Για το κτίσιμο και το αρμολόγημα των αρετών της ψυχής (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Η Αγία Γραφή λέει ότι εκείνες οι μαίες που χάριζαν τη ζωή στα αρσενικά παιδιά των Ισραηλιτών, επειδή είχαν φόβο Θεού, έκτισαν για τους εαυτούς τους σπίτια (Έξ. 1, 21). Άραγε μιλάει για ορατά κτίσματα; Και ποιά σημασία έχει το ότι κτίστηκαν αυτά τα σπίτια από το φόβο του Θεού; Γιατί βέβαια εμείς διδασκόμαστε και τα σπίτια που έχουμε να τα εγκαταλείπουμε, αν χρειαστεί, για να κερδίσουμε το φόβο του Θεού (Ματθ. 19, 29). Ώστε λοιπόν δεν μιλάει για ορατό σπίτι, αλλά για το οικοδόμημα της ψυχής, που το κτίζει κανείς για τον εαυτό του, τηρώντας τις εντολές του Θεού. Μ’ αυτό μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι ο φόβος του Θεού προετοιμάζει την ψυχή να τηρεί τις εντολές και με την τήρηση των εντολών κτίζεται και το οικοδόμημα της ψυχής. Ας φροντίσουμε και εμείς τους εαυτούς μας, αδελφοί μου, ας φοβηθούμε και εμείς τον Θεό και ας κτίσουμε για τους εαυτούς μας σπίτια, για να στεγαστούμε σ’ αυτά, όταν έρθουν ο χειμώνας, οι βροχές, οι αστραπές, οι βροντές.

Διότι βρίσκεται σε πολύ μεγάλη δυσκολία, όποιος δεν έχει το χειμώνα σπίτι.

Πώς όμως κτίζεται το οικοδόμημα της ψυχής; Από το κτίσιμο του ορατού σπιτιού μπορούμε να διδαχθούμε πως ακριβώς έχει το πράγμα. Γιατί αυτός που θέλει να κτίσει ένα υλικό σπίτι, πρέπει να το σιγουρέψει απ’ όλες τις μεριές και να υψώσει την οικοδομή ταυτόχρονα και από τις τέσσερεις πλευρές και όχι τον ένα τοίχο να φροντίζει και τους άλλους να τους παραμελεί, γιατί έτσι δεν κερδίζει τίποτα, μόνο κάνει άδικο κόπο και έξοδα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Πρέπει ο άνθρωπος να μην αμελεί κανένα μέρος από το οικοδόμημά του, αλλά να το υψώνει συμμετρικά. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που λέει ο αββάς Ιωάννης: «Θέλω ο άνθρωπος να κατορθώνει λίγο από κάθε αρετή και να μην κάνει όπως μερικοί, που αγωνίζονται για μια μόνο αρετή και επιμένουν σ’ αυτή και γι’ αυτή μόνο εργάζονται, παραμελώντας τις υπόλοιπες». Γιατί αυτοί ίσως να έχουν και κάποια προτίμηση σ’ αυτήν την αρετή και γι’ αυτό δεν ενοχλούνται από το πάθος που της εναντιώνεται.

Έτσι τους ξεγελούν και τους βαραίνουν τα άλλα πάθη, και δεν τους ενδιαφέρει, αλλά έχουν την εντύπωση ότι κάνουν και μεγάλο κατόρθωμα. Αυτοί μοιάζουν μ’ εκείνον που κτίζει έναν τοίχο και τον υψώνει όσο μπορεί, συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή στο ύψος του και έχοντας την εντύπωση ότι κατόρθωσε κάτι μεγάλο. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι, αν έρθει δυνατός άνεμος, θα τον γκρεμίσει, επειδή στέκεται μόνος του, χωρίς να έχει σύνδεσμο με τους άλλους τοίχους. Ούτε σκεπή δεν μπορεί να φτιάξει για τον εαυτό του μ’ ένα μόνο τοίχο, επειδή είναι εκτεθειμένος απ’ όλες τις άλλε πλευρές. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι. Αλλά όποιος θέλει να κτίσει το σπίτι του και να φτιάξει για τον εαυτό του στέγη, πρέπει να υψώνει την οικοδομή απ’ όλες τις πλευρές και να τη σιγουρέψει από κάθε κίνδυνο.

Και σας λέγω πως: Πρώτα – πρώτα πρέπει να ρίξει το θεμέλιο που είναι η πίστη, γιατί «χωρίς την πίστη», όπως λέει ο Απόστολος, «είναι δυνατόν να ευαρεστήσει κανείς τον Θεό» (Εβρ. 11, 6). Και έτσι, πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο, να κτίζει συμμετρικά την οικοδομή. Του δόθηκε μια ευκαιρία να κάνει υπακοή; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι υπακοής. Συνέβη να οργιστεί κάποιος αδελφός μαζί του; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι μακροθυμίας. Του δόθηκε μια ευκαιρία για εγκράτεια; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι εγκράτειας. Έτσι σε κάθε ευκαιρία που συναντά, για να ασκήσει μια αρετή, πρέπει να βάζει ένα λιθάρι στην οικοδομή και έτσι ολόγυρα να την υψώνει με ένα λιθάρι συμπάθειας, ένα λιθάρι εκκοπής θελήματος, ένα λιθάρι πραότητας και με τα παρόμοια. Πάνω απ’ όλα όμως πρέπει να καλλιεργεί την αρετή της υπομονής και της ανδρείας. Γιατί αυτές είναι οι γωνίες και μ’ αυτές στερεώνεται η οικοδομή και ενώνονται οι τοίχοι μεταξύ τους, χωρίς να γέρνουν και να κάνουν ενδιάμεσα ρωγμές.

Χωρίς αυτές δεν έχει κανείς τη δύναμη να ολοκληρώσει καμία απολύτως αρετή. Γιατί, αν δεν έχει κανείς ανδρεία στην ψυχή, ούτε υπομένει. Και χωρίς υπομονή δεν μπορεί κανείς να κατορθώσει τίποτα. Γι’ αυτό ο Κύριος είπε: «Με την υπομονή σας θα κερδίσετε την ψυχή σας» (Λουκ. 21, 19).

Πρέπει ακόμα αυτός που κτίζει να βάλει ενδιάμεσα στα λιθάρια λάσπη. Γιατί, αν βάλει λιθάρι πάνω σε λιθάρι, χωρίς να βάλει ενδιάμεσα λάσπη, σπάζουν τα λιθάρια και γκρεμίζεται η οικοδομή. Λάσπη είναι η ταπείνωση, επειδή γίνεται από χώμα και πατιέται απ’ όλους. Κάθε αρετή λοιπόν που γίνεται χωρίς ταπείνωση, δεν είναι αρετή, όπως ακριβώς λέει και το Γεροντικό: «Όπως είναι αδύνατον να φτιάξουμε βάρκα χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατον να σωθεί κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη». Πρέπει λοιπόν, ό,τι καλό κάνει κανείς να το κάνει με ταπείνωση, ώστε με την ταπείνωση να διατηρηθεί το καλό. Ακόμα πρέπει η οικοδομή να έχει και τα λεγόμενα ιμαντώματα.2 Αυτά είναι η διάκριση που στερεώνει την οικοδομή και ενώνει το ένα λιθάρι με το άλλο, τη δένει γερά και την ομορφαίνει.

Η στέγη είναι η αγάπη, που είναι η τελείωση όλων των αρετών, όπως ακριβώς και η στέγη του σπιτιού (Κολ. 3, 14). Κατόπιν, μετά τη στέγη, το περιτείχισμα της ταράτσας. Ποιό είναι το περιτείχισμα; Είναι γραμμένο στο Νόμο: «Αν κτίσετε το σπίτι σας και φτιάξετε το δώμα, φτιάξτε και περιτείχισμα ολόγυρά του, για να μην πέσουν κάτω τα παιδιά σας» (Δευτ. 22, 8). Το περιτείχισμα είναι η ταπείνωση. Αυτή είναι εκείνη που ζώνει ολόγυρα και φυλάει όλες τις αρετές.3 Και όπως ακριβώς κάθε αρετή πρέπει να γίνεται με ταπείνωση – σύμφωνα με τον τρόπο που είπαμε ότι κάθε λιθάρι τοποθετείται πάνω σε λάσπη – έτσι και η τελείωση της αρετής έχει ανάγκη από την ταπείνωση. Και όταν οι άγιοι προοδεύουν στην αρετή, φθάνουν φυσικά στην ταπείνωση. Όπως ακριβώς πάντοτε σας λέω: «Όσο πλησιάζει κανείς στον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτό του».4

Ποιά όμως είναι τα παιδιά, που είπε ο Νόμος «α μην πέσουν από το δώμα»; Τα παιδιά είναι οι λογισμοί που γεννιούνται στην ψυχή, τους οποίους πρέπει να φυλάει κανείς με την ταπείνωση, για να μην πέσουν κάτω από το δώμα, που είπαμε ότι είναι η τελείωση των αρετών.

Δέστε, τελείωσε το σπίτι. έχει και τα δοκάρια του. Έχει και τη στέγη του. Να, και το περιτείχισμα του δώματος και μ’ ένα λόγο, είναι έτοιμο το σπίτι. Μήπως όμως του λείπει τίποτα; Ναι, παραλείψαμε κάτι. Και ποιό είναι αυτό; Να είναι ο οικοδόμος τεχνίτης. Γιατί, αν δεν είναι καλός τεχνίτης, στραβοκτίζει λίγο την οικοδομή και οποιαδήποτε δύσκολη στιγμή γκρεμίζεται το σπίτι. Τεχνίτης είναι εκείνος που κτίζει με επίγνωση. Γιατί καμιά φορά συμβαίνει να καταβάλλει κανείς τον κόπο της αρετής, επειδή όμως δεν εργάζεται με επίγνωση, να τον χάνει ή να έρχεται γύρω – γύρω χωρίς να μπορεί να τελειώσει το έργο, βάζοντας και βγάζοντας το ίδιο λιθάρι. Είναι ακόμα και άλλοι που βάζουν ένα λιθάρι και βγάζουν δύο. Να, τι εννοώ. Έρχεται ένας αδελφός και σου λέει ένα λόγο που σε στενοχωρεί και σε πληγώνει κι εσύ σιωπάς και βάζεις μετάνοια. Να, έβαλες κιόλας ένα λιθάρι. Μετά πας και λες σ’ άλλον αδελφό: «Μ’ έβρισε ο τάδε. Αυτό και αυτό μου είπε. και εγώ, όχι μόνο δεν μίλησα, αλλά του έβαλα και μετάνοια».

Δες, έβαλες ένα λιθάρι και έβγαλες δύο. Πάλι συμβαίνει να βάζει κανείς μετάνοια, θέλοντας να δοξασθεί και έτσι νοθεύεται η ταπείνωση με την κενοδοξία. Αυτό σημαίνει το να βάζει κανείς ένα λιθάρι και να το ξαναβγάζει. Εκείνος όμως που μετανοεί με επίγνωση, πείθει τον εαυτό του ότι είναι δικό του το σφάλμα και ότι αυτός είναι ο αίτιος. Αυτό σημαίνει το να μετανοεί κανείς με επίγνωση. Άλλος επίσης ασκεί τη σιωπή, άλλ’ όχι με επίγνωση, επειδή πιστεύει ότι κάνει αρετή. Αυτός δεν κάνει τίποτα. Εκείνος όμως που σιωπά με επίγνωση, πιστεύει ότι είναι ανάξιος να μιλήσει, όπως είπαν οι Πατέρες. Αυτή ακριβώς είναι η σιωπή με επίγνωση. Πάλι συμβαίνει να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του από αδιαφορία και άγνοια και νομίζει έτσι ότι, έχοντας αυτή την αντίληψη, καταφέρνει κάτι σπουδαίο και ότι ταπεινώνεται. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι μ’ αυτό τον τρόπο δεν κερδίζει τίποτε απολύτως. Γιατί αυτό που κάνει δεν το κάνει με επίγνωση.

Το να μην έχει όμως κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του με επίγνωση, σημαίνει ότι έχει τη βαθιά συναίσθηση και τη βιωματική εμπειρία πως δεν είναι τίποτα και πως δεν είναι άξιος να θεωρηθεί ούτε καν άνθρωπος, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Μωυσής: «Παλιοαράπη, αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί θέλεις μέσα στους ανθρώπους;»5

Πάλι όταν υπηρετεί κανείς κάποιον άρρωστο, μόνο και μόνο για να πάρει μισθό, και αυτό επίσης το έργο δεν γίνεται με επίγνωση. Και αν του συμβεί κάτι λυπηρό, αμέσως σταματάει το καλό έργο του και δεν το ολοκληρώνει, γιατί δεν το κάνει με επίγνωση. Εκείνος όμως που υπηρετεί με επίγνωση, το κάνει γιατί έχει ήδη αποκτήσει συμπάθεια γι’ αυτόν που πάσχει, γιατί έχει αποκτήσει ευσπλαχνική διάθεση. Όποιος έχει τέτοιο σκοπό, οτιδήποτε και αν του συμβεί, είτε θλίψη εξωτερική, είτε ο ίδιος ο άρρωστος δυσανασχετήσει μαζί του, αυτός υπομένει ατάραχα, έχοντας συγκεντρώσει την προσοχή του στο σκοπό του και πιστεύοντας ότι περισσότερο ευεργετεί ο άρρωστος αυτόν, παρά εκείνος τον άρρωστο. Πιστέψτε με, ότι και από πάθη και από πολέμους ανακουφίζεται, όποιος με επίγνωση υπηρετεί έναν άρρωστο. Εγώ, πραγματικά, γνώρισα αδελφό που τον πολεμούσε η αισχρή επιθυμία και επειδή ακριβώς υπηρετούσε με επίγνωση κάποιον άρρωστο που έπασχε από δυσεντερία, απαλλάχθηκε από τον πόλεμο.

Και ο Ευάγριος λέγει για κάποιον μεγάλο Γέροντα, ότι απάλλαξε έναν αδελφό, που ταραζόταν από νυκτερινές φαντασίες, προστάζοντάς τον να νηστεύει και να υπηρετεί ασθενείς. Και όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό, είπε: «Τίποτα απολύτως δεν σβήνει τα πάθη, όπως η ευσπλαχνία».

Περί οικοδομής και αρμολογίας των της ψυχής αρετών. Μέρος πρώτον.

Η Γραφή λέγει περί εκέινων των μαιών οίτινες εζωογόνουν τα άρσενα των Ισραηλιτών, ότι δια το φοβείσθαι τας μαίας τον Θεόν, εποίησαν εαυτοίς οικίας. Άρα περί αισθητών οικιών λέγει; Και ποίον έχει λόγον του κτίζεσθαι ταύτας τας οικίας δια τον φόβον του Θεού; Καίτοι γε ημείς το εναντίον και ους έχομεν οίκους διδασκόμεθα εν καιρώ καταλιμπάνειν δια τον φόβον του Θεού˙ ώστε ου λέγει περί αισθητού οίκου, αλλά περί του οίκου της ψυχής, ον οικοδομεί τις εαυτώ δια της φυλακής των εντολών του Θεού. Διδάσκει ημάς δια τούτου η Γραφή ότι ο φόβος του Θεού παρασκευάζει την ψυχήν φυλάττειν τας εντολάς, και δια των εντολών οικοδομείται ο της ψυχής οίκος. Πρόσχωμεν και ημείς εαυτοίς, αδελφοί, φοβηθώμεν και ημείς τον Θεόν και οικοδομήσωμεν εαυτοίς οικίας, ίνα εύρωμεν εαυτοίς σκέπην εν καιρώ χειμώνος, εν καιρώ όμβρου και αστραπών και βροντών, ότι μεγάλη εστίν η ανάγκη του χειμώνος τω μη έχοντι οίκον.

Πώς δε οικοδομείται ο οίκος της ψυχής, από του αισθητού οίκου δυνάμεθα μαθείν την ακρίβειαν του πράγματος. Χρήζει γαρ ο θέλων οικοδομήσαι τον οίκον τούτον, πανταχόθεν ασφαλίσασθαι αυτόν και εκ τετραπλεύρου ανενέγκαι την οικοδομήν και μη ενός μεν μέρους φροντίζειν, των δε άλλων καταφρονείν, επεί ουδέν ωφελεί, αλλά και τον κόπον και τα δαπανήματα όλα εις μάτην ποιεί. Ούτως εστί και επί της ψυχής. Χρήζει γαρ ο άνθρωπος μηδενός μέρους της οικοδομής αυτού αμελείν, άλλ’ ίσην και αρμοδίως αναφέρειν αυτήν. Τούτο δε εστίν ο λέγει ο αββάς Ιωάννης εγώ θέλω τον άνθρωπον λαμβάνει μικρόν από εκάστης αρετής, και μη καθώς τινές ποιούσι, κρατούντες μίαν αρετήν και μένοντες εις αυτήν και αυτήν εργαζόμενοι μόνην, αμελούντες των λοιπών. Ίσως δε και προτέρημα έχουσιν εις αυτήν την αρετήν, και εκ τούτου ούτε βαρούνται υπό του εναντιουμένου αυτή πάθους˙ λοιπόν κλέπτονται υπό των άλλων παθών και βαρούνται υπ’ αυτών, και ου μέλει αυτοίς, αλλά νομίζουσιν έχειν τι ποτέ μέγα.

Ούτοι δε εοίκασι τω οικοδομούντι έναν τοίχον και υψούντι αυτόν άνω όσον δύναται, και προσέχοντι εις το ύψος του τοίχου εκείνου και νομίζοντι ότι τι ποτέ μέγα εποίησε, και ουκ οίδεν ότι ει άνεμος, εάν έλθη, βάλλει αυτόν κάτω˙ μόνος γαρ ίσταται, μη έχων τον σύνδεσμον των άλλων τοίχων. Ούτε σκέπην δύναταί τις ποιήσαι εαυτώ από ενός τοίχου˙ γεγύμνωται γαρ εξ όλων των άλλων μερών˙ ου χρη δε ούτως ποιείν αλλά μάλλον ο θέλων οικοδομήσαι τον οίκον αυτού και ποιήσαι εαυτώ σκέπην, οφείλει εκ παντός μέρους οικοδομείν αυτόν και πανταχόθεν αυτόν ασφαλίζεσθαι.

Και λέγω πως˙ Πρώτον οφείλει βαλείν τον θεμέλιον, ήτις εστίν η πίστις άνευ γαρ πίστεως, ως λέγει ο Απόστολος, αδύνατον ευαρεστήσαι τω Θεώ, και ούτως κτίζειν επί τον θεμέλιον τούτον την οικοδομήν κατά αναλογίαν. Υπήντησεν υπακοή; Οφείλει βαλείν ένα λίθον υπακοής. Συμβαίνει παροξυσμός αδελφού; Οφείλει βαλείν ένα λίθον μακροθυμίας. Υπήντησεν εγκράτεια; Οφείλει βαλείν ένα λίθον εγκράτειας. Ούτως από εκάστης αρετής απαντώσης, δει βαλείν ένα λίθον εις την οικοδομήν, και ούτως κύκλω αναφέρειν αυτήν από ενός λίθου συμπαθείας, ενός λίθου κοπής θελήματος, ενός λίθου πραότητος, και των ομοίων. Επιμελείσθαι δε οφείλει εν πάσι τούτοις της υπομονής και της ανδρείας αύται γαρ εισίν αι γωνίαι, και δι’ αυτών συσφίγγεται η οικοδομή και ενούται τοίχος προς τοίχον και ου κλίνουσιν ουδέ ρήγνυνται απ’ αλλήλων οι τοίχοι. Χωρίς γαρ τούτων ουκ ευτονεί τις τελειώσαι ουδεμίαν αρετήν. Εάν γαρ μη έχη τις ανδρείαν εν τη ψυχή, ουδέ υπομένει˙ και εάν μη η υπομονή, ουδείς δύναται παντελώς κατορθώσαι.

Δια τούτο λέγει˙ Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών.

Θέλει ομοίως ο κτίζων έκαστον λίθον κατά πηλού βαλείν˙ εάν γαρ βάλη λίθον επάνω λίθου άνευ πηλού, κλώνται οι λίθοι και πίπτει ο οίκος. Ο πηλός εστίν η ταπείνωσις, επειδή από της γης εστί και υπό τους πόδας εστί πάντων. Πάσα ουν αρετή άνευ ταπεινώσεως γινομένη ουκ έστιν αρετή, ως λέγει και εις το Γεροντικόν˙ Ώσπερ αδύνατον ναύν χωρίς ήλων κατασκευασθήναι, ούτως αμήχανον σωθήναι χωρίς ταπεινοφροσύνης. Οφείλει ουν τις ο εάν ποιή αγαθόν, μετά ταπεινώσεως ποιείν, ίνα δια της ταπεινώσεως συντηρηθή το γενόμενον. Θέλει δε έχειν ο οίκος και ταύτα τα λεγόμενα ιμαντώματα, άτινά εστίν η διάκρισις η στερεούσα τον οίκον και ενούσα λίθον προς λίθον και συσφίγγουσα την οικοδομήν, μετά του και ευπρέπειαν πολλήν παρέχειν τω οίκω.

Η δε στέγη εστίν η αγάπη, ήτις εστίν η τελείωσις των αρετών, καθάπερ η στέγη του οίκου. Είτα μετά την στέγην, η περιστεφάνωσις του δώματος. Τί έστιν η περιστεφάνωσις; Και εν τω νόμω γέγραπται εάν οικοδομήσητε εαυτοίς οίκον και ποιήσητε αυτώ δώμα, ποιήσατε στεφάνωμα τω δώματι, ίνα μη πέσωσι τα παιδία υμών από του δώματος. Η στεφάνωσίς εστίν η ταπείνωσις. Αύτη γαρ εστίν η στεφανούσα και φυλάττουσα πάσας τας αρετάς. Και ώσπερ εκάστη αρετή μετά ταπεινώσεως θέλει γίνεσθαι, καθ’ ον τρόπον είπομεν ότι έκαστος λίθος κατά πηλού βάλλεται, ούτως και η τελείωσις της αρετής χρήζει της ταπεινώσεως, η και ότι φυσικώς προκόπτοντες οι άγιοι, εις ταπείνωσιν έρχονται˙ ώσπερ αεί λέγω υμίν ότι όσον εγγίζει τις τω Θεώ, τοσούτον βλέπει εαυτόν αμαρτωλόν.

Τί δε εστί τα παιδία περί ων είπεν ο νόμος ίνα μη πέσωσιν από του δώματος; Τα παιδία εισίν οι λογισμοί οι γενόμενοι εν τη ψυχή, ους δει φυλάττειν δια της ταπεινώσεως, ίνα μη και απ’ αυτού του δώματος εκπέσωσιν, όπερ είπαμεν είναι την τελείωσιν των αρετών.

Ιδού ο οίκος ετελειώθη˙ έχει τα ιμαντώματα έχει την στέγην ιδού και η περιστεφάνωσις, και άπαξ απλώς τετελείωται ο οίκος. Άρα μη λείπη αυτώ τι ποτέ; Ναι, άλλο εν παρελείψαμεν. Τί δε εστί τούτο; Ίνα η ο οικοδόμος τεχνίτης. Εάν γαρ μη η τεχνίτης, στρεβλοί μικρόν την οικοδομήν και οτεδήποτε πίπτει ο οίκος. Ο τεχνίτης εστίν ο εν γνώσει ποιών. Συμβαίνει γαρ ότι και ποιεί τις τον κόπον της αρετής, και εκ του μη ποιείν εν γνώσει, αναλύει αυτόν ή μένει ασυστροφών και μη ευρίσκων πληρώσαι το έργον, αλλά βάλλων ένα λίθον και επαίρων αυτόν. Έστιν δε άλλος βάλλων ένα και επαίρων δύο οίόν τι λέγω˙ Ιδού έρχεταί τις αδελφός και λέγει σοι ρήμα θλίβων σε ή πλήσσων, και σιωπάς και βάλλεις μετάνοιαν˙ ιδού έβαλες ένα λίθον. Είτα υπάγεις και λέγεις άλλω αδελφώ˙ Ύβρισέ με ο δείνα τόδε και τόδε είπέ μοι˙ και ου μόνον εσιώπησα αλλά και μετάνοιαν αυτώ έβαλον. Ιδού ένα λίθον έβαλες και δύο επήρες. Πάλιν βάλλει τις μετάνοιαν θέλων δοξασθήναι, και ευρίσκεται ταπείνωσις μετά κενοδοξίας.

Τούτό εστί το βαλείν ένα λίθον και επάραι αυτόν. Ο δε εν γνώσει ποιών μετάνοιαν, πείθει εαυτόν ακριβώς ότι αυτός εσφάλη, και πληροφορεί εαυτόν ότι αυτός εστίν ο αίτιος. Τούτό εστί το εν γνώσει ποιείν μετάνοιαν. Άλλος ασκεί σιωπήν, άλλ’ ουκ εν γνώσει έχει γαρ ότι αρετήν ποιεί ο τοιούτος ουδέν ποιεί. Ο δε εν γνώσει σιωπών έχει ότι ανάξιός εστί του λαλήσαι, ως είπον οι Πατέρες, και αύτη εστί σιωπή εν γνώσει. Πάλιν τις ου μετρεί εαυτόν και νομίζει ότι τι ποτέ μέγα και ποιεί και ότι εαυτόν ταπεινοί, και ουκ οίδεν ότι ουδέν ποιεί, επειδή ουκ εν γνώσει ποιεί. Το δε μη μετρείν εαυτόν εν γνώσει, τούτό εστί το έχειν εαυτόν ότι ουδέν εστίν, ουδέ άξιός εστί του ψηφισθήναι μετά ανθρώπων, ώσπερ είπεν εαυτώ ο αββάς Μωυσής˙ Σποδόδερμε μελανέ, μη ων άνθρωπος, τι έρχη εν μέσω ανθρώπων;

Πάλιν υπηρετεί τις αρρώστω, αλλά δια το έχειν μισθόν πηρετεί, και ουκ έστιν ουδέ τούτο εν γνώσει. Και λοιπόν ει τι δ’ αν συμβή αυτώ λυπηρόν, ευθέως εκκόπτει αυτόν από του καλού έργου αυτού και ου φθάνει πληρώσαι, επειδή ουκ εν γνώσει ποιεί. Ο δε εν γνώσει υπηρετών, δια το κτήσασθαι συμπάθειαν υπηρετεί, δια το κτήσασθαι σπλάγχνα οικτιρμών˙ ο γαρ έχων σκοπόν τοιούτον, ει τι δ’ αν συμβή αυτώ, καν θλίψις έξωθεν, καν αυτός ο άρρωστος ολιγωρήση προς αυτόν, αυτός αταράχως βαστάζει, προσέχων τω ιδίω σκοπώ και ειδώς ότι μάλλον ο άρρωστος αυτόν ευεργετεί ήπερ αυτός τον άρρωστον. Πιστεύσατε γαρ ότι και από παθών και πολέμων κουφίζεται ο εν γνώσει υπηρετών αρρώστω. Εγώ γαρ οίδα αδελφόν πολεμούμενον υπό αισχράς επιθυμίας, και δια το υπηρετείν αρρώστω δυσεντεριώντι μετά γνώσεως απαλλαγέντα του πολέμου. Και Ευάγριος λέγει περί τινός μεγάλου γέροντος ότι τινά των αδελφών ταρασσόμενον εν ταις νυξί των τοιούτων φαντασμάτων απήλλαξεν, ασθενέσι μετά νηστείας υπηρετήσαι προστάξας.

Και έλεγεν ερωτηθείς τον περί τούτου λόγον ότι˙ Ουδενί ούτως ως ελέω τα τοιαύτα κατασβέννυται πάθη.

Υποσημειώσεις.

1. «Όταν μέλλη άνθρωπος οικοδομήσαι οίκον, πολλάς χρείας συνάζει, όπως δυνηθή στήσαι τον οίκον, και διάφορα δε είδη συνάγει. Ούτως και ημείς, λάβωμεν προς μικρόν από πασών των αρετών (Αββά Ποιμένος, P. G. 65, 353D, ρλ’).
2. Ιμαντώματα: Ξύλινα συνδετήρια δοκάρια που χρησιμοποιούσαν τότε στους τοίχους, για να μη μένουν χαλαροί. Είχαν τη θέση που σήμερα έχουν τα «σενάζια».
3. Αββά Νείλου, P. G. 79, 1164C
4. Αββά Ματτώη, P. G. 65, 289C, β’

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.