Περί μνήμης θανάτου σοφού διδασκάλου.

Υπήρχε κάποιος σοφός και ενάρετος διδάσκαλος απομακρυσμένος, τον οποίο για την αρετή του τον όρισαν διδάσκαλο των παιδιών των μεγιστάνων και των αρχόντων της πόλης. Αυτόν τον θαύμαζαν οι σοφοί και οι ενάρετοι άνδρες, ενώ οι ασεβείς και οι ακόλαστοι τον φθονούσαν και επιδίωκαν το κακό. Θέλοντας να μάθουν αν πραγματικά ήταν σώφρονας, βρήκαν μία πόρνη άσεμνη και συμφώνησαν με χρήματα, αν μπορούσε να τον απατήσει. Αφού στολίστηκε, λοιπόν, με ακριβή ενδυμασία, παραμόνευε την ώρα που έφευγαν οι μαθητές στα σπίτια τους και πήγε στη πόρτα του σχολείου. Βλέποντάς την ο διδάσκαλος δεν θαύμασε καθόλου ούτε και σιχάθηκε την ομορφιά της, αλλά έγινε σκυθρωπός και έφτυσε στο έδαφος. Η πόρνη ντροπιασμένη έφυγε άπραγη. Την επόμενη μέρα, αφού καλλωπίστηκε περισσότερο, πήγε και στάθηκε στο ίδιο μέρος. Ο σοφός, όταν την είδε, άρχισε να κλαίει πικρά, και καθώς εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, άπρακτη πλέον, έφυγε. Έτσι ετοιμάστηκε πάλι την τρίτη ημέρα και αφού στολίστηκε περισσότερο και έβαλε πολλά αρώματα στο σώμα της, πήρε την απόφαση να παρασύρει τον δάσκαλο. Στάθηκε, λοιπόν, στο ίδιο μέρος και μόλις την είδε ο σοφός με το ένα χέρι κράτησε την αναπνοή του και την μύτη του και με την άλλη σκέπασε το πρόσωπό του και τα μάτια του και έστρεψε το πρόσωπο προς τα πίσω. Η πόρνη νικημένη και ντροπιασμένη έφυγε και ομολόγησε σε αυτούς που την στείλανε ότι δεν μπόρεσε να τον απατήσει. Οι μαθητές, αφού έμαθαν με λεπτομέρεια τα όσα συνέβησαν, πήγαν οι καλύτεροι και παρακάλεσαν τον διδάσκαλο να τους πει για ποιο λόγο την πρώτη μέρα έγινε σκυθρωπός και έφτυσε κάτω, την δεύτερη έκλαψε πικρά και την τρίτη κράτησε την αναπνοή του και σκέπασε το πρόσωπό του. Αυτός αποκρίθηκε ότι την πρώτη ημέρα κατσούφιασε και έφτυσε κάτω, γιατί θυμήθηκε την ημέρα της γέννησης, όταν το σώμα, που γέμιζε έκπληξη και δελέαζε πολλούς, εκείνη την ημέρα ήταν καταμολυσμένο με τα αίματα της μητέρας της και έγινε πρόξενος αηδίας σε όσους έβλεπαν, και έτσι έφτυσε μη υποφέροντας την αηδία˙ την δεύτερη μέρα δάκρυσε, γιατί στοχάστηκε την ώρα του θανάτου της, όταν η ομορφιά της που τώρα θαυμάζεται, πρόκειται να αφανιστεί εντελώς και να καταντήσει φθορά και δυσωδία˙ την τρίτη ημέρα κράτησε την όσφρησή του, γιατί θυμήθηκε το πτώμα της ριγμένο στον τάφο και την φθορά μαζί με τα σκουλήκια που θα το κατατρώγουν και έτσι γύρισε το πρόσωπό του ,για να μη βλέπει εκείνα τα φοβερά θεάματα.
Αυτά ακούγοντας οι μαθητές, θαύμασαν την άριστη σκέψη που συλλογίστηκε ο σώφρονας διδάσκαλός τους και κήρυτταν την αρετή του.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.