Τα νεανικά χρόνια του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.

-«Θέλω να σπουδάσω, να γίνω δεσπότης, να υπάγω στην Κρήτη»
Χρυσόστομος Καλαφάτης

Μέχρι την ηλικία των δεκαεπτά ετών ο Χρυσόστομος έζησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Εκεί ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν η πίστη στον Θεό και η αγάπη των ανθρώπων, για τα ελληνικά γράμματα, τα ήθη και τα έθιμα του Ελληνισμού. Το ένδοξο παρελθόν της Τρίγλιας, με τα ιστορικά μοναστήρια και τις πολλές εκκλησίες, αλλά και το απαράμιλλο φυσικό κάλλος του τόπου στις νοτιοανατολικές ακτές της Προποντίδας, φαίνεται πως επέδρασαν σημαντικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Χρυσοστόμου.
Ωστόσο, το οικογενειακό περιβάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική ανάπτυξη του ιεράρχη. Ο άγιος μεγάλωσε με πολλή αγάπη και φροντίδα, ενώ οι γονείς του υποστήριξαν και ενθάρρυναν τους υψηλούς και ευσεβείς πόθους του. Η αγωγή που έλαβε είχε δύο κατευθύνσεις: την καλλιέργεια της πίστης, η οποία σφυρηλατήθηκε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και τη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας, στοιχείου απαραίτητου και συνεκτικού για την επιβίωση του υπόδουλου Γένους. Την καθημερινότητά της η οικογένεια του Χρυσοστόμου «διήρχετο εργαζομένη, μελετώσα ή μέλπουσα εν χορώ άσματα εις τον προθάλαμον της μικράς οικίας».1 Συνεπώς, εργασία, μελέτη και άσματα ήταν τα χαρακτηριστικά στοιχεία από τη ζωή της πολυμελούς οικογένειας Καλαφάτη. Η μετέπειτα πολύπλευρη σπουδή και κατάρτιση του ιεράρχη είχε ως θεμέλιο τα πρώτα βιώματα στο ταπεινό σπίτι της γενέτειρά του.
Ο Χρυσόστομος διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο επτατάξιο αλληλοδιδακτικό σχολείο αρρένων της Τρίγλιας. Από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια ξεχώρισε για το εξαίρετο ήθος και τις υψηλές επιδόσεις του στα μαθήματα. Την περίοδο αυτή περιγράφεται ως «αγχίνους (εύστροφος), ευφάνταστος, τολμηρός, φιλόπρωτος, ενθουσιώδης, φιλότιμος, οξύς, επίμονος και φίλαλλος»,2 στοιχεία που προκαλούσαν τον θαυμασμό και την αγάπη των διδασκάλων του. Αυτοί ήταν ο αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος Γιαζιζόγλου (Γραμματίδης) στα Εκκλησιαστικά μετέπειτα Μητροπολίτης Δισκάτης (1882 – 1893),3 ο Γαζής στα Ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής στα Τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης στα Γαλλικά και ο κληρικός παπα- Θεοδόσης στην Εκκλησιαστική Μουσική.4
Από τα νεανικά του χρόνια ο Χρυσόστομος είχε φανερώσει την ιερατική του κλίση και επιθυμία να διακονήσει την Εκκλησία και τον λαό Της. Την εποχή εκείνη ο Ελληνισμός παρακολουθούσε με θαυμασμό τους ηρωικούς αγώνες των Κρητών για απελευθέρωση και ένωση της μεγαλονήσου με τη Μητέρα Ελλάδα. Πληροφορούμενος από τον πατέρα του για την Κρητική Επανάσταση (1866 – 1869) και τις θυσίες των Ελλήνων αγωνιστών, έλεγε ο Χρυσόστομος με ιερό ζήλο:
-«Θέλω να σπουδάσω, να γίνω δεσπότης, να υπάγω στην Κρήτη».5
Θα πρέπει να τονιστεί πως ο κλήρος σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε αναλάβει έναν διττό ρόλο: εκπροσωπούσε τον θεσμό της Εκκλησίας και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως ένας απαραίτητος κοινωνικός και πολιτικός παράγοντας του υπόδουλου Γένους.6 Την περίοδο αυτή η Εκκλησία, αν και διατηρεί στην οθωμανική επικράτεια τα προνόμια και τις αρμοδιότητες που είχε αναλάβει σε πολιτικό επίπεδο μετά την Άλωση (1453), συγχρόνως δεν εξέρχεται από το κατ’ εξοχήν έργο και την κύρια αποστολή της που είναι η εν Χριστώ σωτηρία του λαού της.7
Αυτό αποτελούσε συνείδηση για τους ελληνικούς πληθυσμούς που δεν είχαν ενσωματωθεί στον νεοσύστατο κράτος μετά την Επανάσταση του 1821. Ο κληρικός, και ιδιαίτερα ο Επίσκοπος, ενσάρκωνε τις προσδοκίες του λαού για ελευθερία τόσο σε πνευματικό όσο και σε κοσμικό επίπεδο. Γαλουχημένος με αυτό το πνεύμα, ο Χρυσόστομος οραματίζεται να αναλάβει ρόλο ηγέτη του υπόδουλου Ελληνισμού, εμφορούμενος από τα ιδανικά της προσφοράς και διακονίας των Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά την οικογένεια, ο πρώτος άνθρωπος, που άσκησε μεγάλη επιρροή στη ζωή του αγίου ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος Γραμματίδης. Δάσκαλός του στο μάθημα των Εκκλησιαστικών, ο ιερομόναχος Ιωαννίκιος εκτίμησε τον ψυχικό πλούτο και τα χαρίσματα του νεαρού Χρυσοστόμου και ζήτησε από τους γονείς του να τον στείλουν για σπουδές στην περίφημη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όντας και ο ίδιος απόφοιτος αυτής (1861)8
Παρά τη μέτρια οικονομική κατάσταση της οικογένειας, το ζεύγος Καλαφάτη άκουσε τις συμβουλές του Ιωαννίκιου, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Δισκάτης (1882), και δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του Χρυσοστόμου. Για τον σκοπό αυτό, ο πατέρας του αγίου πούλησε το πατρικό κτήμα της γυναίκας του και ο νεαρός Χρυσόστομος εστάλη οικότροφος σπουδαστής στο νησί της Χάλκης.9 Οι γονείς του αγίου, Νικόλαος και Καλλιόπη, στάθηκαν αρωγοί στη μόρφωση των παιδιών τους. Πτώχευσαν οι ίδιοι σε υλικά αγαθά για να πλουτίσουν τα παιδιά τους σε γνώσεις και καλλιέργεια πνεύματος.
Το ίδιο είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ο πατέρας της οικογένειας πούλησε το δικό του πατρικό κτήμα για να σπουδάσει ο πρεσβύτερος των αδελφών Ευγένιος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του αγίου υπήρξε αχώριστος συνοδοιπόρος στον βίο του ιεράρχη. Ακολούθησε τον αδελφό του Χρυσόστομο σε όλη σχεδόν την πολυτάραχη ζωή του, από τα παιδικά του και νεανικά του χρόνια στην Τρίγλια, μέχρι τον μαρτυρικό θάνατο και των δύο στη Σμύρνη. Ο Ευγένιος, αφού τελείωσε τη μέση εκπαίδευση στη γενέτειρά του, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από τα ελληνικά μιλούσε άπταιστα και την τουρκική γλώσσα, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να αναλάβει αξιώματα και υπεύθυνες θέσεις στην επαρχιακή διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αρχικά, διορίστηκε δημόσιος ταμίας στην Τρίγλια και λίγο αργότερα εργάστηκε με την ίδια ιδιότητα στον Μόλυβο της Λέσβου, όταν ο αδελφός του Χρυσόστομος ήταν Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Μυτιλήνης. Στη συνέχεια, ο Ευγένιος διορίστηκε καϊμακάμης (έπαρχος) στην Αργυρούπολη του Πόντου, όπου παντρεύτηκε τη Σεβαστή Κασφίκη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά: τον Νικόλαο (1905 -1919), την Καλλιόπη (1906 – 2002), τον Κωνσταντίνο (1909 – 1991) τον Δημήτριο (1911 – 1912) και τον Χρυσόστομο (1913 – 2008). Τέλος, τοποθετήθηκε υποδιοικητής στο Νύμφαιο της Σμύρνης, όπου και θανατώθηκε λίγο μετά το μαρτυρικό τέλος του αδελφού του, Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου.10

Υποσημειώσεις.
1. Λοβέρδος, ό. π. σσ’. 12-13
2. Ό. π. σσ’. 13 -14
3. Εκκλησιαστική αλήθεια (ΕΑ) ΙΓ (1893) 169.
4. Λοβέρδος, ό. π. σ’. 13
5. Ό. π. σ’. 15
6. Γεώργιος Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, σ’. 381
7. Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά), Ασματική Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης (+1922), Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης, Αθήνα 1993, σ’. 11
8. ΕΑ ΙΘ (1899) 439
9. Λοβέρδος, ό. π., σ’. 15
10. Μαρίτσα Σαριντζιώτου – Σπύρου, «Ένας ανηψιός του Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Αθήνα», Ανάπλασις 437 (2008) 137 – 138.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.