Α’ Επιστολή του Αββά Δωροθέου, σταλμένη σε μερικούς «κελλιώτες» που τον ρώτησαν πως πρέπει να αντιμετωπίζουν τις συναναστροφές.

Λένε οι Πατέρες: «Το να κάθεται κανείς στο κελλί είναι μισή επιτυχία και το να συναντά Γέροντες είναι επίσης άλλη μισή». Ο λόγος αυτός σημαίνει ότι και μέσα στο κελλί και έξω απ’ αυτό έχουμε ανάγκη από πνευματική αγρύπνια και πρέπει να ξέρουμε γιατί πρέπει να «ησυχάζουμε» μόνοι και γιατί πρέπει να συναντάμε πνευματικούς Πατέρες και αδελφούς. Γιατί, αν ζει κανείς γι’ αυτόν το σκοπό με πνευματική αγρύπνια, τότε φροντίζει να κάνει όπως είπαν οι Πατέρες. Και όταν μεν κάθεται στο κελλί του προσεύχεται, μελετά, κάνει λίγο εργόχειρο, φροντίζει ανάλογα με τη δύναμή του να ελέγχει τους λογισμούς του. Όταν πάλι κάποτε συναντιέται με κάποιον, παρατηρεί και αντιλαμβάνεται την πνευματική κατάστασή του. Αν δηλαδή ωφελείται από τις συναντήσεις με τους αδελφούς ή όχι και αν μπορεί να γυρίσει στο κελλί του χωρίς να έχει υποστεί κάποια πνευματική βλάβη. Και σε περίπτωση που συνειδητοποιήσει ότι σε κάτι έχει ζημιωθεί, τότε αντιλαμβάνεται την ασθένειά του και τότε καταλαβαίνει ότι ακόμα δεν κέρδισε τίποτε από τη ζωή της
ησυχίας. Έτσι γυρίζει στο κελλί του ταπεινωμένος, κλαίγοντας, μετανοώντας, παρακαλώντας τον Θεό για την ασθένειά του και ζει στο εξής προσέχοντας τον εαυτό του. Μετά πάλι έρχεται κοντά στους ανθρώπους και παρατηρεί τον εαυτό του, αν νικήθηκε σε όσα είχε και πριν νικηθεί ή σε άλλα. Έτσι γυρίζει πάλι στο κελλί του κάνοντας τα ίδια, δηλαδή μετανοώντας, κλαίγοντας, παρακαλώντας τον Θεό για την κατάστασή του. Γιατί το κελλί ανυψώνει, ή δε συνάντησε με τους ανθρώπους θέτει σε δοκιμασία την κατάστασή μας. Ώστε λοιπόν πολύ καλά είπαν οι Πατέρες ότι το να κάθεται κανείς στο κελλί του είναι μισή επιτυχία και το να συναντά πνευματικούς γέροντες είναι επίσης άλλη μισή.

Και εσείς λοιπόν, όταν συναντιόσαστε, πρέπει να ξέρετε γιατί βγαίνετε από το κελλί σας και ποτέ να μη βγαίνετε ανεξέλεγκτα. Γιατί αυτός που τριγυρνά άσκοπα, όπως είπαν οι Πατέρες, χάνει τον κόπο του. Καθένας λοιπόν που κάνει κάτι, πρέπει να έχει βάλει οπωσδήποτε κάποιο σκοπό και να ξέρει γιατί το κάνει. Ποιός όμως είναι ο σκοπός που πρέπει να έχουμε εμείς όταν συναντιόμαστε; Πρώτα – πρώτα ο σκοπός μας πρέπει να είναι η αγάπη, γιατί λέει: «Είδες τον αδελφό σου, είδες Κύριο τον Θεό σου». Δεύτερον, για να ακούμε λόγο Θεού. Γιατί οπωσδήποτε όταν βρίσκονται πολλοί μαζεμένοι, τότε συμμετέχουν πιο βαθιά και πιο πλατιά στο λόγο του Θεού. Διότι πολλές φορές υπάρχει κάτι που δεν το ξέρει κανείς και τυχαίνει ο άλλος να το φέρει στη συζήτηση, κάνοντας μια σχετική ερώτηση. Έπειτα, για να καταλάβουμε, όπως είπα πριν, την πνευματική κατάστασή μας. Να, τι εννοώ. Ας υποθέσουμε ότι πηγαίνει κάποιος αδελφός να φάει με άλλους.

Παρατηρεί τότε τον εαυτό του και βλέπει αν μπορεί να εγκρατευθεί όταν προσφερθεί ένα καλό φαγητό που του αρέσει. Αν μπορεί να μη δοκιμάσει απ’ αυτό ή, αντίθετα, αν προσπαθεί να παραγκωνίσει τον αδελφό, για να πάρει περισσότερο απ’ αυτόν. Ακόμα, όταν προσφερθεί κάτι χωρισμένο σε μερίδες, αν προσέχει να μην πάρει τη μεγαλύτερη, αφήνοντας στον άλλο τη μικρότερη. Γιατί πολλές φορές δεν ντρέπεται κανείς ακόμα και να απλώσει το χέρι του, για να σπρώξει τη μικρή μερίδα στη θέση του αδελφού του και να πάρει τη μεγάλη μπροστά του. Άραγε, πόση είναι η διαφορά της μικρής από τη μεγάλη μερίδα; Πόσο τάχα μπορεί να διαφέρουν οι δύο μερίδες, ώστε για τόσο ευτελή πράγματα να καταδέχεται κανείς να προσβάλλει τον αδελφό του από πλεονεξία και να αμαρτάνει; Ακόμα, όταν τρώει μαζί με άλλους, παρατηρεί αν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του από την πολυφαγία και να μην τον αφήσει να χορτάσει μέχρι κορεσμού. Γιατί, όπως είναι φυσικό, σε τέτοιες συναντήσεις βρίσκει κανείς πολλά είδη φαγητών.

Βλέπει ακόμα αν προσέχει τον εαυτό του από την παρρησία, αν μπορεί να βλέπει τον αδελφό του να τον τιμούν και να τον περιποιούνται περισσότερο απ’ αυτόν, χωρίς να στενοχωριέται. Ακόμα παρατηρεί αν μπορεί να βλέπει κάποιον να έχει οικειότητα μ’ έναν άλλον ή να μιλάει πολύ ή να γυροφέρνει άσκοπα, και αυτός να μην τον προσέχει ούτε να τον κατακρίνει, αλλά να προσέχει μάλλον κάποιον άλλον που είναι ευλαβέστερος. Και γενικά, πρέπει να προσπαθεί να συμπεριφέρεται όπως λένε ότι έκανε ο αββάς Αντώνιος, που όταν πήγαινε να συναντήσει μερικούς άλλους ασκητές, αν έβλεπε σε κάποιον κάτι καλό, το έπαιρνε και το τηρούσε. Από τον ένα έπαιρνε την πραότητα, από τον άλλον την ταπείνωση, από άλλον την ησυχία. Και έφθανε σιγά – σιγά να έχει αποκτήσει του καθενός την αρετή. Να, έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς και αυτό τον σκοπό να έχουμε όταν συναντιόμαστε. Όταν δε γυρίζουμε στα κελλιά μας, να εξετάζουμε τους εαυτούς μας και να βλέπουμε σε τι ωφεληθήκαμε και σε τι ζημιωθήκαμε.

Και για εκείνα που βλέπουμε ότι μας σκέπασε ο Θεός, ας ευχαριστούμε Αυτόν που μας σκέπασε, ώστε να περάσουμε την περίσταση χωρίς να ζημιωθούμε. Για όσα πάλι σφάλαμε, να μετανοούμε, να κλαίμε, να θρηνούμε την κατάστασή μας.

Γιατί καθένας ωφελείται ή βλάπτεται από την ίδια την κατάστασή του. Κανένας δεν βλάπτει τον άλλον. Αλλά, αν ζημιωθούμε, όπως είπα, ζημιωνόμαστε από την κατάστασή μας. Αν θέλουμε λοιπόν, μπορούμε, όπως συνήθως σας λέω, από καθετί να ωφελούμαστε ή να ζημιωνόμαστε. Και σας λέω ένα παράδειγμα, για να δείτε ότι έτσι είναι το πράγμα. Συμβαίνει να στέκεται κανείς κάπου νύχτα – δεν εννοώ βέβαια μοναχός, αλλά κάποιος άλλος κοσμικός – και περνάνε από μπροστά του τρεις άνθρωποι. ο ένας βάζει στο νου του ότι στέκεται εκεί και περιμένει κάποιον, για να πάρει να πορνεύσει. Ο άλλος τον θεωρεί κλέπτη. Και ο τρίτος σκέπτεται ότι έχει φωνάξει ένα φίλο του από το διπλανό σπίτι και τον περιμένει να κατέβει, για να πάνε να προσευχηθούν. Να λοιπόν, και οι τρεις είδαν τον ίδιο άνθρωπο στον ίδιο τόπο και όμως δεν έκαναν γι’ αυτόν και οι τρεις την ίδια σκέψη. Αλλά ο ένας έβαλε στο μυαλό του το ένα, ο άλλος το άλλο, ο τρίτος άλλο, ο καθένας, όπως φαίνεται, ανάλογα με την προσωπική του πνευματική κατάσταση.

Γιατί όπως υπάρχουν οργανισμοί αδύνατοι και φιλάσθενοι και κάθε τροφή που παίρνουν, και αν ακόμα είναι ωφέλιμη, τη μεταβάλλουν σε αρρώστια – δεν βρίσκεται βέβαια η αιτία στην τροφή, αλλά στο ίδιο το σώμα που, όπως είπα, είναι φιλάσθενο και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και αλλοιώνει τις τροφές – έτσι και η ψυχή που υποφέρει από πνευματική καχεξία, βλάπτεται από καθετί. Και αν ακόμα πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, αυτή βλάπτεται. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα δοχείο με μέλι και του βάζουμε μέσα ένα κομμάτι αψιθιά. Δεν καταστρέφει το μικρό εκείνο κομμάτι όλο το δοχείο με το μέλι; Δεν κάνει όλο το μέλι πικρό; Το ίδιο κάνουμε και εμείς. Βγάζουμε λίγη από την πικράδα μας και εξαφανίζουμε το καλό του πλησίον, βλέποντάς το ανάλογα με την κατάστασή μας και αλλοιώνοντάς το ανάλογα με την πνευματική καχεξία μας.

Όσοι όμως είναι πνευματικά δυνατοί μοιάζουν μ’ εκείνον που έχει σώμα εύρωστο. Αυτός, και αν ακόμα φάει κάτι βλαβερό, το μεταβάλει ανάλογα με την κράση του σε θρεπτικό συστατικό και δεν τον βλάπτει ούτε και αυτή η κακή τροφή. Επειδή, όπως είπα, το σώμα του είναι δυνατό και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και την τροφή. Και όπως ακριβώς είπαμε για τον πρώτο οργανισμό, που και την καλή τροφή τη μεταβάλλει ανάλογα με την καχεξία του σε βλαβερό συστατικό, το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτόν. Ανάλογα με το εύρωστο σώμα του, ακόμα και τη βλαβερή τροφή τη μεταβάλλει σε θρεπτικά συστατικά. Σας λέω ένα παράδειγμα, για να καταλάβετε καλύτερα. Ο χοίρος έχει σώμα γερό. Η δε τροφή του είναι τα ξυλοκέρατα, τα κουκούτσια από το φοίνικα και η λάσπη. Και όμως, επειδή έχει γερό σώμα και αυτού του είδους την τροφή τη μεταβάλλει σε θρεπτικά συστατικά. Έτσι και εμείς, αν έχουμε καλές αρχές και καλή πνευματική κατάσταση, μπορούμε, όπως είπα πριν, από το καθετί, και αν ακόμα δεν είναι ωφέλιμο, να ωφελούμαστε.

Και πολύ ωραία λέει ο σοφός Σολομώντας στις Παροιμίες: «Αυτός που βλέπει ήρεμα και γλυκά, προκαλεί τη συμπάθεια των άλλων» (Παροιμ. 12, 13). Και αλλού λέει: «Σ’ όποιον λείπει η φρόνηση, όλα έρχονται αντίθετα και ανάποδα» (Παροιμ. 14, 7).

Άκουσα για έναν αδελφό ότι, όταν επισκεπτόταν κάποιον άλλον αδελφό και έβλεπε το κελλί το ασυγύριστο, απεριποίητο, σκεπτόταν: «Είναι μακάριος αυτός ο αδελφός, γιατί κατάφερε και ξεπέρασε τη μέριμνα όλων των γηίνων πραγμάτων και ανύψωσε έτσι όλο το νου του στον Θεό, ώστε δεν διακόπτει την πνευματική του εργασία ούτε για να τακτοποιήσει και αυτό ακόμα το κελλί του». Πάλι, αν πήγαινε σε άλλον και έβλεπε το κελλί του συγυρισμένο, καθαρό, περιποιημένο, σκεπτόταν: «Όπως ακριβώς είναι η ψυχή του αδελφού καθαρή, το ίδιο καθαρό είναι και το κελλί του. Ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής του είναι και η κατάσταση του κελλιού του». Και ποτέ δεν έλεγε για κανέναν: «Είναι ανοικοκύρευτος ή είναι ματαιόδοξος». Αλλά, επειδή ο ίδιος βρισκόταν σε καλή πνευματική κατάσταση, τον ωφελούσαν και οι δύο.

Ο φιλάγαθος Θεός να μας χαρίσει καλή πνευματική κατάσταση, για να μπορούμε και εμείς να ωφελούμαστε από τον καθένα και ποτέ να μη βάζουμε κακό στο νου μας για τον πλησίον μας. Και αν καμιά φορά βάλουμε το κακό στο νου μας ή σκεφθούμε καχύποπτα, εξαιτίας της δικής μας κακίας, αμέσως ας στρέψουμε αλλού το λογισμό μας, ώστε να σκεφθεί το καλό. Γιατί, με το να βάζουμε στη συνείδησή μας καλό για τον πλησίον, αποκτούμε, με τη Χάρη του Θεού, την αγαθότητα.

Του αυτού Αββά Δωροθέου επιστολαί διάφοροι

Προς τινάς κελλιώτας ερωτήσαντας αυτόν περί του παραβαλλείν.

Λέγουσιν οι Πατέρες ότι το καθίσαι εις το κελλίον ήμισύ εστί και το πραβάλλειν γέρουσιν ήμισύ εστί. Τούτο σημαίνει ο λόγος ότι και εν τω κελλίω και έξωθεν του κελλίου ομοίως νήψεως χρεία, και του ειδέναι τινά και δια τι οφείλει ησυχάζειν καθ’ εαυτόν και δια τι οφείλει παραβάλλειν Πατράσι ή αδελφοίς. Εάν γαρ νήφη τις περί τον σκοπόν τούτον, σπουδάζει ποιείν ως είπον οι Πατέρες και ότε μεν κάθηται εν τω κελλίω, εύχεται, μελετά, ποιεί μικρόν εργόχειρον, φροντίζει κατά δύναμιν των λογισμών˙ ότε δε πάλιν παραβάλλει πούποτε, κατανοεί και βλέπει την κατάστασιν εαυτού, ει ωφελείται εκ της απνατήσεως των αδελφών ή ου, και ει δύναται αβλαβώς ανακάμψαι εις το κελλίλον αυτού. Και εάν ίδη εαυτόν εις τι ποτέ βλαβέντα, μανθάνει την ασθένειαν εαυτού, μανθάνει ότι ακμήν ουδέν εκτήσατο από της ησυχίας, και αποστρέφεται τεταπεινωμένος εις το ίδιον κελλίον, κλαίων, μετανοών, παρακαλών τον Θεόν υπέρ της ασθενείας αυτού, και ούτως λοιπόν καθέζεται προσέχων εαυτώ. είτα πάλιν έρχεται προς τους ανθρώπους και βλέπει εαυτόν ει
έμεινεν ηττώμενος εις τα πρώτα ή εις άλλα, και ούτως υποστρέφει πάλιν εις το κελλίον εαυτού ομοίως τα αυτά ποιών, μετανοών, κλαίων, δεόμενος του Θεού περί της καταστάσεως αυτού. Το κελλίον γαρ υψοί, οι δε άνθρωποι δοκιμάζουσιν. Ώστε καλώς είπον οι Πατέρες ότι το καθίσαι εις το κελλίον ήμισύ εστί και το παραβάλλειν γέρουσιν ήμισύ εστί.

Και ημείς ουν ότε παραβάλλετε αλλήλοις, οφείλετε ειδέναι δια τι εξέρχεσθε του κελλίου, και μη αφαρεί εξέρχεσθε πούποτε. Ο γαρ ασκόπως οδοιπορών, καθώς είπον οι Πατέρες, ματαιοπονεί. Έκαστος ουν ποιών πράγμα οφείλει έχειν σκοπόν πάντως και ειδέναι δια τι ποιεί αυτό. Τις ουν εστίν ο σκοπός ον οφείλομεν ημείς έχειν, όταν απερχώμεθα προς αλλήλους; Πρώτον δια την αγάπην˙ λέγει γαρ˙ Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου. Δεύτερον δια του ακούσαι λόγον Θεού˙ πάντως γαρ εν τω πλήθει πλείον κινείται ο λόγος˙ ο γαρ ούτος πολλάκις ουκ οίδεν, άλλος ερωτά. Έπειτα και δια το μαθείν, ως προείπον, την ιδίαν κατάστασιν. Οίόν τι λέγω˙ Απερχόμενός τις, υπόθου, εις το φαγείν μετά των συνευρισκομένων, κατανοεί εαυτόν και βλέπει, εάν παρατεθή βρώμα καλόν και αρέση αυτώ, ει δύναται εγκρατεύσασθαι και μη λαβείν απ’ αυτού, ει σπουδάζει μη πλεονεκτήσαι τον αδελφόν αυτού και λαβείν περισσότερον αυτού, ή τι ποτέ εάν κατά μερίδας παραιτεθή, ει σπουδάζει μη λαβείν το μειζότερον μέρος και αφείναι αυτώ το μικρότερον.

Έστι γαρ ότε ουδέ την χείρα αισχύνεταί τις εκτείναι και ωθήσαι το μικρόν έμπροσθεν του αδελφού αυτού και λαβείν το μέγα έμπροσθεν αυτού. Άρα τί έχει είναι η διαφορά του μειζομέρου μέρους προς το μικρότερον; Πόσον εστί το μεταξύ των δύο μερίδων, ότι δια τοιαύτα ευτελή πράγματα ευρίσκεταί τις πλεονεκτών τον αδελφόν αυτού και αμαρτάνων; Πάλιν προσέχει εάν δύναται κρατήσαι εαυτόν από πολλών βρωμάτων, και μη, ως εικός, ευρίσκων διάφορα βρώματα, εκδίδωσιν εαυτόν εις χορτασίαν˙ ει φυλάττει εαυτόν από παρρησίας, ει βλέπει τον αδελφόν αυτού προτιμώμενον ή αναπαυόμενον πλέον αυτού και ου πάσχει, ει βλέπει άλλον παρρησιαζόμενον μετά άλλου ή λαλούντα πολλά ή ει τι δήποτε ασυστραφούντα, και ου προσέχει αυτώ ουδέ κατακρίνει αυτόν, αλλά μάλλον τω ευλαβεστέρω προσέχει και σπουδάζει ποιήσαι ως λέγει περί του αββά Αντωνίου ότι απερχόμενος προς τινάς, ει τι έβλεπε καλόν έχοντα έκαστον αυτών, εκείνο ελάμβανε και εκράτει, του μεν το πράον, του δε ταπεινόν, το δε το ήσυχον, και ευρίσκετο αυτός έχων τα εκάστου εν εαυτώ.

Ιδού ούτως οφείλομεν και ημείς ποιείν και δια ταύτα παραβάλλειν, και ότε υποστρέφομεν εις τα κελλία ημών, ερευνάν εαυτούς και μανθάνειν εις τι ωφελήθημεν ή εις τι εβλάβημεν˙ και εφ’ οις μεν ευρίσκομεν ότι εσκεπάσθημεν, ευχαριστήσωμεν τω Θεώ τω σκεπάσαντι ημάς ευλαβώς παρελθείν˙ εφ’ οις δε εσφάλημεν, μετανοήσωμεν, κλαύσωμεν, πενθήσωμεν την ιδίαν κατάστασιν.

Έκαστος γαρ εκ της ιδίας καταστάσεως ωφελείται ή βλάπτεται˙ επεί ουδείς βλάπτει τινά. Άλλ’ εάν βλαβώμεν, εκ της καταστάσεως ημών, ως είπον, βλαπτόμεθα. Δυνάμεθα γαρ, ως αεί λέγω υμίν, από εκάστου πράγματος, εάν θέλωμεν, και ωφεληθήναι και βλαβήναι. Και λέγω υμίν υπόδειγμα, ίνα μάθητε ότι ούτως εστί. Συμβαίνει τινά εν νυκτί ίστασθαι εις τόπον τινά, ου λέγω μοναχόν άλλ’ ει τινά δήποτε εν τη πόλει, και παρέρχονται δι’ αυτού τρεις άνθρωποι˙ και ο μεν εις λογίζεται περί αυτού ότι τινά εκδέχεται, ίνα απέλθη και πορνεύση˙ ο δε άλλος λογίζεται ότι κλέπτης εστίν˙ ο άλλος λογίζεται ότι φίλον αυτού εκάλεσεν εκ του πλησίον οίκου και εκδέχεται αυτόν, ίνα κατέλθη και απέλθωσιν άμα πώποτε εις προσευχήν. Ιδού και οι τρεις τον αυτόν άνθρωπον είδον και εν τω αυτώ τόπω, και όμως ουκ ελογίσαντο οι τρεις περί αυτού τον αυτόν λογισμόν, άλλ’ ο μεν τούτο ενεθυμήθη, ο δε εκείνο, ο δε άλλο, έκαστος δήλον ότι προς την ιδίαν κατάστασιν. Ώσπερ γαρ εισί σώματα μελαγχολικά, κακόχυμα, και έκαστον βρώμα ο λαμβάνουσιν εις κακοχυμίαν
αυτό τρέπουσι, καν ωφέλιμον είη το βρώμα˙ και ουκ έστιν από του βρώματος η αιτία˙ άλλ’ αυτό το σώμα, ως είπον, δύσκρατόν εστί και λοιπόν ανάγκη προς την κράσιν αυτού εργάζεται και αλλοιοί τα βρώματα˙ ούτως και η ψυχή η έχουσα κακήν έξιν από εκάστου πράγματος βλάπτεται˙ καν ωφέλιμόν εστί το πράγμα αυτή, βλάπτεται. Υπόθου μοι αγγείον μέλιτος είναι, και βάλλει τις εις αυτό μικρόν αψινθίον˙ ουκ αφανίζει το μικρόν εκείνο όλον το αγγείον και ποιεί όλον το μέλι πικρόν; Ούτως και ημείς ποιούμεν˙ εκβάλλομεν μικρόν εκ της πικρίας ημών και αφανίζομεν το καλόν του πλησίον, βλέποντες αυτό προς την κατάστασιν ημών και αλλοιούντες αυτό προς την κακοεξίαν την εν ημίν.

Οι δε έχοντες καλήν έξιν ευρίσκονται ώσπερ τις έχων σώμα εύχυμον, ότι καν βλαβερόν τι ποτέ φάγη, τρέπει αυτό εις ευχυμίαν προς την κράσιν αυτού και ουκ αδικεί αυτόν ουδέ το κακόν βρώμα εκείνο, επειδή, καθώς είπον, το σώμα ατού εύχυμόν εστί και προς την κράσιν αυτού εργάζεται την τροφήν˙ και καθώς είπομεν περί του πρώτου ότι προς την δυσκρασίαν αυτού και το καλόν βρώμα μεταβάλλει εις κακοχυμίαν, ομοίως και ούτος προς το εύκρατον αυτού σώμα και το κακόν βρώμα μεταβάλλει εις ευχυμίαν. Και λέγω υμίν υιπόδειγμα ίνα νοήσητε. Ο χοίρος έχει σώμα εύχυμον πάνυ. Έστι δε η τροφή αυτού κεράτια και οστέα φοινίκων και βόρβορος και όμως επειδή εύχυμον σώμα έχει, την τοιαύτην τροφήν εις ευχυμίαν μεταβάλλει˙ ούτως και ημείς, εάν έχωμεν καλήν έξιν και καλήν κατάστασιν, δυνάμεθα, ως προείπον, από εκάστου πράγματος ωφεληθήναι, καν μη η ωφέλιμον το πράγμα. Και καλώς λέγει η Παροιμία˙ Ο βλέπων λεία ελεηθήσεται. Και αλλαχού λέγει˙ Πάντα εναντία ανδρί άφρονι.

Ήκουσα περί τινός αδελφού ότι, ότε παρέβαλε ενί των αδελφών, ει έβλεπε το κελλίον αυτού ασύστροφον, αφιλοκάλητον, έλεγεν εν εαυτώ˙ Μακάριός εστίν ούτος ο αδελφός πως ημερίμνησεν από όλων των γηίνων, και ούτως όλον τον νουν αυτού έλαβεν άνω, ότι ουδέ το κελλίον αυτού σχολάζει καταστήσαι. Πάλιν, ει απήρχετο προς άλλον και έβλεπε το κελλίον αυτού κατεσταμένον, καθαρόν, πεφιλοκαλημένον, έλεγε πάλιν εν εαυτώ˙ Ώσπερ εστίν η ψυχή του αδελφού τούτου καθαρά, ούτως εστί και το κελλίον αυτού καθαρόν˙ και προς την κατάστασιν της ψυχής αυτού εστί και η κατάστασις του κελλίου αυτού. Και ουδέποτε έλεγε περί τινός ότι ούτος ασύστροφός εστί ή ούτος πέρπερος˙ άλλ’ εκ της καλής καταστάσεως αυτού ωφελείτο από εκάστου.

Ο Θεός ο αγαθός δώση και ημίν καλήν κατάστασιν, ίνα δυνάμεθα και ημείς από εκάστου ωφεληθήναι και μηδέποτε νοήσαι την κακίαν του πλησίον. Ει δε και νοήσομεν ή υπονοήσομεν εκ της κακίας ημών, ίνα ευθέως μεταστρέψωμεν τον λογισμόν ημών εις καλοεννοησίαν. Το γαρ μη ειδέναι την κακίαν του πλησίου τίκτει συν Θεώ την αγαθότητα.

Υποσημείωση.

1. Με τον όρο «Κελλιώτης» χαρακτηρίζεται ο μοναχός που κατοικεί μόνος με μικρό οίκημα, φτωχό και απέριττο (ανάλογα με την ασκητικότητα του μοναχού) που ονομάζεται Κελλί. Πολλά Κελλιά που απέχουν αρεκτή απόσταση το ένα από το άλλο, πολλές φορές, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, τη Λαύρα.

Οι «Κελλιώτες» συνήθως είναι δοκιμασμένοι στη μοναχική ζωή και έχουν ησυχαστικές και ασκητικές τάσεις πολύ αξιόλογες και καρποφόρες. Κάτι ανάλογο υπάρχει σήμερα στις Σκήτες του Αγίου Όρους. Εκεί όμως έχουμε τις Καλύβες (οικήματα μικρά ή μεγάλα, μέσα στις οποίες κατοικούν μικρές συνοδίες, δύο μέχρι επτά αδελφοί. Ο Κελλιώτης και οι Σκητιώτες, όλες τις ημέρες της εβδομάδος, ζουν αυτοτελώς και αγωνίζονται στην προσευχή και στο εργόχειρο, εκτός της Κυριακής και των μεγάλων εορτών, οπότε συνάζονται στο Καθολικό της Λαύρας ή στο Κυριακό της Σκήτης και έχουν ευχαριστιακή Σύναξη και πνευματική αναστροφή.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.