Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 19-ος: Να βεβαιωνόμαστε για την αξιοπιστία των ανθρώπων κυρίως από τα έργα τους..

Για το ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε μόνο στα λόγια και στις υποσχέσεις των ανθρώπων, αλλά να βεβαιωνόμαστε για την αξιοπιστία των λόγων τους από τα έργα. Και τί λογής είναι η διάθεση και η αγάπη των αληθινών διδασκάλων προς εκείνους που μαθητεύουν σ’ αυτούς, και ποια είναι η ευσπλαχνία και η φροντίδα τους, και πώς ικετεύουν τον Θεό για εκείνους.

Αδελφοί και πατέρες και τέκνα, ο καθένας γνωρίζει την αρχή της δικής σας αγάπης προς εμένα, πως δηλαδή άρχισε αυτή και με ποια αφορμή˙ επίσης εσείς γνωρίζετε και για το μέτρο της αγάπης και της πίστης σας προς τον Θεό. Εγώ βέβαια δεν γνωρίζω να μιλώ με ακρίβεια για πράγμα που είναι αόρατο, είναι αδύνατο μάλιστα να πληροφορηθεί κάποιος αυτά τα πράγματα μόνο από τα λόγια˙ διότι πολλές φορές αυτό που δεν υποσχέθηκε κάποιος με το λόγο το κάνει ξαφνικά με το έργο, και αυτό που συμφώνησε με όρκους, αφού μετάνιωσε, το αρνείται εντελώς στον καιρό που έπρεπε να το κάνει˙ και αυτό θα βρεις να γίνεται στους περισσότερους. Διότι είναι αληθινά σπάνιοι αυτοί που δεν σαλεύονται από τις τρικυμίες της ζωής και δεν πνίγονται μέσα στ’ αγκάθια της και δεν δελεάζονται από τις απολαύσεις και δεν γίνονται δούλοι στα χρήματα, που για την απόκτησή τους επινοείται κάθε απάτη. Γι’ αυτό είναι σωστό να ελπίζουμε μόνο στα λόγια του Θεού και να στηριζόμαστε μόνο σ’ αυτά, που ο ίδιος μας υποσχέθηκε, σαν σε βέβαια έργα. Διότι μόνο ο Θεός και είναι αμετάβλητος και δεν φάνηκε να διαψεύδεται πουθενά. Εκείνος μάλιστα που στηρίζεται μόνο στα λόγια των ανθρώπων, που δεν έχουν σταθερότητα, αλλά στρέφονται γύρω από πολλά πράγματα και πλανώνται, θα κρατά στα χέρια του ανέμους και θα χαίρεται με αβέβαια όνειρα. Διότι κανένα από όλα τα άλλα δεν είναι τόσο πολύ άστατο και μεταβλητό, όπως είναι ο λογισμός του ανθρώπου, που τότε μόνο σταθεροποιείται, όταν θα απαρνηθεί όλα τα μεταβλητά και κτιστά και ορατά, και θα διαπεράσει στο σκότος, που τον περιβάλλει, και θα ενωθεί εντελώς με τα αόρατα και τα σταθερά. Επειδή λοιπόν αυτά τα σκέφτομαι έτσι, αλλά και γνωρίζω ότι και εσείς θα συμφωνήσετε μαζί μου σ’ αυτά που λέω, ακούστε και την αιτία για την οποία τα λέω σ’ εσάς, αλλά και το πάθημα που έχω πάθει.
Ήρθατε σ’ εμένα με φλογερή αγάπη και πίστη, όπως υπέθεσα από τα λόγια σας και από την όψη του προσώπου σας, και μάλιστα χωρίς να πιεστείτε από κάποιον, αλλά σπεύδοντας από μόνοι σας σ’ αυτό τον ερχομό. Όταν λοιπόν σας είδα να είστε σε τέτοια κατάσταση και άκουσα από σας τέτοια φιλόχριστα λόγια, αποδέχθηκα και την πίστη σας και τη διάθεση, και σας αγάπησα με απαθή τρόπο επάνω από όλους, και δέχθηκα, ομολογώ, περισσότερη αγάπη, αν και προστάχθηκα να αγαπώ όλους εξίσου. Επειδή όμως ο αίτιος αυτού του προλόγου που κάνω, εννοώ ο πατήρ Θεοφύλακτος, διότι σ’ αυτόν απευθύνεται ο λόγος μου, αποφάσισε να έρθει πολλές φορές στην ταπεινότητά μου με περισσότερη προθυμία και με πολύ θερμότερη αγάπη – διότι η αγάπη, σ’ αυτούς που βλέπουν καλά, λάμπει και δεν μπορεί να κρυφθεί -, αυτός, δηλαδή, που και ως αδελφό τον δεχόμουν και που πολύ τον αγάπησα, όπως αγάπησα τον εαυτό μου, αν πιστεύει στα λόγια μου, διότι η ψυχή μου κινούνταν με φυσικό τρόπο και, για να εκφρασθώ έτσι, καιγόταν από τη θερμή αγάπη, είπε λόγια και έδωσε υπόσχεση στον Χριστό, που ποτέ δεν περίμενα να ακούσω απ’ αυτόν˙ είπε δηλαδή λόγια που και ο ίδιος ο Θεός τα κατέγραψε και που πλήγωσαν την καρδιά μου, όπως το βέλος, και όχι μόνο αυτό, αλλά και που με το να γίνουν φωτιά μέσα της, με κατατρώγουν και με καταφλέγουν – διότι δεν θα κρύψω αυτά που έπαθα από σας, χωρίς διόλου να σας βλάψω-, αυτά δηλαδή τα λόγια με έχουν κάνει να πονώ εξίσου μέρα και νύχτα, αυτά τα λόγια απομακρύνουν και τη γλυκύτητα του ύπνου και αναγκάζουν να απωθώ και την τροφή. Η δίψα μάλιστα του νερού έπαψε σ’ εμένα, καθώς διψώ διαρκώς να δω το αποτέλεσμα των λόγων˙ το φως επίσης του αισθητού ήλιου δεν θέλω διόλου να το βλέπω, διότι επιθυμώ να δω κάποια στιγμή τον αδελφό μου να προσέρχεται με θέρμη στον νοητό Ήλιο1˙ τα δάκρυά μου τρέχουν και αυτά θερμότατα και προσφέρονται στον Χριστό για εκείνον που ποθώ, για να πλυθεί μ’ αυτά, και ανακτώντας νοερά το φως του, να γνωρίσει τον Δημιουργό του˙ οι στεναγμοί βγαίνουν από το βάθος της καρδιάς μου, για να ανασύρω από το βυθό των κακών την ψυχή που αγάπησα. Είμαι πεσμένος με το πρόσωπο στη γη και θρηνώ διαρκώς, για να σηκώσω αυτόν που είναι πεσμένος κάτω, αυτόν που μου είναι πολύ αγαπητός. Καλώ σε βοήθεια τον παντοκράτορα Κύριο και κραυγάζω, για να αρπάξει από τα δεσμά του κοσμοκράτορα2 αυτόν που είναι θεληματικά αιχμάλωτος. Κάνω μάλιστα και λέω και άλλα επίσης, που δεν είναι σωστό να τα γράψω, που είναι γνωστά μόνο στον Θεό, προς τον οποίο και απευθύνομαι. Και αν ψεύδομαι ή εκφράσθηκα έτσι απλά και όπως έτυχε, λέγοντας έστω και μόνο μία ψευδή λέξη, και αν δεν έκανα τα λόγια μου πράξη, ας μη λογισθώ μαζί μ’ αυτούς που πιστεύουν στον Κύριο, ούτε να δω τη δόξα των αγίων, αλλά ας στερηθώ από την εκπλήρωση της ελπίδας για την οποία εγκατέλειψα τον κόσμο.
Αυτά είναι εκείνα που έπαθα από σας και αυτά είναι εκείνα που αδικήθηκα από σας. Πέστε λοιπόν και εσείς, σε ποιον από σας προξένησα τέτοια λύπη; Ανταποδώστε και εσείς, αδελφοί, ίση την αγάπη σ’ εμένα, που υποφέρω από αγάπη. Βεβαιώστε τα λόγια σας με έργα, για να βρω λίγη ανακούφιση. Φανερώστε σ’ εμένα, αν με αγαπάτε αληθινά, τις προθέσεις των καρδιών σας. Ας γνωρίσω και εγώ, όχι μόνο με τα λόγια, αλλά με τις πράξεις, ότι ο Θεός είναι μαζί σας και ότι δεν κοπίασα άσκοπα. Αν όμως δεν θέλετε να κάνετε αυτό, γιατί ήρθατε στο μοναστήρι και μου προξενήσατε βάρος, και αποχωρώντας μου προξενείτε πολύ περισσότερο; Βάρος, που δημιουργεί μέσα μου και ανείπωτη χαρά και άπειρη λύπη, κάτι δηλαδή το πολύ παράδοξο˙ χαρά, από τη μία, διότι προσεύχομαι για σας και αισθάνομαι ευφροσύνη, ελπίζοντας να σας κερδίσω, λύπη, από την άλλη, διότι φοβούμαι μήπως πνιγείτε μέσα στον κόσμο, και αφού εξαπατηθείτε, αποδειχθείτε ψεύστες στον Χριστό, που, όταν το σκέφτομαι, φρίττω και τρομάζω. Και αυτό είναι η φθορά της ψυχής μου και δεν με αφήνει να ησυχάσω ή να χαρώ. Και εγώ πορεύομαι πραγματικά πενθώντας γι’ αυτό και σκυθρωπάζοντας, και απελπίζομαι για τη ζωή μου, θρηνώντας, διότι δεν θεωρώ κέρδος να σώζομαι μόνος, ούτε και θέλω να δοξάζω τον Θεό χωρίς εσάς.
Αν λοιπόν αυτά είναι αρκετά ως απολογία από μέρους μου, απολογηθείτε και εσείς, αν θέλετε, για κάτι, και πέστε, σε ποια μερίδα προστίθεσθε, αλλά και επαληθεύστε το λόγο σας με την πράξη, ώστε ή να αισθανθώ ευφροσύνη ή να μείνω πάλι το ίδιο λυπημένος. Ελπίζω όμως και εύχομαι, έχοντας το βλέμμα μου προσηλωμένο με αόρατο τρόπο στον Κύριο, ότι δεν θα αποδειχθείτε ψεύστες, ούτε θα πείτε άλλα λόγια, αλλά μάλλον ότι θα αποδείξετε με τις πράξεις σας αυτά που υποσχεθήκατε με τα λόγια. Μη διστάσετε λοιπόν διόλου σ’ αυτά, ούτε να ανεβούν στις καρδιές σας σκέψεις απιστίας, αδελφοί μου, αλλά ακούστε τα λόγια μου, που λέγονται με πόνο, και δείτε ότι δεν θα πω τίποτε μάταιο ή απατηλό.
Στρέψτε το βλέμμα σας ψηλά στον ουρανό και κάτω στη γη και συλλογισθείτε τι λογής και πόσα δημιουργήματα υπάρχουν, που όλα τα δημιούργησε για μας ο Θεός. Προσέξτε και εξετάστε με ακρίβεια ότι δεν υπάρχει ούτε ένα από όλα αυτά μόνιμο, αλλά μόνο η ψυχή του ανθρώπου, ανάμεσα σε όλα τα ορατά δημιουργήματα, βλέπεται με αόρατο τρόπο και πιστεύεται ότι είναι αθάνατη, η οποία, όσο βέβαια συνυπάρχει με το σώμα και κατοικεί μέσα σ’ αυτό, βλέπει και συλλογίζεται όλα τα υλικά και τα κτιστά και τα αποτελούμενα από σωματικά στοιχεία, μόλις όμως αποχωρισθεί από το σώμα, παύει την ίδια στιγμή να μπορεί να γνωρισθεί και συγκαταλέγεται μόνο με τα άυλα και τα νοητά. Αν λοιπόν η ψυχή φωτίζεται με το φως των εντολών του Χριστού, τότε και φθάνει στο άπειρο φως της εύσπλαχνης θεότητάς του, βρίσκοντας απερίγραπτη και ατελείωτη την ευφροσύνη, αν όμως κυκλώνεται ολόγυρα από το σκότος των αμαρτιών, τότε, αλίμονο, φθάνει κατά παρόμοιο τρόπο στο ατελείωτο σκότος, που είναι ανάμικτο με καυστική φωτιά.
Επειδή λοιπόν αυτά έχουν έτσι, αλλά και εσείς σωστά κάνετε και τα ομολογείτε, γιατί καθυστερούμε και δεν φεύγουμε από το πικρό σκότος; Γιατί λέμε, «Αλίμονο στους φιλόκοσμους και στους φιλήδονους», και δεν αισθανόμαστε ότι συγκαταλεγόμαστε μ’ αυτούς; Γιατί φωνάζουμε, «Είναι αληθινά μακάριοι αυτοί που αναζητούν τον Κύριο κα αποθέτουν σ’ αυτόν τις ελπίδες τους», και δεν βλέπετε και δεν αποφεύγετε τη δική σας αθλιότητα; Γιατί έχετε τη γνώμη ότι ομολογείτε και πιστεύετε στον Θεό, που δεν θέλετε να τον γνωρίζετε και να τον υπηρετείτε; Πού ελπίζετε, όταν εγκαταλείπετε τα αγαθά, που είναι μέσα στα χέρια σας, και προσκολλάσθε στα μάταια και στα πρόσκαιρα;
Πώς δηλαδή, πες μου – για να στρέψω το λόγο μου και στον καθένα απ’ αυτούς, που επιδιώκουν τη ματαιότητα της παρούσας ζωής -, λές: «Όλα τα γνωρίζω, και ότι εγώ είμαι θνητός και τα ορατά είναι σκιά και ο θάνατος είναι αναπάντεχος και η δόξα των δικαίων αιώνια και η ντροπή των αμαρτωλών χωρίς τέλος», αλλά δεν απομακρύνεσαι ο ίδιος από τα κακά; Διότι, αν βλέπεις, πως τότε σαν ένας τυφλός, που σκοντάφτει και πέφτει, έχεις μαυρίσει από τα χτυπήματα όλο σου το σώμα και όλη σου την ψυχή; Αν δηλαδή είδες τα καλύτερα, πώς τότε σαν να μην έχεις διόλου αίσθηση κάνεις τα χειρότερα; Αν γνωρίζεις ότι όλα είναι σκιά, και όλα τα ορατά περνούν και φεύγουν, δεν ντρέπεσαι να παίζεις με τη σκιά και να αποθησαυρίζεις αυτά που είναι πρόσκαιρα; Όπως δηλαδή ένα παιδί που αντλεί νερό σε τρυπημένο αγγείο, δεν το αντιλαμβάνεσαι, και φαίνεσαι να νομίζεις, αγαπητέ, ότι είναι πολύ σοβαρό το να σκέφτεσαι και το να φαντάζεσαι, ενώ αυτά δεν έχουν υπόσταση;
Πιστεύεις, άνθρωπε, ότι ο Χριστός είναι Θεός; Αν λοιπόν πιστεύεις, να τον φοβάσαι και να τηρείς τις εντολές του. Αν όμως δεν πιστεύεις, ρώτησε τουλάχιστο τους ίδιους τους δαίμονες,3 που θεωρείς ίσως πιο αξιόπιστους. Μάθε απ’ αυτούς, στους οποίους υποδουλώθηκες και τους ακολουθείς, ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός απ’ αυτόν, με τον οποίο κανείς δεν έγινε όμοιος, ούτε μπορεί να γίνει. Διότι αυτός είναι εξουσιαστής όλων, κριτής όλων, βασιλιάς όλων, δημιουργός του φωτός και Κύριος της ζωής˙ αυτός είναι το φως το απερίγραπτο, το απλησίαστο˙ αυτός είναι που μόνος υπάρχει. Αυτός θα εξαφανίσει από μπροστά του με την παρουσία του τους εχθρούς του και εκείνους που δεν έκαναν τα προστάγματά του, όπως ο ήλιος, καθώς ανατέλλει, διώχνει το σκότος της νύχτας, και θα είναι ο Κύριος ο Θεός μας αχώρητος σ’ αυτούς που δεν μπορούν να τον χωρέσουν και ακατανόητος σ’ αυτούς που δεν μπορούν να τον κατανοήσουν, και θα φανερώνεται μόνο στους άξιους, ανάλογα με το μέτρο της πίστης τους προς αυτόν. Οι αμαρτωλοί απεναντίας θα είναι μέσα στο φως σαν να καλύπτονται με σκότος˙ μέσα στη χαρά θα ντρέπονται˙ μέσα στην ευφροσύνη θα λειώνουν και θα καίγονται οι ίδιοι φοβερά και θα τιμωρούνται με τα διάφορα είδη των δικών τους παθών, όπως ακριβώς οι δίκαιοι, θα στεφανώνονται με τις διάφορες αρετές.
Έτσι λοιπόν τα βρήκα αυτά να είναι αποθησαυρισμένα και με υλικό τρόπο μέσα στις θεόπνευστες Γραφές, και τα διδάχθηκα από το Άγιο Πνεύμα με πνευματικό τρόπο, και τα έγραψα από πολλή αγάπη, χωρίς να τα αποκρύψω, για να τα γνωρίσετε καλά.
Να, λοιπόν, όλα τα φανέρωσα σ’ εσάς, και δεν έκρυψα το τάλαντο, και δεν φθόνησα τη σωτηρία σας. Ο καθένας από σας ας διαλέξει από εδώ και πέρα αυτό που θέλει˙ διότι εγώ πια είμαι απαλλαγμένος από την ευθύνη για την καταδίκη σας, στο όνομα του Ιησού Χριστού το Κυρίου μας. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Νοητός ήλιος ο Χριστός.
2. Κοσμοκράτορας˙ εδώ, ο διάβολος (Εφ. 6, 12).
3. Πρβ. Ματθ. 8, 29. Μάρκ. 3, 11

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.