Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 14-ος: Για τη μετάνοια και την αρχή της μοναχικής ζωής.

Για τη μετάνοια και την αρχή της μοναχικής ζωής. Και πώς φθάνει κάποιος με την εργασία των εντολών στην τελειότητα, προχωρώντας με πορεία και με τάξη στην αρετή.

Αδελφοί και πατέρες, εκείνος που καταφρόνησε όλα τα ορατά πράγματα, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, για να μπορέσει να δείξει, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου,1 γνήσια μετάνοια, και να αρχίσει αυτή την εργασία, δεν περιμένει να μάθει αυτό από μόνος του, αλλά, αφού πάει σε ειδικό και έμπειρο άνθρωπο και υποταχθεί σ’ αυτόν με πολύ φόβο και τρόμο και επίμονη προσοχή, μαθαίνει και διδάσκεται απ’ αυτόν την πνευματική εργασία των ενάρετων πράξεων, αλλά και ποια έργα πρέπει να κάνει, μετανοώντας˙ και λέω μάλιστα με φόβο και τρόμο, για να μη χάσει αυτό το καλό και καταδικασθεί στην αιώνια φωτιά, σαν ένας ανάξιος εργάτης των εντολών. Διότι, με το να σκέφτεται ότι τα λόγια εκείνου του ανθρώπου βγαίνουν από το στόμα του Θεού και γίνονται αίτια για ζωή και για θάνατο, αν τα τηρεί δηλαδή ή τα παραβαίνει, τα τηρεί με ακρίβεια. Και για να μη λέω πολλά και μακρύνω το λόγο, αν αυτός αρχίσει έτσι και εξαρτηθεί με αδίστακτη πίστη από τις υποσχέσεις του Θεού, προοδεύει μέρα με τη μέρα, όπως θέλει ο Θεός, και καθώς προχωρεί το δρόμο του, αυξάνει την πνευματική του ωριμότητα και γίνεται με τη χάρη του Χριστού του Θεού τέλιος άνδρας.2
Από ποιές λοιπόν υποσχέσεις του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού; Άκου με σύνεση ποια πράγματα μας υπόσχεται: «Αλήθεια σας λέω ότι χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό, που μετανοεί».3 Και πάλι λέει: «Αυτόν, που έρχεται σ’ εμένα», βαδίζοντας δηλαδή αυτό το δρόμο, «δεν θα τον βγάλω έξω».4 Και ακόμη λέει: «Αυτός που διψά, ας έρθει σ’ εμένα και ας πιεί»5˙ και ακόμη λέει: «Αυτός, που πιστεύει σ’ εμένα, δεν θα δει θάνατο στον αιώνα». Και αλλού λέει: «Πλησιάστε με και θα σας πλησιάσω»7˙ και: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας ξεκουράσω».8 Και αλλού λέει: «Αυτός που έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπά˙ και εκείνος που με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, και εγώ και ο Πατέρας μου θα έρθουμε με το Πνεύμα, και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν»9˙ και: «Αν εσείς», λέει, «παρ’ όλο που είστε κακοί, γνωρίζετε να δίνετε καλά πράγματα στα παιδιά σας, δεν θα δώσει, πολύ περισσότερο, ο Πατέρας σας ο ουράνιος Άγιο Πνεύμα σ’ αυτούς που το ζητούν απ’ αυτόν;»10
Ελπίζοντας λοιπόν με αδίστακτη πίστη, όπως είπαμε, σ’ αυτές τις υποσχέσεις και επαγγελίες του Θεού, να εκτελείς ακούραστα με πολλή προθυμία και ακράτητη ορμή όλες τις εντολές του. Και πρώτη εντολή είναι αυτή: «Μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών».11 Και ακόμη: «Να ζητάτε και θα σας δοθεί, να ερευνάτε και θα βρείτε, να χτυπάτε τη θύρα και θα σας ανοιχθεί˙ διότι καθένας που ζητά λαμβάνει, και καθένας που ερευνά βρίσκει, και σ’ αυτόν που χτυπά τη θύρα, θα του ανοιχθεί».12 Επειδή μάλιστα ο Θεός θέλει να μας διδάξει πως πρέπει να ζητούμε, και με ποια λόγια και με ποια έργα να ζητούμε, είπε: «Εκείνος από σας, που θέλει να είναι πρώτος, ας γίνει τελευταίος από όλους και δούλος όλων και υπηρέτης όλων.13 Διότι αυτός που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, αυτός όμως που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».14
Αυτός που κρατά συνεχώς στο νου του όλα αυτά και τα όμοια μ’ αυτά, και ασχολείται μ’ αυτά νύχτα και μέρα και τα σκέφτεται νοερά και αισθητά και τα εργάζεται με προθυμία, απομακρύνεται σιγά – σιγά από τη θύμηση του κόσμου, από τις ασχολίες του βίου, από τα πράγματα, από τους συγγενείς και από τους δικούς του, και ενώνεται ανάλογα με τα πνευματικά. Καθώς μάλιστα προοδεύει έτσι μέρα με τη μέρα, αντιλαμβάνεται πως λίγο – λίγο υποχωρούν οι λογισμοί των παλαιών παθών, στη συνέχεια, πως μειώνονται και αυτά τα παλαιά πάθη, και πως, μαλακώνοντας η καρδιά, φθάνει στην ταπείνωση, και πως πάλι αυτή γεννά λογισμούς, που προξενούν ταπεινοφροσύνη. Καθώς μάλιστα τα αντιλαμβάνεται αυτά έτσι, φθάνει αυτός με όλα αυτά μόλις και με δυσκολία στην κατάνυξη και στα δάκρυα. Φθάνει βέβαια αυτός μέσα από πολλές θλίψεις, και όσο περισσότερο η καρδιά ταπεινώνεται, τόσο περισσότερο κατανύγεται. Διότι η ταπείνωση, από τη μια, γεννά το πένθος, από την άλλη, το πένθος τρέφει την ταπείνωση, που το γέννησε, και την κάνει να αυξάνει. Αυτή μάλιστα η εργασία, καθώς γίνεται με την τήρηση των εντολών – τι θαύμα! -, από τη μια, πλένει από την ψυχή κάθε ρύπο, από την άλλη, απομακρύνεται απ’ αυτή κάθε πάθος και κάθε κακή επιθυμία, και σωματική και βιοτική. Και ο άνθρωπος γίνεται έτσι, ως προς την ψυχή, ελεύθερος από κάθε γήινη επιθυμία, όχι δηλαδή μόνο από τα σωματικά δεσμά, αλλά όπως, όταν κάποιος αποβάλλει τα ενδύματά του και μείνει εντελώς γυμνός. Και εύλογα˙ διότι η ψυχή αποβάλλει πρώτα την αναισθησία, που ο θείος απόστολος την ονομάζει κάλυμμα, που υπάρχει στις καρδιές των άπιστων Ιουδαίων.15 Αλλά όμως και τώρα καθένας, που δεν εκτελεί με όλη τη δύναμή του και με ολόθερμη καρδιά τις εντολές της νέας χάρης,16 έχει αυτό το κάλυμμα επάνω στη νοερή φύση της ψυχής του, και δεν μπορεί να ανυψωθεί και να φθάσει στο ύψος της επίγνωσης του Υιού του Θεού17˙ έπειτα, όπως εκείνος, που απογυμνώθηκε σωματικά, βλέπει τα τραύματα που έχει το σώμα του, έτσι λοιπόν βλέπει τότε καθαρά και αυτός τα πάθη που υπάρχουν στην ψυχή του, όπως τη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία, τη μνησικακία, τη μισαδελφία, το φθόνο, τη ζήλεια, τη φιλονεικία, την υπερηφάνεια και τα λοιπά άλλα πάθη. Με το να βάζει λοιπόν αυτός επάνω σ’ αυτά τα πάθη τις εντολές σαν φάρμακα και τους πειρασμούς σαν καυτήρες, και με το να ταπεινώνεται και να πενθεί και να ζητά θερμά τη βοήθεια του Θεού, βλέπει ολοφάνερα να έρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και να ξεριζώνει και να εξαφανίζει τα πάθη, ένα προς ένα, ωσότου να ελευθερώσει εντελώς την ψυχή του από όλα αυτά. Διότι ο ερχομός του Παρακλήτου δεν κάνει την ψυχή άξια να αποκτήσει κάπως λίγο την ελευθερία, αλλά τέλεια και καθαρά, διότι διώχνει μαζί με τα πάθη, που αναφέραμε, και κάθε ακηδία, κάθε αμέλεια, κάθε ραθυμία και άγνοια, τη λήθη και τη γαστριμαργία και την κάθε φιληδονία, και έτσι ανανεώνει και ανακαινίζει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά συγχρόνως, ώστε να φαίνεται ότι αυτός δεν έχει σώμα φθαρτό και βαρύ, αλλά πνευματικό και άυλο και κατάλληλο πια για αρπαγή στον ουρανό.18 Και η χάρη του Πνεύματος δεν κάνει μόνο αυτό μέσα του, αλλά και δεν επιτρέπει σ’ αυτόν να βλέπει κάτι από τα αισθητά, ή, μάλλον, τον κάνει, όταν βλέπει, να είναι σαν να μη βλέπει με τα σωματικά μάτια. Διότι, όταν ο νους ενωθεί με τα νοητά, μεταφέρεται ολόκληρος έξω από τα ορατά, αν και φαίνεται ότι βλέπει τα ορατά.
Έτσι λοιπόν, όταν κάποιος καταγίνεται μ’ αυτά, σύμφωνα με τον άγιο απόστολο, που λέει: «Το πολίτευμά μας λοιπόν βρίσκεται στους ουρανούς,19 επειδή δεν προσέχουμε τα ορατά, αλλά τα αόρατα»,20 καταλάμπεται, φωτίζεται και αυξάνει καθημερινά στην πνευματική ηλικία, καταργώντας από τη μία αυτά που ανήκουν στο νηπιακό φρόνημα, προοδεύοντας από την άλλη στην ανδρική ωριμότητα. Γι’ αυτό και αλλάζει ως προς τις ψυχικές του δυνάμεις και ενέργειες, σύμφωνα με το μέτρο της πνευματικής του ηλικίας, και γίνεται γενναιότερος και δυνατότερος στην εργασία των εντολών του Θεού. Εκτελώντας λοιπόν μέρα με τη μέρα τις εντολές αυτές, καθαρίζεται από εδώ και πέρα ακόμη περισσότερο, ανάλογα με το βαθμό που τις εργάζεται, δέχεται τη λάμψη, φωτίζεται και αξιώνεται να βλέπει αποκαλύψεις μεγάλων μυστηρίων, που το βάθος τους ποτέ δεν είδε, ούτε όμως και μπορεί να δει εντελώς κάποιος απ’ αυτούς που δεν αγωνίσθηκαν να φθάσουν σε τέτοια καθαρότητα. Μυστήρια μάλιστα εννοώ αυτά που όλοι βλέπουν, αλλά δεν καταλαβαίνουν˙ διότι αυτός αποκτά καινούρια μάτια από το Πνεύμα, που εργάζεται την αναδημιουργία του˙ αποκτά μάλιστα επίσης και καινούρια αυτιά, και στο εξής δεν βλέπει τα ορατά με ορατό τρόπο, σαν άνθρωπος, αλλά, επειδή ξεπέρασε τα ανθρώπινα μέτρα, βλέπει τα ορατά με πνευματικό τρόπο και σαν εικόνες των αοράτων, και τις μορφές, που υπάρχουν μέσα σ’ αυτά, τις βλέπει σαν να είναι άμορφες και ασχημάτιστες. Ακούει δηλαδή, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος, όχι φωνή ή φωνές ανθρώπων, αλλά μόνο τον ζωντανό Λόγο, όταν αυτός θα προχωρήσει να ακουσθεί με τη φωνή του ανθρώπου. Διότι η ψυχή αποδέχεται με την ακοή αυτόν και μόνο, επειδή είναι γνώριμος και αγαπητός, και σ’ αυτόν επιτρέπει την είσοδο και, όταν μπει μέσα της, τον χαιρετά με χαρά, όπως είπε ο Κύριος: «Τα δικά μου πρόβατα ακούν τη φωνή μου, αλλά τους ξένους δεν θα τους ακούσουν».21 Απεναντίας, όλους τους άλλους λόγους των ανθρώπων τους ακούει βέβαια, όμως δεν τους αποδέχεται˙ και ούτε τους αφήνει άπρακτους και μερικές φορές δεν αισθάνεται ούτε την παρουσία τους ούτε τα χτυπήματά τους στη θύρα της, αλλά συμπεριφέρεται σ’ αυτούς, παρ’ όλο που τους ακούει, σαν κουφός που δεν ακούει.
Γι’ αυτό λοιπόν και όταν αυτός γίνει τέτοιος που είπαμε, αμέσως ο Θεός κατοικεί μέσα του, και πραγματοποιούνται σ’ αυτόν όλα όσα θέλει, ή, καλύτερα, περισσότερα απ’ αυτά που θέλει. Διότι, καθώς ο Θεός είναι κάθε αγαθό, γεμίζει την ψυχή, μέσα στην οποία θα κατοικήσει, με κάθε αγαθό, ανάλογα με τη δυνατότητα της φύσης μας, επειδή ο Θεός είναι αχώρητος από κάθε κτιστή φύση και αβάσταχτος. Αγαθά όμως εννοώ εκείνα, «που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε»22˙ ανθρώπου δηλαδή που δεν έγινε τέτοιος που είπαμε. Γι’ αυτό λοιπόν και ο Θεός διδάσκει στον τέτοιο άνθρωπο, που κατοίκησε μέσα του, για τα μέλλοντα και για τα παρόντα, όχι με λόγια, αλλά με έργα και με πείρα και με πράξη. Διότι, ανοίγοντας ο Θεός τα νοερά μάτια του τέτοιου ανθρώπου, δείχνει σ’ αυτόν όσα θέλει και όσα συμφέρουν σ’ αυτόν, αλλά και τον πείθει να μην ερευνά τα άλλα, ούτε να τα επιζητά, ούτε να ασχολείται μ’ αυτά, επειδή, ούτε αυτά, που ο Θεός αποκαλύπτει και φανερώνει, μπορεί ποτέ να τα αντικρύζει με θρασύτητα˙ απεναντίας ο τέτοιος άνθρωπος, σκύβοντας στο βάθος του πλούτου και της σοφίας και της γνώσης του Θεού,23 κυριεύεται αμέσως από ίλιγγο και κατάπληξη, καθώς στοχάζεται τον εαυτό του και ποιος είναι και ποια μυστήρια αξιώθηκε να δει. Διότι, αντικρύζοντας το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού και μένοντας εκστατικός, επειδή θεωρεί τον εαυτό του από το βάθος της ψυχής του ανάξιο να δει αυτά τα αγαθά, δεν θέλει ούτε να τα δει, ούτε να τα παρατηρήσει με παρρησία, αλλά, καθώς είναι κυριευμένος από φόβο και τρόμο και ντροπή, κραυγάζει λέγοντας: «Ποιός είμαι εγώ, Κύριε, και ποιά είναι η πατρική μου καταγωγή,24 διότι εσύ εμπιστεύθηκες σ’ εμένα τον ανάξιο τέτοια μυστήρια, και με έκανες όχι μόνο θεατή τέτοιων αγαθών, αλλά και μέτοχο και κοινωνό τους, με θαυμαστό τρόπο;».
Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, που έγινε ανώτερος από όλη την κτίση, δεν θέλει να επιστρέψει και να ασχολείται με τα πράγματα της κτίσης. Επειδή δηλαδή απέκτησε τον Δεσπότη των αγγέλων, που υπηρετούν τον Δεσπότη, διότι γνωρίζει ότι δεν είναι αρεστό στον Θεό αυτό, το να εξετάζει δηλαδή ο άνθρωπος αυτά που ξεπερνούν τον άνθρωπο˙ διότι, αν εμείς οι άνθρωποι προσταχθήκαμε να μην ασχολούμαστε με περιέργεια με τις θείες Γραφές, πολύ περισσότερο προσταχθήκαμε να μην πρέπει να δείχνουμε διόλου περιέργεια πέρα απ’ αυτά που έχουν γραφεί.25 Ένας τέτοιος άνθρωπος βλέπει τον Θεό, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο να δει, και όσο ο ίδιος ο Θεός κρίνει, και ένας τέτοιος άνθρωπος φροντίζει να βλέπει διαρκώς καλά τον Θεό και προσεύχεται να τον βλέπει πάντοτε μετά το θάνατό του και αρκείται και μόνο στη θέασή του, χωρίς να χρειάζεται άλλο τίποτε˙ γι’ αυτό και δεν θέλει να αφήσει τον Δεσπότη και Θεό, από τον οποίο γεμίζει φως και γεύεται την απόλαυση της άφθαρτης ζωής, και να στραφεί να κοιτάξει προς τους συνδούλους του. Ένας τέτοιος άνθρωπος, επειδή βλέπεται από τον Θεό, επειδή δηλαδή φωτίζεται από ψηλά από τον Θεό και βλέπει ο ίδιος την υπερβολική δόξα του Θεού, δεν μπορεί ποτέ ούτε να σκεφθεί να τον δουν άλλοι ποιος είναι και σε ποια δόξα βρίσκεται˙ διότι κάθε αγία ψυχή είναι απαλλαγμένη από κάθε φιλοδοξία, επειδή, καθώς η ίδια είναι στολισμένη με το φωτεινότατο και βασιλικό ένδυμα του Πνεύματος, και είναι γεμάτη από την υπερβολική δόξα το Θεού, όχι μόνο αδιαφορεί για τη δόξα των ανθρώπων, αλλά ούτε και όταν η δόξα των ανθρώπων προσφέρεται σ’ αυτή από τους ανθρώπους, στρέφεται διόλου προς αυτή τη δόξα. Καθώς δηλαδή βλέπεται από τον Θεό, και επίσης η ίδια βλέπει τον Θεό, ποτέ δεν θα θελήσει με κανένα τρόπο να στρέψει το βλέμμα της σε κάποιον άλλο από τους ανθρώπους, ούτε θα θελήσει να την κοιτάξει κάποιος άλλος άνθρωπος.
Γι’ αυτό σας παρακαλώ, αδελφοί εν Χριστώ, ας μη θέλουμε να μαθαίνουμε τα ανέκφραστα πράγματα μόνο με τα λόγια, κάτι που είναι εξίσου ακατόρθωτο και σ’ αυτούς που διδάσκουν γι’ αυτά και στους ίδιους τους ακροατές. Διότι ούτε αυτοί που διδάσκουν για νοητά και θεϊκά πράγματα μπορούν να προσφέρουν με ακρίβεια με τα παραδείγματά τους ολοφάνερες τις αποδείξεις και να παρουσιάσουν πραγματικά την ίδια την αλήθειά τους, ούτε αυτοί που διδάσκονται μπορούν να μάθουν μόνο με το λόγο την ενέργεια αυτών που λέγονται, αλλά ας φροντίσουμε εμείς να τα κατανοήσουμε αυτά με την πράξη και τον κόπο και τους μόχθους, και να φθάσουμε στη θέαση, ώστε να μυηθούμε από εκεί στους λόγους που λέγονται γι’ αυτά και να δοξασθεί ο Θεός, επειδή αυτά βρίσκονται σ’ εμάς σε τέτοια κατάσταση, και να δοξάσουμε εμείς τον Θεό με τη γνώση αυτών των πραγμάτων και ο Θεός να μας δοξάσει στο όνομα του ίδιου του Χριστού του Θεού μας, στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ματθ. 4, 17
2. Πρβ. Εφ. 13. Κολ. 1, 28
3. Λουκ. 15, 7
4. Ιω. 6, 37
5. Ιω. 7, 37
6. Ιω. 11, 26˙ 8, 51
7. Πρβ. Ζαχ. 1, 3. Ιακ. 4, 8
8. Ματθ. 11, 28
9. Ιω. 14, 21 και 23
10. Ματθ. 7, 11. Λουκ. 11, 13
11. Ματθ. 4, 17
12. Ματθ. 7, 7-8. Λουκ. 11, 13
13. Μάρκ. 9, 35˙ 10, 43-44
14. Λουκ. 14, 11˙ 18, 14
15. Πρβ. Β’ Κορ. 3, 15
16. Νέα χάρη˙ το Ευαγγέλιο του Χριστού.
17. Πρβ. Εφ. 4, 13.
18. Πρβ. Α’ Θεσ’. 4, 17
19. Φιλιπ. 3, 20
20. Β. Κορ. 4, 18
21. Ιω. 10, 27 και 5.
22. Α’ Κορ. 2, 9
23. Πρβ. Ρωμ. 11, 33
24. Α’ Βασ’. 18, 18. Β’ Βασ’. 7, 18
25. Πρβ. Α’ Κορ. 4, 6

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.