«Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου
ώ δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν καθώς ημείς»
(Ιωάν. ιζ’. 11).
Η μεταβολή της ρωσικής πολιτικής απέναντι στο οικουμενικό πατριαρχείο και τα συμφέροντα του υπόδουλου Ελληνισμού, οδήγησε τη μεγάλη Εκκλησία στην αναζήτηση νέων συμμάχων μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, προκρίνοντας την Αγγλία, η οποία παραδοσιακά διάκειτο θετικά στις διεκδικήσεις των Ρωμηών έναντι της υψηλής πύλης.
Αφορμή για την προσέγγιση της Αγγλίας εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στάθηκε ένα πολύ ευαίσθητο – εκκλησιαστικά και θεολογικά – θέμα. Τον Ιούλιο του 1897 συγκροτήθηκε στο Λάμπεθ της Αγγλίας η Δ’ Συνδιάσκεψη των Επισκόπων της Αγγλικανικής «Εκκλησίας»,1 στην οποία εξετάστηκε μεταξύ άλλων το θέμα της ένωσης των εκκλησιών.2
Η επιθυμία των Αγγλικανών να ενωθούν με την Ανατολή Ορθόδοξη Εκκλησία είχε εκφραστεί για πρώτη φορά το 1723 και επαναδιατυπώθηκε κατά τα έτη 1866, 1867 και 1868 από τον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Αρχιβάλδο Κάμβελ, ο οποίος απέστειλε επίσημα ομολογία πίστεως στον τότε οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ’ (1798 – 1881), εκφράζοντα ταυτόχρονα την αγάπη και τον σεβασμό των Αγγλικανών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έκτοτε παρήλθαν αρκετά χρόνια απραξίας μεταξύ των δύο πλευρών, όταν το 1897 η Αγγλικανική εκκλησία επανήλθε στο ίδιο θέμα με στόχο την προσέγγισή της με την ορθοδοξία.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1899, ο Κωνσταντίνος Ε’ σύστησε μεικτή θεολογική επιτροπή ορθοδόξων και Αγγλικανών κληρικών, η οποία καλείτο να μελετήσει τις διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών και να καταλήξει σε συμπεράσματα για τη δυνατότητα της ένωσης. Πρόεδρος της ιστορικής αυτής επιτροπής ορίστηκε ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος (Καλαφάτης) και μέλη εκ μέρους του οικουμενικού πατριαρχείου ο αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου αρχιμανδρίτης Φώτιος (Καλπίδης) και ο Μέγας Ιεροκήρυξ του Πατριαρχείου αρχιμανδρίτης Γρηγόριος (Κωνσταντινίδης).3
Η ανάμειξη του Χρυσοστόμου από θέση ευθύνης στις συζητήσεις για την ένωση των εκκλησιών καλλιέργησε στον χαρισματικό κληρικό ένα όραμα, το οποίο υπηρέτησε μέχρι το τέλος της ζωής του˙ την ένωση όλων των χριστιανικών ομολογιών με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Το όραμα του Χρυσοστόμου περί ένωσης των εκκλησιών υπήρξε σύμφωνο με το πνεύμα και τη διδασκαλία του Κυρίου. Στην αρχιερατική Του προσευχή ο Κύριος προτρέπει τον Ουράνιο Πατέρα «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ώ δέδοκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιωάν. ιζ’ 11), η Εκκλησία Του «εις ενότητα πάντας εκάλεσε»,4 ενώ στην τέλεση κάθε Θείας Λειτουργίας ο διάκονος {ή ο ιερεύς} δέεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως».5
Όπως αποδείχθηκε, η πρώιμη εκείνη απόπειρα για την ένωση των Αγγλικανών με την Ορθόδοξη Εκκλησία απέβη άκαρπη, ωστόσο, επέφερε την καλλιέργεια στενότερων σχέσεων και την παροχή διαβεβαιώσεων αμοιβαίας αγάπης και σεβασμού μεταξύ των δύο πλευρών.6 Ασφαλώς, η αποτυχία του εγχειρήματος οφείλεται όχι τόσο στην απροθυμία των ορθοδόξων για την επίτευξη του τελικού στόχου, όσο στην αμετακίνητη στάση των εκπροσώπων των άλλων χριστιανικών ομολογιών.7
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Χρυσόστομος, ως Μητροπολίτης Σμύρνης, σε επιστολή του προς επίσκοπο της Αμερικανικής Επισκοπιανής Εκκλησίας (τμήμα της Αγγλικανικής Εκκλησίας), υπενθύμιζε την απαρχή του χριστιανικού σχίσματος, το οποίο συνέβη λόγω της αποκοπής των Δυτικών από το σώμα της Μιας Εκκλησίας. «Ακριβώς το έργον της συνεννοήσεως και ενώσεως των Εκκλησιών ανάγκην’ αρχίση εκείθεν όπου διεσπάσθη, δε εν τη Αγία Σοφία, οπότε οι απεσταλμένοι του Πάπα έθετον επί της Αγίας Τραπέζης την βούλλαν του αφορισμού, δια της οποίας αφώριζον κατά το φαινόμενον αυτοί την Ανατολικήν Εκκλησίαν, πράγματι δ’ αυτοί απεσπώντο του οργανικού σώματος της μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».8
Ο Χρυσόστομος ήταν σαφής. Η Ανατολική Εκκλησία αποτελεί οργανικό σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδοξίας, στην οποία οφείλουν να επιστρέψουν αυτοί που αποσπάσθηκαν. Σε αυτό άλλωστε στοχεύει και ο λόγος του Κυρίου «ίνα πάντες εν ώσι», που συχνά χρησιμοποιούσε ο άγιος, καθώς αποτελεί ένα αίτημα και μία πρόσκληση προς όλους να αποδεχθούν την αληθινή πίστη και να ενωθούν με την Αγία Του Εκκλησία.
Υποσημειώσεις.
1. «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας, η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή. Παρά ταύτα, η ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών», βλ. αγία και μεγάλη σύνοδος της Ορθοδόξου εκκλησίας, κείμενα – ομιλίες, «σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», Κρήτη 2016. Κατά συνέπεια, όσες φορές απαντάται στην παρούσα μελέτη ο όρος «εκκλησία» σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, γίνεται με την ανωτέρω επισήμανση και αναφορά, δεδομένου ότι η ορθόδοξη εκκλησία αποτελεί τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
2. ΕΑ ΙΗ (1898) 45-46
3. ΕΑ ΚΑ (1901) 400 – 401. – Πρβλ. Το αρχείον του εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, εισαγωγή – σημειώσεις Αλέξης Αλεξανδρής, τ. Α’, Μορφωτικό ίδρυμα εθνικής τραπέζης, Αθήνα 2000, σσ’. 176-178.
4. Κοντάκιον της Πεντηκοστής. Ήχος πλ. δ’.
5. Ιερατικόν Α’ Η Θεία Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έκδοσις ιεράς μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2001, σ’. 95
6. Η προσέγγιση των δύο πλευρών και η έκφραση αμοιβαίας αγάπης και σεβασμού εκδηλώθηκαν με την ανταλλαγή γραμμάτων μεταξύ του οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε’ και του Αρχιεπισκόπου Καντουαρίας Φρειδερίκου, βλ. ΕΑ ΙΘ (1899) 385 – 389 & ΕΑ ΚΑ (1901) 91-92.
7. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες, τις αποφάσεις και τη σπουδαιότητα της Συνόδου αυτής (Lambeth 1897), βλ. Μ. Πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος, «Θεολογικά Ανάλεκτα», ΕΑ ΙΗ (1898) 34-36, 74, 116-118.
8. Το Αρχείον, τ. Γ’, σ’. 108
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.