(1.Ὑπό ἱερομ. Θελόγου Γρηγοριάτου μέ τήν παράκληση νά μνημονεύωμε τήν μακαρίτισσα μητέρα του. Ὁ βίος τῆς μητέρας του Μεταξίας εἶναι πολύ ὠφέλιμος καί γιά ἄλλους.)
Στίς 15 Ὀκτωβρίου 1935 γεννήθηκε στήν Ὕδρα ἡ Μεταξία. Ἦταν κόρη τοῦ Ἀνδρέα Παπουτσῆ καί τῆς Ἀναστασίας Κόκκου, φτωχῶν βιοπαλαιστῶν. Ὅταν ἦταν πέντε ἐτῶν, μέ τό ἐθνικό ἔπος τοῦ 1940, ὁ πατέρας της ἐκλήθη νά ὑπηρετήση τήν Πατρίδα στά ἀλβανικά σύνορα. Πολέμησε ἡρωϊκά καί γύρισε ἀπό τόν πόλεμο μέ κρυοπαγήματα καί φυματίωση, ἀπό τήν ὁποία σέ λίγο καιρό ἐκοιμήθη. Ἤδη εἶχε 4 παιδιά. Τήν Μεταξία, τήν Ματίνα (πού σέ μικρή ἡλικία ἐκοιμήθη), τόν Θοδωρῆ καί τόν Δημήτρη. Ἄφησε πίσω του ὀρφανά καί γυναίκα ἐπίσης φυματική. Ἀπό τότε ἄρχισε τό δράμα τῆς Μεταξίας. Ἡ μάννα ἦταν ἑτοιμοθάνατη, ἐνῶ τό σπίτι ἄδειο ἀπό κάθε ἀγαθό. Ἐκείνη καί τ’ ἀδέλφια της ἔμειναν πεινασμένα καί ξυπόλυτα. Ξυπόλυτη ἡ Μεταξία ἀνέβαινε στά μαντριά γιά λίγο τυρόγαλο σέ ἡλικία 9-10 ἐτῶν. Κάποιοι τήν συμπονοῦσαν καί τῆς ἔδιναν. Ἄλλοι ἔλυναν τά σκυλιά γιά νά τήν κυνηγήσουν.
Σ’ αὐτήν τήν τρυφερή ἡλικία ἔμελλε νά βιώση τόν θάνατο τῆς μητέρας της. Τήν στιγμή πού ἔσβηνε ἡ Ἀναστασία, ἡ Μεταξία τῆς φώναξε: «Μανννούλα μου!». Καί ἐκείνη γύρισε καί τήν κοίταξε, ἐνῶ ἀπό τά μάτια της κύλησαν δάκρυα. Οἱ γυναῖκες πού συμπαραστέκονταν τήν μελλοθάνατη, μάλωσαν τήν μικρή: «Παιδί μου τί ἔκανες; Τήν γύρισες ἀπ’ τόν ἄλλο κόσμο».
Σέ λίγο ἡ Ἀναστασία ἄφηνε τήν τελευταία της πνοή. Δύο-τρεῖς ἄνθρωποι φιλάνθρωποι καί ὁ ἐνάρετος ἱερέας π. Δημήτριος Χελιώτης βρέθηκαν νά τήν βάλουν πάνω σέ μία παλιόπορτα ἀπό ἕνα ἐρειπιο νά τήν διαβάσουν τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία καί νά τήν θάψουν σέ μία ἄκρη τοῦ κοιμητηρίου, μέσα σ’ ἕνα σεντόνι. Κι ὅλα αὐτά μέσα στά σπαραξικάρδια ἀναφυλλητά τῆς δεκαετοῦς Μεταξίας.
Ἡ βίωση τοῦ θανάτου τῶν γονέων της ἔκανε τήν Μεταξία πονόψυχη καί ἐλεήμονα. Ζοῦσε τόν πόνο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μεγάλωσε μέ τήν αὐστηρή καθοδήγηση τῆς γιαγιᾶς Μεταξίας. Οἱ τακτικές ἐπισκέψης τῆς ἐγγονῆς στό ὀργανωμένο κοινόβιο τῆς Ἁγίας Εὐπραξίας ἔσπειραν στήν ψυχή της τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Στήν Ὕδρα διετηρεῖτο ἔντονο ἀκόμα τό πνεῦμα τῆς φιλοκαλικῆς ἀναγεννήσεως, πού μετέφερε ἡ κολλυβαδική συνοδεία τοῦ Γέροντος Ἱεροθέου, Ἁγιορείτου Πνευματικοῦ καί κτήτορος τῆς σπουδαίας Μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἡ Μεταξία, ὕστερα ἀπό κοπιαστική ἐργασία (μάζευε καί πουλοῦσε κουκουνάρια γιά προσανάμματα), καθόταν καί διάβαζε μερικά καθίσματα ἀπό τό Ψαλτήρι, τήν μελλοντική ἰσόβια ἀγάπη της.
Ὅταν ἦταν περίπου 15 ἐτῶν, στήν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἔκειτο κλινήρης καί βαρειά ἄρρωστος ὁ γέρων Ἀρσένιος, ἱερομόναχος καί Πνευματικός. Οἱ πατέρες εἶχαν τότε μία ὑποχρέωση σέ μακρινό κτῆμα καί παρεκάλεσαν τίς μοναχές τῆς γειτονικῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Εὐπραξίας νά στείλουν κάποια ἀδελφή νά συμπαρασταθῆ τήν νύκτα στόν γερω-Ἀρσένιο. Ἔστειλαν τήν ἐνάρετη καί ἀγωνίστρια μοναχή Φιλοθέη μέ συνοδό τήν Μεταξία. Διανυκτέρευσαν σέ κοντινό κελλί μέ τόν γερω-Ἀρσένιο. Κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας ἡ Μεταξία φώναξε:
-Ἀδελφή Φιλοθέη, ποιοί ψάλλουν;
-Ποιοί ψάλλουν, παιδί μου, τί ἀκοῦς;
-Κάποιοι ψάλλουν. Δέν ἀκοῦτε;
-Πώ, πώ! Θα κοιμήθηκε ὁ παπα-Ἀρσένιος.
Ἔτρεξαν στό κελλί καί ὁ Γέροντας μόλις εἶχε ξεψυχήσει.
Σέ ἡλικία 17-18 ἐτῶν, μέ φλεγόμενη καρδιά γιά τήν μοναχική ζωή, ἦλθε στήν Μονή τῆς Ἁγίας Εὐπραξίας, ὅπου καί ἔγινε δεκτή. Ἀργότερα ὅμως, ἄρχισε ὁ γογγυσμός ἐκ μέρους ὁρισμένων καλογραιῶν, πού φοβοῦνταν μήπως εἶχε κολλήσει φυματίωση ἀπό τους γονεῖς της μέ ἄμεσο κίνδυνο γιά τίς ἴδιες. Ἄκουσε δύο-τρεῖς φορές τά σχόλιά τους καί ἀντελήφθη τήν δυσφορία τους. Γύρισε στήν γιαγιά της μέ κλάματα. Τῆς διηγήθηκε τά καθέκαστα κι ἐκείνη ἀγανακτισμένη τῆς εἶπε: «Ἐντάξει λοιπόν! δέν θα γίνης καλογριά. Θα γίνης μάννα καί καλογριά». Πρᾶγμα πού ἐπαληθεύθηκε στό ἀκέραιο.
Τό 1957 παντρεύτηκε τόν ἐπίσης βασανισμένο ἀπό τά παιδικά του χρόνια Ἰωάννη Ράππα. Πάμπτωχοι καί οἱ δύο, ἀλλά θαρραλέοι, πάλεψαν ὑπεράνθρωπα στίς δύσκολες μεταπολεμικές ἐποχές. Ἔζησαν ὡς ἔγγαμοι καί μοναχοί. Ὁ Ἰωάννης ναυτικός στά ἐμπορικά πλοῖα καί ἡ Μεταξία σπίτι, ἀνατρέφοντας τά πέντε παιδιά τους καί ἐργαζόμενη στήν κατασκευή περσικῶν χαλιῶν, τήν τέχνη τῶν ὁποίων εἶχαν φέρει στήν Ὕδρα οἱ Μικρασιάτες κατά τήν Ἀνταλλαγή. Κανείς δέν εἶδε ποτέ τήν Μεταξία νά κάθεται, νά ἐπισκέπτεται γειτόνισσες ἤ νά κατεβαίνη στό λιμάνι. Τό πρωΐ ἄναβε θυμίαμα καί ἔψαλλε τό Ἄξιόν ἐστιν καί Ἀπολυτίκια Ἁγίων. Κατόπιν ἑτοίμαζε τά παιδιά γιά τό σχολεῖο. Στήν συνέχεια μαγείρευε καί δούλευε στόν ἀργαλειό μέχρι τό βράδυ. Ἡ ξεκούρασή της ἦταν νά πάρη ἕνα μπουκάλι λάδι καί μέ ἕνα ἤ δύο ἀπ’ τά παιδιά της νά ξεκινήση πορεία μία-δύο ὧρες καί ν’ ἀνάψη τά καντήλια σέ διάφορα ξωκκλήσια, γιά νά ἔχη καλά ταξίδια ὁ σύζυγός της. Ταξίδια πού διαρκοῦσαν δύο, τρία, τέσερα ἕως καί ἑπτάμιση χρόνια. Τό βράδυ, ὄρθια μπροστά στά εἰκονίσματα, διάβαζε προσευχές ἀπαιτώντας ἀπό τά παιδιά σοβαρότητα καί σιωπή. Ἱδιαιτέρως χαιρόταν τίς ἀγρυπνίες πού γίνονταν τότε τακτικά στό Νησί .Συμβούλευε τά παιδιά της: «Στό στασίδι μπορεῖτε νά κοιμηθῆτε λιγάκι. Ἀπ’ τήν Ἐκκλησία ὅμως δέν θα βγῆτε».
Ἀλλά κι ὁ Ἰωάννης, ἔχοντας μεγαλώσει στήν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ μέχρι τήν στράτευσή του, ζοῦσε σάν μοναχός. Στό πλοῖο τόν ἔλεγαν «παπᾶ». Τό βράδυ, τήν ὥρα τῆς βάρδιας του, τόν ἄκουγαν νά διαβάζη τό Ἀπόδειπνο. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἔψαλλε τόν Τριαδικό κανόνα, τά Μεγαλυνάρια καί τά Ἀπολυτίκια ὅλων τῶν Ἁγίων πού εὐλαβεῖτο.
Ἡ Μεταξία δέν μνησικάκησε γιά τις μοναχές τῆς Ἁγίας Εὐπραξίας. Τακτικά ἔσπευδε νά τίς βοηθήση στίς δουλειές τῆς Μονῆς. Κατά τήν δεκαετία τῦ 1990, οἱ περισσότερες ἦταν κλινήρες ἀπό τά γηρατειά καί τίς ἀσθένειες. Τό Μοναστήρι ἀπέχει μιάμιση ὥρα ἀπό τήν Χώρα τῆς Ὕδρας μέ κακοτράχαλο μονοπάτι. Μετά ἀπό κάποια ἐπίσκεψη της ἀπεφάσισε νά ἀναλάβη ἕναν ἡρωϊκό ἀγῶνα. Κάθε βράδυ ἀνέβαινε στή Μονή, καθάριζε καί ἄλλαζε τίς γερόντισσες. Τίς κρατοῦσε συντροφιά καί τό πρωΐ κατέβαινε νά περιποιηθῆ τό σπίτι καί τά ζῶα μέχρι τό μεσημέρι. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Κατόπιν νά πάη στήν δουλειά της ὡς καθαρίστρια καί τό ἀπόγευμα νά ξανασπεύση στήν διακονία τῶν καλογραιῶν. Μέχρι νά φθάση στό Μοναστήρι, ἔλεγε δύο φορές τό Ἀπόδειπνο καί δύο φορές τους χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Καί ὅλα αὐτά γιά ἀρκετά χρόνια, ἕως ὅτου ξεπροβόδισε στούς οὐρανούς τίς γερόντισσες Εὐφροσύνη, Ἰουλία καί Εὐπραξία, ἐνῶ συνέχισε νά βοηθᾶ τήν γερόντισσα Εὐφημία. « Ὅ,τι κάνω γιά τίς γερόντισσες εἶναι χρέος πού δέν μπόρεσα νά προσφέρω στήν μητέρα μου», ἀπάντησε, ὅταν τῆς εἶπαν πώς ὑπερβάλλει σέ κόπο. Κάποτε εἶχε πεῖ στήν γερόντισσα Ἰουλία:
-Γερόντισσα, πῶς τά κατάφερε ἔτσι ὁ Θεός; Ἐκεῖνο τό «χτικιάρικο» πού φοβήθηκαν μήν τίς κολλλήση, σήμερα νά σας βοηθᾶ στήν δυσκολία σας!
-Συγχώρα τες παιδάκι μου, ἀπάντησε ἡ γερόντισσα καί δάκρυσε.
Οἱ ἐρωτήσεις της πρός τόν Πνευματικό περιεῖχαν ἁπλότητα καί χάρη. «Ἐπιτρέπεται ἐμεῖς οἱ κοσμικοί νά διαβάζωμε τίς ἀκολουθίες τῶν Ὡρῶν; τί ὡραῖα γράμματα πού ἔχουν!». «Εἶναι ἁμαρτία νά διαβάζω τρεῖς φορές τήν Θ΄ ὥρα πού μέ ἀναπαύει πολύ;»
Τέσσερις ἤ πέντε φορές τήν ἡμέρα ἔλεγε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Τά κομποσχοίνια της σώζονται καί εἶναι πολυχρησιμοποιημένα. Προσευχόταν γιά ἐκείνους πού εἶχαν ἀνάγκη. Βοηθοῦσε αὐτούς πού τῆς ζητοῦσαν. Διατηροῦσε πάντοτε κότες καί μοίραζε τά αὐγά σέ γεροντάκια καί μάννες μέ παιδιά, χωρίς νά δέχεται τήν παραμικρή ἀμοιβή γιά τίς ζωοτροφές. Τακτικά ἀνέβαζε πεντόλιτρα λαδιοῦ στά ξωκκλήσια πού στολίζουν τίς πλαγιές τοῦ Νησιοῦ. Ὅταν ξεκινοῦσε γιά τό ὀστεοφυλάκιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, μονολογοῦσε: «Ἄχ, νά πάω στίς ψυχοῦλες ν’ ἀνάψω τό καντήλι τους».
Ἡ καλωσύνη της προσείλκυε καί ἀνθρώπους πού ἐκμεταλλεύονταν τήν ἐλεήμονα διάθεσή της. Καί σ’ αὐτούς ὅμως ἔδινε ἀνεξέταστα. Ὅταν κάποιοι τήν παρατηροῦσαν, ὅτι εἶναι ἄδικο νά δίνη χρήματα σέ ἀνθρώπους μέ πάθη, ἀπαντοῦσε: «Δέν πειράζει. Πές ὅτι τά ἔκανα λοῦσα».
Στό σπίτι της, παρ’ ὅλο πού εἶχε πέντε παιδιά, χωροῦσαν καί τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς. Ὅλα κάτι τά φίλευε. Ὅταν πλήθαιναν πολύ, ἑτοίμαζε μακαρονάδα σέ μεγάλο ταψί, ἔρριχνε ἄφθονο τυρί, ἔδινε σέ ὅλα ἕνα πηρούνι καί τά προέτρεπε νά φᾶνε. Μέ προθυμία δε, ἀνέλαβε κάποτε νά μεγαλώση γιά λίγα χρόνια τό ἕκτο βρέφος γειτονικῆς οἰκογένειας, πού δυσκολευόταν.
Σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν πρόρηση τῆς ἐνάρετης γιαγιᾶς της, ἔζησε πράγματι σάν μοναχή καί μητέρα. Ὅταν ὁ Ἰωάννης συνταξιοδοτήθηκε σέ ἡλικία 50 ἐτῶν, ἤδη ἕνα ἀπό τά παιδιά της εἶχε μονάσει. Οἱ δύο σύζυγοι συναπεφάσισαν νά ζήσουν πλέον σάν ἀδέλφια, ὁ καθένας στό δωμάτιό του, ἀσχολούμενοι μέ τήν προσευχή καί τήν μελέτη.
Τό 2006, ἡ Μεταξία πέρασε μεγάλη περιπέτεια μέ τήν ὑγεία της. Ἀφαίρεση τμήματος ἐντέρου, προσαρμογή παρά φύσιν ἕδρας κ.λπ. Σέ κάποια δύσκολη στιγμή, εἶδε σέ ὄνειρο μία μεγάλη σκάλα. Ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά τήν ἀνέβη, ἄκουσε μία φωνή: «Δέν εἶναι ἀκόμη καιρός. Θα τήν ἀνέβης ἀργότερα, ἀλλά μέ πολύ πόνο». Ὅταν συνῆλθε καί διηγήθηκε τό ὄνειρό της, ὅλοι τό θεώρησαν τυχαῖο. Ἐκείνη συνέχεισε τόν ἀγώνα της ἤ μᾶλλον τήν εὐφροσύνη καί ἀγαλίαση τῶν προσευχῶν της. Χαρά της ἦταν νά ὑπηρετῆ τους πάντες. Ἡ προσφορά της στά ἀγαπημένα Μοναστηράκια, Ἐκκλησάκια καί κοιμητήρια συνεχιζόταν ἀνελλιπῶς.
Στίς ἀρχές τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 2011 εἶπε στήν πρωτότοκη κόρη της: «Παιδί μου, ἐγώ θα φύγω. Ἑτοιμασθεῖτε».
Τῆς Μεταμορφώσεως ἐτελεῖτο θεία Λειτουργία στήν γειτονική Ἐκκλησία τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὅπου εἶχε παντρευτῆ. Πλησίασε τόν νεωκόρο καί τοῦ εἶπε: «Ἄν μοῦ συμβῆ κάτι, σᾶς παρακαλῶ ἐδῶ νά μέ διαβάσετε». Μετά τό τέλος τῆς Λειτουργίας ἀσπάστηκε ὅλον τόν κόσμο σέ σημεῖο πού πολλοί γέλασαν. Ὅταν, ὅμως μετά τήν κοίμησή της, κατάλαβαν ὅτι τους ἀποχαιρετοῦσε, ἔκλαψαν.
Τῆς Παναγίας ἀνέβηκε γιά τήν ἀγρυπνία στήν Μονή Προφήτου Ἠλιοῦ καί κοινώνησε. Φεύγοντας τακτοποίησε τό δωμάτιο πού συνήθως χρησιμοποιοῦσε, ὅταν ἐρχόταν νά διακονήση, μέ τρόπο πρωτόγνωρο, μήν ἀφήνοντας τίποτα προσωπικό της.
Στίς 27 Αὐγούστου ἐξερράγη κατόπιν διαρροῆς τό ὑγραέριο στό σπίτι της. Ἡ πόρτα ἐκτινάχθηκε πέντε μέτρα μακριά καί ἡ Μεταξία τυλίχθηκε στίς φλόγες. Ἔτρεξε λαμπαδιασμένη στήν βρύση φωνάζοντας «Παναγία μου! Καίγομαι!».
Τό σῶμα της γέμισε μέ ἐγκαύματα. Γιά 13 ἡμέρες νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομεῖο μέ φρικτούς πόνους. Μέσα στήν καταστολή της ἀκόμη μοίραζε: «Πάρετε λίγα αὐγά. Ἀνοῖξτε τό ψυγεῖο καί φᾶτε λίγο τυρί! Ποιος εἶναι ἐδῶ; Τασία, δῶσε κάτι νά φᾶνε οἱ ἄνθρωποι».
Στίς 6 Σεπτεμβρίου, μέσα τήν ἐντατική τοῦ Θριασίου Νοσοκομείου στήν Ἐλευσίνα, εἶπε στήν κόρη της: «Πώ, πώ! Στήν Ὕδρα καίγονται! Φωτιά μεγάλη». Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἔχει πρόβλημα στήν αἱμάτωση τοῦ ἐγκεφάλου. Βγαίνοντας ἀπό τόν θάλαμο, ἔμαθε ὅτι ὄντως ἐμαίνετο πυρκαϊά στήν Ὕδρα.
Στίς 8 Σεπτεμβρίου, τό ἔτος 2011 ἡμέρα τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία καθημερινά χαιρετοῦσε καί ἐπικαλεῖτο, κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Τήν ἑπόμενη, κατά τήν κηδεία της, οἱ συγγενεῖς της δέν τολμοῦσαν νά ἀνοίξουν τό φέρετρο, φοβούμενοι τό θέαμα ἑνός παραποιημένου ἀπό τίς φλόγες προσώπου. Ὅταν ὅμως τελικά ἀνοίχθηκε, φάνηκε ἡ Μεταξία μέ γαλήνιο καί νεανικό πρόσωπο, πού ἐξέφραζε ἴσως πρώτη φορά τόση χαρά.
Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο (Τρίτος τόμος). Εκδότης ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ» Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής. Απρίλιος 2020
Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.