Το κουπί και το τιμόνι – Ιωάννη Πολέμη.

Ησυχάζ’ η θάλασσα. Το κουπί θυμώνει,
στρέφεται περήφανο, λέγει στο τιμόνι:
-Σκλάβος αλευτέρωτος πάντοτε δουλεύω,
σέρνω βάρη ασήκωτα και τα κουβαλώ,
μανιωμένα κύματα σκίζω και παλεύω,
βγαίνω στο γιαλό.

Και ενώ μερόνυχτα στη δουλειά πεθαίνω,
εσύ πάντα ξέγνοιαστο και ξεκουρασμένο
ακουμπάς στην πρύμνη σου, και δουλειά σου μόνη
να γυρίζης ήσυχο και καμαρωτό…
φύγε, ξεφορτώσου με, άχρηστο τιμόνι,
είσαι περιττό!

Τρικυμία πλάκωσε και το κύμ’ αφρίζει,
το κουπί αντρειεύεται, τον αγώνα αρχίζει.
Μανιωμέν’ η θάλασσα, σαν θεριό, φουσκώνει
κι αψηφά στη λύσσα της χίλια δυο κουπιά…
Το κουπί ραγίζεται: «Πρόφτασε, τιμόνι,
δεν αντέχω πια!».
Ιωάννης Πολέμης.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Γενικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.