Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 17-ος: Για τη θέαση, την αποκάλυψη και τη φωτισμένη προσευχή.

Για τη θέαση και την αποκάλυψη και τη φωτισμένη προσευχή. Και πώς δέχεται τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος εκείνος που κυριεύθηκε από την αγάπη του Θεού και έφθασε σε βάθος ταπεινοφροσύνης.

Αδελφοί και πατέρες, η συγκατάβαση και η φιλανθρωπία του Θεού προς τους ανθρώπους είναι πολλή. Γι’ αυτό και εγώ, έκπληκτος από την ανέκφραστη αγαθότητα του Θεού, αναφωνώ με θαυμασμό κάπως έτσι: «Ώ έκπληξη του θαύματος και δύναμη των εντολών του Θεού! Πόσο θαυμαστούς κάνουν οι εντολές αυτούς που τις εκτελούν και τις φυλάγουν!»
Διότι, όταν κάποτε άρχισα να εκτελώ τις εντολές, ευθύς μόλις ανέκτησα λίγο τις αισθήσεις μου από το βάθος των κακών και του σκοτισμού, αισθανόμουν, από τη μία, κυριευμένος από το φόβο, επειδή πιεζόμουν από τις κακίες μου, η αγάπη και η επιθυμία του καλού, από την άλλη, με επανέφερε αληθινά ακόμη περισσότερο στην τήρησή τους.
Όλο μάλιστα το αποτέλεσμα ήταν η φυγή από τα κακά, που με ωθούσε προς τα καλά. Ένα μόνο υπήρχε μέσα σ’ αυτά, που με έκανε να αηδιάζω, η συνήθεια των παλαιών παθών και ο κακός και φιλήδονος χαρακτήρας, που εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής και με τη μελέτη των θείων λόγων και με την απόκτηση της εξοικείωσης των καλών. Διότι, όπως όταν σιγά σιγά ανατέλλει ο ήλιος, υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκότος, έτσι και όταν λάμπει η αρετή, διώχνεται η κακία, όπως το σκότος, και αποδεικνύεται ανύπαρκτη, και από τη στιγμή αυτή παραμένουμε διαρκώς αγαθοί, όπως προηγουμένως ήμασταν κακοί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και με πολύ λίγη διάθεση, ή, καλύτερα, να πω, με τη βοήθεια του ζωντανού Θεού, αναδημιουργούμαστε και ανακαινιζόμαστε, καθώς καθαριζόμαστε στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια, και γινόμαστε αυτά που συμβαίνει να μη γνωρίζουμε, επειδή καλυπτόμαστε από τα πάθη, και αποκτούμε αυτά για τα οποία δεν είμαστε άξιοι.
Απ’ αυτά έλαβα και εγώ, ο ευτελέστερος από όλους και αχρείος – διότι είναι καλό να διακηρύττω με ευγνωμοσύνη τις ευεργεσίες του φιλάνθρωπου Θεού -, με τη χάρη του Σωτήρα μου Ιησού Χριστού. Έλαβα μάλιστα χάρη επάνω στη χάρη και ευεργεσία επάνω στην ευεργεσία και φωτιά στη φωτιά, αλλά και φλόγα επάνω στη φλόγα, και προστέθηκαν αναβάσεις στην ανάβασή μου,1 και στο τέλος της ανάβασης προστέθηκε φως, και επάνω στο φως λαμπρότερο φως. Και στη μέση αυτού του φωτός έλαμψε πάλι λαμπρός ήλιος, και απ’ αυτόν τον ήλιο φανερώθηκε μία ακτίνα, και αυτή η ακτίνα φώτισε τα πάντα, αλλά και το νόημα αυτής της ακτίνας ήταν ακατανόητο˙ ανάμεσα σ’ αυτά παρέμεινα εγώ, χύνοντας γλυκύτατα δάκρυα και νιώθοντας ανέκφραστο θαυμασμό. Ο Θείος Νους άλλωστε μιλούσε με τον δικό μου νου και με δίδασκε, λέγοντας αυτά: «Κατάλαβες, τί άνθρωπο σε έκανε από φιλανθρωπία η δύναμή μου, χάρη στην πίστη και στη λίγη υπομονή, που δείχνει την αγάπη σου; Δες, ενώ ήσουν κάτω από την εξουσία του θανάτου, έγινες αθάνατος, και ενώ εξουσιαζόσουν από τη φθορά, βρίσκεσαι επάνω απ’ αυτή. Κατοικείς στον κόσμο, και όμως είσαι μαζί μου. Έχεις σώμα, και όμως δεν σε παρασύρει καμία από τις ηδονές του σώματος. Είσαι εξωτερικά ασήμαντος, και όμως βλέπεις με πνευματικό τρόπο. Αληθινά, εγώ σε έφερα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη».
Σ’ αυτά αποκρίθηκα και έλεγα με τρόμο και χαρά: «Ποιός είμαι εγώ, Κύριε, ο αμαρτωλός και ακάθαρτος, που έριξες αληθινά επάνω μου, έστω και λίγο, το βλέμμα σου, και με αξίωσες να μιλήσω μαζί σου; πώς φανερώνεσαι σ’ εμένα, εσύ ο αμόλυντος, εσύ ο αόρατος και απλησίαστος από όλους, και πώς γίνεσαι προσιτός και γλυκύς και ωραιότατος, με την αστραφτερή σου δόξα και χάρη;»
Αυτά βέβαια τα άκουγα μυστικά, και αποκρίθηκα παράξενα, αλλά ο υπερφυσικός τους χαρακτήρας με έκανε να εκπλαγώ, και ο φοβερός τους τρόπος με ανάγκαζε να κρατηθώ μακριά. Η απερίγραπτη ωραιότητα του φαινομένου πλήγωνε την καρδιά μου και με προσέλκυε σε άπειρη αγάπη˙ η αγάπη μάλιστα με έκανε να μη μεταφερθεί και σαν να βρισκόμουν έξω από τα δεσμά της σάρκας, αλλά και πάλι ήμουν συνολικά άνθρωπος. Μου προσφερόταν η βεβαιότητα της συγχώρησης των αμαρτιών μου, αλλά και έβλεπα τον εαυτό μου αμαρτωλότερο από κάθε άνθρωπο. Δεν μπορούσα να απιστήσω σ’ αυτόν που μιλούσε, αλλά και φοβόμουν να πιστέψω, για την πτώση που ακολουθεί εξαιτίας της υπερηφάνειας. Κάποιες φορές ανέβηκα χωρίς τη θέλησή μου σε ύψος θέασης, αλλά και κατέβηκα με τη θέλησή μου απ’ αυτή εξαιτίας του περιορισμού που έχει η ανθρώπινη φύση, αλλά και εξαιτίας της ασφάλειας που έχει η ταπείνωση. Γνωρίζω πολλά, που είναι άγνωστα στους περισσότερους, αλλά και είμαι ο πιο αμαθής από όλους τους ανθρώπους. Χαίρομαι, διότι ο Χριστός, στον οποίο πίστεψα, μου δώρισε αιώνια και ασάλευτη βασιλεία, αλλά κλαίω διαρκώς σαν ανάξιος για τα εκεί αγαθά, και δεν θα σταματήσω να κλαίω. Δεν τολμώ να ανοίξω το στόμα μου και να ζητήσω συγχώρηση για όσα έχω πράξει, αλλά παίρνω θάρρος να προσευχηθώ από αγάπη για άλλους, και – για να μιλήσω ανόητα – εισακούεται η προσευχή μου. Στέκομαι κοντά του σαν παιδί του, αλλά είμαι σαν ξένος χωρίς να έχω θάρρος να μιλήσω. Ακούω να μου λέει: «Εύγε, δούλε πιστέ, κτλ.»3, αλλά, αληθινά, βρίσκω τον εαυτό μου, ότι δεν φύλαξα εντελώς ούτε το ένα τάλαντο από όλα μαζί που μου δόθηκαν. Νομίζω ότι έφθασα το ανώτερο από τα καλά, αλλά βρίσκομαι πεσμένος κάτω στην άβυσσο των αμαρτιών μου και βυθίζομαι στην απόγνωση˙ και όταν γίνω κατώτερος από όλους, τότε ανυψώνομαι πιο ψηλά από τους ουρανούς, και με την αγάπη ενώνομαι πάλι με τον Χριστό τον Θεό μας, στον οποίο και ελπίζω ότι, αφού απαλλαγώ απ’ αυτή τη γήινη και βαριά σάρκα, θα σταθώ κοντύτερα, αλλά και ότι θα μυηθώ καθαρότερα στην αιώνια ευφροσύνη και αγαλλίαση της αγάπης που υπάρχει εκεί.
Αυτά λοιπόν, αδελφοί μου, θέλησα να τα γράψω, όχι επειδή επιθυμώ να αποκομίσω δόξα – ένας τέτοιος άνθρωπος δηλαδή είναι ανόητος και ξένος από την ουράνια δόξα -, αλλά για να γνωρίσετε την άμετρη φιλανθρωπία του Θεού, και τι λογής είναι το ελαφρότατο φορτίο των εντολών4 του Σωτήρα μας Χριστού και Θεού, και πόσο μεγάλη είναι η αμοιβή της δωρεάς του – αυτά, όταν τα μάθετε, σας συμβουλεύω, ή να ποθήσετε να αποκτήσετε τη δική του αγάπη, ή να φοβηθείτε και να τρομάξετε από τη στέρησή της, σαν αιώνιο θάνατο -, θα διδαχθείτε άλλωστε επιπλέον και το ύψος της ταπείνωσης και την απόδειξη της τέλειας αγάπης˙ και ακόμη, και το περιεχόμενο της συγκατάβασης του Θεού θα γνωρίσετε, και το δώρο της μεγάλης και ακένωτης κένωσής του5 προς εμάς θα αντιληφθείτε, και τον φοβερό τρόπο της χοϊκής ανάπλασης θα μάθετε˙ πως δηλαδή ζουν αυτοί, που θέλησαν να πιστέψουν στον Χριστό, που σταυρώθηκε, αυτοί, που μιμήθηκαν την υπακοή και την ταπείνωσή του και θέλησαν να στραφούν από τα υλικά στα πνευματικά, και πώς αλλοιώνονται εκείνοι που τα εγκαταλείπουν όλα για την αγάπη εκείνου που μας αγάπησε, χωρίς μάλιστα να στερούνται κανένα από τα παρόντα ή τα μέλλοντα˙ πώς γίνονται με παράδοξο τρόπο οι σκοτεινοί φως, με το να πλησιάσουν στο μεγάλο φως, οι οποίοι γίνονται, όπως κάποτε και ο Μωυσής,6 θεοί και των κάτω, με το να ενώνονται με τα άνω.7 Και ενώ συναναστρέφονται με όλους, δεν μολύνονται διόλου από τη συναναστροφή με τους άλλους˙ και ενώ ευεργετούν εκείνους που τους πλησιάζουν, δεν βλάπτεται διόλου η αρετή τους, αλλά, με το να προσφέρουν και στους άλλους το έλεος, λαμβάνουν αυτοί περισσότερα από όσα δίνουν, με το να γίνονται μάλλον όμοιοι με τον φιλάνθρωπο Θεό˙ όσο δηλαδή θα υψωθούν με το να ταπεινωθούν και όσο θα ταπεινωθούν με το να υψωθούν,8 καθώς με την ταπείνωσή τους στερούνται από όλα τα απαραίτητα, αλλά και δεν τους λείπει τίποτε, επειδή τρέφονται με την αιώνια ζωή της αγίας αγάπης.
Να, λοιπόν, αποκάλυψα σ’ εσάς, τους φίλους μου και αδελφούς μου, τα μυστικά, που είναι κρυμμένα μέσα μου – διότι βλέπω μάλιστα να πλησιάζει σε λίγο το τέλος της ζωής μου -, για να γνωρίσετε και τους τρόπους της μετάνοιας, τις αναβάσεις δηλαδή και τις προόδους της αρχής και της μεσότητας και τα μέτρα της τελειότητας, και για να φροντίσετε να μιμηθείτε, αν όχι κάποιον άλλο, τουλάχιστον αυτόν9 που σας γέννησε πνευματικά10 και σας αγάπησε από την ψυχή του˙ αυτόν που σας γαλακτοτρόφησε με το λόγο του Θεού και σας έθρεψε με τον άρτο που ζωογονεί και σας έδειξε να βαδίζετε στο δρόμο των σωτήριων εντολών του Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ψαλμ. 83, 6
2. Κάτω˙ τα γήινα πράγματα και νοήματα.
3. Ματθ. 25, 21
4. Πρβ. Ματθ. 11, 30
5. Ακένωτη κένωση˙ το μυστήριο της σάρκωσης (Φιλιπ. 2, 7).
6. Πρβ. Έξ. 7, 1
7. Άνω˙ τα ουράνια (Πρβ. Ιω. 8, 23).
8. Πρβ. Ματθ. 23, 12. Λουκ. 14, 11 και 18, 14
9. Εννοεί τον εαυτό του, ως ηγούμενο και πνευματικό πατέρα.
10. Πρβ. Α’ Κορ. 4, 15.

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.