Ένας ερημίτης και ένας αββάς κοινοβίου: Ευθίκιος και Φλωρέντιος, οι δούλοι του Θεού – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Να μην παρασιωπήσω κι αυτό που πληροφορήθηκα από διήγηση του ευσεβούς ανδρός Σαγκτούλου1 του πρεσβύτερου από την περιοχή εκείνη, για του οποίου τα λόγια ο ίδιος δεν αμφιβάλλεις, γιατί δεν αγνοείς την πολιτεία και την πίστη του.
Τον ίδιο πάλι καιρό στα μέρη της επαρχίας της Νουρσίας2 κατοικούσαν δύο άνδρες2 με τον βίο και το σχήμα της ιεράς πολιτείας, από τους οποίους ο ένας ονομαζόταν Ευθίκιος και ο άλλος Φλωρέντιος.3 Ο Ευθίκιος ηύξανε στον πνευματικό ζήλο και τη ζέση της αρετής και πολύ κοπίαζε με παραινέσεις να οδηγήσει στον Θεό πολλών ψυχών, ενώ ο Φλωρέντιος διήγε βίο όλο απλότητα και προσευχή. Όχι μακριά υπήρχε ένα μοναστήρι4 απορφανισμένο λόγω του θανάτου του καθοδηγητή του. Οι μοναχοί από αυτό το μοναστήρι ήθελαν για προεστώτα τους τον Ευθίκιο. Αυτός έστερξε στις ικεσίες τους, διηύθυνε το μοναστήρι για πολλά χρόνια και εξήσκησε τις ψυχές των μαθητών του στην σπουδή της ιεράς πολιτείας. Και για να μην απομείνει μόνο το ευκτήριο, όπου προηγουμένως κατοικούσε, άφησε εκεί τον ευσεβή άνδρα Φλωρέντιο.
Ενώ κατοικούσε σε αυτό μόνος, κάποια μέρα προσέρριψε τον εαυτό του σε προσευχή και ζήτησε από τον Παντοδύναμο Κύριο, να αξιώσει να του χαρίσει κάποια παρηγοριά στην κατοίκησή του εκεί. Μόλις τελείωσε την προσευχή και βγήκε έξω από το ευκτήριο, βρήκε μία αρκούδα να στέκεται μπροστά στην πόρτα. Έκλινε το κεφάλι της στη γη και δεν έδειχνε καμμιά αγριότητα στις κινήσεις της: ξεκάθαρα έδινε να καταλάβει κανείς πως είχε έρθει για συνοδεία του ανθρώπου του Θεού. Αυτό το κατανόησε αμέσως και ο άνθρωπος του Κυρίου και, επειδή είχαν απομείνει στο μοναστηράκι εκείνο τέσσερα – πέντε πρόβατα, που δεν υπήρχε κανένας απολύτως να τα βοσκήσει και να τα φυλάξει, παρήγγειλε στην αρκούδα: «Πήγαινε, βγάλε τα αρνιά αυτά να βοσκήσουν, και να γυρίσεις πίσω κατά τις έξι η ώρα».
Άρχισε λοιπόν να γίνεται αυτό αδιάκοπα. Επιφορτίσθηκε η αρκούδα με καθήκοντα βοσκού και τα πρόβατα που συνήθως τα έτρωγε, τώρα το θηρίο τα έβοσκε νηστικό. Όταν ήθελε ο άνθρωπος του Κυρίου να νηστεύσει, έδινε εντολή στην αρκούδα να επιστρέψει με τα πρόβατα στις εννιά, όταν πάλι δεν ήθελε, στις έξι.5 Με τέτοια ακρίβεια πειθαρχούσε σε όλα η αρκούδα στις παραγγελίες του Θεού, που δεν τύχαινε ποτέ να διαταχθεί στις έξι και να έρθει στις εννιά ή να διαταχθεί στις εννιά και να έρθει στις έξι.
Καθώς αυτό συνεχιζόταν για πολύ καιρό, άρχισε να διαδίδεται κατά μήκος και πλάτος στον τόπο εκείνο η φήμη τόσης αρετής. Όμως ο αρχαίος εχθρός, από όπου αντιλαμβάνεται πως οι αγαθοί διαλάμπουν και δοξάζονται, από εκεί αρπάζει τους διεστραμμένους δια του φθόνου προς την καταδίκη τους: Τέσσερις από τους μαθητές του ευσεβούς Ευθικίου φθόνησαν πάρα πολύ που ο διδάσκαλός τους δεν έκανε σημεία και μόνο αυτός, που τον άφησε στο πόδι του εκείνος, λαμπρυνόταν φανερά με αυτό το τόσο μεγάλο θαύμα. Έστησαν ενέδρα και σκότωσαν την αρκούδα.
Καθώς έφθασε η ώρα που είχε διαταχθεί και δεν επέστρεφε πίσω, ο άνθρωπος του Θεού Φλωρέντιος μπήκε σε υποψίες. Την περίμενε μέχρι τις βραδινές ώρες και άρχισε να καταθλίβεται που η αρκούδα, την οποία αυτός από πολλή απλότητα συνήθιζε να ονομάζει αδελφή, δεν ερχόταν πίσω. Την άλλη μέρα βγήκε στον αγρό για να αναζητήσει από κοινού την αρκούδα και τα πρόβατα. Την βρήκε σκοτωμένη, αλλά ερεύνησε επιμελώς και σύντομα ανακάλυψε από ποιους είχε σκοτωθεί. Τότε αναλύθηκε σε θρήνους, κλαίγοντας περισσότερο την πονηρία των αδελφών παρά τον θάνατο της αρκούδας.
Ο αξιοσέβαστος άνδρας Ευθίκιος έσπευσε να τον φέρει κοντά του και να τον παρηγορήσει, αλλά ο άνθρωπος του Κυρίου μπροστά σε εκείνον, ξαναμμένος από τις παρορμήσεις του μεγάλου πόνου του, πρόφερε την εξής κατάρα: «Ελπίζω στον Παντοδύναμο Θεό, πως στη ζωή αυτή μπροστά στα μάτια όλων θα λάβουν την τιμωρία για την πονηρία τους, αυτοί που σκότωσαν την αρκούδα μου που δεν τους πείραζε σε τίποτα». Στην κουβέντα του αυτή επακολούθησε αμέσως η θεία δίκη: Οι τέσσερις μοναχοί που είχαν σκοτώσει την αρκούδα, την ίδια ώρα επλήγησαν από την νόσο της ελεφαντίασης,6 ώστε τελικά σάπισαν τα μέλη τους και πέθαναν.
Όταν έγινε αυτό, ο άνθρωπος του Θεού Φλωρέντιος εξεπλάγη πάρα πολύ και φοβήθηκε που καταράσθηκε έτσι τους αδελφούς. Όλη την υπόλοιπη ζωή του έκλαιγε, γιατί εισακούσθηκε η ευχή του, και κραύγαζε πως ήταν ωμός, ήταν φονιάς, ένοχος του θανάτου τους. Πιστεύουμε πως ακριβώς γι’ αυτό το έκανε αυτό ο Παντοδύναμος Θεός, για να μην εκτοξεύσει ο άνθρωπος, με την θαυμαστή απλότητά του, το ακόντιο της κατάρας, κάθε φορά που θα τύχαινε να παροξύνεται από τον πόνο του.
ΠΕΤΡΟΣ. Επομένως δηλαδή θα θεωρήσουμε πως είναι πολύ βαρύ, αν τυχόν καταραστούμε κανέναν, αναστατωμένοι από την οργή;
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Γιατί με ρωτάς για αυτή την αμαρτία, αν είναι βαριά, τη στιγμή που ο Παύλος λέγει: «ου λοίδοροι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν»;7 Υπολόγισε λοιπόν πόσο βαρύ πταίσμα είναι, αυτό που σε χωρίζει από τη βασιλεία της ζωής.
ΠΕΤΡΟΣ. Τί γίνεται, αν τυχόν ένας άνθρωπος εξακοντίσει λόγον κατάρας στον πλησίον του όχι από πονηρία, αλλά από αμέλεια της γλώσσας;
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Εάν, Πέτρε, από τον αυστηρό κριτή κρίνεται επιλήψιμος κάθε αργός λόγος,8 πόσο μάλλον ο βλαβερός. Υπολόγισε λοιπόν πόσο αξιοκατάκριτος είναι ο λόγος που δεν αργεί από την πονηρία, εάν είναι για τιμωρία και εκείνος ο λόγος που αργεί από την αγαθωσύνη της ωφελείας.
ΠΕΤΡΟΣ. Συμφωνώ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Ο ίδιος άνθρωπος του Θεού ενήργησε και ένα άλλο, το οποίο δεν πρέπει να αποσιωπηθεί. Καθώς η μεγάλη του φήμη διαδιδόταν κατά μήκος και πλάτος, κάποιος διάκονος που έμενε μακριά έσπευσε να πορευθεί σε αυτόν, για να παραθέσει τον εαυτό του στις ευχές του. Σαν έφθασε αυτός στο κελλάκι του, βρήκε ολόκληρο τον τόπο γύρω – γύρω γεμάτο αναρίθμητα φίδια. Τα έχασε πάρα πολύ και φώναξε: «Δούλε του Κυρίου, εύχου». Ο καιρός ήταν τότε θαυμάσια αίθριος. Βγήκε έξω λοιπόν ο Φλωρέντιος και έτεινε στον ουρανό τα μάτια και τις παλάμες, για να αποδιώξει ο Κύριος, όπως Αυτός ξέρει, εκείνη τη συμφορά. Με την κουβέντα του αμέσως ο ουρανός βρόντησε και η βροχή αυτή άφησε στον τόπο όλα εκείνα τα φίδια που είχαν κατακλύσει τον τόπο.
Όταν τα αντίκρυσε αυτά θανατωμένα ο δούλος του Θεού Φλωρέντιος, είπε: «Ορίστε, τα σκότωσες αυτά, Κύριε. Ποιός θα τα σηκώσει από εδώ;» Την ίδια ώρα με την κουβέντα του κατέφθασαν τόσα πουλιά, όσα φίδια είχαν σκοτωθεί. Κουβάλησαν από ένα το καθένα και τα έρριξαν αρκετά μακριά, καθιστώντας τον τόπο της κατοικήσεώς του εντελώς καθαρό από φίδια.
Ησυχασμός και παρρησία προς Θεόν.
ΠΕΤΡΟΣ. Ποιάς αρετής και ποιάς αξίας να θεωρήσουμε ότι υπήρξε αυτός, που με μια κουβέντα από το στόμα του δείχθηκε ο Παντοδύναμος Θεός τόσο κοντινός;
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Μπροστά στην μοναδική καθαρότητα του Παντοδυνάμου Θεού και την απλή του φύση, πολύ ισχύει, Πέτρε, η καθαρότητα και η απλότητα της ανθρώπινης καρδιάς. Οι δούλοι του, ακριβώς επειδή, έχοντας ξεκόψει από τις γήινες δραστηριότητες, δεν ξέρουν να λένε λόγια αργά και αποφεύγουν να μετεωρίζουν σε λόγια και να ρυπαίνουν το λογισμό τους, πετυχαίνουν να εισακούονται παραπάνω από τους άλλους από τον Ποιητή τους. Γιατί με την αγνότητα και απλότητα της διανοίας τους σαν να εξομοιώνονται με Αυτόν και, καθ’ όσον αυτό είναι δυνατόν, εξοικειώνονται.
Αντίθετα έτσι που εμείς, ανακατωμένοι στην τύρβη των λαών, αρθρώνουμε λόγια συνήθως αργά και πολλές φορές επίσης βαριά και βλαβερά, το στόμα μας τόσο πιο απόμακρο από τον Θεό γίνεται, όσο πιο κοντινό στον κόσμο αυτόν. Πολύ πράγματι προς τα κάτω οδηγούμαστε, όταν με συνεχή ομιλία μπλέκουμε με τους κοσμικούς.
Δικαιολογημένα ο Ησαΐας, όταν είδε τον βασιλέα κύριο των στρατιών,9 ελεεινολόγησε τον εαυτό του και μεταμελήθηκε, λέγοντας: «Ώ τάλας εγώ, ότι κατανύνυγμαι, ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων». Έπειτα φανέρωσε γιατί έχει ακάθαρτα χείλη, όταν πρόσθεσε: «Εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ».10 Εταλάνισε δηλαδή την ακαθαρσία των χειλέων του, αλλά δήλωσε και από πού του μεταδόθηκε, όταν εξήγησε πως κατοικεί ανάμεσα σε λαό που έχει ακάθαρτα χείλη.
Πραγματικά είναι εξαιρετικά δύσκολο, η γλώσσα των κοσμικών να μην ρυπάνει τον νου που θα αγγίξει. Όταν αρκετές φορές συγκαταβαίνουμε σε αυτούς για να συζητήσουμε κάποια πράγματα, λίγο – λίγο συνηθίζουμε αυτήν την ίδια την συνομιλία, την ανάξια για μας, και δελεασμένοι την κρατάμε μόνοι μας, ώστε τελικά, ενώ φθάσαμε σε αυτήν παρά την θέλησή μας κατά κάποια συγκατάβαση, δεν μας είναι πια ευχάριστο να επιστρέψουμε από αυτήν. Έτσι καταλήγουμε να φθάνουμε από τα αργά στα βλαβερά, από το ελαφριά στα βαρύτερα λόγια, και το στόμα μας τόσο λιγότερο εισακούεται στην προσευχή από τον Παντοδύναμο Θεό, όσο περισσότερο ρυπαίνεται από την ανόητη ομιλία, γιατί, όπως λέει η Γραφή, «ο εκκλίνων το ούς αυτού μη εισακούσαι νόμου, και αυτός (ο Κύριος) την προσευχήν αυτού εβδέλυκται».11
Τί το θαυμαστό λοιπόν εάν, όταν παρακαλούμε, εισακουόμαστε βραδέως από τον Κύριο, εφόσον όταν δίνει εντολές ο Κύριος υπακούουμε είτε βραδέως, είτε και καθόλου, και τί το θαυμαστό εάν ο Φλωρέντιος εισακούσθηκε γρήγορα, εφόσον γρήγορα υπάκουε τον Κύριο στις εντολές του;
ΠΕΤΡΟΣ. Δεν μπορεί να απαντήσει κανείς τίποτα στην ξεκάθαρη αιτιολόγηση.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Ο Ευθίκιος πάλι, ο σύντροφος του Φλωρεντίου στον δρόμο του Θεού, έλαμψε περισσότερο μετά θάνατον με δυνάμεις σημείων. Παρόλο που οι πολίτες της πόλεως εκείνης συνηθίζουν να διηγούνται για αυτόν πολλά θαύματα, ωστόσο ένα ξεχωρίζει, το οποίο ο Παντοδύναμος Θεός αξίωσε να επιτελείται με το ένδυμά του αδιαλείπτως μέχρις αυτά γα χρόνια των Λογγοβάρδων. Οπότε είχε αβροχία και με υπερβολικό καύσωνα η μακριά ξηρασία ξερόψηνε τη γη, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται μαζί οι πολίτες της πόλεως εκείνης και να σηκώνουν στα χέρια αυτόν τον χιτώνα, προσάγοντάς τον με ικεσίες ενώπιον του Κυρίου. Καθώς τον λιτάνευαν με δεήσεις ανά τους αγρούς, ξαφνικά χαριζόταν βροχή, που αρκούσε για να ξεδιψάσει πλήρως τη γη.
Από αυτό καταδεικνύεται ποιαν αρετή και ποιαν αξία είχε εσωτερικά η ψυχή εκείνου, του οποίου η επίδειξις της εσθήτος εξωτερικά απέστρεφε την οργή του Κτίστου.

Υποσημειώσεις.

1. Sanctulus βλ. III, 37. Κατοικεί στη Νουρσία, κάπου 50 χιλ. από το Σπολέτο.
2. Nursia βλ. Ι, 4, 8 και χάρτη.
3. Euthicius και Florentius. Ο πρώτος φέρεται να εκοιμήθη περί το 510. Στο Ρωμαϊκό αγιολόγιο τιμώνται μαζί στις 23 Μαΐου.
4. Πρόκειται για μονή ανάμεσα στο Campi και Preci, κάπου 15 Χιλ. προς Β της Νουρσίας (βλ. και IV, 11,1)
5. Με τη βυζαντινή ώρα. Πολύ χοντρικά ας πούμε πως 9-3 το απόγευμα, οπότε είχε μία τράπεζα (ενάτη), και 6-12 το μεσημέρι, οπότε είχε και δεύτερη τράπεζα το βράδυ.
6. Βλ. ΙΙ, 26.
7. Α’ Κορ. 6, 10.
8. Βλ. Ματθ. 12, 36
9. Των δυνάμεων, Σαβαώθ.
10. Ησ’. 6, 5.
11. Παροιμ. 28, 9

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.