Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 4-ος: Για τη μετάνοια και την κατάνυξη.

Λόγος Τέταρτος.

Για τη μετάνοια και την κατάνυξη. Και από ποιά έργα είναι δυνατό κάποιος να την αποκτήσει. Και ότι χωρίς δάκρυα είναι αδύνατο να φθάσει κάποιος σε καθαρότητα και απάθεια.

Επειδή, πατέρες και αδελφοί, διαβάζετε τα θεόπνευστα συγγράμματα των υπέροχων πράξεων του αγίου πατρός μας Συμεών του Στουδίτη,1 τα οποία εκείνος εξέδωσε για την ωφέλεια των πολλών, κινούμενος από το θείο πνεύμα, ανάμεσα στα άλλα θαυμαστά κατορθώματά του έγραψε και δίδαξε και αυτό, έτσι απερίφραστα, όπως εκείνος φύλαξε, χωρίς να το παραβεί, λέγοντας: «Αδελφέ, να μην κοινωνήσεις ποτέ χωρίς δάκρυα».
Όταν οι ακροατές του το άκουσαν αυτό, διότι ήταν παρόντες πολλοί, όχι μόνο λαϊκοί, αλλά και μοναχοί, από τους ονομαστούς και ξακουστούς για την αρετή τους, απόρησαν για το λόγο, και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, είπαν χαμογελώντας με ένα στόμα: «Λοιπόν εμείς δεν θα κοινωνήσουμε ποτέ, αλλά θα μείνουμε όλοι ακοινώνητοι». Ακούγοντας αυτά, εγώ ο άθλιος και ταλαίπωρος, αναλογίσθηκα μόνος μου εκείνους τους ίδιους που είπαν αυτά, αλλά και τα λόγια τους, και ταράχθηκα και έκλαψα πικρά και είπα μέσα μου με πόνο στην καρδιά αυτά τα λόγια: «Άραγε είπαν αυτά που είπαν, επειδή έχουν αληθινά τέτοια διάθεση γι’ αυτό το πράγμα και επειδή τάχα επειδή σκέφθηκαν τάχα περισσότερο ότι είναι πολύ μικρό κατόρθωμα το να κλάψουν μόνο τον καιρό της θείας κοινωνίας;» Διότι, αν κάποιος δεν έχει οπωσδήποτε κάθε μέρα και κάθε νύχτα έργο του να κλαίει μπροστά στον Χριστό τον Θεό, δεν θα μπορέσει να πενθήσει και να κλάψει ακόμη και λίγο, όπως ο Θεός θέλει, και να χύσει στάλες από δάκρυα, ούτε ακόμη όταν θελήσει να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια˙ διότι, πώς θα γίνει αυτό, αν δεν παρουσιασθεί σε κάποιον σύμφωνα με κάποια ανέκφραστη παραχώρηση ή, σπάνια, σύμφωνα με κάποιο δυσάρεστο συμβάν από κάποια αιτία; Αυτό άλλωστε δεν μου φαίνεται παράξενο, επειδή πολλοί και κατά την ίδια την έξοδο της ψυχής τους και έκλαψαν και δάκρυσαν (νομίζω όμως ότι αυτοί δεν είναι πολλοί, αλλά είναι πολύ λίγοι και μετρημένοι στα δάχτυλα). Αν όμως θεωρούν ότι και αυτό είναι εντελώς αδύνατο, το να μετέχουν δηλαδή κάθε μέρα με δάκρυα στα άχραντα μυστήρια, τότε αλίμονο για την άγνοιά τους, για την αναισθησία τους, αλίμονο για την ανοησία και την αμέλεια και την πώρωσή τους, εκείνων δηλαδή που λένε αυτά. Διότι, αν εξέταζαν τους εαυτούς τους, δεν θα κατακρίνονταν από τα ίδια τους τα λόγια˙ αν φρόντιζαν για τη μετάνοιά τους, ποτέ δεν θα έλεγαν ότι είναι αδύνατο˙ αν ασκούσαν καρποφόρα την πρακτική αρετή, δεν θα βρίσκονταν εντελώς άγευστοι από το καλό της τόσο μεγάλης δωρεάς του Θεού˙ αν αποκτούσαν στην καρδιά τους φόβο Θεού, θα ομολογούσαν ότι είναι δυνατό να πενθούν και να κλαίνε όχι μόνο τον καιρό της μετάληψης των θείων μυστηρίων, αλλά, αν γινόταν, και κάθε ώρα.
Γι’ αυτό και επειδή θέλω να πείσω την αγάπη σας για την υπόθεση αυτή, μιλώντας σαν να απευθύνω το λόγο σ’ εκείνους τους ίδιους, που μίλησαν έτσι, προτιμώ να τους ρωτήσω: «Πέστε μου, καλοί αδελφοί, γιατί είναι αδύνατο αυτό;» «Επειδή», λέει, «άλλοι κατανύσσονται εύκολα και πρόθυμα, κάποιοι άλλοι όμως είναι σκληρόκαρδοι και αναίσθητοι και δεν κατανύσσονται ούτε όταν τιμωρούνται. Αυτοί λοιπόν που είναι σ’ αυτή την κατάσταση, πώς μπορούν να κλαίνε και να πενθούν και να κοινωνούν πάντοτε με δάκρυα; Αλλά και οι ίδιοι οι ιερείς, όταν τελούν τη θεία και αναίμακτη λειτουργία, πώς μπορούν να κλαίνε;».
Αυτό λοιπόν το πράγμα, το να είναι δηλαδή σκληροί, όπως λέτε, και δύσκολοι στην κατάνυξη, πέστε, αν γνωρίζετε, από πού προστέθηκε σ’ αυτούς; Αν όμως δεν γνωρίζετε, αφού υποχωρήσετε λίγο, χωρίς ντροπή, από την υπερηφάνειά σας, και στρέψετε με καλή διάθεση τα αυτιά σας, μην απαξιώσετε να μάθετε από μένα τον τελευταίο. Διότι είναι γραμμένο: «Αν φανερωθεί κάτι στον τελευταίο, ο πρώτος ας σιωπά».2
«Από πού λοιπόν», λέει, «ο ένας είναι σκληρός, ενώ ο άλλος είναι εύκολος στην κατάνυξη;» Άκουσε! Ο ένας είναι από την κακή προαίρεση, ο άλλος από την καλή προαίρεση˙ ο ένας από τις κακές σκέψεις, ο άλλος από τις καλές σκέψεις˙ ο ένας από τις ασεβείς πράξεις, ο άλλος από τις φιλόθεες πράξεις. Και αν νομίζεις, εξέτασε και θα βρεις όλους, από την αρχή της δημιουργίας, ότι πολλοί έγιναν με μόνο αυτά τα τρία,3 από αγαθοί κακοί και από κακοί αγαθοί. Διότι, για να τους απαριθμήσω από την αρχή της δημιουργίας, ρωτώ, από ποιά αιτία έπεσε από το αξίωμά του ο Εωσφόρος;4 Δεν έπεσε, επειδή συγκατατέθηκε με την προαίρεσή του και με τον κακό λογισμό; Από ποιά αιτία ο Κάιν έγινε αδελφοκτόνος;5 Δεν παραδόθηκε στο φθόνο και δεν έγινε φονιάς, επειδή προτίμησε με την κακή προαίρεση τον εαυτό του από τον Δημιουργό, και ακολούθησε τους κακούς λογισμούς; Από ποιά αιτία ζητούσε άλλωστε ο Σαούλ να πιάσει και να σκοτώσει τον Δαβίδ, που πρωτύτερα τον τιμούσε, όπως τον εαυτό του, αλλά και τον υπεραγαπούσε ως ευεργέτη;6 Από τη φύση του ή από την κακή του προαίρεση; Είναι ολοφάνερο ότι ζητούσε να τον πιάσει και να τον σκοτώσει από την κακή του προαίρεση˙ διότι κανείς δεν έγινε κακός από τη φύση, επειδή ούτε ο Θεός είναι δημιουργός κακών έργων, αλλά είναι δημιουργός πολύ καλών έργων˙ διότι ο Θεός είναι πραγματικά πολύ αγαθός, και αυτό, όχι από τη θέση και την προαίρεση, αλλά από τη φύση και την αλήθεια. Ακόμη, από ποιά αιτία ο ένας ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Δεσπότη Ιησού Χριστό, έλεγε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, σώσε τον εαυτό σου και εμάς», ενώ ο άλλος αντιμιλούσε σ’ αυτόν λέγοντας: «Ούτε τον Θεό φοβάσαι εσύ; Διότι εμείς δίκαια τιμωρούμαστε, αμειφθήκαμε δηλαδή άξια μ’ αυτά που κάναμε, αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό».7 Από ποιά αιτία, πες μου, ο ένας είπε αυτά, ο άλλος είπε εκείνα, και ο ένας σώθηκε, ο άλλος καταδικάστηκε; Όχι ο καθένας από τη προαίρεση και από τους λογισμούς του, ο ένας δηλαδή από τους καλούς, ο άλλος από τους κακούς; Διότι από τους λογισμούς ο ένας απέκτησε απιστία, ενώ ο άλλος πίστη, και έλεγε: «Να με θυμηθείς, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου».8
Για να παραλείψω ωστόσο τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, μάθετε απ’ αυτά που θέλω να πω στη συνέχεια και διδαχθείτε ότι ο καθένας χάρη στην ελευθερία της προαίρεσης γίνεται ή κατανυκτικός και ταπεινός, ή σκληρόκαρδος και υπερήφανος. Και είναι λογικό. Δύο δηλαδή άνθρωποι, που απαρνήθηκαν την κοσμική ζωή, συντεχνίτες, συγγενείς, συνομήλικοι και μερικές φορές αδελφοί, με ίδια γνώμη, με ίδιο χαρακτήρα, κακοί εννοώ και σκληροί, άσπλαχνοι, απάνθρωποι, φιλόσαρκοι και φιλάργυροι, αλλά και άνθρωποι που μεταχειρίσθηκαν εξίσου στη ζωή τους κάθε μορφή κακίας και μοχθηρίας και μπήκαν συγχρόνως οι ίδιοι στο στάδιο της άσκησης, ο ένας απ’ αυτούς, με τη θέρμη της πίστης και της πρόθεσης, κατόρθωσε όλες μαζί τις αρετές, αποκόπτοντας όλα τα κακά, ο άλλος απεναντίας έγινε χειρότερος από ό,τι ήταν πριν απαρνηθεί τον κόσμο.
Από ποιά αιτία λοιπόν αυτοί δεν κατόρθωσαν εξίσου τα έργα της αρετής, όπως ακριβώς κορύφωσαν τα έργα της κακίας; Δεν έγινε αυτό, διότι ο ένας με την πρόθεση της αγαθής του ψυχής υπέμεινε όλες τις κατά Θεόν θλίψεις, και διότι από την ίδια ακόμη την είσοδό του στην άσκηση και από την ίδια την απάρνηση του κόσμου πρόσεχε με σύνεση στις θείες Γραφές και διάλεξε εκούσια από μόνος του να κάνει το καλό, με το να μιμείται τους βίους των ευλαβέστερων ανδρών και να τους συναγωνίζεται στις νηστείες και στις προσευχές, στις δεήσεις, στη σιωπή των χειλέων, στην κατάνυξη και στα δάκρυα, στην απομάκρυνση από τα απολαυστικά φαγητά και από τις άσκοπες συνομιλίες, στη συγκράτησή του από το θυμό και από την οργή και από την κραυγή, υπομένοντας με καρτερία τους εξευτελισμούς και τις θλίψεις και τις δυσκολίες, και επιλέγοντας τις κατώτερες και ταπεινότερες εργασίες, χωρίς να αντιμιλά ή να γογγύζει στις προσταγές, αλλά εκτελώντας πρόθυμα όλα και επιδιώκοντας πάντοτε την τελευταία θέση και θεωρώντας τον εαυτό του κατώτερο από όλους, και με ένα λόγο, κάνοντας με γνώση όλα όσα μας διδάσκουν με σαφήνεια οι θείες Γραφές, ώστε, βρίσκοντας έλεος και συγχώρηση για τις προηγούμενες αμαρτίες, να αποκτήσει παρρησία μπροστά στον Θεό; Εκείνος όμως που έκανε τα αντίθετα από όλα αυτά παρέμεινε από τη διάθεση της μοχθηρής του ψυχής μοχθηρός, αυτό που ήταν και πριν να απαρνηθεί τον κόσμο, για να μη λέω ότι έγινε και χειρότερος από ό,τι ήταν.
Έτσι ο κάθε άνθρωπος δεν γίνεται, όπως νομίζουν κάποιοι, από τη φύση, αλλά από την προαίρεση, ή ταπεινός και εύκολος στην κατάνυξη, ή σκληρόκαρδος και πωρωμένος και ακατάνυκτος. Διότι, πες μου, πότε θα αποκτήσει κατάνυξη στην ψυχή του και θα χύσει δάκρυα από τα μάτια του αυτός, που σχεδόν όλη τη μέρα γυρίζει εδώ και εκεί και δεν φροντίζει ούτε για τη σιωπή των χειλέων, ούτε για την προσευχή, ούτε για την ανάγνωση και την ησυχία, αλλά άλλοτε συζητά στις συνάξεις με τους διπλανούς του και στερεί από την ωφέλεια όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και εκείνους με τους οποίους συζητά, και άλλοτε διασύρει και χλευάζει τους ευλαβείς από τους αδελφούς, και κάποτε και τον ίδιο τον ηγούμενο; Πότε θα αποκτήσει κατάνυξη αυτός, που περιεργάζεται όλα τα πράγματα του μοναστηριού, και όχι μόνο τα πράγματα του μοναστηριού, αλλά και τη ζωή του καθενός; Και άλλοτε βέβαια, μιώντας σε κάποιους από τους αδελφούς, λέει: « Άκουσα χθες αυτό και αυτό˙» άλλοτε πάλι λέει: «Έμαθες τι συνέβη στον καημένο τον τάδε»; Και ακόμη: «Μάθατε τη συμφορά του τάδε;» Άραγε, πότε θα θυμηθεί ένας τέτοιος τα δικά του αμαρτήματα, ώστε να πονέσει και να χύσει δάκρυα από τα μάτια του; Εκείνος πάλι που βγαίνει από τη σύναξη κατά την ώρα της ανάγνωσης των θείων Γραφών και κάθεται κοντά ή μακριά και συζητά με κάποιους, προκαλώντας άλλοτε εκείνος και άλλοτε οι άλλοι τις ανώφελες συναντήσεις και λέγοντας τα εξής: «Ακούσατε τι τον έκανε τον τάδε αδελφό ο ηγούμενος;» Και ο άλλος λέει: «Λοιπόν, αν σας πω τι τον έχει κάνει τον καημένο τον τάδε, τι μπορείτε να πείτε;» Και έτσι, εκείνος που λέει τέτοια και χειρότερα απ’ αυτά και απασχολεί τους άλλους, αλλά και που ο ίδιος απασχολείται σε τέτοιες φλυαρίες, πότε θα συναισθανθεί τα δικά του αμαρτήματα και θα κλάψει τον εαυτό του;
Διότι εκείνος που δεν προσέχει στα θεόπνευστα λόγια και δεν βάζει θύρα γύρω από τα χείλη του και δεν αποστρέφει τα αυτιά του από τα μάταια ακούσματα και δεν φέρνει στο νου του την έσχατη απολογία και το φοβερό δικαστικό βήμα του Χριστού, ότι δηλαδή οφείλουμε να παρουσιασθούμε σ’ αυτόν όλοι γυμνοί και ακάλυπτοι και να δώσουμε λόγο για όσα κάναμε στη ζωή μας, πώς άραγε θα αποκτήσει δάκρυα και θα πενθήσει θερμά τον εαυτό του και αν ακόμη ζήσει στο μοναχικό σχήμα περισσότερα από εκατό χρόνια; Πώς εκείνος που επιδιώκει τα πρωτεία στη θέση της εκκλησίας ή στο κάθισμα της τραπέζης, και που πάντοτε αγωνίζεται και λυπάται γι’ αυτά, θα λυπηθεί ποτέ για την ψχή του και θα κλάψει πικρά μπροστά στον Θεό; Εκείνος επίσης που επιπλέον προφασίζεται δικαιολογίες για τις αμαρτίες του, με το να προβάλλει αδυναμία στο να στέκεται όρθιος στην εκκλησία, αν και είναι δυνατός και σφριγηλός και νέος, και που συγκρίνει τον εαυτό του μ’ εκείνους από τους ευλαβέστερους αδελφούς, που κοπίασαν πολύ και γέρασαν στην άσκηση, λέγοντας: «Μήπως εγώ είμαι κατώτερος από τον τάδε ή τον τάδε; Διότι εκείνος έχει θέση να ακουμπά, όταν στέκεται στην εκκλησία, και πηγαίνει και στέκεται εκεί», εξισώνοντας τον εαυτό του μ’ εκείνους, αυτός δηλαδή που ίσως είναι ανάξιος και για την κατώτερη θέση, πότε θα γνωρίσει την ασθένειά του, ώστε να στενάξει μέσα από την ψυχή του και να κατανυγεί στην καρδιά του και να χύσουν τα μάτια του δάκρυα; Διότι η κενοδοξία τον πούλησε ως δούλο στην ακηδία και δεν τον αφήνει πια να δείξει με υπομονή καρτερία σε κανένα πράγμα˙ και από τότε ο καθένας απ’ αυτούς περνά τον καιρό του σε κάθε σύναξη με ραθυμία και αμέλεια, με το να διηγείται συνεχώς σ’ εκείνους, που τον πλησιάζουν και ανέχονται τον ακούν, μάταιους και γεροντίστικους μύθους. Και έτσι, καθώς μπαίνει αναίσθητα ή, καλύτερα να πω, ανάλγητα, μαζί με τους πνευματικούς και θεοσεβείς άνδρες, στις θείες συνάξεις, βγαίνει από εκεί χωρίς ωφέλεια, χωρίς δηλαδή να αισθανθεί να γίνεται σ’ αυτόν καμία εντελώς αλλαγή προς το καλύτερο, που δίνεται από τον Θεό με την κατάνυξη σ’ αυτούς που αγωνίζονται, επειδή νομίζει ότι αρκεί για τον εαυτό του, για την κατόρθωση των αρετών και για την τελείωση των τελείων στην κατά Χριστόν τελειότητα,9 αυτό, το να μη λείπει δηλαδή έτσι απλά από τις καθορισμένες συνάξεις, εννοώ από τον Όρθρο, τον Εσπερινό και τις ψαλλόμενες Ώρες. Διότι γνώρισα κάποιους που κυριεύθηκαν απ’ αυτή την απάτη και αγωνίζονται βέβαια, ώστε να μην πέσουν σε κάποια σαρκική αμαρτία, με το να συναφθούν με άλλα σώματα, όμως δεν φροντίζουν διόλου πώς να αποφύγουν τα αμαρτήματα που γίνονται κρυφά ή και ετοιμάζονται στον αφανή χώρο της καρδιάς, και νομίζουν ότι θα σωθούν με μόνη την προσέλευσή τους στις συνάξεις, που γίνεται έτσι απλά, χωρίς κάποια άλλη εργασία, εννοώ χωρίς την προσευχή και τη σιωπή των χειλέων και την αγρυπνία και την εγκράτεια, και χωρίς το ταπεινό φρόνημα10 και την ταπείνωση και την αγάπη.
Αλλά δεν είναι έτσι˙ διότι ο Θεός δεν κοιτάζει στην επιφάνεια, ούτε κοιτάζει μόνο στην εξωτερική συμπεριφορά, ούτε στις κραυγές μας, αδελφοί, αλλά κοιτάζει στην καρδιά τη συντριμμένη και ταπεινωμένη και ήσυχη, που έχει μέσα της το φόβο του Θεού˙ «διότι σε ποιόν», λέει, «να ρίξω το βλέμμα μου, παρά στον πράο και ήσυχο, και σ’ εκείνον που τρέμει τα λόγια μου;»11
Τί να πώ άλλωστε και γι’ αυτούς που, χωρίς να αξίζουν, πηγαίνουν στους ηγουμένους τους και απευθύνουν αιτήματα; Και απ’ αυτούς, όσοι φροντίζουν μόνο για την εξωτερική τάχα ευλάβεια ή, να πω μάλλον, όσοι έχουν απορροφηθεί μόνο από τα κέρδη και τη δόξα και από τα παρόντα πράγματα, λένε: «Δεν είμαστε και εμείς άξιοι, τίμιε πάτερ, να υπηρετήσουμε το μοναστήρι και τους αδελφούς; Ή μόνο ο τάδε και ο τάδε είναι άξιος για το τάδε και το τάδε διακόνημα, και γνωρίζει εκείνος να διαχειρίζεται τις υποθέσεις καλύτερα από μας; Αν θέλεις, δοκίμασε και εμάς, και θα βρεις να διεκπεραιώνουμε και να διαχειριζόμαστε τις υποθέσεις του μοναστηριού καλύτερα από εκείνους». Όσοι πάλι από την ώρα της απάρνησης του κόσμου παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αμέλεια και στη ραθυμία, προβάλλοντας την αδυναμία του σώματος˙ αυτοί δηλαδή που ήρθαν χθες ή προχθές από τον κόσμο, και που είναι γεμάτοι από μύρια ελαττώματα, που, προτού να υποταχθούν και να ιδρώσουν και να κοπιάσουν στο έργο του Θεού, αποχωρώντας από τη σύναξη, στέκονται, όπως ειπώθηκε, ακουμπώντας σε στασίδι, μαζί μ’ εκείνους που κοπίασαν πολύ. Και αν πει ο διπλανός του σε κάποιον απ’ αυτούς: «Πήγαινε, αδελφέ, στη συνηθισμένη σου θέση, και στάσου όρθιος, ψάλλοντας εκεί μαζί με τους αδελφούς, διότι μπορείς να σταθείς όρθιος», αυτός, απαντά λέγοντας: «Από εδώ, ακούγοντας από πιο κοντά, ψάλλω καλύτερα από ό,τι από τη θέση που στέκομαι συνήθως». Αν όμως πάλι πει σ’ αυτόν ο αδελφός, προσθέτοντας: «Δεν μπορείς, αδελφέ, να σταθείς εδώ χωρίς τη συγκατάθεση του ηγουμένου μας», αυτός, μόλις ακούσει, πηγαίνει ευθύς και ζητά τη συγκατάθεση από τον ηγούμενο, προβάλλοντας την αδυναμία και την ασθένεια του σώματος, ωσότου να επιτύχει το σκοπό του˙ «Και για να ακούω, πάτερ», λέει, «τον πρώτο κανονάρχη,12 στέκομαι στο πρώτο ή στον δεύτερο στηθαίο, κοντά στον τάδε», εξισώνοντας τον εαυτό του μ’ εκείνον που κοπίασε πολύ. Και όταν επιτύχει το σκοπό του, δεν μπορεί ποτέ από τη στιγμή εκείνη να σταθεί στο χορό. Και λίγο – λίγο και σε κάθε άλλη υπόθεση, φροντίζοντας ο ίδιος να συγκαταλέγει τον εαυτό του με τους πρώτους, υποκρίνεται την εξωτερική ευλάβεια, προσποιείται σεμνή εμφάνιση, φροντίζει να υποδέχεται τους φίλους των άλλων και τους άρχοντες που έρχονται στο μοναστήρι, και πηγαίνει συχνότερα σε όσους αδελφούς έρχονται ως επισκέπτες, για να γίνει γνωστός τους, με την πρόφαση ότι ωφελείται απ’ αυτά που λέγονται σ’ εκείνες τις συναντήσεις και στις ερμηνείες της θείας Γραφής.
Στο εξής λοιπόν αρχίζει να τριγυρίζει στο μοναστήρι, πηγαίνοντας από κελλί σε κελλί και λέγοντας στον καθένα: «Πίστεψε, αδελφέ, ότι τόσο πολύ σε αγαπώ, ώστε, αν δεν σε δω, νομίζω ότι δεν ζω εκείνη τη μέρα». Αν κάποιος απ’ αυτούς, προς τους οποίους πηγαίνει, λέγοντας αυτά, βρεθεί να φοβάται τον Θεό, απαντά σ’ αυτόν: «Ας θυμηθεί ο Θεός την αγάπη σου, αδελφέ μου˙ διότι και τι καλό βλέπεις σε μένα;» Αλλά αυτός συνεχίζει να λέει: «Και ποιο από τα καλά δεν έχεις εσύ; Διότι ποιός είναι τόσο πράος, ευλαβής, σοφός, συνετός, ειλικρινής, και το σπουδαιότερο από όλα, ποιός ειναι άνθρωπος που απέκτησε πατρική ευσπλαχνία, με το να είσαι φιλάδελφος προς όλους;» Λέγοντας όμως αυτά, αποβλέπει να φάει μαζί του. Ο πνευματικός όμως αδελφός του λέει αυτά που αφορούν στη σωτηρία της ψυχής, ανάλογα με τη χάρη που του δόθηκε, και απωθώντας τους επαίνους εκείνου, όσο εξαρτάται απ’ αυτόν, φροντίζει να διορθώσει τον αδελφό. Αν όμως ο αδελφός δεν βρεθεί να είναι πνευματικός, αλλά να είναι σαρκικός και αστήρικτος, αμέσως φουσκώνει μέσα του από τους επαίνους εκείνου και απαντώντας λέει σ’ αυτόν: «Και τι είναι ανώτερο από την αγάπη, πάτερ και αδελφέ; Αληθινά, δεν είναι τίποτε ανώτερο˙ και είναι μακάριος εκείνος που απέκτησε την αγάπη». Λέει και κάποια άλλα, όσα γνωρίζει ότι δέχεται ο κόλακας και παρακινείται για το εγκώμιό του. Έπειτα, καθώς γοητεύεται πολύ από τους ψεύτικους επαίνους, αποχαυνώνεται από την ελαφρότητα του νου του, και αν τυχόν είναι από τους εύπορους, δεν τον αφήνει από την ίδια ακόμη στιγμή να αναχωρήσει, αλλά απαιτεί να φάνε μαζί, και καθώς παραθέτει σ’ αυτόν φαγητά, ακούει σαν αντάλλαγμα μάταιους επαίνους, που και στον αέρα διαλύονται και στην ψυχή του προξενούν σοβαρή βλάβη. Αν όμως δεν είναι από τους εύπορους, μετά από πολλές και ανώφελες συζητήσεις, λέει σ’ αυτόν: «Μη με κατηγορήσεις διόλου, αδελφέ. Η αγάπη σου γνωρίζει ότι δεν έχω τίποτε άξιο για σένα, για να φας μαζί μου. Αλλά, επειδή έχεις τέτοια διάθεση και αγάπη για μένα τον ταπεινό, θα μπορούμε από τώρα και στο εξής να απολαμβάνουμε από κοινού και φιλικά αυτά που ο Κύριος θα μας δώσει για τροφή, και να ευφραίνομαι μαζί σου». Από την ώρα αυτή λοιπόν μπαίνει και στους δύο αδιάκοπη η φροντίδα, και δεν παύουν να αναζητούν τρόπους, από όπου θα στερεώσουν ασφαλέστερα με την αφθονία των φαγητών τη φαινομενική αγάπη.
Έτσι λοιπόν, συνδέοντας τον εαυτό του με όλους με την πρόφαση της αγάπης, ή, μάλλον, με την πρόφαση της απάτης, άλλοτε με το να προσκαλεί κάποιον άλλο ο ίδιος και άλλοτε με το να προσκαλεί τον ίδιο καθένας από τους άλλους, δεν λείπει απ’ αυτόν για την ευχαρίστησή του και τον χορτασμό η τράπεζα και η αφθονία από τα χορταστικά φαγητά, και καταντά έτσι σαν το γουρούνι, και δένεται στις ηδονές και υπηρετεί συνεχώς την κοιλιά του, φοβούμαι να πω και τα υπογάστριά του. Γι’ αυτό άλλωστε, γεμίζοντας καθημερινά με επιτηδειότητα την κοιλιά του από τα ερανικά τραπέζια, όταν μετά την ακολουθία του Αποδείπνου θα έρθει το βράδυ και θα πάει στο κελλί του, λέει στον υποτακτικό του: «Δες, φτωχέ, υποφέρω από τη δίψα. Αλλά ετοίμασε ένα θερμό13 και δος μου να πιώ και να σβήσω τη δίψα μου». Ο υποτακτικός του λοιπόν γίνεται αμέσως, καθώς έχει συνηθίσει, πρόθυμος και ικανότατος υπηρέτης, συμμετέχοντας μαζί του και ο ίδιος στην απόλαυση, πίνοντας και κατεβάζοντας το κρασί ανέρωτο, επειδή το σκότος τον βοηθά να διαφεύγει την προσοχή. Αυτός άλλωστε, αφού πιει μια φορά, ανοίγει αμέσως την όρεξή του να φάει, και παρασύρεται, χωρίς να το καταλάβει, από τη νοστημιά των φαγητών, και χορταίνει ασυναίσθητα και βαραίνει την κοιλιά του, κάνοντάς την δυσκίνητη και ανυπάκουη στο θέλημα της ψυχής. Και τότε ο ένας λογισμός του λέει: «Άφησε τον υποτακτικό σου να πάει και στάσου όρθιος να κάνεις τη συνηθισμένη προσευχή σου»˙ ο άλλος λογισμός απαντά και του λέει: «Και πώς μπορείς να σταθείς όρθιος, καθώς είσαι χορτάτος και με γεμάτο στομάχι; Κοιμήσου λίγο και βοήθησε τον εαυτό σου να χωνέψει τα φαγητά και σηκώσου πριν από την σύναξη. Και τότε ασφαλώς, έχοντας το σώμα σου ευκίνητο, θα προσευχηθείς όπως πρέπει». Υπακούει λοιπόν σ’ αυτό το λογισμό και πέφτει και κοιμάται, και αν ξυπνήσει, δεν σηκώνεται, αλλά λέει: «Είναι νωρίς, ας κοιμηθώ λίγο ακόμη». Και έτσι, αναβάλλοντας, φθάνει η σύναξη του Όρθρου, και τότε σηκώνεται και πηγαίνει στη σύναξη, έχοντας τη συνείδηση να τον ελέγχει για την αμέλειά του και τη ραθυμία.
Καθώς λοιπόν προηγουμένως είπα, με το να πηγαίνει αυτός όλο και συχνότερα στα κελλιά των φίλων και των αγαπητών του πατέρων, όπως ο ίδιος συνήθισε, κάθεται ως αργά, τρώγοντας, πίνοντας, συζητώντας μαζί τους, και έτσι, όταν επιστρέφει στο κελλί του, γίνεται άχρηστος όχι μόνο για την εσπερινή προσευχή, αλλά ακόμη και για τη σύναξη του Όρθρου, και δεν μπορεί διόλου ούτε να σκεφτεί, ούτε να κάνει τίποτε το πνευματικό. Αλλά και αν έρθει και τον επισκεφθεί στο κελλί του κάποιος άλλος, παρατείνει κατά τον ίδιο τρόπο τη νυχτερινή επίσκεψη, χλευάζοντας και κατακρίνοντας κάποιες φορές τη ζωή των άλλων, και παραμένει άνθρωπος που χάνει όλο το χρόνο της ζωής του στην κραιπάλη και στη μέθη και στις αμαρτωλές μέριμνες.
Αλλά, για ποιό λόγο τα διηγήθηκα όλα αυτά; Για να σας δείξω, αδελφοί, ότι εκείνος που ζει τέτοια ζωή δεν μπορεί ποτέ να χύσει από τα μάτια του δάκρυα˙ διότι, πώς μπορεί να χύσει δάκρυα εκείνος που πάντοτε υπηρετεί την κοιλία του και συνεχώς φροντίζει, όπως οι ειδωλολάτρες, τι θα φάει αύριο και τι θα πιεί, και που είναι δούλος στην απόλαυση του φάρυγγα, σαν να είναι αυτή κυρία του; Αν δεχθούμε όμως και ότι αυτός απέχει απ’ αυτά, που είπαμε, και ούτε πηγαίνει στο κελλί κάποιου άλλου, ούτε δέχεται άλλον στο κελλί του, ούτε αφήνεται στο χορτασμό της κοιλιάς του και στο κρασί και στις αργολογίες, αλλά ότι, κλείνοντας τη θύρα του, μένει ολομόναχος μέσα στο κελλί του. Ποιά λοιπόν είναι η ωφέλειά του, αν η εργασία του δεν είναι πνευματική και δεν γίνεται με γνώση, αλλά κάθεται και διαβάζει, για να αποστηθίσει κάτι, ώστε να μπορεί να το πει στον καιρό της σύναξης ή και στην παρουσία των φίλων, ώστε να φαίνεται άνθρωπος με πνευματική γνώση; Ας υποθέσουμε όμως ότι διαβάζει τις θείες Γραφές, όχι για να φαίνεται, αλλά για ωφέλεια και για να ακούσει λόγο Θεού, και ότι σηκώνεται έπειτα και στέκεται όρθιος για προσευχή˙ και η προσευχή του, αν νομίζετε, ας είναι δύο ή τρεις ή δέκα ή εκατό ψαλμοί˙ οι μετάνοιές του επίσης ας είναι όσες θα μπορούσες να πεις να κάνει˙ και στη συνέχεια, εκπληρώνοντας όλα έτσι, πέφτει να ξαπλώσει και τίποτε περισσότερο. Ποιά ωφέλεια, πες μου, έχει αυτός απ’ αυτή και μόνο την εργασία, αν δεν βλαστήσει στην ψυχή του με τα δάκρυα της μετάνοιας και ο καρπός της προσευχής και της ανάγνωσης, που είναι η απάθεια, η απόκτηση της ταπεινοφροσύνης και μαζί της πραότητας, αλλά και η γνώση μαζί με τη σοφία του πνεύματος; Διότι τον καθένα, που εργάζεται με γνώση την πνευματική εργασία των εντολών του Θεού, ακολουθεί χωρίς καμία αμφιβολία η απόκτηση των καρπών, που είπαμε, ανάλογα με τον κόπο της εργασίας του. Αν όμως, με το να εργάζεται και να κοπιάζει, όπως νομίζει, δεν βλαστήσουν οι καρποί, που είπαμε, η εργασία του δεν είναι όπως θέλει ο Θεός, αλλά μόνο για να αρέσει στους ανθρώπους˙ και έτσι, όπως είναι φυσικό, χάνει τα ανώτερα.
Αν λοιπόν καθένας απ’ αυτούς, που προηγουμένως αναφέραμε, περνά έτσι πάντοτε τη ζωή του, άραγε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει δάκρυα ή κατάνυξη, ή να αποβάλει την κακία και την πονηρία και τη σκληροκαρδία, που υπάρχει μέσα του από την κοσμική ζωή, και να αποκτήσει την ταπείνωση, όπως εκείνος που έδωσε ολόκληρο τον εαυτό του από την αρχή της απάρνησης στο να υπομείνει και να πάθει όλα τα λυπηρά, που είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε πια επάνω; Δεν θα μπορέσει με κανένα τρόπο! Αυτός που πιστεύει ή και νομοθετεί αυτά, εξαπατά τον εαυτό του, όποιος και αν είναι. Διότι, όπως δεν είναι δυνατό ο σίδηρος, που δεν πυρακτώθηκε με τη φωτιά, να γίνει όμοιας λαμπρός με τον σίδηρο που πυρακτώθηκε, ή να γίνει μαλακός και να σφυρηλατηθεί και να μετατραπεί κάποια στιγμή με κάποιον άλλο τρόπο σε χρήσιμο εργαλείο, έτσι και ο αμελής και ο ράθυμος και εκείνος που ζει τέτοια βλαβερή ζωή, όποια φανέρωσε ο λόγος μας, δεν είναι δυνατό να γίνει ίσος μ’ αυτόν που δέχθηκε από την πρώτη στιγμή καλά πρότυπα από την υπακοή των πνευματικών πατέρων και που έχει ενάρετη ζωή, και να απολαύσει τις ίδιες μ’ εκείνον δωρεές και τα ίδια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Και είναι λογικό. Διότι ο ένας, επειδή είναι ταπεινός στην καρδιά και έχει ταπεινότερες σκέψεις και συντριμμένο το λογισμό, με το να προτιμά να ακολουθήσει τις θείες Γραφές με περισσότερο ζήλο, και να υπομένει κάθε θλίψη και να υποφέρει κάθε πειρασμό, και ακόμη, με το να συγκαταλέγει τον εαυτό του με όλους τους πιο άσημους, επειδή αναλογίζεται τις πράξεις του και τα αμαρτήματά του και κατηγορεί κάθε μέρα τον εαυτό του και τον βλέπει αμαρτωλό, προοδεύει σύντομα, και όταν δεν έχει άνθρωπο, διδάσκεται από τη θεία χάρη αυτά που οδηγούν στη σωτηρία, με το να απομακρύνει λίγο – λίγο από την ψυχή του τις κακίες και τις πονηρίες, που υπήρχαν μέσα του από την κοσμική ζωή, και με το να βάζει στη θέση τους αντί για εκείνες, τις αρετές. Ο άλλος όμως, επειδή είναι γεμάτος από ακαθαρσία και έπαρση συγχρόνως, και επειδή δεν θέλει να ταπεινωθεί μπροστά στο κραταιό χέρι του Θεού, και να φανερώσει σε πνευματικό πατέρα τα κρυφά της καρδιάς του και να προσκολληθεί σ’ αυτόν, και να κάνει και να πάθει όλα, όσα οδηγούν με σύνεση στην αρετή και στον Θεό και κάνουν τον άνθρωπο τέλειο, όπως τον θέλει ο Θεός, γίνεται χειρότερος από ό,τι ήταν στον κόσμο, καθώς το σαρκικό πνεύμα επέστρεψε και κατοίκησε μέσα του μαζί με τα επτά πνεύματα14 της πονηρίας. Και έτσι ο ένας τόσο πολύ ξεπερνά και υπερνικά τον αδελφό, που μπήκε μαζί του στο μοναστήρι, όσο ξεπερνά αυτός που τρέχει ελεύθερα εκείνον που εμποδίζεται να τρέξει από δεσμά και σιδερένιες αλυσίδες˙ ο άλλος όμως αδελφός νικιέται και μένει στα προηγούμενα κακά, ή και σε χειρότερα, επειδή δεν θέλησε εκούσια να εκλέξει και να κάνει το καλό τον καιρό που μπήκε στο μοναστήρι και ανέλαβε τους αγώνες της αρετής.
Γι’ αυτό λοιπόν, όπως είπα προηγουμένως, η κατάνυξη είναι καρπός εργασίας και πρόξενος καρπών, ή, καλύτερα, αυτή γίνεται αιτία και δημιουργός όλων των αρετών, όπως μαρτυρεί όλη η θεόπνευστη Γραφή. Γι’ αυτό και εκείνος που θέλει να κόψει τα πάθη ή να αποκτήσει τις αρετές, πρέπει να αναζητά με επιμέλεια, πριν από όλα τα καλά και μαζί με όλες τις αρετές, την κατάνυξη. Διότι χωρίς αυτή δεν θα έχει οπωσδήποτε ούτε το σώμα του καθαρό. Διότι είναι αδύνατο χωρίς νερό να πλυθεί το λερωμένο ένδυμα, αλλά και είναι ακόμη πιο αδύνατο χωρίς δάκρυα να πλυθεί και να καθαριστεί η ψυχή από τις κηλίδες και τους μολυσμούς. Ας μην προφασιζόμαστε προφάσεις ψυχοβλαβείς και μάταιες, ή, μάλλον, να πω, προφάσεις ολότελα ψεύτικες και αίτιες της απώλειας. Αλλά ας αναζητήσουμε ολόψυχα αυτή τη βασίλισσα των αρετών.
Διότι αυτός που ζητά ολόψυχα την κατάνυξη τη βρίσκει˙ ή, μάλλον, η κατάνυξη έρχεται και βρίσκει αυτόν που τη ζητά επίπονα. Και αν ακόμη έχει καρδιά σκληρότερη από το χαλκό ή από το σίδερο ή από το διαμάντι, μόλις έρθει η κατάνυξη, την κάνει μαλακότερη από το ίδιο το κερί. Διότι η κατάνυξη είναι θεία φωτιά, που λειώνει τα βουνά και τα βράχια, και τα κάνει όλα ομαλά, και τα μεταβάλλει σε κήπους αναψυχής, και αλλοιώνει τις ψυχές που τη δέχονται. Διότι αυτή γίνεται μέσα τους πηγή που αναβλύζει˙ γίνεται νερό της ζωής που αδιάκοπα αναπηδά και ανυψώνεται και ποτίζει πλούσια τις ψυχές, και είναι σαν να κατηφορίζει από κάποια δεξαμενή, γι’ αυτούς που είναι κοντά και μακριά, και σαν να πλημμυρίζει με τη ροή του τις ψυχές, που με πίστη δέχονται το λόγο. Στην αρχή η κατάνυξη πλένει από το ρύπο αυτούς που μετέχουν στο φως˙ έπειτα πλένει και καθαρίζει και τα πάθη, αποσπώντας τα σαν λέπια από τα τραύματα, εννοώ την κακία, το φθόνο, την κενοδοξία, και όλα τα άλλα, που ακολουθούν αυτά τα πάθη˙ δεν κάνει όμως μόνο αυτό, αλλά και τυλίγοντάς τα σαν μία φλόγα, εξαφανίζει λίγο – λίγο, κατακαίγοντας και καταφλέγοντάς τα σαν αγκάθια. Η κατάνυξη και στην αρχή προξενεί μέσα μας τον πόθο για την τέλεια απελευθέρωση και κάθαρση από τα πάθη και στη συνέχεια τον πόθο για τα αποθηκευμένα και ετοιμασμένα από τον Θεό αγαθά γι’ αυτούς που τον αγαπούν.15
Αυτά όλα όμως τα παράγει η θεία φωτιά της κατάνυξης με δάκρυα, ή, μάλλον, δια μέσου των δαρκύων˙ άλλωστε, όπως είπαμε, δεν έγινε ποτέ χωρίς δάκρυα ούτε ένα από αυτά, αλλά και δεν θα γίνει σ’ εμάς ή σε κάποιους άλλους. Διότι δεν μπορεί κάποιος να το αποδείξει αυτό ούτε από τις θείες Γραφές, ότι δηλαδή χωρίς δάκρυα και χωρίς συνεχή κατάνυξη καθαρίστηκε ποτέ κάποιος ή έγινε άγιος ή έλαβε Άγιο Πνεύμα ή είδε τον Θεό ή αισθάνθηκε να κατοικεί μέσα του ο Θεός, ή, γενικά, ότι είχε κάποτε τον Θεό ένοικο μέσα στην καρδιά του, χωρίς να προηγηθεί μετάνοια και κατάνυξη και χωρίς να αναβλύζουν πάντοτε σαν από πηγή συνεχή δάκρυα, που κατακλύζουν και πλένουν καλά την κατοικία της ψυχής, αλλά και καταδροσίζουν και ανακουφίζουν την ίδια την ψυχή, που κατέχεται και καταφλέγεται από την απλησίαστη φωτιά.
Αυτοί λοιπόν που λένε ότι δεν είναι δυνατόν να πενθούν και να κλαίνε καθημερινά, νύχτα και μέρα, διακηρύττουν ότι ο εαυτός τους είναι γυμνός από κάθε αρετή. Διότι, αν οι άγιοι πατέρες μας αποφάνθηκαν έτσι και λένε: «Εκείνος που θέλει να κόψει τα πάθη, τα κόβει με κλάμα, και εκείνος που θέλει να αποκτήσει τις αρετές, τις αποκτά με κλάμα»,16 είναι ολοφάνερο ότι εκείνος που δεν κλαίει καθημερινά, ούτε τα πάθη κόβει, ούτε τις αρετές κατορθώνει, και αν ακόμη, όπως νομίζει, φαίνεται ότι ασχολείται με όλες τις αρετές. Διότι, πές μου, τί ωφελούν τα εργαλεία της τέχνης, όταν απουσιάζει ο τεχνίτης που γνωρίζει να δουλεύει τα υλικά και να τα κάνει κατάλληλο σκεύος; Και τί ωφελεί τον κηπουρό, αν καλλιεργήσει όλο τον κήπο, και σπείρει και φυτέψει σ’ αυτόν κάθε είδος από λαχανικά, αλλά δεν πέσει επάνω σ’ αυτά η βροχή από τον ουρανό ή δεν υπάρχει νερό για το πότι8σμά τους; Οπωσδήποτε δεν τον ωφελεί διόλου. Έτσι, ούτε εκείνος, που ασχολείται με τις άλλες αρετές και κοπιάζει σ’ αυτές, θα ωφεληθεί κάτι χωρίς αυτή την άγια και μακάρια κυρία και δημιουργό όλων των αρετών.
Διότι, όπως ένας βασιλιάς, χωρίς το στράτευμα που διαθέτει, είναι αδύναμος και ευκολονίκητος από όλους, και δεν φαίνεται βασιλιάς, αλλά ότι είναι ένας από τους πολλούς, και όπως και τα πολυάριθμα στρατεύματα και στρατόπεδα, χωρίς τον βασιλιά ή τον αρχιστράτηγό τους, εύκολα διασκορπίζονται και εξολοθρεύονται από τους εχθρούς, έτσι να σκεφτείς ότι είναι το πένθος σε σχέση με τις άλλες αρετές. Στρατόπεδο βέβαια συγκεντρωμένο στο ίδιο μέρος να εννοήσεις ότι είναι οι αρετές των αρχαρίων, βασιλιά και αρχιστράτηγό τους να εννοήσεις το μακάριο πένθος και το κλάμα, που μ’ αυτό ετοιμάζεται και παρατάσσεται για πόλεμο όλο το στρατόπεδο, με το να ενθαρρύνεται, να εξασκείται, να ενισχύεται, να εκπαιδεύεται, να προστάζεται σωστά να αναλάβει τα όπλα στις ανάλογες περιστάσεις και να κινηθεί όπου πρέπει και όπως πρέπει και όποτε πρέπει, αλλά και τι λογής όπλα να χρησιμοποιήσει, και ενάντια σε ποιον και σε τι λογής εχθρό˙ ποιους κατασκόπους να στέλνει και ποιους φύλακες να τοποθετεί και τι να συνομιλεί με τους απεσταλμένους των αντιπάλων και με ποιους να συνομιλεί, διότι είναι δυνατό και με μόνη τη συνομιλία να τρέψει όλους αυτούς σε φυγή, μερικές φορές μάλιστα και χωρίς να τους δεχθεί σε συνάντηση˙ πώς ακόμη να στήσει εναντίον τους και ενέδρες και παγίδες, και πότε και ποιους να αποστείλει από το στρατόπεδο, για το σκοπό αυτό και σε ποιους τόπους˙ αυτά τα καθορίζει, λέω, με σαφήνεια το ίδιο το πένθος˙ χωρίς το πένθος άλλωστε όλο το πλήθος των αρετών είναι ευκολονίκητο.
Και γι’ αυτό, πριν από όλα και μαζί με όλα, ας έχουμε, αδελφοί, όλοι ως έργο μας τη μετάνοια και το ενωμένο με τη μετάνοια κλάμα και τα δάκρυα, που ακολουθούν το κλάμα. Διότι ούτε το κλάμα υπάρχει χωρίς τη μετάνοια, ούτε τα δάκρυα χωρίς το κλάμα, αλλά αυτά τα τρία είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα και δεν είναι δυνατό χωρίς το ένα να εμφανισθεί το άλλο. Ας μην λέει λοιπόν κάποιος ότι είναι αδύνατο να κλαίει καθημερινά˙ διότι, όποιος λέει αυτό, λέει ότι είναι αδύνατο και να μετανοεί καθημερινά κάποιος, και ανατρέπει όλες τις θείες Γραφές, για να μη λέω και την ίδια την εντολή του Κυρίου, που λέει: «Μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών»17˙ όπως και εκείνη που λέει: «Να ζητάτε και θα λάβετε, να ερευνάτε και θα βρείτε, να χτυπάτε τη θύρα και θα σας ανοιχθεί».18 Διότι, αν λες ότι είναι αδύνατο να μετανοεί και να κλαίει κάποιος και να χύνει δάκρυα καθημερινά, πώς θα πεις ποτέ ότι είναι δυνατό να κατορθωθεί από φθαρτούς ανθρώπους να ταπεινοφρονούν και να χαίρονται πάντοτε και να προσεύχονται αδιάκοπα,19 αλλά και να έχουν τη ίδια τους την καρδιά καθαρή από κάθε λογής πάθη και κακούς λογισμούς, για να δουν τον Θεό;20 Με κανένα τρόπο! Και έτσι θα συμβεί σ’ εμένα να συγκαταλεχθείς με τους άπιστους και όχι με τους πιστούς. Διότι, αν βέβαια ο Θεός και είπε και λέει και φωνάζει καθημερινά, ότι είναι δυνατό να γίνουν όλα αυτά σ’ εμάς, εσύ όμως αντιμιλάς και εναντιώνεσαι σ’ εκείνον, λέγοντας ότι αυτά είναι σ’ εμάς αδύνατα και όχι δυνατά, δεν διαφέρεις οπωσδήποτε διόλου από τους άπιστους.
Θέλεις λοιπόν να μην κοινωνήσεις ποτέ χωρίς δάκρυα; Κάνε αυτά που καθημερινά ψάλλεις και διάβασε συγχρόνως, και τότε θα μπορέσεις να κάνεις αδιάκοπα και αυτό. Ποιά είναι αυτά; Αγνοείς εντελώς ποια είναι; Άκουσε αυτόν που λέει: «Διότι δεν είναι δίκαιοι μπροστά στον Θεό οι ακροατές του νόμου, αλλά θα θεωρηθούν δίκαιοι οι τηρητές».21 Αλλά, για να μη μακρύνω το λόγο, θα σου θυμίσω, λέγοντας τα ίδια τα λόγια του Δαβίδ: «Δεν θα ανεβώ», λέει, «στο κρεβάτι μου, ούτε θα δώσω ύπνο στα μάτια μου και στα βλέφαρά μου νυσταγμό και στους κροτάφους μου ανάπαυση, ωσότου να βρω τόπο για τον Κύριο, κατοικία για τον Θεό του Ιακώβ».22 Και ακόμη λέει: «Δεν υπάρχει ειρήνη στα οστά μου εξαιτίας των αμαρτιών μου, διότι οι αμαρτίες μου ξεπέρασαν το κεφάλι μου, έπεσαν επάνω μου σαν βαρύ φορτίο. Βρόμισαν και σάπισαν οι πληγές μου εξαιτίας της ανοησίας μου˙ ταλαιπωρήθηκα και κάμφθηκα εντελώς˙ βάδιζα όλη τη μέρα σκυθρωπός˙ κακοπάθησα και ταπεινώθηκα υπερβολικά˙ κραύγαζα από τους στεναγμούς της καρδιάς μου˙ και έγινα σαν το σπουργίτι, που φωλιάζει στη στέγη μόνο του˙ ομοιώθηκα με ερημικό πελεκάνο˙ έφαγα στάχτη σαν να ήταν ψωμί, και το νερό που έπινα το ανακάτευα με το κλάμα. Κουράστηκα από τους στεναγμούς μου, λούζω κάθε νύχτα το κρεβάτι μου, βρέχω με τα δάκρυά μου το στρώμα μου».23
Λέει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η δίψα και η αγρυπνία πιέζουν την καρδιά˙ και όταν πιεσθεί η καρδιά, αναβλύζουν τα δάκρυα».24 Και όσα άλλα διαπραγματεύεται ως προς αυτό το θέμα ο άγιος, θα τα μάθει αυτός που θα θελήσει να μελετήσει με προσοχή το ίδιο το βιβλίο.
Αν λοιπόν περάσεις και εσύ τη ζωή σου εκτελώντας με όλη σου την καρδιά, με ταπεινοφροσύνη και πίστη, χωρίς παραλήψεις αυτά που καθημερινά ψάλλεις και διαβάζεις, ή ακούς να διαβάσουν άλλοι, σου αναγγέλλω αληθινά μεγάλη χαρά˙ διότι, αν επιμείνεις να κάνεις αυτά, διψώντας, αγρυπνώντας, υποτασσόμενος ως το θάνατο και υπακούοντας στον ηγούμενό σου, χωρίς να αμφιβάλλεις και να υποκρίνεσαι, υπομένοντας κάθε θλίψη και καταφρόνηση και χλευασμό και συκοφαντία, αλλά και μαστιγώσεις και κακοποιήσεις από τους αδελφούς, που είναι κατώτερα από σένα, αντιμετωπίζοντάς τους με κάθε ευχαριστία, χωρίς μνησικακία, και προσευχόμενος γι’ αυτούς, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι με ανέκφραστη χαρά, διότι όχι μόνο την εσπέρα και το πρωί και το μεσημέρι, αλλά και όταν τρως και πίνεις και, πολλές φορές, όταν συζητάς και ψάλλεις και διαβάζεις και προσεύχεσαι και ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου, θα έρθει και θα σε ακολουθήσει αυτή η θεία και ανείπωτη δωρεά όλες τις ημέρες της ζωής σου, και θα βαδίσει μαζί σου στο δρόμο, και θα αναπαυθεί μαζί σου, όταν θα αναπαυθείς στο κατάλυμα, και θα υπηρετεί μαζί σου, όταν θα υπηρετείς τους άλλους, παρηγορώντας και ανακουφίζοντας τους πόνους των κόπων σου. Και τότε θα γνωρίσεις ότι πολύ σωστά και πολύ καλά έχει πει ο άγιος Συμεών, να μην κοινωνήσει κάποιος χωρίς δάκρυα, και ότι αυτό είναι δυνατό και αρμόζει αληθινά σε όλους. Διότι αυτά δεν τα είπε εκείνος, αλλά τα είπε και τα έγραψε με εκείνον το Άγιο Πνεύμα. Διότι, αν κανείς δεν είναι αναμάρτητος ούτε και αν η ζωή του είναι μία μέρα, και αν κανείς δεν μπορεί να έχει αγνή την καρδιά του,25 είναι ολοφάνερο ότι δεν πρέπει να περάσει ούτε μία και μόνη μέρα, σε όλη του τη ζωή, χωρίς μετάνοια και χωρίς δάκρυα, όσο εξαρτάται από τον ίδιο. Διότι, και αν ακόμη δεν έχει δάκρυα, οφείλει όμως, όσο ζει, να ζητά τα δάκρυα με όλη του τη δύναμη και με όλη του την ψυχή. Διότι δεν μπορεί κανείς με άλλο τρόπο, ούτε αναμάρτητος να γίνει, ούτε αγνός ως προς την καρδιά.
Αν όμως δεν θελήσει κάποιος να κοιμηθεί καταγής και να αγρυπνήσει, αναλογιζόμενος το πλήθος των αμαρτημάτων του και το βάρος των σφαλμάτων, και αδιαφορήσει να θεραπεύσει τις πληγές που προήλθαν από την εμπαθή επιθυμία και από τα παλαιά πάθη, που βρόμισαν και σάπισαν από την αμέλεια και την καταφρόνηση, και που τον οδηγούν στην αναισθησία – αυτό μάλιστα είναι η πραγματική ανοησία, – πώς είναι δυνατό να έρθει σε συναίσθηση για τη μελλοντική καταδίκη και κατάκριση των αμαρτωλών και να κλάψει με πόνο της καρδιάς;
Αν κάποιος δεν θέλει να κακοπαθήσει, με το να ταλαιπωρηθεί και να καταβληθεί εντελώς και να βαδίζει σκυθρωπός όλη τη μέρα, με το να βασανισθεί και να ταπεινωθεί υπερβολικά και να κραυγάζει από τους στεναγμούς της καρδιάς του,26 και να γίνει σαν το σπουργίτι, που φωλιάζει στη στέγη μόνο του,27 και να ομοιωθεί με ερημικό πελεκάνο,28 με το να αποξενωθεί με τη διάθεση της ψυχής του από όλα όσα υπάρχουν στο μοναστήρι και όσα υπάρχουν στον κόσμο, και να καταφρονηθεί από μεγάλους και μικρούς, με το να αποκάμει από τους στεναγμούς του29 και να τρώει το ψωμί του σαν στάχτη και να ανακατεύει το νερό που πίνει με το κλάμα,30 πως θα μπορέσει ποτέ, αδελφοί, ή να λούζει κάθε νύχτα το κρεβάτι του ή να βρέχει με τα δάκρυα το στρώμα του;31 Πραγματικά, όχι μόνο ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν θα δει να γίνονται αυτά στον εαυτό του, αλλά ούτε θα τα βρει στην προσευχή σου, ούτε θα μπορέσει να ετοιμάσει τόπο για τον Κύριο, ούτε αντάξια κατοικία για τον Θεό του Ιακώβ,32 που είναι ο Χριστός ο Κύριος, ο Σωτήρας και Θεός μας. Αν όμως δεν θα ετοιμάσει αυτά από πριν με σωστό τρόπο, είναι φανερό ότι δεν θα υποδεχθεί μέσα του τον Βασιλιά και Θεό, αν κοινωνεί χωρίς δάκρυα και όχι άξια και όπως πρέπει, και αν ακόμη θα κοινωνούσε μία φορά το χρόνο.
Οι ιερείς λένε και διακηρύττουν καθημερινά στους πιστούς, φωνάζοντας δυνατά σ’ αυτούς: «Τα άγια είναι για τους αγίους», και μακάρι να το φώναζαν και για τον εαυτό τους˙ και όταν οι ιερείς το λένε, εσείς οι πιστοί το ακούτε. Τί λοιπόν; Εκείνος που δεν είναι άγιος είναι και ανάξιος; Όχι, αλλά ανάξιος είναι εκείνος που δεν εξομολογείται καθημερινά τα κρυφά της καρδιάς του˙ εκείνος που δεν δείχνει άξια μετάνοια γι’ αυτά, αλλά και για εκείνα που έκανε από άγνοια˙ εκείνος που δεν πενθεί πάντοτε και δεν βαδίζει σκυθρωπός και δεν επιδιώκει με προθυμία όσα αναφέραμε˙ αυτός δεν είναι άξιος. Εκείνος όμως που κάνει όλα αυτά και περνά τη ζωή του με στεναγμούς και με δάκρυα είναι και πάρα πολύ άξιος, όχι μόνο σε γιορτή, αλλά και κάθε μέρα, αν είναι τολμηρό να πω, από την ίδια την αρχή της μετάνοιας και της επιστροφής του, να κοινωνεί αυτά τα θεία μυστήρια. Διότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι συγχωρημένος να κοινωνεί, επειδή πρόκειται να δείξει καρτερία σ’ αυτά και στα όμοια έργα ως το τέλος της ζωής του, βαδίζοντας το δρόμο του με ταπείνωση και συντριμμένη καρδιά. Διότι, κάνοντας έτσι και ζώντας έτσι, φωτίζεται ως προς την ψυχή του από μέρα σε μέρα, με το να βοηθείται από τη μετάληψη των αγίων μυστηρίων, και ανυψώνεται πολύ συντομότερα σε τέλεια κάθαρση και αγιότητα. Με άλλο τρόπο δεν είναι δυνατό να πλυθεί καλά και να καθαρισθεί το λερωμένο σκεύος μας και η μολυσμένη κατοικία μας.33 Διότι εγώ, ούτε από τις θείες Γραφές έχω μάθει τίποτε περισσότερο, ούτε από τον εαυτό μου μπόρεσα να αντιληφθώ. Διότι ακούμε να λέει καθημερινά ο απόστολος: «Ας εξετάζει ο καθένας τον εαυτό του, και τότε ας τρώει από τον άρτο και ας πίνει από το ποτήριο. Διότι εκείνος που τρώει και πίνει ανάξια το σώμα του Κυρίου, τρώει και πίνει καταδίκη για τον εαυτό του».34 Και ακόμη λέει: «Εκείνος που ανάξια τρώει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, θα είναι ένοχος για το σώμα και το αίμα του Κυρίου, επειδή δεν διακρίνει το σώμα του Κυρίου».35
Αν λοιπόν εκείνος που δεν έδειξε άξιους τους καρπούς της μετανοίας ελέγχεται από όλη τη θεόπνευστη Γραφή ότι είναι ανάξιος, πες μου εσύ, πώς θα μπορέσει ποτέ κάποιος χωρίς δάκρυα να καθαρισθεί και να μεταλάβει άξια τα μυστήρια, όσο εξαρτάται από τον ίδιο; Διότι ο πρώτος καρπός της μετάνοιας είναι τα δάκρυα, και όπως ακριβώς η σιχαμερή ρεύση του σώματος, αλλά και η ενήδονη ένωση της καρδιάς με το κάθε πάθος, προσφέρεται από μας στον διάβολο σαν κάποια θυσία, έτσι επίσης και τα δάκρυα, που χύνονται από την καρδιά, προσφέρονται στον Δεσπότη σαν θυσία δεκτή και καθαρίζουν την ντροπή της εμπαθούς εκείνης ηδονής. Και φανερώνοντας αυτό ο Δαβίδ, έλεγε: «Θυσία για τον Θεό είναι το συντριμμένο πνεύμα˙ τη συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά δεν θα την περιφρονήσει ο Θεός».36 Και είναι λογικό˙ διότι, αν η ψυχή μας αποκτήσει τέτοια συνήθεια και ταπεινώνεται έτσι καθημερινά, δεν θα περνά ποτέ μία μέρα χωρίς δάκρυα, σύμφωνα με τον Δαβίδ, που είπε: «Θα λούζω κάθε νύχτα το κρεβάτι μου, θα βρέχω με τα δάκρυά μου το στρώμα μου».37
Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ και εσάς, πατέρες και αδελφοί μου, ας ασκήσει ο καθένας σ’ αυτά και στα παρόμοια έργα με προθυμία την ψυχή του, που, όταν κατανυχθεί και μεταβληθεί λίγο – λίγο, γίνεται πηγή που αναβλύζει ποταμούς δακρύων και κατάνυξης. Αν όμως δεν φροντίσουμε να γίνουμε έτσι καθαροί, αλλά θελήσουμε να βαδίζουμε με αμέλεια και ραθυμία και πλαδαρότητα, εγώ βέβαια, για να μη λυπήσω την αγάπη σας, δεν θα πω τίποτε στενόχωρο, παρά μόνο αυτό, ότι και αν ακόμη συμβεί κάποτε κάποιος να κοινωνήσει ίσως με δάκρυα, αν συμβεί δηλαδή να κλάψει ή πριν από τη λειτουργία ή στη θεία λειτουργία ή και στην ίδια τη στιγμή της μετάληψης των θείων μυστηρίων, αλλά δεν δείχνει προθυμία να το κάνει αυτό τις άλλες μέρες και νύχτες, δεν θα έχει καμία ωφέλεια από το να κλάψει για μία φορά. Διότι δεν μας κάνει άξιους αυτό μόνο, με το να μας καθαρίσει αμέσως, αλλά άξιους μας κάνει το να πενθούμε καθημερινά και αδιάκοπα ως το θάνατο, όπως ο ίδιος ο Δεσπότης πρόσταξε σ’ εμάς να κάνουμε, λέγοντας: «Μετανοείτε, ζητάτε και ερευνάτε και χτυπάτε τη θύρα».38 Ως πότε; «Ωσότου να λάβετε», λέει, «και να βρείτε, και να σας ανοιχθεί». Ποιά να ανοιχθεί; Η βασιλεία των ουρανών προφανώς.
Διότι αυτή η μετάνοια και η ασκούμενη, όπως είπαμε, έτσι αδιάκοπα με κόπο και με θλίψη ως το θάνατο, μας κάνει να χύνουμε λίγο – λίγο πικρά δάκρυα, με τα οποία σφουγγίζει και καθαρίζει εντελώς το ρύπο και το μολυσμό της ψυχής˙ μετά απ’ αυτά μάλιστα προξενεί σ’ εμάς καθαρή μετάνοια και μεταβάλλει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά και γεννά στις καρδιές μας παντοτινή χαρά και κάνει να δούμε το άδυτο φέγγος, που, αν δεν αγωνισθούμε να το φθάσουμε με κάθε προθυμία, πνευματικοί πατέρες και αδελφοί, δεν θα απαλλαγούμε εντελώς από όλα τα πάθη, δεν θα αποκτήσουμε όλες τις αρετές, δεν θα μπορέσουμε ποτέ άξια ή με δάκρυα, που είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, να μεταλαμβάνουμε καθημερινά τα θεία μυστήρια, ή να δούμε το θείο φως, που υπάρχει μαζί μ’ αυτά. Αλλά, ούτε θα έχουμε ποτέ καθαρή την καρδιά, ούτε θα κατοικήσει συνειδητά μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, ούτε θα αξιωθούμε, όπως οι άγιοι, να δούμε τον Θεό, ούτε όταν είμαστε εδώ, νομίζω, ούτε όταν βρεθούμε εκεί, αν θα φύγουμε από τον κόσμο τυφλοί: απεναντίας, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος, τόσο πολύ θα στερηθούμε τη θέαση του Θεού, «ανάλογα με την αδυναμία της όρασης του καθενός μας από εδώ»,39 όσο στερήσαμε τους εαυτούς μας με τη θέλησή μας από το φως του στην παρούσα ζωή.
Αλλά μακάρι, όλοι εμείς, όσοι καθαριζόμαστε και όσοι καθαρισθήκαμε, να αξιωθούμε να τον δούμε. Διότι εκείνοι που φεύγουν από τη ζωή έξω από τις δύο αυτές καταστάσεις, έχουν άγνωστη γι’ αυτούς την έκβαση της απόφασης. Αλλά το άγνωστο και το αβέβαιο είναι χωρίς ελπίδα και βεβαιότητα. Διότι εκείνος που δεν βεβαιώνεται στην καρδιά του από τη χάρη, δεν θα αποκτήσει, νομίζω, ποτέ αναμφίβολη την ακαταίσχυντη ελπίδα από τίποτε άλλο˙ εκείνος όμως που δεν έχει αυτή την ελπίδα, με τι άλλο θα αρπαχθεί στον αέρα μαζί με τους αγίους, για να συναντήσει τον Κύριο;40 Με τί θα ανάψει μάλιστα τότε και το λυχνάρι μας, αν είναι σβησμένο από εδώ; Πού υπάρχει το λάδι και από πού θα βρεθεί, και ποια είναι η φλόγα, πες μου, που πρόκειται να το ανάψει, ή από πού και πώς θα βρεθεί αυτή η φλόγα, ώστε να βρεθούμε τότε φωτεινοί και να προϋπαντήσουμε τον Νυμφίο με αναμμένα τα λυχνάρια; Διότι, μόλις εμείς αναστηθούμε, σαν να ξυπνούμε από ύπνο, αμέσως πρόκειται, όπως ακούτε, να τρέξουμε για την προϋπάντηση.
Αν λοιπόν, ενώ εμείς καθόμαστε, μένοντας στα μνήματα, σαλπίσει η σάλπιγγα41 και μας ξυπνήσει, χωρίς να έχουμε από εδώ τις ψυχές μας σαν λυχνάρια αναμμένα από πριν, αλλά βρεθούν αυτά ή να μη φέγγουν διόλου ή να φέγγουν κάτι λίγο και ασθενικά, έτοιμα, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο, να σβήσουν,42 πού τότε θα βρούμε ή να ανάψουμε τα σβησμένα εντελώς λυχνάρια ή να προσθέσουμε λίγο λάδι σ’ αυτά, που κοντεύουν να σβήσουν από την έλλειψη του λαδιού; Πραγματικά, δεν θα βρούμε τίποτε πουθενά. Γι’ αυτό, ας φροντίσουμε να ανάψουμε από εδώ ακόμη τα λυχνάρια μας, με την μετάνοια και τα δάκρυα συγχρόνως, κάνοντάς τα λαμπερά, για να προϋπαντήσουμε φωτεινοί, με λαμπρότητα, τον Νυμφίο στην ανάσταση, και να μπούμε μαζί του στη βασιλεία των ουρανών,43 και να απολαύσουμε τα αιώνια αγαθά, που εύχομαι να τα επιτύχουμε όλοι μας, μέσα στη χάρη του ίδιου του Χριστού του Θεού μας, στον οποίο πρέπει όλη η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. Συμεών Ευλαβής, ο Στουδίτης (917 – 986/7)
2. Α’ Κορ. 14, 30
3. Εννοεί την προαίρεση, τις σκέψεις και τις πράξεις.
4. Πρβ. Ησ’. 14, 12-14
5. Γέν. 4, 8
6. Πρβ. Α’ Βασ’. 18, 7-9
7. Λουκ. 23, 39 – 41
8. Λουκ. 23, 42
9. Πρβ. Εφ. 4, 13
10. Πρβ. Ματθ. 5, 3
11. Ησ’. 66, 2
12. Κανονάρχης˙ ο μοναχός που υπαγορεύει στους ψάλτες τα τροπάρια.
13. Θερμό˙ ζεστό ρόφημα με κρασί και μυρωδικά.
14. Πρβ. Ματθ. 12, 43- 45. Λουκ. 11, 24- 26
15. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 9
16. Γεροντικό, αββάς Ποιμήν 119.
17. Ματθ. 4, 17
18. Ματθ. 7, 7-8. Λουκ. 11, 9-10
19. Πρβ. Α’ Θεσ’. 5, 17
20. Πρβ. Ματθ. 5, 8
21. Ρωμ. 2, 13
22. Ψαλμ. 131, 3-5
23. Ψαλμ. 37, 4-9˙ 101, 7-10˙ 6, 7
24. Κλίμαξ Λόγος ΣΤ’, ιδ’, σ’. 136.
25. Πρβ. Παροιμ. 20, 9
26. Πρβ. Ψαλμ. 37, 9
27. Πρβ. Ψαλ. 101, 8
28. Πρβ. Ψαλ. 101, 7
29. Πρβ. Ψαλμ. 6, 7
30. Πρβ. Ψαλμ. 101, 10
31. Πρβ. Ψαλμ. 6, 7
32. Πρβ. Ψαλμ. 131, 5
33. Εννοεί το σώμα μας.
34. Α’ Κορ. 11, 28-29
35. Α’ Κορ. 11, 27 και 29
36. Ψαλμ. 50, 19
37. Ψαλμ. 6, 7
38. Ματθ. 7, 7 Λουκ. 11, 9
39. Γρηγορίου Θεολόγου, λόγος 40, Εις το άγιον βάπτισμα, 45, PG 36, 424C
40. Α’ Θεσ’. 4, 17
41. Πρβ. Ματθ. 24, 31. Α’ Κορ. 15, 52. Α’ Θεσ’. 4, 16
42. Πρβ. Ματθ. 25, 1- 9
43. Πρβ. Ματθ. 25, 10.

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.