Ι μεραρχίας, λόγω απωλειών και κοπώσεως, ήταν πλέον αρκετά εύθραυστο. Στις απώλειες πρέπει να συμπεριλάβουμε αξιωματικούς και στρατιώτες, που είτε λόγω συγχύσεως ή πανικού είχαν διαρρεύσει προς τα πίσω. Ο Κεμάλ δεν άφησε στον Έλληνα στρατιώτη ούτε μία ώρα ύπνο. Το πυροβολικό του άρχισε να βάλλει από τις 2 μετά τα μεσάνυχτα κατά των ελληνικών θέσεων. Τούτη τη φορά στόχος ήταν το κέντρο αντιστάσεως Σεϋλέν. Χάρη στο σκοτάδι και τα καταιγιστικά πυρά οι Τούρκοι στρατιώτες έφθασαν ως τα συρματοπλέγματα που προστάτευαν το ελληνικό οχύρωμα περίπου στα 100 μ. Η επίθεση, όμως, απέτυχε, παρόλο που κόστισε στους Τούρκους πολλούς νεκρούς. Μετά την πρώτη αυτή αποτυχία, ο Κεμάλ έστρεψε τις δυνάμεις του προς άλλους στόχους, όπως για παράδειγμα στον πριονοειδή αυχένα του Κισλατζίκ, που τον υπεράσπιζε το ΙΙ/35 Τάγμα, το οποίο μετά από σθεναρή αντίσταση αναγκάσθηκε στις 6 το πρωί να αποσυρθεί προς τα πίσω γύρω στα 600 μ.

Η υποχώρηση αυτή περισσότερο οφείλεται στον τραυματισμό του διοικητή του Νικ. Αντωνάτου. Η κατάληψη του πριονοειδούς αυτού βράχου συνιστούσε απειλή για τη συνοχή του μετώπου. Και για το λόγο αυτό δόθηκε εντολή στον αντ/χη Νικολαρέα να επιχειρήσει με δύο τάγματα την ανακατάληψη του λόχου.

Επικό χαρακτήρα πήρε η σύγκρουση στο Κιουτσούκ Καλετζίκ, που υπεράσπιζε το απόσπασμα Πλαστήρα. Εν τω μεταξύ είχαν φθάσει από το Αφιόν στις 5 το πρωί κατάκοποι από την πορεία οι άνδρες του 3ου Τάγματος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Χωρίς ανάσα το τάγμα αυτό προωθήθηκε προς το απειλούμενο Κιουτσούκ Καλετζίκ. Οι Τούρκοι στις 7 π.μ. είχαν σημειώσει στα αριστερά μια σημαντική επιτυχία. Για την αναχαίτισή τους χρησιμοποιήθηκαν και οι άνδρες του λεγόμενου «Μικρού Επιτελείου». Η ελληνική αντεπίθεση απέτυχε με τεράστιο μέγεθος απωλειών. Ας σημειωθεί ότι από τους 160 άνδρες του «Μικρού Επιτελείου» σκοτώθηκαν οι 110! Τελικά το έρεισμα του Κιουτσούκ Καλετζίκ εγκαταλείφθηκε. Οι στρατιώτες, αφού δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν τα πυροβόλα τους, περιορίσθηκαν στο να αφαιρέσουν τα κλείστρα, έτσι που τα εγκαταλειφθέντα πυροβόλα να είναι άχρηστα για τον αντίπαλο.

Στον τομέα της ασφυκτικά πιεζόμενης Ι Μεραρχίας υπήρχε η ελπίδα σοβαρής ανακουφίσεως από τη σχεδιασθείσα αντεπίθεση τμημάτων της ΙΙ Μεραρχίας, του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων και της Μεραρχίας Ιππικού προς την κατεύθυνση του Τσουκρουτζά. Αντί τούτου, όμως, κατόπιν διαταγής της Στρατιάς, οι δυνάμεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν για να κλείσουν το ρήγμα βορείως της σιδηροδρομικής γραμμής, ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από τη διείσδυση του τουρκικού ιππικού. Εν τω μεταξύ από το πρωί ήσαν σε εξέλιξη πολλές τουρκικές επιθέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει τη επίθεση κατά του Τιλκί Κιρί Μπελ, όπου τα εκεί τοποθετημένα τάγματα, μη μπορώντας να κρατήσουν το ύψωμα, άρχισαν να υποχωρούν προς τα κάτω. Η Μεραρχία, για να μη χαθεί η σημαντική από στρατιωτική άποψη θέση αυτή διέταξε ένα άλλο τάγμα να σπεύσει πάραυτα και να κάνει ανακατάληψη. Αλλά οι πανικόβλητοι στρατιώτες που κατηφόριζαν, συμπαρέσυραν στη φυγή και αυτούς που ανηφόριζαν.

Την οριστική διάλυση αποσόβησε ο λοχαγός Σ. Μαυρομιχάλης που κατόρθωσε, χάρη στην ψυχραιμία του, να συγκεντρώσει όλους τους άνδρες στο Σινίρκιοϊ, να τους ανασυντάξει και να τους τοποθετήσει σε νέες θέσεις πρόσφορες για άμυνα. Μέσα σ’ αυτή την καταιγιστική κατάσταση η VII Μεραρχία που δεν είχε ιδιαιτέρως ενοχληθεί, επιχείρησε μετωπική αντεπίθεση που απέτυχε λόγω του σφοδρού πυρός του τουρκικού πυροβολικού. Ο Κεμάλ που παρακολουθούσε τις εξελίξεις από κοντά, «τροφοδοτούσε» τις επιθέσεις του με νέες, κατά τον πλείστον ξεκούραστες, δυνάμεις. Οι περισσότερες από αυτές συνέκλιναν προ το Τιλκί Μπελ.

Δυσάρεστη ως τραγική εξέλιξη έπαιρναν τα πράγματα στον τομέα της σκληρά – από την αρχή – δοκιμαζόμενης Ι Μεραρχίας. Βρισκόταν στα πρόθυρα της καταρρεύσεως. Αυτό ανάγκασε τον Διοικητή του Α’ Σώματος Νικ. Τρικούπη να στείλει στη Στρατιά δύο δελτία τα οποία «όζουν» απελπισίας. Αντιγράφουμε αυτό της 9ης πρωινής της 14ης Αυγούστου:

«Εχθρός επιτιθέμενος νοτίως Ακάρ δια δέκα μεραρχιών, με ισχυρότατον πυροβολικόν, πιέζει, σφοδρώς το μέτωπόν μας. Ανάγκη απόλυτος ενισχυθή επειγόντως (το ) πιεζόμενον και κλονιζόμενον μέτωπον δια πάσης διαθεσίμου δυνάμεως (των) Β’ και Γ’ Σωμάτων Στρατού, διότι σχεδιαζομένη ενέργεια Β’ Σώματος Στρατού δεν θα δυνηθή να φέρη εγκαίρως επιδιωκόμενον αντίκτυπον. Παρακαλώ διατάξατε».

Δυστυχώς ο Τρικούπης, αν αληθεύει ο διάλογος που παραθέτει στα απομνημονεύματά του (βλ. παραπάνω), δεν εκμεταλλεύθηκε την περίεργη σκέψη του Χατζανέστη, ώστε να ενεργεί κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές ως Αρχιστράτηγος, και έμεινα προσκολλημένος στο τυπολατρικό «παρακαλώ, διατάξατε».

Η τουρκική επίθεση διευρύνεται.

Εν τω μεταξύ οι επιθέσεις των Τούρκων είχαν ενταθεί και εκταθεί σε ευρύτερη κλίμακα. Ήδη από της 9ης πρωινής της 14ης Αυγούστου το κέντρο αντιστάσεως του Κισλατζίκ (την υπεράσπισή του είχε αναλάβει το 11ο Σύνταγμα) είχε υποστεί αλλεπάλληλες επιθέσεις, που όλες είχαν αποκρουσθεί. Αποτυχία επίσης είχαν οι τουρκικές επιθέσεις κατά του Σεϋλέν. Ωστόσο, το δεξιό της Μεραρχίας βρισκόταν υπό κατάρρευση. Ο Σωματάρχης, όμως, Νικ. Τρικούπης, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι μπορούσε να κρατήσει την αρχική γραμμή άμυνας, αρκεί να ενισχυόταν επαρκώς με δυνάμεις από το μη πιεζόμενο σοβαρώς Β’ Σώμα Στρατού. Ίσως οι εξελίξεις να είχαν λάβει για τον ελληνικό στρατό καλύτερη τροπή, αν ο Νικ. Τρικούπης δεν ήταν τόσο πειθαρχικός, ώστε να εξαρτά τις ενέργειές του από την έγκριση ή τη διαταγή της Στρατιάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όφειλε με δική του πρωτοβουλία, επωφελούμενος από το μικρό διάλειμμα των μαχών κατά τη νύκτα της 13ης προς 14ης Αυγούστου, να αποτολμήσει την απαγκίστρωση των δυνάμεών του και να υποχωρήσει στο
Τουμλού Μπουνάρ και συγχρόνως να ενημερώσει για την ενέργειά του αυτή τον Διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού, ώστε να σπεύσει κι αυτός, και πέριξ του Τουμλού Μπουνάρ να σχηματισθεί αν όχι μια γρανιτώδης, πάντως μια ισχυρή ζώνη άμυνας. Προσωπικά θεωρώ παράλειψη –για να μην πω τραγικό λάθος – το γεγονός ότι ο Τρικούπης, παρόλο που βρισκόταν στο Αφιόν, δεν κάλεσε ούτε μια φορά σε σύσκεψη τους διοικητές της Ι και IV Μεραρχίας,7 που μέχρι στιγμής σήκωναν το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου.

Χωρίς ν’ αμφισβητώ – κάθε άλλο – τη γενναιότητα και τη μακρά πολεμική δράση του στρατηγού Τρικούπη, οφείλω να ομολογήσω – ύστερα μάλιστα και από ενδελεχή (= συνεχή, διαρκή) μελέτη του βιβλίου του – πως ήταν ένας τύπος στρατιωτικού γραφειοκράτη, που ενώ μπορούσε να κάνει σωστές επισημάνσεις, δεν μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο ηγέτη. Του έλειπε το πνεύμα της συνεργασίας και της τολμηρής πρωτοβουλίας. Στεκόταν στο «παρακαλώ διατάξατε». Οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να τον διαφωτίσουν και να του κάνουν τις ορθές υποδείξεις περί του πρακτέου ήσαν δίπλα του˙ τους αγνόησε και περίμενε τα φώτα από τους επιτελείς της Σμύρνης που βρίσκονταν 420 χλμ. μακριά από τα πεδία των μαχών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε σχέδιο αντικτυπήματος, αλλά αυτό θα έπρεπε να είχε σχεδιασθεί και μυστικά οργανωθεί πολύ πριν και όχι την τελευταία στιγμή. Όντως, το Β’ Σώμα Στρατού, ύστερα από διαταγή της Στρατιάς, προπαρασκεύαζε αντεπίθεση σε συνεργασία με το Γ’ Σώμα Στρατού, που, όμως, αυτή θα εκδηλωνόταν το ταχύτερο μόλις την 16η Αυγούστου. Δηλαδή τρεις ημέρες μετά την έναρξη της επιθέσεως του Κεμάλ. Τότε, όμως, ήταν αργά. Ο Κεμάλ είχε πετύχει τους περισσότερους στόχους του και είχε εδραιωθεί για τα καλά σε κάποια σημεία που από στρατιωτική άποψη θεωρούνται κομβικά. Όλα αυτά έπρεπε να είχαν γίνει από την πρώτη στιγμή της τουρκικής επιθέσεως. Αντί τούτο ο Αρχιστράτηγος στις 12 τα μεσάνυκτα της 14ης Αυγούστου εξέδωσε μία διαταγή που δείχνει σε τι πέλαγος αγνοίας κολυμπούσε και αυτός και το επιτελείο του: «Α’ Σώμα Στρατού να κρατήση πάση θυσία τομέα του, διαθέτουν ήδη δυνάμεις υπεραρκετάς. Β’ Σώμα Στρατού αναλάβη ωρισμένως αντεπίθεσιν, προσλαμβάνουν υπό τας διαταγάς του και ΧΙΙ Μεραρχίαν». Αυτά είναι
εύκολο να γίνονται στο στρατιωτικό χάρτη, δεν γίνονται όμως – αν δεν έχει προηγηθεί προεργασία – στην πράξη σε ώρα μάχης.

Εν τω μεταξύ, περί ώρα 9η βραδυνή, ο στρατηγός Τρικούπης είχε ενημερώσει τηλεφωνικά τον Διοικητή του Β’ Σώματος υποστράτηγο Κίμωνα Διγενή,8 ότι ο δεξιό της ΙV μεραρχίας είχε ανατραπεί και είχε ζητήσει από αυτόν η ΙΧ Μεραρχία να μετακινηθεί προς το Αφιόν. Ο υποστράτηγος Διγενής έσπευσε να ανταποκριθεί στην έκκληση του συναδέλφου του, αλλά έπειτα από μισή ώρα ο Τρικούπης του τηλεφώνησε εκ νέου ότι προετοιμαζόταν εκκένωση του Αφιόν, λόγω διεισδύσεως ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στο κενό μεταξύ Ι και VI μεραρχίας.

Για να ξεφύγουμε από την ξηρότητα της στρατιωτικής περιγραφής, δίνουμε στον αναγνώστη μια γεύση των φοβερών μαχών που έγιναν κατά το τρομερό διήμερο 13 και 14 Αυγούστου:

«14η Αυγούστου 1921. Ξημερώνουμε επί ποδός, με το όπλον ανά χείρας. Οι Τούρκοι έχουν οπισθοχωρήσει αρκετά εις τα απέναντι υψώματα. Προχωρούμε την μεσημβρίαν ολίγον δεξιά και εμπρός Β. Α., καταλαμβάνομε αρκετά υψώματα και φθάνοντας προ υψωμάτων του χωρίου Ινδερλή ευρισκόμεθα προ φοβερού θεάματος (εις το μέρος που είχεν κάνει το 4ον Σύν/μα μάχην την προηγουμένην ημέραν ευρίσκονται πτώματα σωρηδόν ημετέρων, άτινα το ένα επάνω στο άλλο, πολλούς βλέπει κανείς καρφωμένους με την ξιφολόγχη, Τούρκο με Έλληνα και οι δύο πεθαμένοι αγκαλιά). Τα πτώματα ημετέρων και Τούρκων είναι αμέτρητα. ¨Αχ Θεέ μου τι φρικτόν, ποιος μπορεί να ανθέξει προ της κοσμοκαταστροφής ταύτης, ποιος μπορεί να κρατήσει τα δάκρυα;¨ Αμέσως αρχίζουμε τον ενταφιασμόν τούτων εις μεγάλους λάκκους 10-15».9

Η εγκατάλειψη του Αφιόν Καραχισάρ (14 Αυγούστου)

Κανείς άλλος δεν μπορεί να περιγράψει με τόσο αξιοθρήνητη ακρίβεια την εκκένωση του Αφιόν, όσο ο στρατηγός Τρικούπης που ήταν παρών και φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την εγκατάλειψη αυτή, αφού επί μία διετία δεν είχε φροντίσει, αυτός ή ο προκάτοχός του να δημιουργήσει μια προστατευτική ζώνη πέριξ αυτής ή ένα σύστημα παγιδεύσεως του ασθμαίνοντος αντιπάλου. Στο βιβλίο του, που έχουμε ήδη προμνημονεύσει, γράφει ότι στις 9 το πρωί της 14ης Αυγούστου παρουσιάστηκαν ενώπιον του οι αξιωματικοί του 3ου και 2ου γραφείου της ΙV Μεραρχίας Ανδρόνικος και Πετρουνάκος και του μετέφεραν την πληροφορία ότι το δεξιό της Μεραρχίας είχε ανατραπεί και ότι η Μεραρχία υποχρεώθηκε δια της μόνης ανοικτής οδού να κατευθύνει προς την περιοχή Έρικμαν την αντιαεροπορική πεδινή πυροβολαρχία για να εμποδίσει την κάθοδο του εχθρού στην πεδιάδα. Οι Τούρκοι μάλιστα είχαν προωθήσει πολύ προς τα εμπρός το πυροβολικό τους και κτυπούσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Αφιόν και τους προς Δ. αυτού οδικούς άξονες.

Ο Τρικούπης, καθώς γράφει, «ελπίζων ακόμη ότι θα ήτο δυνατόν να περιορισθή η κατάστασις», επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Διοικητή του Β’ Σώματος υποστράτηγο Διγενή και του έδωσε δεκάλεπτη προθεσμία για να σκεφθεί και να αποφασίσει για την αποστολή τμημάτων του Β’ Σώματος προς δική του ενίσχυση. Αλλά προτού λάβει την απάντηση του Διγενή, προσήλθε στο στρατηγείο του ο επιτελάρχης της ΙV μεραρχίας Γ. Τσολάκογλου,10 ο οποίος του ανέφερε ότι το κέντρο της Μεραρχίας είχε ανατραπεί και συνεπώς «η κατάστασις ουδεμίαν επιδεχόταν βελτίωσιν». Και ο Τρικούπης επιλέγει: «Προ τοιαύτης καταστάσεως ευρεθείς, έλαβον την απόφασιν εκκενώσεως του Αφιόν Καραχισάρ, τουθ’ όπερ ανέφερον εις την Στρατιάν και συγχρόνως εξέδωκα διαταγήν συμπτύξεως, εκκενώσεως των Νοσοκομείων κτλ.» (Νικ. Τρικούπης, όπ. π. σ. 107).

Την απόφασή του αυτή, ως ώφελε, κοινοποίησε και στον Αρχιστράτηγο με την ακόλουθη – χωρίς λακωνική ευψυχία – λακωνική αναφορά. «Καμφθείσης της ΙV Mεραρχίας και μη υπαρχούσης εφεδρείας αρχίζει περί την μεσημβρίαν εκκένωσις Αφιόν Καραχισάρ».

Η εκκένωση μιας πόλης σε ώρα μάχης παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες από την κατάληψή της. η υποχώρηση ή η αποχώρηση μπορεί να είναι η προχειρότερη, όχι όμως και η καλύτερη λύση «Ακρισία και ταραχή», όπως θα έλεγε ο Ξενοφών, επικράτησε σε όλη την πόλη. Παράδειγμα της ακρισίας είναι η αποσύνδεση της τηλεφωνικής και τηλεγραφικής επικοινωνίας με τις Διοικήσεις των Μεραρχιών και με το Β’ Σώμα Στρατού. Το αυτοκίνητο που μετέφερε τον ασύρματο του Σώματος είχε υποστεί βλάβη και δεν μπορούσε να κινηθεί. Αντί να βρεθεί, όπως ήταν λογικό, άλλο αυτοκίνητο, για να φορτωθεί ο ασύρματος, προκρίθηκε η μεταφορά του με τον σιδηρόδρομο. Πλην, όμως, αντί ο ασύρματος να φθάσει στο Κασλί Γκιολ Χαμάμ, όπου θα μεταστάθμευε το Στρατηγείο του Α’ Σώματος, από σύγχυση ή αμέλεια έφθασε στο Εσκή Σεχίρ! Οπότε το Α’ Σώμα Στρατού έχασε – μαζί με άλλα πολλά – και τη «γλώσσα» του και τα «αυτιά» του. Ουσιαστικά, ήταν άλαλο και κουφό, χωρίς τον ασύρματο.

Έτσι, η διαταγή της συμπτύξεως κοινοποιήθηκε στο Β’ Σώμα Στρατού με τον «παραδοσιακό» τρόπο. Ένας αξιωματικός που μετέβαινε σιδηροδρομικώς στο Εσκή Σεχίρ πέρασε από το Κασλί Γκιολ Χαμάμ και την παρέδωσε στη Διοίκηση του Β’ Σώματος. Ακολούθως, συνέχισε το ταξίδι του. Η μεταφορά της διαταγής για υποχώρηση αποφασίστηκε να μεταφερθεί προς την Ι Μεραρχία με την αποστολή δύο αγγελιαφόρων, οι οποίοι δεν έφθασαν ποτέ στον προορισμό τους. Πιθανώς να εχάθησαν ή να αιχμαλωτίσθηκαν, πιθανώτερο να φοβήθηκαν και αντί να πάνε μπρος, γύρισαν πίσω και χάθηκαν μέσα στο δημιουργούμενο συρφετό.

Ωστόσο, έστω και αν οι ενημερώσεις, οδηγίες ή διαταγές έφθαναν εγκαίρως, δύσκολα η κατάσταση μπορούσε να ανατραπεί. Η άμυνα, καίτοι σθεναρή, των ελληνικών τμημάτων στο κέντρο αντιστάσεως του Τιλκί Κιρί Μπελ είχε καμφθεί. Το πρώτο «ράγισμα» φάνηκε στις 11.30 π. μ. Στις 3 μ.μ. οι ελληνικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν. Μοιραία επακολούθησε και η πτώση άλλων θέσεων που είχαν ορισθεί ως τόποι σταθερής άμυνας. Το Ι /37 που έσπευδε να βοηθήσει τα φυλάκια που προστάτευαν τη σιδηροδρομική γραμμή, τα βρήκε εγκαταλελειμμένα και τη σιδηροδρομική γραμμή κατεστραμμένη σε μήκος 3 χλμ. Υπήρχε άμεση απειλή κυκλώσεως των φυλακίων από το ταχυκίνητο τουρκικό ιππικό και για το λόγο αυτό το Ι/37 περισυνέλεξε τους διασκορπισμένους άνδρες και τους προχώρησε προς το Αϊβαλί. Αλλά και ο Διοικητής της Ι Μεραρχίας προ της απειλής ολοσχερούς κυκλώσεως εξέδωκε με δική του πρωτοβουλία διαταγή υποχωρήσεως, χωρίς να γνωρίζει (οι αγγελιαφόροι δεν είχαν φθάσει ακόμη!) ότι τέτοια διαταγή συμπτύξεως είχε ήδη εκδοθεί από το Α’
Σώμα Στρατού. Και μάλιστα η σύμπτυξη έγινε – χωρίς να υπάρξει προσυνεννόηση – στα σημεία που όριζε η διαταγή του Σώματος. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο Διοικητές είχαν άμεση αντίληψη του χώρου.

Στις 5.30 μ. μ. το Α’ Σώμα έλαβε εντολή να χρησιμοποιήσει τις διαθέσιμες δυνάμεις του καθώς και την Μεραρχία Ιππικού για την προστασία της σιδηροδρομικής γραμμής που οδηγούσε στο Τουμλού Μπουνάρ, επειδή Τούρκοι ιππείς είχαν διεισδύσει στα νώτα του ελληνικού μετώπου. Περιέργως στον τομέα της ΙΙ Μεραρχίας οι τουρκικές επιθέσεις ήσαν περιορισμένης εκτάσεως, ενώ στον τομέα της ΧΙΙ Μεραρχίας σε όλο το πρωινό διάστημα της 14ης Αυγούστου επικράτησε ηρεμία. Για το λόγο αυτό ο στρατηγός Τρικούπης διέταξε τον Διοικητή τη εν λόγω Μεραρχίας να ενισχύσει με όσες δυνάμεις μπορούσε τη δεινώς πιεζόμενη V μεραρχία. Το πλησιέστερο προ το Αφιόν τμήμα της ΧΙΙ Μεραρχίας, έφθασε εκεί γύρω στο μεσημέρι. Τα λοιπά τμήματα ανέκοψαν την πορεία τους, διότι εν τω μεταξύ είχε έλθει η διαταγή συμπτύξεως. Οι Τούρκοι είχαν κάμψει την αντίσταση της IV μεραρχίας και η σύμπτυξη προς άλλον δυτικώτερο τομέα (στα υψώματα του Μπουγιούκ Τζορτζά) ήταν εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη.

Για να επανέλθουμε στην V μεραρχία˙ αυτή δοκιμαζόταν ολημερίς από βολές πυροβολικού και μόλις στη διάρκεια της νύκτας (13-14 Αυγούστου) υπέστη αιφνιδιαστική επίθεση που αποκρούστηκε ευχερώς, χωρίς όμως να γίνει αξιοποίηση της επιτυχίας αυτής. Γενικά, στα επιτελεία του μετώπου επικράτησε μια «συμπτυκτική φιλοσοφία», που αχρήστευε και το ενδεχόμενο αναλήψεως μιας νέας επιθετικής πρωτοβουλίας. Οι μονάδες προσπαθούσαν να κερδίσουν χώρο και χρόνο για να υποχωρήσουν. Έτσι, η V μεραρχία κατόπιν διαταγής του Β’ Σώματος Στρατού, άρχισε να συμπτύσσεται και το αυτό έπραττε και η ΧΙΙ και η ΧΙΙΙ Μεραρχίες. Ανάλογη εντολή έλαβε και η ΙΧ, που από τη θέση Ντουγκέρ κατευθύνθηκε προς το Χαμάν Άλτ.

Κρίσεις για την απώλεια του Αφιόν Καραχισάρ.

Η απώλεια του Αφιόν Καραχισάρ ήταν το θανάσιμο πλήγμα που κατάφερε ο Κεμάλ κατά του ελληνικού στρατού. Δεν επρόκειτο για μια απλή πόλη˙ επρόκειτο για πόλη που έπαιζε ρόλο κεφαλής και συνάμα ήταν το ανεφοδιαστικό κέντρο για την πιο ευαίσθητη γραμμή του μετώπου. Πέρα από το γεγονός ότι ήσαν εκεί οι Διοικήσεις του Α’ Σώματος Στρατού και της ΙV μεραρχίας, υπήρχαν στην εν λόγω πολιτεία οι περισσότερες αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών, και το μεγαλύτερο μέρος του υγειονομικού υλικού. Υπήρχε ακόμη και ο ανθρώπινος παράγοντας˙ οι εγκαταλειπόμενοι στην τύχη τους χριστιανοί, κυρίως Αρμένιοι. Όλο το ευρισκόμενο στις αποθήκες υλικό πυρπολήθηκε για να μη γίνει λεία των Τούρκων. Ό,τι ο ελληνικός λαός είχε πληρώσει με το «αίμα της καρδιάς του», έγινε καπνός. Κι όμως έπρεπε τουλάχιστον γι’ αυτό να είχε γίνει πρόβλεψη άμεσης μεταφοράς σε άλλη θέση που από πριν θα είχε προσδιοριστεί ως δεύτερο κέντρο άμυνας. Έτσι οι υποχωρούσες μονάδες δεν θα προχωρούσαν «φερέοικες και ανέστιες», «στα τυφλά» ή, όπως λέμε στη Μάνη, στα
«κουτουρού».

Η υποχώρηση των διαφόρων μονάδων δεν είχε τακτικό χαρακτήρα. Χιλιάδες άμαχοι χριστιανοί παρεμβάλλονταν μεταξύ των μαχητών και ο πανικός των πρώτων μετέτρεπε και τους δεύτερους από στρατό σε συρφετό. Σε γενικές γραμμές οι φάλαγγες κινούνταν προς τα πίσω και προς Β., προς την τοποθεσία Αραπλή Τσιφλίκ, την οποία με ειδική καθ’ οδόν εκδοθείσα διαταγήν ο στρατηγός Τρικούπης όρισε ως νέο σταθμό διοικήσεως. Στις 4.30 μ.μ. εγκαταστάθηκε στο Μπαϊράμ Γκιόλ, κοντά στο Αραπλή Τσιφλίκ, διότι ο χώρος προσφερόταν για στρατωνισμό. Παράλληλα δόθηκε εντολή στη ΙΙ Μεραρχία να καλύψει την έκταση προς το Τουμλού Μπουνάρ, η οποία είχε οχυρωθεί από παλιά και προσφερόταν για άμυνα. Αλλά, προκειμένου ο στρατηγός Τρικούπης να σταθεροποιηθεί στη θέση αυτή, χρειαζόταν να έχει υπό το δικό του έλεγχο και το Β’ Σώμα Στρατού. Εν τω μεταξύ η Ι Μεραρχία, που είχε υποστεί τη βαρύτατη δοκιμασία (απώλεια 2.000 ανδρών!) δεν είχε συμπτυχθεί, διότι απλούστατα δεν είχε ενημερωθεί. Το έπραξε με προσωπική διαταγή του στρατηγού Φράγκου.

Η καταστροφή, εκ μέρους των Τούρκων, του επικοινωνιακού δικτύου, στέρησε από τις ελληνικές μονάδες την άμεση τηλεφωνική ή τηλεγραφική συνεννόηση. Οι επαφές γίνονταν με το προβληματικό μέσο των αγγελιαφόρων. Είναι ενδεικτικό ότι ο στρατηγός Φράγκου, παρόλο που είχε ενημερωθεί με την αποστολή δύο αξιωματικών, δεν είχε επαφή με την ΙV μεραρχία. Ο στρατηγός Τρικούπης στο οδυνηρό από κάθε άποψη βιβλίο του γράφει πως τόσο η Ι, όσο και η VII μεραρχία, συμπτύχθηκαν αυτοβούλως χωρίς δική του προειδοποίηση. Στο σημείο αυτό, όπως συνηθίζεται μετά από κάθε ατυχή πόλεμο, δηλαδή ο ένας στρατηγός να μεταφέρει το βάρος των ευθυνών στους ώμους άλλων, ο στρατηγός Τρικούπης βρίσκει την ευκαιρία να επιρρίψει ευθύνες στον στρατηγό Φράγκου, διότι όφειλε να τον είχε ενημερώσει για την σύμπτυξη αυτή, ώστε να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις για τις νέες διατάξεις των τριών Μεραρχιών, όπως είχε κάνει ο ίδιος που για την υποχώρηση του δικού του Α’ Σώματος Στρατού είχε ενημερώσει τον Διοικητή του Β’ Σώματος.

Οι ευθύνες που καταλογίζει ο Τρικούπης στον Φράγκου είναι σοβαρές: «Η παράλειψις αύτη του στρατηγού Φράγκου Διοικητού της Ι μεραρχίας υπό τας διαταγάς του οποίου είχον θέσει προσωρινώς και VII δια την καλυτέραν και στενωτέραν συνεργασίαν αμφοτέρων των Μεραρχιών επί του αυτού τομέως, ικανή να έχη ολεθρίας συνεπείας δια τας λοιπάς Μεραρχίας, δεν υπήρξε δυστυχώς η μόνη» (Νικ. Τρικούπης, όπ. π. σ. 317).

Ακολούθως, ο Τρικούπης προσάπτει στον Φράγκου και άλλες παραλείψεις (π.χ. μη τηλεφωνική επικοινωνία με το Α’ Σώμα Στρατού κατά την κρίσιμη νύκτα της 13ης προς 14 Αυγούστου), παραλείψεις που επισημάνθηκαν και από την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε το 1926. Αυτό που κυρίως καταλογίζεται στον στρατηγό Φράγκου (τότε συν/χη) είναι πως με την ανειδοποίητη υποχώρησή του, δημιούργησε κενό ανάμεσα σε πέντε υποχωρούσες Μεραρχίες ( ΙV, III, V, XIII, IX). Βέβαια post factum όλοι είμαστε σοφώτεροι, όταν μάλιστα καθόμαστε στους θώκους μιας ανακριτικής επιτροπής. Τα πράγματα, όμως, είναι διαφορετικά όταν σε ώρα μάχης και σε ώρα ήττας είσαι στην πρώτη γραμμή. Οι παραλείψεις ήσαν αναπόφευκτες, όταν μάλιστα η Ι Μεραρχία δεχόταν τις ανηλεείς επιθέσεις του τουρκικού ιππικού, χωρίς αυτό να σημαίνει δικαιολόγηση των παραλείψεων και μάλιστα για πράγματα που ειδικά στο στρατού θεωρούνται εκ των sine qua non.

Ο ανώτερος πρέπει να ξέρει ανά πάσα στιγμή που βρίσκονται οι κατώτεροί του αξιωματικοί και οι μονάδες τους. Από τις παραλείψεις αυτές επωφελήθηκαν επίλεκτα τουρκικά τμήματα, εισέδυσαν σε βάθος, κατέλαβαν υψώματα και φαράγγια κι έτσι έκαναν προβληματική την υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων. Μόνον το Απόσπασμα του συν/χη Λούφα κατόρθωσε σχεδόν αβλαβές πριν από τη δύση του ηλίου να εγκατασταθεί στην εξ αρχής ορισθείσα θέση. Γενικώς, τα κενά που άφηναν κατά την υποχώρησή τους τα ελληνικά τάγματα, επέτρεψαν τις τουρκικές διεισδύσεις και τις απρόοπτες ή απροσδόκητες εμφανίσεις σε μη αναμενόμενες τοποθεσίες. Το αποτέλεσμα, ειδικά για την Ι Μεραρχία ήταν θλιβερό: «Επελθούσης συγχύσεως και διαρροής ανδρών, (…) μακρά φάλαγξ 15.000 ανδρών περίπου μετεβλήθη ακαριαίως εις σύνολον ατάκτων φευγόντων ανθρώπων».11 η 15η Αυγούστου, ημέρα εορτής της Παναγιάς, βρήκε τη φάλαγγα αυτή να φθάνει κατησχυμένη στην άγνωστη ως τότε τοποθεσία Μπασκιμσέ.

Μια εικόνα της συγχύσεως που επικράτησε μετά την τουρκική επίθεση και την υποχώρηση των ελληνικών μονάδων, μας δίνει ο στρατηγός Μπουλαλάς που υπηρετούσε στο Επιτελείο της Ιης Μεραρχίας, η οποία είχε εντολή να υποχωρήσει προς το Μπασκιμσέ. Ιδού μία σκηνή από την υποχώρηση. «Αι βόρειαι όθεν κλιτείς του Ακάρ Τσάικ παρουσίαζον το θέαμα ανθρώπων αναρριχομένων άνευ τάξεως, εγκαταλιπόντων την μονάδα των και μάλιστα τα κτήνη των, όσοι εξ αυτών ήσαν ημιονηγοί. Η μακρά λοιπόν εκείνη φάλαγξ, ήτις περιελάμβανε πλέον των 15 χιλιάδων ανδρών και πολυάριθμων κτηνών και οχημάτων μετεβλήθη ακαριαίως εις συρφετόν άτακτον και απείθαρχον ανδρών βαδιζόντων προς την αυτήν κατεύθυνσιν» (όπ. π. σ. 279).

Με μύριες δυσκολίες έφθασαν, όπως είδαμε, στο Μπασκιμσέ, όπου η συσσώρευση μονάδων, η έλλειψη εφοδίων και το χειρότερο η έλλειψη πειθαρχίας μετέτρεψαν το στρατό σε συρφετό που επιδόθηκε σε πλατσικολογία. Ο Μέραρχος εγκαταστάθηκε σ’ ένα τζαμί που το μετέτρεψε σε Σταθμό Διοικήσεως. Λόγω της κοπώσεως όλοι πλην του Μπουλαλά και του βοηθού του υπολοχαγού (μετέπειτα αντιστράτηγου) είχαν, πέσει σε ύπνο βαθύ. Δίπλα τους βογκούσαν τραυματίες αξιωματικοί, όπως ο ταγματάρχης Χαράλ. Κατσιμήτρος ο αρχιτέκτονας της νίκης του Καλπακίου (1940). Ξαφνικά γύρω στις 3 το πρωί από τα γύρω υψώματα ακούσθηκαν πυροβολισμοί:

«Ο Μέραρχος αφυπνισθείς διέταξε να βγάλουν όλοι τα πιστόλια των για ν’ αγωνισθούν. Οι πυροβολισμοί εξηκολούθουν εις τρόπον ώστε να δημιουργηθή αληθές πανδαιμόνιον. Ευτυχώς όμως ο γράφων εξελθών αμέσως εις το προαύλιον του Τζαμίου είδον δια μέσου των φλογών τους εν αλλοφροσύνη τρέχοντας και πυροβολούντας. Από στιγμιαίαν έμπνευσιν διέταξα την εκεί ευρισκομένην ημιλαρχίαν να σημάνη δια των σαλπιγκτών της ¨Παύσατε πυρ¨. Το σάλπισμα τούτο ήρκεσεν όπως μετ’ ολίγον παύσουν οι πυροβολισμοί. Τούτο όμως έσχεν ως συνέπειαν την έναρξιν κινήσεως φυγάδων μεμονωμένων ή ακόμη και ολόκληρων σχηματισμών μετά των αξιωματικών των προς Τουμλού Μπουνάρ. Ειδοποιηθείς ο Διοικητής της Μεραρχίας ίππευσεν αμέσως και συνοδευόμενος υπό των αξιωματικών του επιτελείου του, μετέβη εις την δυτικήν παρυφήν του χωρίου, ένθα δια βιαίων μέσων συνεκράτει τους φεύγοντας.

Βλέπων δε ότι ολόκληρος φάλαγξ τοιούτων φυγάδων εσχηματίσθη εις τρόπον ώστε να καθίσταται προφανής ο κίνδυνος της τελείας διαλύσεως, διέταξε ουλαμόν ημιλαρχίας να μεταβή προς την κατεύθυνσιν Κιουτσούκοϊ και να ανασυντάξη τους φεύγοντας εν ανάγκη σπαθίζων ή ακόμη και πυροβολών αδιακρίτως εναντίον των» (Κλ. Μπουλαλάς, όπ. π. σ. 281).

Είναι η φρικτότερη στιγμή κάθε πολέμου. Οι φίλιες δυνάμεις να βάλλουν κατά φιλίων δυνάμεων που ζητούν τη σωτηρία στη φυγή, εφαρμόζοντας το salva qui salva (= ο σώζων εαυτόν σωθήτω). Ο ελληνικός στρατός εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με τον βυθιζόμενο «Τιτανικό». Μόνον που ο «Τιτανικός» της Μικράς Ασίας είχε τη γέφυρα στη Σμύρνη, και από εκεί ο «καπετάνιος», ο τραγικός Χατζανέστης, προσπαθούσε να περισώσει, να συγκρατήσει, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Ό,τι καλό τις επόμενες ημέρες έγινε από τον ελληνικό στρατό, οφείλεται στην προσωπική αξία, την ανδρεία και την ιδιοφυΐα ορισμένων Διοικητών που έδρασαν με δική τους πρωτοβουλία.

Πάντως, η εγκατάλειψη του Αφιόν Καραχισάρ, και μάλιστα με τον τρόπο που έγινε η εγκατάλειψη αυτή και η συνακόλουθη αμέθοδη και ασυστηματοποίητη υποχώρηση των μονάδων προς Δ., χωρίς συγκεκριμένο χώρο και στόχο, βαρύνει οπωσδήποτε το Γενικό Στρατηγείο, αλλά βαρύνει και τον στρατηγό Τρικούπη. Διότι αυτός τουλάχιστον ήταν εκεί και μπορούσε με καλύτερο τρόπο να ηγηθεί και να διοικήσει το στράτευμα. Άλλ’ όπως είπαμε και πριν, ο στρατηγός Τρικούπης δεν είχε τη στόφα ηγέτη. Υπήρχαν κι άλλοι τρόποι ενεργείας εκτός της υποχωρήσεως. Θα μπορούσε, αίφνης, σε συνεννόηση με τον στρατηγό Διγενή, Διοικητή του Β’ Σώματος, με κοινή ενέργεια να καταλάβουν το Τουμλού Μπουνάρ που προσφέρεται για άμυνα και αναδιοργάνωση. «Δεν το έπραξεν όμως και διότι διέθετεν ολίγον χρόνον δια συνεννοήσεις και διότι ίσως εξ ιδιοσυγκρασίας πειθαρχικώτατος δεν έσχεν ως εκ τούτου, κατά την κρισιμωτάτην ταύτην στιγμήν, ήτις θα έσωζε την χώραν του από μιας μεγάλης καταστροφής και αυτόν θα τον ανεδείκνυε»,12 την απαιτούμενη αυτενέργεια και
πρωτοβουλία.

Έμεινε πιστός στην ολέθρια διαταγή της εκκενώσεως του Αφιόν που έκανε την κατάσταση από κάθε άποψη χαωδέστερη και φρικτότερη. Στην πόλη είχαν απομείνει όχι σε διάταξη μάχης, οι σχηματισμοί του Α’ Σώματος Στρατού της IV Μεραρχίς και πολλοί σχηματισμοί της λοιπής στρατιάς, ιδίως μοίρες υγειονομικών και φορτηγών αυτοκινήτων, καθώς και ζώντα μέσα μεταφοράς, όπως καμήλες και άλλα υποζύγια που έσερναν δίτροχες ή τετράτροχες άμαξες. Υπήρχαν ακόμη αποθήκες πυρομαχικών και υγειονομικού υλικού που η μεταφορά τους ήταν εκ των πραγμάτων ανέφικτη. Διατάχθηκε η άμεση καταστροφή τους για να μην πέσει όλοι αυτό το πολύτιμο υλικό στα χέρια του εχθρού. Εκτός από τις μονάδες αυτές υπήρχε κι ένας δυσκίνητος όγκος χριστιανών κατοίκων της πόλης, περίπου 4-5.000 Αρμένιοι, που αν έμεναν εκεί θα γίνονταν τα πρώτα δείγματα νέας σφαγής. Στο σταθμό της Βαγδάτης επικρατούσε ένας χωρίς προηγούμενο συνωστισμός. Στις αμαξοστοιχίες επιβιβάστηκαν αρχικά ασθενείς και τραυματίες, τα αρχεία και τα υλικά των μονάδων.

Και μέσα στο χάος αυτό ήλθε να προστεθεί κι άλλο κακό: το τηλεγραφικό και τηλεφωνικό κέντρο του Α’ Σώματος την πιο κρίσιμη ώρα (10-11) έπαυσε να λειτουργεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι έλειψαν στο παρελθόν αλλά και στις επόμενες κρίσιμες ημέρες από τον στρατηγό Τρικούπη δείγματα ευψυχίας και δυναμικής παρουσίας στο πεδίο της μάχης.

Παραπομπές:

5. Εδώ επιβάλλεται να αναφερθούμε σε μία παράμετρο της ήττας, την οποία εύστοχα θίγει ο λοχαγός κατά τον Μικρασιατικό πόλεμο, αντ/χης κατά τη συγγραφή του βιβλίου του και στρατηγός όταν είχε την επιμέλεια των τόμων του Μικρασιατικού πολέμου, Κανελλόπουλος: «Έτερον ζήτημα όπερ επίσης επέδρασεν επιβλαβώς επί του ηθικού, ήτο το ζήτημα των αδειών. Μετά τας μάχας του Σαγγαρίου εδόθησαν εις τους οπλίτας άδειαι εν μικρά αναλογία. Μετά την επάνοδον της πρώτης σειράς αδειούχων, η υπηρεσία προϋτίθετο (=είχε την πρόθεση) να δώση εις δευτέραν, τρίτην κ.ο.κ. σειράν. Άλλ’ εκ της πρώτης σειράς ελάχιστοι επέστρεψαν εις το μέτωπον. Εκ τούτου ηναγκάσθησαν τα Σώματα του μετώπου να παύσουν χορηγούντα αδείας, καθ’ ότι διέτρεχον τον μέγαν κίνδυνον να ίδωσι διαρρέουσαν προς το εσωτερικόν (εννοεί του ελληνικού χώρου) μέγα μέρος της δυνάμεώς των» (όπ. π. σ. 42-43).
6. Χαρ. Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Β’, σ. 569.
7. Αυτό επισημαίνεται κι από την πολύτομη «Ιστορία Στρατού): «Καίτοι τα Στρατηγεία του Α’ Σώματος Στρατού και της VI Mεραρχίας ήδρευον εις την αυτήν πόλιν, δεν υπήρχεν ο επιβεβλημένος μεταξύ τούτων σύνδεσμος, με αποτέλεσμα, η μεν Διοίκησις του Α’ Σώματος να αγνοή την πραγματικήν κατάστασιν της IV Μεραρχίας, η δε Διοίησις της Μεραρχίας ταύτης να μη γνωρίζη μέχρι της τελευταίας στιγμής τας προθέσεις του Α’ Σώματος Στρατού» (Γενικόν Επιτελείον Στρατού Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: «Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν», Αθήναι 1960 (ανατύπωση 1983), τ. Ζ’, σ. 113).
8. Ο Κίμων Διγενής γεννήθηκε στη Κίμωλο το 1871. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία εξήλθε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Μετέσχε στον πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς (1912-1913) και στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1918-1921). Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία έγινε Διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού. Τον Οκτώβριο του 1921 έλαβε τον βαθμό του υποστράτηγου.
9. Αθανάσιος Κ. Αργυρόπουλος, όπ. π. σ. 66.
10. Ο Γ. Τσολάκογλου, γόνος παλαιάς αρχοντικής οικογενείας της Πίνδου, γεννήθηκε στη Ρεντίνα το 1886. Φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών και αποφοίτησε το 1912 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς, μετέσχε στην εκστρατεία της Ουκρανίας και της Μικράς Ασίας, όπου φάνηκε η στρατιωτική του αξία. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο – στρατηγός πια – ήταν διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού. Διακρίθηκε στη μάχη του Μοράβα, όπου με επιτυχή ελιγμό, παρά τους δισταγμούς της προϊσταμένης του αρχής, σημείωσε περίλαμπρη νίκη. Μετά την επίθεση των Γερμανών και την απειλή πλευροσκοπήσεως των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που μάχονταν στη Β. Ήπειρο, για ν’ αποφευχθεί η αιχμαλωσία του νικητή στρατού από τους ηττημένους Ιταλούς, σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ως Αρχηγός του Τ. Σ. Δ. Μ. (Τομέα Στρατού Δυτικής Μακεδονίας), χωρίς την έγκριση της κυβερνήσεως και του Αρχιστρατήγου Παπάγου, υπέγραψε στις 20 Απριλίου 1914 με τη Γερμανική και Ιταλική Στρατιωτική Διοίκηση έγγραφο συνθηκολογήσεως με
βασικό όρο: ο ελληνικός στρατός να παραδώσει τα όπλα του αλλά να μην αιχμαλωτισθεί. Αυτό όμως που περισσότερο έβλαψε την υστεροφημία του, και γι’ αυτό το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας, είναι η ανάληψη της πρωθυπουργίας στις 30 Απριλίου 1914. Ο Τσολάκογλου κράτησε αυτή τη δοτή από τους Γερμανούς εξουσία ως τις 2 Δεκεμβρίου 1942. Μετά την απελευθέρωση δικάστηκε από ειδικό δικαστήριο και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Άλλ’ ο θάνατος τον «απελευθέρωσε» μετά από τέσσερα χρόνια, το 1948. Σήμερα ο ρόλος του και ως προς τη συνθηκολόγηση και ως προς την πρωθυπουργία αντιμετωπίζεται με ελαστικώτερα κριτήρια.
11. Χαρ. Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Β’ σ. 579.
12. Αντ/χης Κ. Δ. Κανελλόπουλος, όπ. π. σ. 143.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.