Η ταυτότητα της Εκκλησίας – Δημήτρη Μαυρόπουλου.

Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα η λέξη «εκκλησία» δηλώνει τη σύναξη του λαού και του Θεού (Ισραήλ), και την πρωτοσυναντάμε κατά την περίοδο της συνάψεως της Διαθήκης του Σινά (βλ. Δευτ. 31, 30: «και ελάλησε Μωυσής εις τα ώτα πάσης εκκλησίας τα ρήματα της ωδής ταύτης έως εις τέλος»). Οι Εβδομήκοντα μεταφράζουν την εβραϊκή λέξη «καχάλ» (qahal), η οποία περιγράφει τη συγκέντρωση του λαού για λατρευτική πράξη. Στις εβραϊκές γραφές χρησιμοποιείται και ο όρος «εντάχ» (‘édah), η οποία μεταφράζεται με τον όρο «συναγωγή» (βλ. ib. 5,22: «Ταύτα τα ρήματα ελάλησε Κύριος προς πάσαν συναγωγήν υμών εν τω όρει εκ μέσου του πυρός»). Αυτοί οι δύο όροι, εκκλησία και συναγωγή, χρησιμοποιούνται σχεδόν ως ταυτόσημοι στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης.

Είναι φανερό ότι ο όρος εκκλησία, τόσο στην ελληνική γραμματεία όσο και στην ιουδαϊκή, σήμαινε συνέλευση, στη μεν ελληνική ως πράξη λαού (του Δήμου) για να ληφθούν αποφάσεις πολιτικού περιεχομένου, στη δε ιουδαϊκή ως πράξη θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου του λαού του Θεού.

Στην Καινή Διαθήκη το περιεχόμενο του όρου διαφοροποιείται, έως και ανατρέπεται από τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος ανάγει την Εκκλησία στη Βασιλεία των ουρανών. Τώρα η Εκκλησία δεν είναι μια σύναξη, μια συνέλευση, έστω όσων έχουν κοινή πίστη και κοινό προσανατολισμό, αλλά είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού. Κι επειδή τα μέλη αυτού του σώματος είναι συνδεδεμένα με το Χριστό, συνδεδεμένα μάλιστα με ενέργειες που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα, γι’ αυτό το ονομάζουμε μυστικό σώμα του Χριστού.

Ενώ λοιπόν ο όρος εκκλησία στην ελληνική και ιουδαϊκή παράδοση είναι εύκολο να προσδιοριστεί και να οριστεί (σύναξη ή συμβούλιο του Δήμου ή του λαού των πιστών), στη χριστιανική παράδοση δεν υπάρχει ορισμός όσον αφορα το περιεχόμενο του όρου, τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση του σχολαστικισμού (12ος αι.), γιατί με την είσοδο στην ιστορία του γεγονότος της Πεντηκοστής η Εκκλησία γίνεται αντιληπτή ως βιούμενη πραγματικότητα, ακριβώς επειδή η σχέση των πιστών με τον Χριστό ενεργείται σε υπαρξιακό (οντολογικό) επίπεδο και όχι σε πολιτικό ή ηθικό.

Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να θέσουμε το ερώτημα πώς και πού γίνεται αντιληπτή η παρουσία της Εκκλησίας, πώς και πού γινόμαστε εμείς ενεργά μέλη της θείας Βασιλείας. Το ερώτημα προϋποθέτει βέβαια μια ελεύθερη απόφαση (ή πρόθεση) εκάστου πιστού να ζήσει την πραγματικότητα της Εκκλησίας, όχι για να μάθει γι’ αυτήν αλλά για να μετάσχει σ’ αυτήν. Ας θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, ότι για αρκετούς αιώνες λειτουργούσε μια «μυστηριακή πειθαρχία» για όσους μετείχαν στα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας, η οποία απαγόρευε στους χριστιανούς να μιλούν ή να κοινοποιούν στους εκτός ό,τι αφορούσε τα λεγόμενα ή τεκταινόμενα στις ιερές συνάξεις (βλ. Μ. Αθανασίου, Απολογητικός Β’, ΙΑ’ 2: «Ου χρει τα μυστήρια αμυήτοις τραγωδείν, ίνα μη Έλληνες μεν αγνοούντες γελώσι, κατηχούμενοι δε περίεργοι γενόμενοι σκανδαλίζωνται».)

Η μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημα για την ταυτότητα της Εκκλησίας δεν είναι εύκολη, γιατί από πολύ νωρίς (3ος αιώνας) εμφανίστηκαν και διαμορφώθηκαν δύο τάσεις, συνήθως αυτονομημένες, μέσω των οποίων βιώνεται ως μυστήριο. Η μία αντιλαμβάνεται την οδό της σωτηρίας ως μία διαρκή άσκηση που αποβλέπει στην εσωτερική κάθαρση του πιστού και που επιτρέπει την «καλήν αλλοίωσιν» της φύσεως (τον φωτισμό του νοός ή της καρδίας), άσκηση που ενεργείται κατ’ εξοχήν στις κοινότητες των μοναχών και που εμπεριέχει επίσης έναν διαρκή πόλεμο εναντίον των παθών και των δαιμονικών ενεργειών. Η άλλη αντιλαμβάνεται αυτήν την οδό της σωτηρίας ως μετοχή στην πράξη της Θείας Ευχαριστίας, πράξη στην οποία για να φτάσει ο πιστός χρειάζεται επίσης διαρκή άσκηση που θα του επιτρέψει να αποδεχθεί την κοινωνία με το Χριστό ως δωρεά του Θεού, κατάσταση που την ονομάζουμε «μυστήριον της υιοθεσίας». Οι δύο αυτές οδοί δεν έπαψαν μέχρι σήμερα συχνά να «συγκρούονται», παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκαν συνθέσεις, με κορυφαίες αυτές που πρότειναν ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (6ος αιώνας) και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς (14ος αιώνας), οι οποίες συμποσούνται στις εξής μία: η οδός της σωτηρίας βρίσκεται στη σύνθεση άσκησης και Θείας Λειτουργίας. Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση της συνθέσεως που εμφανίστηκε τον 11ο αιώνα με την καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών, σύμφωνα με την οποία η αυτόνομη έκφραση του εκκλησιαστικού ήθους μέσω της άσκησης ή μέσω της θεωρίας (θεολογίας) ή μέσω της μετάνοιας ως έμπρακτης αγάπης προς τον εαυτό, προς τον πλησίον και προς τον Θεό, εισάγει μια διακινδύνευση και μια σύγχυση, ενώ η σύνθεση και των τριών αυτών οδηγεί στην εγχρίστωση και θεογνωσία.

Είναι γνωστό ότι ναι μεν δεν μπορούμε να ορίσουμε το «είναι» της Εκκλησίας, όπως κάνει περιττώς και εσφαλμένως η σχολαστική θεολογία έχοντας επηρεάσει τα δογματικά μας εγχειρίδια, περισσεύουν εντούτοις οι αναφορές που την περιγράφουν και την προσδιορίζουν. Πρόκειται για μια εικονολογική προσέγγιση βιούμενης πραγματικότητας. Ο ίδιος ο Χριστός καταθέτει μερικές εικόνες που αναφέρονται στην Εκκλησία ως σχέση των πιστών μαζί του:
α) Άμπελος και κλήματα («Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα», Ιωάν. 15, 5).
β) Οικοδομή («επί ταύτην την πέτραν [=την ομολογία πίστεως] οικοδομήσω μου την εκκλησίαν», Ματθ. 16, 18, και εμμέσως, «λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας», ib. 21, 42).
γ) Ποίμνη («Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών», Ιωάν. 10, 14).

Στη θεολογία του αποστόλου Παύλου θα επαναληφθεί η εικόνα της οικοδομής που εισήγαγε ο Χριστός, και θα αναπτυχθεί περισσότερο («εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω· εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι», Εφεσ. 2, 20-22). Κυρίως όμως θα εισαχθεί και θα αναπτυχθεί η εικόνα του σώματος, του οποίου μέλη είναι οι πιστοί και κεφαλή ο Χριστός («πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις έστι το σώμα αυτού, το πλήρωμά του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου», ib. 1,22), εικόνα που παγιώθηκε ως ακριβέστερη όλων και έγινε οικεία στην πατερική θεολογία, η οποία θεμελίωσε την αντίληψη του μυστικού σώματος του Χριστού. Μάλιστα, στην Προς Εφεσίους επιστολή, συνδέοντας την εικόνα του σώματος με τη γαμήλια σχέση στους ανθρώπους, εισάγει και την εικόνα της γαμήλιας σχέσης Χριστού και Εκκλησίας («καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση καθαρίσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος», ib. 5, 26-27). Σ’ αυτήν την εικόνα της γαμήλιας σχέσης Χριστού και Εκκλησίας θα στηρίξει και θα αναπτύξει ο συγγραφέας της Αποκάλυψης τη θεολογία ενός θείου έρωτα, σύμφωνα με την οποία ο Θεός αποστέλλει τον Υιό του για να λυτρώσει τη Γυναίκα (=Εκκλησία) και να την συνάψει με τον Νυμφίο Χριστό, ο οποίος ως εσφαγμένο Αρνίο την περικλείει στην αγκαλιά του και ενώνεται μαζί της («Χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου, και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν», Αποκ. 19, 7).

Μια κυριαρχούσα εικόνα που μας επιτρέπει να προσεγγίζουμε το «είναι» της Εκκλησίας, είναι η εικόνα του «σώματος», και μάλιστα με την εξειδίκευση «σώμα Χριστού». Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να σημαίνει η έκφραση: «η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού»; Η πληρέστερη περιγραφή της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, αναπτύσσεται στην Προς Εφεσίους επιστολή, μία από τις τελευταίες επιστολές του Αποστόλου. Εκεί, αφού θεμελιώσει την ενότητα των μελών του σώματος στη μία και μοναδική πηγή από την οποία αντλείται («εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα· εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και διά πάντων, και εν πάσιν υμίν»), αφού επίσης αναδείξει την ετερότητα ενός εκάστου των πιστών («Ενί δε εκάστω ημών εδόθη η χάρις κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού»), αφού επίσης υπογραμμίσει τη διάκριση των λειτουργημάτων («Και αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους»), κορυφώνει την περιγραφή για να δηλώσει το έργο της Εκκλησίας («προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιούτου Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»). Γι’ αυτό και μπορεί τώρα να εισαγάγει το στοιχείο εκείνο που ανάγει την Εκκλησία σε θείο γεγονός, αφού αντλεί την ύπαρξή της και την ενότητά της από τον ίδιο τον Χριστό, την κεφαλή αυτού του σώματος των πιστών («αληθεύωντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός, εξ ου πάν το σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον διά πάσης αφής της επιχορηγίας κατ’ ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέρους την αύξησιν του σώματος ποιείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη» (βλ. Εφεσ. 4, 4-16 passim). Στην ίδια μάλιστα επιστολή ανοίγει αυτή τη σχέση σώματος και κεφαλής σε νυμφική σχέση Χριστού και Εκκλησίας: «ως και ο Χριστός κεφαλή επί της Εκκλησίας, και αυτός εστι σωτήρ του σώματος» (ib. 5, 23).

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεολογία του Παύλου, η Εκκλησία είναι ένα γεγονός, μια κατάσταση που συμβαίνει. Έρχεται από την αυγή της ιστορίας, δρα εν τη ιστορία, και πορεύεται προς τα έσχατα· έρχεται από την πρώτη βούληση του Θεού («ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν», Γέν. 1, 26) και πορεύεται προς τη Βασιλεία του. Μέλη της είναι οι φίλοι του, στη μεν προχριστιανική πορεία της οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. Ιακ. 2, 23: «επίστευσε δε Αβραάμ τω Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην, και φίλος Θεού εκλήθη», και Εξ. 33, 11: «και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως εις τι λαλήσει προς τον εαυτού φίλον»), στη δε χριστιανική πορεία της τα βαπτισμένα μέλη της, ζώντες και τεθνεώτες (βλ. τη δήλωση του Χριστού: «υμείς φίλοι μου εστέ, […] υμάς δε εύρηκα φίλους» (Ιωάν. 15, 14-15). Όλοι αυτοί οι φίλοι του Νυμφίου αποτελούν μέλη ενός σώματος που κεφαλή είναι ο Χριστός. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα του Χριστού, ως σώμα της Εκκλησίας, λαμβάνει υπόσταση από τον ίδιο τον Χριστό.

Τα μέλη του σώματος του Χριστού είναι άγια, επειδή με το βάπτισμα λαμβάνουν τη σφραγίδα της θείας χάρης, και η ενότητά τους πηγάζει από αυτή ακριβώς τη μία θεία χάρη («εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»). Και η ζωή των πιστών είναι μία διαρκής πορεία προς μία αγιότητα που τους είναι δοσμένη ούτως ή άλλως, αλλά που χρειάζεται να είναι πάντα ενεργός. ‘Η, όπως δηλώνουν τα αγιολογικά μας κείμενα, μία πορεία πτώσεων και αναστάσεων, με κυρίαρχο όπλο τη μετάνοια. Ενδιαφέρον και σημαντικό είναι επίσης να γνωρίζουμε ότι η ενότητα των μελών του σώματος δεν αίρει τη μοναδικότητα ενός εκάστου ενώπιον του Θεού. Μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τη δυναμική της σχέσης ανάμεσα στους πολλούς και στον ένα έκαστο, αλλά επίσης ανάμεσα στους πολλούς και στον Ένα, τον Χριστό.

Την εικόνα της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού θα την παραλάβει η πατερική θεολογία και θα οικοδομήσει σ’ αυτήν τη διδασκαλία της για την ταυτότητα της Εκκλησίας. Η διατύπωση απαντάται στον Άγιο Κλήμη Ρώμης και στον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας (τέλη 1ου και αρχές 2ου αιώνα). Ο Άγιος Ειρηναίος (μέσα 2ου και αρχές 3ου αιώνα) θα χαρακτηρίσει την Εκκλησία «μέγα και ένδοξον σώμα Χριστού», ενώ ο Μέγας Αθανάσιος θα την προσδιορίσει ως «πνευματικό σώμα» και ο Άγιος Κύριλλος ως «πνευματική σάρκα». Ο Μέγας Βασίλειος θα υπογραμμίσει την αρμονία και το αστασίαστον αυτού του σώματος που φυλάσσεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος: «Ταύτης της τάξεως εν πνευματικώ συστήματι φυλασσομένης, δειχθήσεται, ότι όντως εσμέν σώμα Χριστού, και μέλη εκ μέρους, την αρμονίαν της συναφείας και την προς αλλήλους αστασίαστον ένωσιν διαπαντός φυλάττοντες» (Ασκητικά, PG 31, 1421).

Τον 13ο όμως αιώνα, που έχουμε την είσοδο του σχολαστικισμού (ο οποίος μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα και μας σκοτεινιάζει την αληθινή εκκλησιαστική ζωή μας), εισάγεται το επίθετο «μυστικός» και εμφανίζεται η διατύπωση «μυστικό σώμα του Χριστού» (corpus Christi mysticum), αντί της διατύπωσης «μυστηριακό σώμα του Χριστού» (corpus Christi mysteriacum ή mystirecum) που είχε εισαγάγει ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων (4ος αι.). Η καινοτομία αυτή δεν είναι αμελητέα, γιατί μετακινεί το περιεχόμενο της Εκκλησίας σε μια αόρατη, κρυφή αντίληψη. Αντί να σημαίνει το σώμα του οποίου η ζωή «κέκρυπται» συν τω Χριστώ εν τω Θεώ, εισάγει την αντίληψη μιας ατομικιστικής ένωσης των ανθρώπων με το Θεό, είτε με την αγιάζουσα χάρη είτε με τη χάρη του προορισμού, χωρίς δηλαδή τη σχέση και την ανάγκη μιας ορατής Εκκλησίας. Με τη Μεταρρύθμιση μάλιστα η Εκκλησία έγινε αντιληπτή ως άσαρκη και αόρατη, που δεν έχει ανάγκη ιεραρχίας, δράσεως ή οργανώσεως – ούτε καν μυστηρίων.

Λόγος υπάρξεως τη Εκκλησίας είναι η προαιώνια βουλή του Θεού. Και όπως ο Θεός είναι κοινωνία προσώπων ασυγχύτως και αδιαιρέτως, το ίδιο τα μέλη της Εκκλησίας είναι κοινωνία προσώπων. Η Εκκλησία σώζει τον κόσμο με αυτό που είναι: σώμα Χριστού. Κι αν δεχόμαστε ότι ο Χριστός σώζει τον κόσμο, το δεχόμαστε γιατί ο Χριστός είναι Εκκλησία. Είναι ματαιπονία, και μάλιστα παγιδευτική, να νομίζει κάποιος ότι μπορεί να φτάσει στον Χριστό προτού πρώτα ενταχθεί στην Εκκλησία του Χριστού. Είπαμε, η Εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού και ο Χριστός αποτελεί την κεφαλή του Σώματος. Διάσπαση μεταξύ τους δεν υπάρχει. Η κεφαλή «εκτρέφει και θάλπει» το σώμα, και το σώμα ζωογονείται από την κεφαλή. Ούτε η αμαρτία, εγγενής ροπή της ανθρώπινης φύσης, μπορεί να διαιρέσει το σώμα από την κεφαλή. Η θεραπεία της αμαρτίας (ή από την αμαρτία) συντελείται εντός του σώματος, εντός της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι έχει γίνει κατανοητό, από όσα είπαμε μέχρι τώρα, ότι το «σώμα Χριστού» είναι το σώμα ενός λαού του οποίου η ενότητα προκύπτει από τη σχέση των μελών του μεταξύ τους και όλων με την κεφαλή του σώματος, το Χριστό. Όταν λοιπόν μιλάμε για Εκκλησία, εννοούμε ακριβώς αυτό το θεοΐδρυτο σώμα του Χριστού, το οποίο ιδρύθηκε μεν την ημέρα τη μεγάλη της Πεντηκοστής, λαμβάνει όμως υπόσταση από το μέλλον, από τη Βασιλεία του Θεού που γίνεται παρούσα εδώ και τώρα μέσα στη Θεία Ευχαριστία. Εάν δεχτούμε την επισήμανση του Αγίου Μαξίμου ότι «εικών εστί του Θεού η Αγία Εκκλησία…» (Μυσταγωγία, Α’, 77), με εξειδικευμένη μάλιστα αναφορά στη θεία Λειτουργία την οποία προσεγγίζει ως ουσιώδη μετοχή μας στη ζωή της Τριαδικής θεότητας, τότε δικαιούμαστε να παρακολουθήσουμε τα τελούμενα –καλύτερα, τα συμβαίνοντα- στην ευχαριστιακή μας σύναξη, και να πούμε ότι η Εκκλησία είναι ο ορατός τόπος στον οποίο πραγματοποιείται η συναγωγή των διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού εις εν διά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Η σύναξη αυτή ενεργείται εντός της ιστορίας, ως πράξη όμως συνδέει την ιστορία με τη θεία Βασιλεία, ξανακάνει την ιστορία ιερή, συνδέοντας κατά συνέπεια έκαστο μέλος του λαού του Θεού με τα άλλα μέλη του, και συγχρόνως με τον ίδιο τον Χριστό. Τα συμβαίνοντα (το γεγονός) που αναδεικνύει αυτήν την κατάσταση το βιώνουμε στη θεία Ε υχαριστία, κατά την οποία, με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και με επικεφαλής τον Χριστό, ο ουράνιος Πατέρας αποδέχεται την προσφορά της Δημιουργίας εκ μέρους μας υπό τα στοιχεία της τροφής μας (ψωμί και κρασί), την μεταβάλλει σε Σώμα και Αίμα του Υιού Του και μας «αντικαταπέμπει» την ίδια τη Δημιουργία του εγχριστωμένη, δηλαδή ως θεία Βασιλεία, καθιστώντας μας μέλη της.

Μια τέτοια επισήμανση που αντιλαμβάνεται τη θεία Ευχαριστία ως την κύρια έκφραση του «είναι» της Εκκλησίας, παρουσιάζεται κατά τον 14ο αιώνα από τον Νικόλαο Καβάσιλα, σήμερα Άγιο της Εκκλησίας. Ο Καβάσιλας δείχνει να ανησυχεί για μια σταδιακή είσοδο του δυτικού σχολαστικισμού στη θεολογία, που προπαθεί να διατυπώσει ορισμούς για την αλήθεια της Εκκλησίας, ενώ, όπως έχουμε πει, απουσιάζει από τη θεολογία των Πατέρων ένας ορισμός της Εκκλησίας μέχρι τον 13ο αιώνα, αφού την Εκκλησία την αντιλαμβάνονταν ως βιούμενη πραγματικότητα. Πράγματι, μετά τον 13ο αιώνα αρχίζει να επηρεάζει τη θεολογία της Ορθοδοξίας ένα ρεύμα σχολαστικισμού που αναπτύχθηκε στη δυτική θεολογία, το οποίο, παρά τις σποραδικές αντιδράσεις και αντιστάσεις, κατέκλυσε τελικά τη θεολογία μας, όπως τουλάχιστον εμφαίνεται στα εγχειρίδια των τελευταίων αιώνων. Για παράδειγμα, και σε σχέση με το θέμα μας, αναφέρω ότι στα δογματικά εγχειρίδια (περιλαμβανομένων των γνωστών ομολογιών του 17ου και 18ου αιώνα), η θεία Ευχαριστία γίνεται αντιληπτή ως ένα από τα μυστήρια που διαμορφώνουν την οδό της σωτηρίας, και εξετάζεται σχεδόν αυτόνομα (όπως και καθένα από τα άλλα «μυστήρια»), με έμφαση σε έναν αναγκαστικό αυτοματισμό ως προς τα αποτελέσματα. Αντιδρώντας λοιπόν στο ρεύμα του σχολαστικισμού, ο Καβάσιλας επιχείρησε να αναγνωρίσει την παρουσία της Εκκλησίας ως γεγονότος που συνδέει την ιστορία με τη Βασιλεία του Θεού, Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο του Ερμηνεία εις την θείαν Λειτουργίαν συνοψίζει τη θεολογία των Πατέρων. Η ιδιάζουσα συμβολή του Καβάσιλα συνδέεται με διατυπώσεις που υποκρύπτουν μια λανθάνουσα αντίδραση στα ρεύματα του δυτικού σχολαστικισμού που απειλούν να αλλοιώσουν το ορθόδοξο ήθος. Οι διατυπώσεις του, όχι μόνον στο έργο που αναφέραμε αλλά και στο άλλο έργο του που φέρει τον τίτλο Περί της εν Χριστώ ζωής, αναδεικνύει τη σχέση Εκκλησίας και θείας Λειτουργίας μέσω των εξής αναφορών:

α) Η Εκκλησία εμφαίνεται στα «μυστήρια»: «η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις» (Ερμηνεία εις την θείαν Λειτουργίαν, ΛΗ’, 6). Η διατύπωση αυτή απαιτεί μια ουσιώδη επισήμανση: η λέξη «μυστήρια» (στον πληθυντικό) στη λειτουργική μας παράδοση σημαίνει το ένα μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (βλ. τη διατύπωση στο κείμενο της θείας Λειτουργίας του Χρυσοστόμου, στην ευχή προ του Χερουβικού Ύμνου: «…δος αυτοίς πάντοτε μετά φόβου και αγάπης λατρεύειν σοι, ανενόχως και ακατακρίτως μετέχειν των αγίων σου μυστηρίων και της επουρανίου σου βασιλείας αξιωθήναι»· στην ευχή προ της μεγάλης Εισόδου: «των προσενεγκόντων και δι’ ους προσήγαγον και ημάς ακατακρίτους διαφύλαξον εν τη ιερουργία των θείων σου μυστηρίων»· στην ευχή προ της Κυριακής προσευχής: «Καταξίωσον ημάς μεταλαβείν των επουρανίων σου και φρικτών μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικής τραπέζης»· στην εκφώνηση του διακόνου μετά τη Θεία Κοινωνία: «Μεταλαβόντες των θείων, αγίων, αχράντων, αθανάτων, επουρανίων και ζωοποιών, φρικτών του Χριστού μυστηρίων, αξίως ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»· στην ευχαριστήρια ευχή μετά τη θεία Κονωνία: «Ευχαριστούμεν σοι, Δέσποτα φιλάνθρωπε, ευεργέτα των ψυχών ημών, ότι και τη παρούση ημέρα κατηξίωσας ημάς των επουρανίων σου και αθανάτων μυστηρίων»). Μπορούμε λοιπόν να επαναδιατυπώσουμε την επισήμανση του Καβάσιλα: η Εκκλησία εμφαίνεται στο ένα και μοναδικό «μυστήριο» της θείας Ευχαριστίας.

β) Η Εκκλησία είναι παρούσα ως σώμα Χριστού, όπως αυτό ιερουργείται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, γι’ αυτό και σημαίνεται ως Κυριακό σώμα, σώμα του Κυρίου, υπό διττή έννοια, αφενός το σώμα Χριστού του οποίου μέλη είναι οι πιστοί, αφετέρου το αγιασμένο επί της αγίας Τραπέζης σώμα Χριστού το οποίο καλούμαστε να «φάμε» («σώμα Χριστού μεταλάβετε…»): «Την του Χριστού εκκλησίαν, ει τις ιδείν δυνηθείη […] ουδέν έτερον ή αυτό μόνον το Κυριακόν όψεται σώμα […] Δια ταύτα ουδέν απεικός [=τίποτε το παράλογο ή αταίριαστο] ενταύθα διά των μυστηρίων την εκκλησίαν σημαίνεσθε» (ο.π., ΛΗ’, 2-3). Είναι φανερό ότι για τον Καβάσιλα Εκκλησία και θεία Λειτουργία ταυτίζονται.

γ) Όλα τα άλλα λεγόμενα «μυστήρια» (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιερωσύνη κλπ.) συνδέονται με τη θεία Ευχαριστία, με την έννοια ότι σ’ αυτήν αναφέρονται και εξ αυτής λαμβάνουν το περιεχόμενό τους: «Διά ταύτα και τοις άλλοις μυστηρίοις το τελείοις είναι παρέχεται μόνη τελετών η Ευχαριστία» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 4). Αυτό σημαίνει ότι τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι το εξής ένα: η θεία Ευχαριστία. Άλλες αγιαστικές ή θεραπευτικές πράξεις μπορούν επίσης να ονομάζονται «μυστήρια», μόνο και μόνο γιατί συνδέονται με τη θεία Ευχαριστία.

Αν θελήσουμε, λοιπόν, να γνωρίσουμε το «είναι» της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, ο ασφαλέστερος δρόμος είναι να γίνουμε μέτοχοι της θείας Λειτουργίας. Να γνωρίσουμε σημαίνει να σχετισθούμε. Έτσι αντιλαμβάνεται άλλωστε τη «γνώση» η Αγία Γραφή, έτσι επίσης την αντιλαμβάνεται η θεολογία της Εκκλησίας. Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Χριστού, όπως διατυπώνεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8, 32). Που σημαίνει, συνδεθείτε με την αλήθεια, δηλαδή με τον Χριστό (βλ. «εγώ ειμί η αλήθεια…»), και ο Χριστός θα σας ελευθερώσει από την αμαρτία και τον θάνατο. Γνωρίζω την εκκλησία σημαίνει συνδέομαι κατά υπαρξιακό τρόπο με την Εκκλησία του Χριστού. Και συνδέομαι σημαίνει ελευθερώνομαι από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου.

Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 354, Ιανουάριος 2023, σελ. 14-18

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Γενικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.