Η Σοφία του Θεού (Εορτή της Μεσοπεντηκοστής) – Ιεροθέου, Μητροπ. Ναυπάκτου.

Μια από τις Δεσποτικές εορτές είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής, που εορτάζεται από την Εκκλησία στο μέσο της περιόδου από την εορτή του Πάσχα μέχρι την εορτή της Πεντηκοστής, δηλαδή την Τετάρτη προ της Κυριακής της Σαμαρείτιδος (Ε’ Κυριακή από του Πάσχα). Ίσως είναι άγνωστη στον κόσμο, αλλά όμως πρόκειται για μεγάλη Δεσποτική εορτή, επειδή αναφέρεται στον Δεσπότη Χριστό.
Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής δεν συγκαταλέγεται στο λεγόμενο Δωδεκάορτο, αλλά λόγω της μεγάλης σπουδαιότητός της την εντάξαμε στο Δωδεκάορτο των Μεγάλων Δεσποτικών εορτών, αφού συνδέσαμε σε μία την εορτή της αναστάσεως του Λαζάρου με την εορτή της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, που έχουν κοινά γνωρίσματα.
Η διαίρεση αυτή και η τοποθέτηση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής στο Δωδεκάορτο ξεκινάει από την άποψη ότι η εορτή αυτή μας δίνει την δυνατότητα να δούμε το έργο του Χριστού από την Βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό μέχρι την Μεταμόρφωση και τα Πάθη Του. Ξέρουμε καλά ότι τα ιερά Ευαγγέλια περιγράφουν το τι είπε ο Χριστός, τι έκανε και τι έπαθε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ακριβώς αυτή η εορτή μας δίνει την δυνατότητα να δούμε αυτήν την πλευρά, (τί είπε και τί έκανε) που είναι αρκετά ουσιαστική. Με άλλα λόγια καλύπτονται όλα τα χριστολογικά γεγονότα, από την Βάπτιση του Χριστού μέχρι την Μεταμόρφωσή Του.
Η σπουδαιότητα της εορτής της Μεσοπεντηκοστής, κατά την οποία εορτάζεται ο Χριστός, ως Σοφία του Θεού, όπως θα δούμε στην ανάλυση που ακολουθεί, φαίνεται από το ότι οι Καθεδρικοί Ναοί που είχαν το όνομα της αγίας Σοφίας, δεν ήταν αφιερωμένοι σε κάποια αγία που ονομαζόταν Σοφία, αλλά στην Σοφία του Θεού, που είναι ο Χριστός. Και η πανήγυρή τους γινόταν, κατά διάφορες έρευνες, κατά την εορτή της Μεσοπεντηκοστής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ιερός Ναός της του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, που ονομάζεται έτσι για τον Χριστό, που είναι η Σοφία του Θεού. Ο Ναός της του Θεού Σοφίας έγινε πρότυπο και για άλλους καθεδρικούς Ναούς. Έτσι βλέπουμε ότι ολόκληρο το Ρωμαϊκό Κράτος είχε σαν κέντρο τον Λόγο και την Σοφία του Θεού. Και αν σκεφθή κανείς ότι όλες οι αποστάσεις της αχανούς Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας υπολογίζονταν, με κέντρο τον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας, αντιλαμβανόμαστε την θέση του Λόγου και της Σοφίας του Θεού στην ζωή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επομένως, όταν δούμε το νόημα και την σημασία της Δεσποτικής αυτής εορτής, θα βοηθηθούμε να κατανοήσουμε και το έργο του Χριστού.
α’
Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής συμπίπτει με την Ιουδαϊκή εορτή της Σκηνοπηγίας, που ήταν η τρίτη μεγάλη εορτή των Ιουδαίων, μαζί με την εορτή του Πάσχα και την εορτή της Πεντηκοστής. Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος την χαρακτηρίζει «εορτήν σφόδρα παρά τοις Ιουδαίοις αγιωτάτην και μεγίστην».
Η εορτή καθιερώθηκε σε ανάμνηση της διαμονής των Ιουδαίων στην έρημο, όταν πορεύονταν από την γη της Αιγύπτου στην γη της Επαγγελίας. Εάν η εορτή του Πάσχα είχε καθιερωθή σε ανάμνηση της διαβάσεως των Ιουδαίων από την Ερυθρά θάλασσα, και η εορτή της Πεντηκοστής σε ανάμνηση της ανόδου του Μωϋσέως στο όρος Σινά για να παραλάβη τον νόμο του Θεού, η εορτή της Σκηνοπηγίας είχε καθιερωθή για να θυμούνται οι Ιουδαίοι την θαυματουργική διάσωσή τους από τον Θεό, καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας τους προς την γην της επαγγελίας.
Ονομάστηκε εορτή της Σκηνοπηγίας από τον τρόπο του εορτασμού. Διότι οι Ιουδαίοι έστηναν σκηνές στις πλατείες, στις αυλές και στα δώματα (ταράτσες) των σπιτιών τους, και έμεναν εκεί κατά την διάρκεια της εορτής, που διαρκούσε επτά ημέρες. Προφανώς και το όνομα και ο τρόπος του εορτασμού οφειλόταν στο ότι αναγνώριζαν την σκέπη και προστασία του Θεού με την φωτεινή νεφέλη, κατά την διάρκεια της πορείας τους στην έρημο. Αν σκεφθή κανείς ότι όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, και ότι η φωτεινή νεφέλη ήταν ο Χριστός, τότε αντιλαμβάνεται ότι η Ιουδαϊκή εορτή της Σκηνοπηγίας αναφερόταν στον Χριστό.
Η Ιουδαϊκή εορτή της Σκηνοπηγίας καθιερώθηκε από τον Ίδιο τον Θεό με εντολή που έδωσε στον Μωυσή. Του είπε: «Λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ, λέγων˙ τη πεντεκαιδεκάτη του μηνός του εβδόμου τούτου εορτή σκηνών επτά ημέρας τω Κυρίω, και η ημέρα η πρώτη η κλητή αγία˙ παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. Επτά ημέρας προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω, και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν» (Λευιτ. κγ’, 34-36).
Επειδή η εορτή συμπίπτει με την συγκομιδή των καρπών, γι’ αυτό μαζί με τις θυσίες προσέφεραν και ευχαριστίες στον Θεό από τους καρπούς. Έτσι, λεγόταν «εορτή θερισμού» και «εορτή συναγωγής». Οι Ιουδαίοι εόρταζαν πανηγυρικά, και γι’ αυτόν τον λόγο ήταν πολύ αγαπητή εορτή σε αυτούς.
Το ότι οι Ιουδαίοι έμεναν σε σκηνές κατά το διάστημα της εορτής της Σκηνοπηγίας δεν ήταν δική τους επινόηση, αλλά εντολή του Θεού, που δόθηκε και πάλι στον Μωυσή: «εν σκηναίς κατοικήσετε επτά ημέρας˙ πας ο αυτόχθων εν Ισραήλ κατοικήσει εν σκηναίς, όπως ίδωσιν αι γενεαί υμών, ότι εν σκηναίς κατώκισα τους υιούς Ισραήλ, εν τω εξαγαγείν με αυτούς εκ της Αιγύπτου» (Λευιτ. κγ’, 42-43).
Εκείνο που μας ενδιαφέρει για όσα πούμε στην συνέχεια είναι ότι κατά την εορτή της Ιουδαϊκής Σκηνοπηγίας γίνονταν δύο χαρακτηριστικές συμβολικές πράξεις. Πρώτον, το πρωί κάθε ημέρας έκαναν θυσίες ολοκαυτωμάτων και ταυτόχρονα οι Ιερείς έφεραν ύδωρ από την Κολυμβήθρα του Σιλωάμ και αφού το ένωναν με οίνο, το έχυναν πάνω στο θυσιαστήριο, όπου είχαν γίνει οι θυσίες. Αυτό σήμαινε την έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, αλλά και το νερό που έπιναν οι Ισραηλίτες θαυματουργικώς κατά την πορεία τους μέσα από την έρημο. Δεύτερον, κατά την πρώτη ημέρα του εορτασμού άναπταν τις λυχνίες στην αυλή των γυναικών, στον Ναό, με την εσπερινή θυσία και φαίνονταν σε ολόκληρη την πόλη, ακριβώς γιατί ήταν ύψους 50 πήχεων.
Αυτά τα δύο συμβολικά γεγονότα έχουν μεγάλη σημασία, γιατί αναφέρονταν στον Χριστό. Άλλωστε, ο Χριστός ήταν εκείνος που τους έδινε νερό κατά την πορεία τους στην έρημο, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ήν ο Χριστός» (Α’ Κορ. ι’, 4). Και ο Χριστός ήταν η φωτεινή νεφέλη που τους κάλυπτε την ημέρα και φώτιζε την νύκτα, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, πάντες δια της θαλάσσης διήλθον, και πάντες τις τον Μωυσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση» (Α’ Κορ. ι, 12).
β’
Ο Χριστός ως Ιουδαίος, και επειδή Αυτός έδωσε τον νόμο στην Παλαιά Διαθήκη, κατά την διάρκεια της επί γης παρουσίας Του, τήρησε τον Νόμο που Αυτός έδωσε. Έτσι και το Πάσχα εόρταζε, αλλά και την εορτή της Σκηνοπηγίας. Ήταν και αυτό μέσα στα πλαίσια της θείας κενώσεως. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας διασώζει το περιστατικό της μεταβάσεως του Χριστού στον ναό και τα όσα έγιναν εκεί μεταξύ Αυτού και των Ιουδαίων. Δεν μπορούμε να κάνουμε λεπτομερή ανάλυση, αλλά θα τονίσουμε τα πιο εκφραστικά και σημαντικά σημεία.
Η παρουσία του Χριστού στην εορτή μπορεί να διαιρεθή σε τέσσερα στάδια.
Πρώτον, όταν ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα, μετά από τους αδελφούς Του, από την πλευρά του θετού πατέρα Του Ιωσήφ, «ου φανερώς, άλλ’ ως εν κρυπτώ». Οι Ιουδαίοι Τον αναζητούσαν, πιθανόν για να τον ενοχοποιήσουν ότι δεν τηρεί τον Μωσαϊκό νόμο (Ιω. ζ’, 10-13).
Δεύτερον, όταν έκανε αισθητή την παρουσία Του στο ιερό, διδάσκοντα τον λαό, «της εορτής μεσούσης» (Ιω. ζ’, 14-36). Ενώ, δηλαδή, βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα κατά την διάρκεια της εορτής, στο μέσο των επτά ημερών έκανε την εμφάνισή Του στον ναό και δίδασκε τον λαό. Το ότι επέλεξε αυτό το διάστημα του χρόνου για να διδάξη δικαιολογείται γιατί, αφ’ ενός μεν ήθελε να κατευνάση τον θυμό των Ιουδαίων, επειδή είχε προηγηθή μεγάλη αναστάτωση σε αυτούς ένεκα των θαυμάτων και των διδασκαλιών Του, αφ’ ετέρου δε για να Τον ακούσουν με προσοχή, επειδή στην αρχή της εορτής ήταν φυσικό να υπάρχη περισπασμός (ιερός Θεοφύλακτος).
Τρίτον, όταν την τελευταία ημέρα της εορτής διακήρυξε ότι Αυτός ξεδιψά τους ανθρώπους και τους παρακίνησε να έλθουν κοντά Του. Στο τέλος της τελευταίας ημέρας πήγε στο όρος των Ελαιών (Ιω. ζ’, 37-53).
Τέταρτον, όταν την επομένη ημέρα κατά τον όρθρο επανήλθε πάλι στο ιερό. Πρόκειται για την λεγομένη ογδόη ημέρα, με την οποία τελείωνε η εορτή της Σκηνοπηγίας. Την ημέρα εκείνη οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι οδήγησαν στον Χριστό την μοιχευομένη γυναίκα για να διαπιστώσουν την στάση που θα τηρούσε. Την ημέρα αυτή δίδασκε τον λαό, κυρίως ότι Αυτός είναι το φως του κόσμου και για την αλήθεια που ελευθερώνει τον άνθρωπο (Ιω. η’, 1-59).
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις που έκανε ο Χριστός, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας, που είναι πολύ αποκαλυπτικές και θεολογικές, φαίνονται δύο μεγάλες αλήθειες.
Πρώτον, ότι ο Χριστός συνεχώς διακήρυττε ότι είναι ομότιμος με τον Πατέρα Του, ότι απεστάλη στον κόσμο από τον Πατέρα, ότι Αυτός είναι ο υιός του Θεού, ο Χριστός – Μεσσίας που περίμεναν οι Ιουδαίοι. Πρόκειται για μια μεγάλη αποκαλυπτική αλήθεια. Τόνιζε καθαρά ότι απεστάλη από τον Πατέρα Του: «και απ’ εμαυτού ουκ ελήλυθα, άλλ’ εστίν αληθινός ο πέμψας με, ον υμείς ουκ οίδατε» (Ιω. ζ’, 28). Και αλλού είπε: «εγώ ειμί ο μαρτυρών περί εμαυτού, και μαρτυρεί περί εμού ο πέμψας ο πατήρ» (Ιω. η’, 18-19). Πέρα από αυτή την μαρτυρία, φαίνεται στην όλη διδασκαλία Του ότι παρουσίαζε ιδιότητες που έχει ο Θεός, όπως «εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιω. ζ’, 37), και «εγώ ειμί το φως του κόσμου˙ ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, άλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. η’, 12).
Δεύτερον, φαίνονται, σε όλη αυτή την συζήτηση, οι αντιδράσεις των Ιουδαίων για τους αποκαλυπτικούς αυτούς λόγους του Χριστού. Συνεχώς ρωτούσαν αντιδραστικά. Άλλοτε αμφισβητούσαν τα λεγόμενα από Αυτόν και άλλοτε ρωτούσαν σκωπτικά με βάση τον νόμο του Θεού. Αντέδρασαν όμως τόσο πολύ, ώστε επιχείρησαν να τον κτυπήσουν και να τον σκοτώσουν. Τον αποκάλεσαν δαιμονισμένο. «Ου καλώς λέγομεν ημείς ότι Σαμαρείτης ει συ και δαιμόνιον έχεις;» (Ιω. η’, 48). Στην αρχή ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν μπορούσε να Τον ακουμπήση, γιατί δεν είχε έλθει η ώρα Του (Ιω. ζ’, 30). Έπειτα, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι έστειλαν τους υπηρέτες για να Τον συλλάβουν, αλλά εκείνοι δεν μπόρεσαν να το κάνουν, γιατί γοητεύθηκαν από τον λόγο του (Ιω. ζ’, 44-46). Στο τέλος, όμως, έλαβαν πέτρες στα χέρια τους για να τον λιθοβολήσουν, γιατί θεωρούσαν ότι βλασφημούσε, με το να θεωρή τον Εαυτό Του ομότιμο με τον Θεό – Πατέρα. «Ήραν ουν λίθους ίνα βάλωσιν επ’ αυτόν». Αλλά τότε ο Χριστός, στο έσχατο μέγεθος της κακίας τους, «εκρύβη, και εξήλθεν εκ του ιερού διελθών δια μέσου αυτών και παρήγεν ούτως» (Ιω. η’, 59). Το ότι λέγεται από τον Ευαγγελιστή ότι κρύφτηκε δεν πρέπει να εννοηθή ότι κατέφυγε σε κάποιο σπίτι ή κρύφτηκε σε κάποια γωνιά, αλλά με την θεϊκή του εξουσία κατέστησε τον Εαυτό Του αόρατο σε αυτούς που τον επιβουλεύονταν, καίτοι εξήλθε μέσα από την συντροφιά τους (ιερός Θεοφύλακτος).
Σε αυτήν την περιληπτική παρουσίαση των όσων έγιναν κατά την διάρκεια της εορτής της Σκηνοπηγίας φαίνεται τόσο η θεότητα του Χριστού, όσο και η αντίδραση των Ιουδαίων αφού δεν μπορούσαν να δεχθούν και να ανεχθούν ότι Αυτός είναι ο αναμενόμενος λυτρωτής του Ισραήλ. Αυτό δείχνει και την πώρωσή τους. Πέρα από αυτό αποδεικνύει και το ότι αν ο άνθρωπος δεν καθαρθή και δεν προετοιμασθή κατάλληλα, δεν μπορεί να γνωρίση τον Χριστό, αφού είναι δυνατόν να γίνη εχθρός του Θεού και σε αυτήν την αποκάλυψή Του.
Στην συνέχεια πρέπει να δούμε δύο χαρακτηριστικές διδασκαλίες του Χριστού, που δείχνουν την θεότητά Του. είναι βασικές χριστολογικές αλήθειες.
γ’
Η πρώτη αλήθεια φαίνεται στην διακήρυξη που έκανε με δυνατή φωνή: «εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω. Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και, βέβαια, το είπε αυτό ο Χριστός, όπως επεξηγεί ο ιερός Ευαγγελιστής, υπονοώντας το Άγιον Πνεύμα, το οποίο θα ελάμβαναν όσοι πίστευαν σε Αυτόν (Ιω. ζ’, 37-39).
Τονίσαμε προηγουμένως ότι η αλήθεια αυτή συνδέεται με την συμβολική πράξη που έκαναν οι Ιουδαίοι κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας, που έχυναν νερό στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων. Αυτή η πράξη ήταν έκφραση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης των παιδιών των τότε Ιουδαίων, επειδή ο Θεός του ξεδιψούσε στην έρημο. Ο Μωυσής με εντολή του Θεού κτύπησε με το ραβδί του μια πέτρα του όρους Χωρήβ και εξήλθε νερό, που ξεδίψασε τον Ισραηλιτικό λαό (Έξ. ιζ’, 1-7).
Η ερμηνεία του Αποστόλου Παύλου σε αυτό το γεγονός είναι καθαρά χριστολογική. Αναφερόμενος στην θαυματουργική σωτηρία του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι οι Ισραηλίτες έπιναν από την πνευματική πέτρα που τους ακολουθούσε, και αυτή η πέτρα ήταν ο Χριστός (Α’ Κορ. ι’, 4). Άλλωστε, όπως επανειλημμένως έχουμε αναφέρει σε αυτές τις αναλύσεις, ο Λόγος του Θεού, ως άσαρκος, εμφανιζόταν στον Μωυσή και σε όλους τους Προφήτας.
Είναι πολύ ενδεικτικό το γεγονός ότι Αυτός ο άσαρκος Λόγος, που τους ξεδιψούσε στην έρημο, και χάρη του οποίου, ως ευχαριστία, έκαναν οι Ιουδαίοι την συμβολική αυτή πράξη, έρχεται στο ιερό και διακηρύσσει ότι Αυτός είναι το ύδωρ που ικανοποιεί την πνευματική δίψα του ανθρώπου. Και όμως συναντά την αντίδραση από τα παιδιά «των σεσωσμένων».
Τα τροπάρια της Δεσποτικής εορτής της Μεσοπεντηκοστής αναφέρονται με τα πιο ζωηρά λόγια στο γεγονός αυτό και την ιδιότητα του Χριστού. Στο απολυτίκιο ψάλλουμε «Μεσούσης της εορτής, διψώσαν μου την ψυχήν, ευσεβείας πότισον νάματα˙ ότι πάσα Σωτήρ εβόησας˙ ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω. Η πηγή της ζωής, Χριστέ ο Θεός, δόξα σοι». Και σε χαρακτηριστικότατο τροπάριο παρουσιάζεται ο ιερός υμνογράφος να συνέχεται από τρομερή και αφόρητη δίψα και ζητά ύδωρ από τον Χριστό, που κρατά τον κρατήρα των δωρεών: «ο τον κρατήρα έχων των ακενώτων δωρεών, δος μοι αρύσασθαι ύδωρ εις άφεσιν αμαρτιών ότι συνέχομαι δίψη, εύσπλαχνε μόνε οικτίρμον».
Ο Χριστός, όμως, δεν διακηρύσσει μόνο ότι Αυτός είναι το ύδωρ και η ζώσα πηγή, αλλά συγχρόνως τονίζει ότι σ’ εκείνον ο οποίος πιστεύει σε Αυτόν «ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». (Ιω. ζ’, 38). Όπως επεξηγεί ο ιερός Ευαγγελιστής, εδώ γίνεται λόγος για την δωρεά του Αγίου Πνεύματος που θα δώση ο Χριστός σε αυτούς που θα Τον πιστεύσουν. Επομένως, το ύδωρ είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και γενικά του Τριαδικού Θεού, και εκείνος που θα την λάβη θα καταστή θεολόγος, αφού θα θεολογή με όλη την ύπαρξή του.
Κοιλία, κατά την ερμηνεία των εξηγητών των Γραφών, είναι η καρδία του ανθρώπου. Στην Παλαιά Διαθήκη με τον όρο κοιλία δεν εννοείται το στομάχι, αλλά ο έσω άνθρωπος, που ταυτίζεται με την καρδιά. Ο Δαυίδ λέγει: «Και εβουλήθην τον νόμον σου εν μέσω της κοιλίας μου», δηλαδή μέσα στην καρδιά μου (Ψαλμ. λθ’, 9). Επίσης, ο Χριστός δεν ομιλεί για ποταμό, αλλά για ποταμούς ζώντος ύδατος, εννοώντας την άφθονη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, σε όποια ψυχή εισέλθη το Άγιον Πνεύμα και εγκαθιδρυθή, εκεί αναβλύζει αφθονώτερο ύδωρ από κάθε πηγή. Παράδειγμα είναι οι Απόστολοι, που διακρίνονταν για την σοφία του Θεού, στην οποία κανένας δεν μπορούσε να αντισταθή (ιερός Θεοφύλακτος).
Στον λόγο αυτό του Χριστού φαίνεται και το ομότιμό Του με το Άγιον Πνεύμα. Αφού ο Χριστός ομίλησε για το ομότιμο με τον Πατέρα, έπρεπε να κάνη λόγο και για την ομοτιμία με τον Άγιον Πνεύμα. Η δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που προσφέρεται από τον Χριστό στον λαό για να τον ξεδιψάση, είναι στην πραγματικότητα η κατ’ ενέργεια αποστολή και φανέρωση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, που γίνεται από τον Χριστό. Η θεολογία δεν είναι μελέτες και διατριβές, δεν είναι διανοητική γνώση, αλλά μέθεξη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
δ’
Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας στους Ιουδαίους είναι ότι Αυτός είναι το φως του κόσμου. «Εγώ ειμί το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, άλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. η’, 12).
Και αυτή η διακήρυξη έχει σχέση με την φωτεινή νεφέλη που ακολουθούσε τους Ισραηλίτες στην έρημο, και ήταν ο Χριστός, και βέβαια αυτό το θαυματουργικό γεγονός οι Ισραηλίτες υπενθύμιζαν στους εαυτούς τους κάθε χρόνο, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας με το άναμμα των φώτων.
Το θλιβερό είναι ότι, καίτοι εόρταζαν το θαυματουργικό αυτό γεγονός, εν τούτοις αντιδρούσαν στον Χριστό, που ήταν και είναι η φωτεινή νεφέλη, αλλά και επιδίωξαν να τον σκοτώσουν. Φαίνεται ότι τα πνευματικά κριτήρια και οι εσωτερικές προϋποθέσεις παίζουν μεγάλο ρόλο για την γνώση του Χριστού. Δεν φθάνει απλώς να συναντήση κανείς τον Χριστό, αλλά να Τον γνωρίση και να έχη κοινωνία μαζί Του.
Ο Χριστός δεν είναι το αισθητό, κτιστό φως, ούτε ένα συμβολικό φως, ούτε βέβαια ένα ηθικό φως, όπως θέλουν μερικοί να το παρουσιάσουν. Το φως του Θεού είναι η άκτιστη ενέργειά Του, την οποία όταν καταξιώνωνται οι άνθρωποι να δουν, ύστερα από την δική τους προσωπική κάθαρση, την βλέπουν ως φως. Είναι το πραγματικό φως του κόσμου.
Δεν πρόκειται να αναφερθούμε διεξοδικά εδώ στο ότι ο Θεός είναι το φως του κόσμου και στο τι ακριβώς είναι φως, γιατί αυτό θα το κάνουμε στο επόμενο κεφάλαιο, όταν θα αναλύσουμε την εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού στο Θαβώρ. Εδώ πρέπει να τονίσουμε δύο βασικά σημεία.
Πρώτον, ότι το φως αυτό συνδέεται με την ζωή. Μιλώντας για ζωή δεν εννοούμε την βιολογική και συναισθηματική ζωή, αλλά την θέωση του ανθρώπου. Εκείνος που θα δη το φως του Θεού, θα βγη από το σκοτάδι του νου και θα φθάση στην ζωή, που είναι η έλλαμψη και η θέωση του ανθρώπου. Αφού το φως του Θεού δεν είναι ηθικό, συμβολικό και αισθητό, σημαίνει ότι και το σκοτάδι δεν είναι ηθικό, συμβολικό και αισθητό, αλλά είναι ο σκοτασμός του νοός, η νέκρωση του οφθαλμού της ψυχής.
Δεύτερον, για να δη κανείς τον Θεός ως φως πρέπει να βρίσκεται σε μια ορισμένη πνευματική κατάσταση, γιατί διαφορετικά θα δη τον Θεό ως πυρ καταφλέγον. Ο Θεός βιώνεται ή ως φως καταθέλγον την ψυχή ή ως πυρ καταφλέγον την ψυχή. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η όλη ασκητική πορεία του ανθρώπου.
ε’
Είπαμε και στην αρχή ότι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής είναι εορτή της του Θεού Σοφίας, που είναι ο Λόγος του Θεού. Πριν όμως εξετάσουμε τα κείμενα στα οποία γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστός είναι η Σοφία του Θεού, πρέπει να δούμε γι λίγο την όλη σύγχρονη αναφορά στο θέμα της λεγομένης σοφιολογίας.
Στην Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, γίνεται λόγος για την Σοφία του Θεού. Μερικοί νεώτεροι ρώσοι στοχαστές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τα χωρία αυτά, απέδωσαν στην Σοφία έναν γνωστικό, και θα μπορούσαμε να πούμε, πανθεϊστικό χαρακτήρα. Εκείνος που επεξεργάστηκε περισσότερο τις θεωρίες αυτές με μια φιλοσοφικοθεολογική και γνωστικιστική γλώσσα είναι ο Μπουλγάκωφ. Στις θεωρίες του δεν ταύτιζε την Σοφία με τον Χριστό, αλλά κυρίως με την ουσία του Θεού. Πίστευε ότι η Σοφία είναι η ιδέα του Θεού, το όνομα του Θεού, η αγάπη, το αιώνιο θήλυ, όπως έλεγαν και οι προηγούμενοι από αυτόν σοφιολόγοι.
Μιλώντας αφηρημένα κάπως για την σοφία του Θεού, κατηγορήθηκε ότι εισάγει μια τέταρτη υπόσταση στην Αγία Τριάδα. Δηλαδή, στον Τριαδικό Θεό, – Πατέρα, Υιό και Άγιον Πνεύμα – εισήγαγε και μια τέταρτη υπόσταση, που είναι η σοφία του Θεού. Άλλωστε, στους προηγηθέντας σοφιολόγους, από τους οποίους είχε επηρεασθή, η σοφία του Θεού περιγράφεται κατά τρόπο ποιητικό «ως θήλυ εξόχου καλλονής, ως αιωνία φίλη». Απαντώντας ο Μπουλγάκωφ σε αυτούς που τον κατηγορούσαν ότι εισάγει μια τέταρτη υπόσταση στην Αγία Τριάδα, έκανε την διάκριση μεταξύ υποστάσεως, που αναφέρεται στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και υποστασιακότητος, που αναφέρεται στην Σοφία του Θεού. βέβαια, και αυτό είναι μεγάλο λάθος.
Στο σοφιολογικό σύστημα του Μπουλγάκωφ, η σοφία του Θεού άλλοτε ταυτίζεται με τον Θεό, άλλοτε με τον κόσμο και άλλοτε είναι μια ύπαρξη που μεσολαβεί μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Ακριβώς δε αυτό το γεγονός δείχνει τον μεγάλο προβληματικό γι’ αυτές τις θεωρίες. Όταν η σοφία ταυτίζεται με τον κόσμο έχουμε ένα είδος πανθεϊσμού, όταν πρόκειται για ύπαρξη που μεσολαβεί μεταξύ του Θεού και του κόσμου είναι ένας γνωστικισμός, αφού οδηγεί στις θεωρίες περί της δι’ απορροής δημιουργίας του κόσμου, και μεσαζόντων μικρών θεών, μεταξύ των οποίων είναι και ο Λόγος του Θεού.
Οι απόψεις αυτές καταδικάστηκαν τόσο από τον Πατριάρχη Μόσχας Σέργιο όσο και από Συνέδριο Ρώσων επισκόπων. Δεν μπορεί να σταθή αυτή η θεωρία, γιατί η λέξη σοφία, αν δεν αναφέρεται στην φρόνηση, την διάκριση κλπ., αποδίδεται στον Υιό και Λόγο του Θεού, που είναι η ενυπόστατη Σοφία. Οπότε, δεν πρόκειται για μια ιδιαίτερη υπόσταση που παρεμβάλλεται μεταξύ Θεού και κόσμου, ούτε για μια αφηρημένη κατάσταση, αλλά για τον Υιό και Λόγο του Θεού. Η Σοφία του Θεού είναι ενυπόστατη, είναι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
στ’
Σε όλη την Βιβλικοπατερική Παράδοση η λέξη σοφία έχει ενυπόστατο χαρακτήρα και αναφέρεται στον Υιό και Λόγο του Θεού, που ενηνθρώπησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Θα ήθελα να αναφέρω ένα βασικό χωρίο του Αποστόλου Παύλου, το οποίο χρησιμοποιείται πάρα πολύ από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Γράφοντας ο θείος Απόστολος στους Χριστιανούς της Κορίνθου, λέγει: «Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίους μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α’ Κορ. α’, 22-24).
Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος για την ενυπόστατη Σοφία, που είναι ο Λόγος του Θεού. Χαρακτηριστικό χωρίο είναι του Σολομώντος, ο οποίος προσεύχεται στον Θεό των Πατέρων του και τον Κύριο του ελέους να του αποστείλη την σοφία. Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά την προσευχή αυτή, θα διαπιστώση ότι πρόκειται για την ενυπόστατη Σοφία, τον Υιό και Λόγο του Θεού δια του οποίου κατασκευάσθηκε ο κόσμος, σώθηκε ο άνθρωπος και ανακαινίσθηκε η κτίση.
Κατ’ αρχάς τονίζεται πολύ ότι δεν είναι μια αφηρημένη σοφία, αλλά πάρεδρος με τον Θεό: «δος μοι την των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν» (Σοφ. Σολ. θ’, 4). Αυτή η σοφία κάθεται στον θρόνο της δόξης του Θεού και μπορεί να βοηθά τον άνθρωπο: «εξαπόστειλον αυτήν εξ αγίων ουρανών και από θρόνου δόξης σου πέμψον αυτήν, ίνα συμπαρούσα μοι κοπιάση και γνω τι ευάρεστόν εστί παρά σοι» (Σοφ. Σολ. θ’, 10). Η σοφία γνωρίζει τα πάντα και οδηγεί τον άνθρωπο σε όλες τις ενέργειές του. «Οίδε γαρ εκείνη πάντα και συνίει και οδηγήσει με εν ταις πράξεσί μου σωφρόνως και φυλάξει με εν τη δόξή αυτής» (Σοφ. Σολ. θ’, 11). Ο Θεός δι’ αυτής της σοφίας δημιούργησε τον κόσμο. «Εν τη σοφία σου κατεσκεύασας άνθρωπον» (Σοφ. Σολ. θ’, 2). Η ενυπόστατη Σοφία του Θεού βρίσκεται πάντοτε ενωμένη με τον Θεό, γνωρίζει την βουλή Του και συμμετέσχε στην δημιουργία του κόσμου: «Και μετά σου η σοφία η ειδυία τα έργα σου και παρούσα, ότε εποίεις τον κόσμον» (Σοφ. Σολ. θ’, 9). Και, βεβαίως, η σωτηρία του ανθρώπου επιτεύχθηκε με αυτήν: «και τη σοφία εσώθημεν» (Σοφ. Σολ. θ’, 9).
Η προσεκτική μελέτη των χωρίων αυτών που παραθέσαμε, που είναι προσευχή του Σολομώντος στον Θεό, δείχνει καθαρά ότι η Σοφία είναι ενυπόστατη, είναι πάρεδρος του Θεού, και επομένως πρόκειται για τον Λόγο του Θεού. Όταν ερμηνεύση κανείς αυτά τα χωρία με βάση την Καινή Διαθήκη, όπου απεκάλυψε την αλήθεια ο σεσαρκωμένος Λόγος, τότε διαπιστώνει την αλήθεια ότι είναι ενυπόστατη Σοφία.
Στο βιβλίο των Παροιμιών του Σολομώντος γίνεται λόγος για την Σοφία του Θεού, τον Λόγο του Θεού που έκτισε την οικία του και την στήριξε σε επτά στύλους. Έπειτα, ετοίμασε τράπεζα σφάζοντας τα σφάγιά της και χύνοντας οίνο σε μεγάλο οινοδοχείο. Στην συνέχεια, κάλεσε πολλούς συνδετυμόνες σε αυτήν την μεγάλη τράπεζα, λέγοντας: «έλθετε φάγετε των εμών άρτων και πίετε οίνον, ον εκέρασα υμίν» (Παρ. Σολ. θ’, 1-6).
Και στο χωρίο αυτό προφητεύεται η ενανθρώπηση της Σοφίας του Θεού, που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, η πρόσληψη της σαρκός και η θέωση αυτής, η ίδρυση της Εκκλησίας μέσα στην οποία υπάρχουν τα μυστήρια, και βεβαίως πάνω από όλα το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Εκείνος που συμμετέχει στην τράπεζα αυτή τρώγει το σώμα και πίνει το αίμα της οικίας της Σοφίας, δηλαδή ενώνεται με τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού.
ζ’
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ερμηνεύοντας τα χωρία αυτά που αναφέρονται στην Σοφία του Θεού, διδάσκουν ότι σαφώς πρόκειται για τον Χριστό. Δεν έχω την πρόθεση να αναφέρω όλα τα χωρία, αλλά τα πλέον ενδεικτικά.
Ο Μ. Αθανάσιος, απαντώντας στον Άρειο, που έλεγε ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα του Θεού και με την πάροδο του χρόνου προέκοπτε στην σοφία και Χάρη, λέγει ότι ούτε υπάρχει προκοπή στον Λόγο, ούτε η σάρκα που προσέλαβε ο Χριστός ήταν ή Σοφία, αλλά η σάρκα έγινε σώμα της Σοφίας. Γι’ αυτό λέγει ότι δεν τελειοποιήθηκε η Σοφία, αφού είναι Σοφία, αλλά το ανθρώπινο σώμα ετελειοποιείτο ως προς την Σοφία. Αυτό έχει σχέση με όσα λέγαμε σε άλλη ενότητα, ότι η υπάρχουσα σοφία στον Χριστό φανερωνόταν κατά την αύξηση της σωματικής ηλικίας.
Και σε άλλο σημείο ο Μ. Αθανάσιος, ο μεγάλος αυτός πρόμαχος της Ορθοδοξίας λέγει ότι ο Υιός του Θεού είναι ο Λόγος και η Σοφία. Αυτός είναι η φρόνηση και η ζώσα βουλή και σε Αυτόν είναι το θέλημα του Πατρός, Αυτός είναι αλήθεια και φως και δύναμη του Πατρός. Ερμηνεύοντας δε τον λόγο των Παροιμιών «η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον» λέγει ότι αυτό αναφέρεται και στους Χριστιανούς, που γίνονται ναοί του Αγίου Πνεύματος.
Τελικά, ο Μ. Αθανάσιος σε κείμενά του εναντίον του Αρείου, που υποστήριζε την κτιστότητα του Λόγου του Θεού, πολλές φορές αναφέρεται στον λόγο του Αποστόλου Παύλου ότι ο Χριστός είναι η ενυπόστατη Σοφία του Θεού.
Αλλά και ο Μ. Βασίλειος στον αγώνα του εναντίον του Ευνομίου χρησιμοποιεί τον αποστολικό λόγο ότι ο Χριστός είναι η Σοφία του Θεού. Λέγει ότι με αυτήν την φράση δηλούται ότι εναπόκειται στον Χριστό όλη η πατρική δύναμη, και, επομένως, όσα ποιεί ο Πατήρ, αυτά ομοίως ποιεί και ο Υιός.
Μέσα στα πλαίσια αυτά ερμηνεύουν τα σοφιολογικά χωρία της Αγίας Γραφής και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ομιλεί για «την σοφίαν του Θεού και δύναμιν, και την δικαιοσύνην ενυπόστατον». Ο άγιος Επιφάνιος λέγει: «η σοφία του Πατρός ο ενυπόστατος θεός λόγος». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφερόμενος στην Παναγία, λέγει: «και επεσκίασεν επ’ αυτήν η του θεού… ενυπόστατος σοφία και δύναμις, ο υιός του Θεού». Και ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, αναφερόμενος στην Θεοτόκο, λέγει: «μόνη του θεού σοφίαν κυήσασα την ενυπόστατον». Σημαντικό είναι και αυτό που λέγει ο Δίδυμος ο Τυφλός ότι, όπως είναι αδύνατον να χωρίση κανείς την λάμψη από το φως, έτσι είναι αδύνατον να χωρίση την σοφία από τον σοφό, δηλαδή τον Υιό από τον Πατέρα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν πρόκειται για μια αφηρημένη σοφιολογία, για μια ανυπόστατη σοφία, για κάτι που δηλώνει έστω την ενέργεια του Θεού, αλλά για την ενυπόστατη Σοφία του Θεού, που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Η ενανθρώπηση του ασάρκου Λόγου προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη και υμνείται, δοξάζεται και βιούται στην Καινή Διαθήκη.
η’
Επειδή ο Χριστός είναι η ενυπόστατη Σοφία του Θεού, γι’ αυτό και ο λόγος Του είναι έκφραση αυτής της σοφίας. Ο Χριστός είναι ο Λόγος (κεφάλαιο Λ) του Θεού, γιατί Αυτός αναγγέλλει την βουλή και το θέλημα του Θεού Πατρός, και γιατί γεννάται από τον Πατέρα, όπως ο λόγος από τον νου. Ταυτόχρονα όμως και ο λόγος Του (μικρό λ), το κήρυγμά Του, η διδασκαλία Του είναι έκφραση και ενέργεια του Λόγου και της Σοφίας του Θεού. Δεν είναι ένας ανθρώπινος λόγος, αλλά θεανθρώπινος. Γι’ αυτό και ο λόγος του Λόγου συντελεί στην θεραπεία του ανθρώπου, όπως άλλωστε ο Ίδιος διαβεβαίωσε: «ήδη υμείς καθαροί εστέ δια τον λόγον ον λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε’, 3).
Ο λόγος του Θεού είναι η άκτιστη ενέργειά Του η οποία καθαρίζει, φωτίζει και θεοποιεί τον άνθρωπο και δια της οποίας ο Θεός δημιουργεί, συντηρεί όλον τον κόσμο. «Τω λόγω Κυρίου οι Ουρανοί εστερεώθησαν» λέγει ο ιερός Ψαλμωδός (Ψαλμ. λβ’, 6). Βέβαια, δεν αγνοούμε ότι όταν μιλούμε για τον λόγο του Θεού ( με μικρό λ) εννοούμε δύο πράγματα, ήτοι πρώτον, την άκτιστη ενέργεια του Θεού, τα άρρητα ρήματα και νοήματα, και δεύτερον, την μετάδοση της αποκαλυπτικής εμπειρίας δια της διδασκαλίας.
Κάθε ανθρώπινος λόγος κρύβει μέσα του μια ενέργεια, αφού εκφράζει την πείρα, την γνώση και τις ιδιαίτερες ικανότητες κάθε ανθρώπου. Αυτό ισχύει περισσότερο για τον θείο λόγο. Ο λόγος του Χριστού μετέδιδε και μεταδίδει την άκτιστη ενέργειά Του. Ο Ίδιος ο Χριστός είπε ότι εκείνος που τηρεί τις εντολές Του, θα αγαπηθή από τον Πατέρα Του και τότε «προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’, 21-23). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, εξηγώντας αυτό το σημείο, λέγει ότι σε κάθε εντολή που έδωσε ο Λόγος του Θεού, ενυπάρχει ο Ίδιος μυστικώς. Αλλά είναι γνωστόν ότι ο Λόγος του Θεού είναι αχώριστος από τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Γι’ αυτό και εκείνος που τηρεί τον λόγο που είπε ο Χριστός δέχεται μέσα του και μετέχει μυστικώς της Αγίας Τριάδος.
Έτσι, λοιπόν, η διδασκαλία του Χριστού είναι «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. στ’, 68) και όχι μια απλή διδασκαλία. Ο άσαρκος Λόγος έδινε τον λόγο στους Προφήτας και Παλαιάς Διαθήκης, γι’ αυτό εκείνοι συνήθως έλεγαν: «Τάδε λέγει Κύριος». Ο Χριστός, όμως, δεν ομιλεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά λέγει: «εγώ λέγω υμίν». Και αυτός ο λόγος, όταν βρη κατάλληλο έδαφος καρποφορεί. Ο Χριστός αποκάλυψε το θέλημα του Πατρός. Γιατί, όπως ο σπόρος έχει μια δυναμικότητα και ζωτικότητα, και από αυτόν μπορεί να αναπτυχθή ένα τεράστιο δέντρο, έτσι και ο λόγος του Θεού έχει μεγάλη δυναμικότητα και ενέργεια. Άλλωστε υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστής και ακτίστου ενεργείας. Ο άγιος Μακάριος θα μας πη ότι ο λόγος του Θεού δεν είναι αργός, «άλλ’ έργον έχει εις την ψυχήν γιγνόμενον». Γι’ αυτό, εκείνος που ακούει τον λόγο του Χριστού «εαυτόν φωταγωγεί», κατά τον όσιο Θαλάσσιο.
Η διεισδυτικότητα του λόγου του Θεού, ακριβώς επειδή είναι η άκτιστη ενέργειά Του, φαίνεται σε ένα καταπληκτικό χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «Ζων γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον, και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας˙ και ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού, προς ον ημίν ο λόγος» (Εβρ. δ’, 12-13). Το χωρίο αυτό δεν μπορεί να εξηγηθή, αν δεν συνδέσουμε τον λόγο του Θεού με την ενέργειά Του.
Το θέμα είναι γιατί δεν ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους ο λόγος του Θεού. Αυτό είναι συνάρτηση του γεγονότος ότι η θεία Χάρη ενεργεί διαφορετικά στους ανθρώπους, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του καθενός. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι και εδώ ισχύει κατ’ αναλογία ό,τι ισχύει με το νερό, σχετικά με τα φυτά και τα ζώα. Το νερό εισέρχεται σε κάθε τι που έχει ζωή, αλλά δημιουργεί διαφορετικά αποτελέσματα. Κάθε δέντρο και φυτό έχει τον δικό του καρπό, γλυκό, πικρό, ξυνό, καίτοι όλα τα δένδρα δέχθηκαν το ίδιο νερό. Αυτό εξαρτάται από την σύσταση κάθε φυτού και ζώου. Έτσι, ο θείος λόγος ενεργεί και φανερώνεται ανάλογα με την ποιότητα της αρετής και της γνώσεως κάθε ανθρώπου, δηλαδή πρακτικώς και γνωστικώς. Εάν ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος, ο λόγος του Θεού ενεργεί την κάθαρση, εάν βρίσκεται στην έλλαμψη και την θέωση τον φωτίζει και τον θεουργεί αντίστοιχα. Αυτό γίνεται αντιληπτό από το ότι άλλοι σώζονται ακούοντας τον λόγο του Θεού, και άλλοι καταδικάζονται.
Μια χαρακτηριστική εξήγηση αυτού του φαινομένου μας δίνουν οι παραβολές. Ο Χριστός δεν έλεγε τις παραβολές για να κάνη κατανοητότερο τον λόγο Του, αλλά ακριβώς για να κρύψη τις μεγάλες αλήθειες. Δημιουργείται, δηλαδή, μια εντύπωση ότι ο Χριστός μίλησε πολύ απλά για να τον καταλάβουν οι απλοί άνθρωποι της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια.
Όταν είπε την παραβολή του Σπορέως, οι Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν το βαθύτερο νόημα και περιεχόμενό της. Και όταν οι Μαθητές τον πλησίασαν για να τον ρωτήσουν τι σήμαινε αυτή η παραβολή, ο Χριστός είπε: «υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς, ίνα βλέποντες μη βλέπωσιν και ακούοντες μη συνιώσιν» (Λουκ. η’, 9-10). Φαίνεται καθαρά ότι οι παραβολικές εικόνες χρησιμοποιήθηκαν για να κρύψουν τα νοήματα της παραβολής, τα οποία βέβαια αναλύονται στους Μαθητάς, που ήταν κατάλληλοι γι’ αυτό.
Ο ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύοντας αυτό το σημείο, λέγει ότι οι Μαθητές ήταν άξιοι να γνωρίσουν τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών, ενώ στους άλλους λέγονται «σκοτεινώς» ώστε βλέποντας να μη βλέπουν και ακούοντας να μην αντιλαμβάνονται. Αυτό όμως το έκανε ο Χριστός όχι από κάποιο εκλεκτισμό, αλλά από αγάπη και φιλανθρωπία. Επειδή γνώριζε ότι μετά την γνώση των μυστηρίων της βασιλείας των ουρανών θα την καταφρονούσαν, γι’ αυτό την αποκρύπτει, «ίνα μη πλέον κατακριθώσιν».
Επομένως, από την παραβολή του Σπορέως φαίνεται καθαρά ότι άλλοι ακούνε τον λόγο του Θεού εν παραβολαίς, όπως ο όχλος, άλλοι γνωρίζουν τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, όπως οι Μαθητές, και άλλοι ανεβαίνουν στον Θαβώρ και βλέπουν τον μεταμορφωθέντα Χριστό, όπως οι τρεις από τους Μαθητάς. Αυτό εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση των ακροατών.
θ’
Ο λόγος του Θεού διαρθρώνεται σε εντολές για την σωτηρία του ανθρώπου. Δημιουργείται η εντύπωση ότι οι εντολές του Θεού είναι νομικά κατασκευάσματα και περιορίζουν την ελευθερία του ανθρώπου. Όμως, ύστερα από όσα είδαμε για τον λόγο του Θεού, που είναι θεία ενέργεια, φαίνεται ότι οι εντολές θεραπεύουν και υγιαίνουν τον άνθρωπο.
Ο Χριστός, που είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, γνωρίζει πως δημιούργησε τον άνθρωπο και σε ποιά κατάσταση τον οδήγησε η αμαρτία. Εμείς συνήθως αγνοούμε την κατάσταση αυτή, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζουμε την αρχική μας εικόνα, πως ήταν, δηλαδή, ο Αδάμ στον Παράδεισο. Γι’ αυτό, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης θα πη ότι, εάν δεν γνωρίσουμε πως μας δημιούργησε ο Θεός, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αντιληφθούμε πως μας κατάντησε η αμαρτία. Με τις εντολές που έδωσε ο Χριστός, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη θέλει να επαναφέρη τον άνθρωπο στην προηγούμενη κατάσταση και να τον οδηγήση ακόμη υψηλότερα.
Επομένως, οι εντολές του Θεού προϋποθέτουν την ασθένεια του ανθρώπου, γνωρίζουν την πραγματική λειτουργία του ανθρωπίνου οργανισμού και βοηθούν τον άνθρωπο να φθάση από την ασθένεια στην υγεία. Συμβαίνει και εδώ ό,τι με τις εντολές που δίνει ο ιατρός. Δεν στερούν από τον άνθρωπο την ελευθερία, αλλά την αναπτύσσουν και την καλλιεργούν, γιατί τί ελευθερία μπορεί να έχη ένας σωματικά άρρωστος άνθρωπος; Η ασθένεια του σώματος του περιορίζει όλες τις ελευθερίες και τις κινήσεις.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι συνήθως νομίζουμε ότι εμείς φυλάττουμε τις εντολές του Θεού, και αυτό μας στενοχωρεί, αλλά στην πραγματικότητα οι εντολές φυλάσσουν εμάς. Εκείνος που τηρεί τις εντολές του Θεού δεν τηρεί αυτές, άλλωστε δεν το έχουν ανάγκη, αλλά αυτός ο ίδιος τηρείται και προφυλάσσεται από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς, που επιβουλεύονται την ίδια την ζωή της ψυχής και του σώματος. έτσι, τηρώντας κανείς τις εντολές, όχι μόνο φυλάσσεται από την Χάρη του Θεού, αλλά συγχρόνως δεν χάνει τον πλούτο που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Η διδασκαλία του Χριστού περικλείεται μέσα σε αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι, δηλαδή, είναι ενέργεια του Θεού, και ακόμη είναι ενέργεια που θεραπεύει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό μελετούμε τον λόγο του Θεού που περικλείεται στην Αγία Γραφή, και γι’ αυτό η Εκκλησία διαβάζει τα Ευαγγέλια, τις επιστολές των Αποστόλων στην θεία Λειτουργία, αλλά και τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης κατά τον εσπερινό και σε άλλες ακολουθίες.
Περίφημη είναι η επί του όρους ομιλία του Χριστού, οι λόγοι Του πριν από κάθε θαύμα ή ακόμη και μετά από αυτό, η ομιλία Του προς τους Μαθητάς προ του Πάθους Του, όλες οι εντολές που ο Ίδιος έδωσε στους Μαθητάς και Αποστόλους, οι λόγοι των Μαθητών και των αγίων Πατέρων, αφού δια μέσου αυτών μιλούσε ο Ίδιος ο Χριστός.

Το ότι ο λόγος του Θεού είναι θεία ενέργεια φαίνεται και από την σχέση του με τα θαύματα που επιτελούσε ο Χριστός. Όπως ο Θεός είπε «γενηθήτω φως˙ και εγένετο φως» (Γέν. α’, 3), έτσι και με τον λόγο Του έκανε θαυμάσια πράγματα, τα οποία λέγονται σημεία και τέρατα, δηλαδή, θαύματα.
Ο Χριστός δεν έκανε τίποτε χωρίς λόγο και σκοπό. Μελετώντας τα άγια Ευαγγέλια διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός άλλοτε ομιλούσε και σαν επιστέγασμα και επιβεβαίωση της ομιλίας του έκανε τα θαύματα, και άλλοτε πρώτα έκανε τα θαύματα και στην συνέχεια αποκάλυπτε μια μεγάλη θεολογική αλήθεια. Θα αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν αυτήν την πραγματικότητα.
Είναι γνωστή η επί του όρους ομιλία του Χριστού στην οποία αποκάλυψε μεγάλες αλήθειες. Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το σημείο, λέγει ότι, όταν κανείς δη προσεκτικά τα Ευαγγέλια, θα διαπιστώση ότι ο Χριστός πριν ανεβή στο όρος για να διδάξη τους ανθρώπους θεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας έτσι τους Ιουδαίους για όσα επρόκειτο να τους πη. Και μετά από την μακρά δημηγορία πάλι θαυματουργεί, για να επιβεβαιώση, με όσα έγιναν, τα όσα τους είπε. Έτσι, τα θαύματα που προηγήθηκαν ήταν προετοιμασία για το κήρυγμα, και τα θαύματα που ακολούθησα την ομιλία στο όρος είχαν σκοπό να επιβεβαιώσουν τα όσα άκουσαν.
Στα Ευαγγέλια γίνεται διάκριση μεταξύ σημείων και θαυμάτων. Το πραγματικό θαύμα είναι η συγχώρηση των αμαρτιών, αφού κανείς άλλος δεν μπορούσε να κάνη αυτό το έργο. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κανείς από τους Πατριάρχας και τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, παρά την κοινωνία τους με τον Θεό και την ιδιαίτερη Χάρη που είχαν, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν αμαρτίες. Αυτό είναι έργο του Χριστού, επειδή Αυτός είναι Θεός αληθινός. Γι’ αυτό η συγχώρηση των αμαρτιών είναι το μεγαλύτερο θαύμα, που προκαλεί θαυμασμό. Όμως, επειδή οι Ιουδαίοι αμφισβητούσαν την δυνατότητα αυτή, γι’ αυτό έπειτα από την συγχώρηση επιτελούσε και το σημείο, θεράπευε το σώμα, για να επιβεβαιωθή ότι Αυτός μπορεί να δώση την υγεία της ψυχής. Αυτό φαίνεται παραστατικά στο θαύμα του παραλυτικού. Πρώτα συγχώρησε τις αμαρτίες του και, επειδή οι Ιουδαίοι αμφισβήτησαν αυτό το γεγονός, έδωσε και την θεραπεία του σώματος: «ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί γης αφιέναι αμαρτίας – τότε λέγει τω παραλυτικώ˙ εγερθείς άρόν σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου» (Ματθ. θ’, 6).
Ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο για να κάνη θαύματα, αν και τον συγκινούσε ο πόνος και η ακαταστασία των ανθρώπων, αλλά έκανε θαύματα για να καταλάβουν οι Ιουδαίοι ότι ήλθε ο Χριστός για να τους σώση από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Ο Χριστός δεν ήλθε να θεραπεύση μόνο τα σώματα, «αλλά και την ψυχήν εις φιλοσοφίαν ανέξων» (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Όση διαφορά υπάρχει μεταξύ της ψυχής και του σώματος τόση διαφορά υπάρχει μεταξύ της θεραπείας της ψυχής και της θεραπείας του σώματος. Η θεραπεία της ψυχής είναι το μείζον, αλλά αφανές, ενώ η θεραπεία του σώματος είναι καταδεέστερο και φανερώτερο. Γι’ αυτό ο Χριστός κάνει το καταδεέστερο και φανερώτερο, δηλαδή το θαύμα, για να αποδειχθή το μείζον και αφανέστερο, δηλαδή η άφεση των αμαρτιών, και η σωτηρία του ανθρώπου (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος).
Στις περιπτώσεις θεραπειών δαιμόνων ο Χριστός ενδιαφέρεται περισσότερο να δώση στους Ιουδαίους να καταλάβουν, αφ’ ενός μεν την ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων, αφ’ ετέρου δε ότι ο Ίδιος έχει μεγαλύτερη δύναμη από τα πονηρά πνεύματα. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός απελαύνει τους δαίμονες από τους δαιμονιζομένους, για να καταλάβουμε ότι Αυτός είναι που εκδιώκει και από τις δικές μας ψυχές τους δαίμονες και μας χαρίζει αιώνια ελευθερία.
Γι’ αυτό, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: «Μη δη σημεία ζήτει, αλλά ψυχής υγείαν». Άλλωστε, τα σημεία πολλές φορές έχουν και την υπόνοια της φαντασίας, δηλαδή, μπορούν να ερμηνευθούν με διαφορετικό τρόπο, καθώς επίσης και οι δαίμονες μπορούν να κάνουν θαύματα με την παραχώρηση του Θεού. Δεν μπορεί, όμως, να γίνη το ίδιο και με τον καθαρό βίο, που αποστομώνει όλους εκείνους οι οποίοι βλέπουν τον άνθρωπο που διακρίνεται από την αρετή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και τα σημεία, οι θεραπείες σωμάτων, είναι για τους απίστους και όχι για τους πιστεύοντας (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος).
Η σχέση και συνάρτηση της διδασκαλίας του Χριστού με τα θαύματα που επιτελούσε φαίνεται σε πολλά σημεία. Θεραπεύει τον τυφλό και στην συνέχεια διακηρύσσει ότι Αυτός είναι το φως του κόσμου. Χορταίνει πέντε χιλιάδες ανθρώπους με πέντε άρτους και δύο ψάρια και διακηρύσσει ότι Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, οπότε στην πραγματικότητα ομιλεί για την θεία Ευχαριστία. Φανερώνεται στην Σαμαρείτιδα και ταυτόχρονα αποκαλύπτει την μεγάλη αλήθεια ότι Αυτός είναι το ύδωρ το ζων. Ανασταίνει τον Λάζαρο, καθώς και τους άλλους δύο, ήτοι την θυγατέρα του Ιαείρου και τον υιό της χήρας της Ναΐν, και διακηρύσσει ότι Αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή. Παντού μέσα στα Ευαγγέλια μπορούμε να βρούμε τέτοιες σχέσεις και συναρτήσεις.
Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο Χριστός δεν ενδιέτριβε διαρκώς ούτε στην διδασκαλία ούτε στην θαυματουργία των σημείων, αλλά κάθε φορά χρησιμοποιούσε πότε τον ένα τρόπο και πότε τον άλλο, ώστε να συντελούν στην σωτηρία. Έτσι, άλλοτε ήθελε να φανή αξιόπιστος διδάσκαλος με τα σημεία που έκανε, και άλλοτε με την διδασκαλία Του ήθελε να επιτείνη το κέρδος από τα σημεία που επιτελούσε. Επομένως, τόσο τα θαύματα όσο και η διδασκαλία Του είχαν ένα σωτηριολογικό χαρακτήρα.
Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας βλέπει την ανωτερότητα του Πάθους του Χριστού δια του οποίου επιτεύχθηκε η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους στις λειτουργικές ευχές. Ξέρουμε ότι στην ευχή της αναφοράς υπάρχει η εξής φράση: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του Σταυρού, του Τάφου, της Τριημέρου Αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών Καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν Παρουσίας…». Βλέπουμε εδώ ότι μνημονεύονται τα Πάθη, ο Σταυρός, η Ανάσταση, η Ανάληψη και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και όχι τα θαύματα. Και ο Νικόλαος Καβάσιλας λέγει ότι εδώ δεν μνημονεύονται τα θαύματα, γιατί τα Πάθη και ο Σταυρός είναι αναγκαιότερα, αφού αυτά είναι ποιητικά της σωτηρίας, επειδή χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να αναστηθή ο άνθρωπος, ενώ τα θαύματα είναι μόνο αποδεικτικά και όχι ποιητικά σωτηρίας. Με τα σημεία, δηλαδή, οι Ιουδαίοι θα μπορούσαν να πιστεύσουν ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας που ανέμεναν.
ια’
Λέγαμε προηγουμένως για τον λόγο του Θεού, ότι αυτός είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, και ακόμη για την σχέση που υπάρχει μεταξύ του λόγου του Θεού και των θαυμάτων. Τώρα πρέπει να πούμε μερικά πράγματα για τα θαύματα που επιτελούσε ο Χριστός, δηλαδή θα εξετάσουμε την θεολογική αξία και τον θεολογικό χαρακτήρα των θαυμάτων.
Υπάρχουν μερικοί που ισχυρίζονται ότι τα θαύματα είναι άρση των φυσικών νόμων. Εννοούν, δηλαδή, ότι ο Θεός με την δημιουργία του κόσμου έβαλε μέσα στην κτίση τους φυσικούς νόμους και έτσι, όταν επιτελούνται τα θαύματα, αίρονται αυτοί οι φυσικοί νόμοι. Αυτή η άποψη δεν μπορεί να σταθή θεολογικά.
Κατ’ αρχάς πρέπει να λεχθή ότι στους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν δύο βασικά δόγματα για την δημιουργία του κόσμου και την σχέση του Θεού με αυτόν. Το ένα, ότι δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, και το άλλο ότι τον διευθύνει χωρίς κτιστά μέσα, αλλά με την άκτιστη ενέργειά Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι που διέπουν την κτίση, δηλαδή ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο και στην συνέχεια τον άφησε στην τύχη του, αλλά ο Ίδιος προσωπικά τον διευθύνει με την άκτιστη συνεκτική και προνοητική ενέργειά Του. Μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι, αλλά πνευματικοί λόγοι, που είναι η θεία ενέργεια. Αν δεν δούμε το θέμα μέσα από την προοπτική αυτή, τότε ή αποξενώνουμε τον Θεό από τον κόσμο ή αποδίδουμε μια αναγκαιότητα στον Θεό.
Ο Ίδιος ο Χριστός επανειλημμένως τόνισε ότι ο Πατήρ ο ουράνιος εργάζεται, ότι Αυτός τρέφει τα πετεινά του ουρανού και στολίζει την γη (Ματθ. στ’, 26-28). Αυτός ενδιαφέρεται για τα πάντα. Όπου υπάρχουν μερικά πράγματα που επαναλαμβάνονται κατά φυσικό τρόπο, δεν οφείλεται σε κάποιο νόμο φυσικό, αλλά στην πιστότητα της θείας ενέργειας. Ο Θεός, δηλαδή, θέλει να ενεργή πάντοτε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Επομένως, τα θαύματα δεν είναι η άρνηση των φυσικών νόμων, ωσάν ο Ίδιος ο Θεός να αναιρή τον Εαυτό Του, αλλά ενώ πάντοτε ο Θεός ενεργεί κατά ένα ορισμένο τρόπο, την συγκεκριμένη στιγμή που επιτελείται το θαύμα ενεργεί με έναν άλλο διαφορετικό τρόπο. Πρόκειται για μια προσωπική παρέμβαση του Θεού στον κόσμο, όπως το κάνει πάντοτε. Κάθε φορά ενεργεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο.
Μιλώντας όμως για τα θαύματα τα οποία επιτελούσε ο Χριστός, αλλά και επιτελούν και οι άνθρωποι που συνδέονται με τον Χριστό, πρέπει να δούμε δύο σημεία.
Το πρώτον, ότι ο Χριστός, επειδή ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, και η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε από την Παναγία θεώθηκε από την πρώτη στιγμή της προσλήψεως, θα μπορούσε συνεχώς να θαυματουργή, και μάλιστα από την αρχή. Δεν έπρεπε όμως να θαυματουργή από την πρώτη ηλικία, γιατί θα νομιζόταν ότι δεν ήταν άνθρωπος. Γι’ αυτό, άλλωστε, και υπήρξε κύηση, εννεαμηνιαίος χρόνος, τόκος και γαλακτοτροφία, και γενικά ένα ήσυχο πέρασμα του χρόνου, και ανέμεινε την πρέπουσα ηλικία στους άνδρες για να αρχίση το έργο Του. Και αυτό το έκανε για να γίνη αποδεκτό το μυστήριο της οικονομίας (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος).
Το δεύτερον, ότι τα θαύματα που γίνονται από τους αγίους είναι ενέργεια της θείας Χάριτος, η οποία ενεργεί δι’ αυτών. Οι άγιοι είναι κατοικητήρια του Τριαδικού Θεού και ο Θεός θαυματουργεί δι’ αυτών. Υπάρχουν όμως μερικοί που θεωρούν ότι το θαυματουργικό χάρισμα είναι το μακαριότερο, αλλά αγνοούν ότι υπάρχουν πολλά χαρίσματα, τα οποία είναι υπέρτερα από αυτό και απόκρυφα. Και επειδή είναι απόκρυφα, γι’ αυτό και παραμένουν άπτωτα (άγ. Ιωάννης Κλίμακος). Η αναγέννηση της ψυχής του ανθρώπου, η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση, η όραση του ακτίστου φωτός, η θεολογία ως χάρισμα, είναι ανώτερα από το θαυματουργικό χάρισμα. Συμβαίνει και εδώ ό,τι με τον Χριστό. Όπως στον Χριστό το θαύμα – σημείο είναι επιβεβαίωση ότι Αυτός είναι ο Σωτήρ των ανθρώπων, έτσι και το θαυματουργικό χάρισμα στους αγίους είναι απόδειξη ότι είναι κατοικητήρια του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό, τα ιερά λείψανα που ευωδιάζουν και θαυματουργούν είναι απόδειξη ότι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι άγιος. Το κακό είναι ότι στην εποχή μας χάθηκαν τα κριτήρια της αγιότητος, γι’ αυτό και θεωρούμε κάθε καλό άνθρωπο άγιο. Καλός άνθρωπος ήταν και ο Φαρισαίος της παραβολής, αλλά όμως δεν είχε την Χάρη του Θεού.
ιβ’
Είναι διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας ότι τα ονόματα του Θεού εκφράζουν και χαρακτηρίζουν τις άκτιστες ενέργειές Του. Δεν συνιστούν, βέβαια, την ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι παντελώς αμέθεκτη, αλλά την ενέργειά Του. Κάθε φορά που ο Θεός αποκάλυπτε τον Εαυτό Του στους Προφήτας, αποκάλυπτε τα γνωρίσματά Του με τις ενέργειες. Έτσι, ο Θεός είναι άγιος, δίκαιος, αθάνατος, φιλάνθρωπος, ελεήμων, ειρήνη κλπ., γιατί έτσι τον γνώρισαν οι άνθρωποι.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι από τα ονόματα που αποδίδουμε στον Χριστό κατανοούμε τι είναι και ποιο είναι το έργο Του. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο Απόστολος Παύλος γνώριζε καλύτερα από όλους τι είναι ο Χριστός, τον μιμήθηκε με την καθαρότητά του, μορφώθηκε ο Χριστός μέσα του, αφού με την μίμηση του Χριστού το είδος της ψυχής του μεταβλήθηκε στο πρωτότυπο. Γι’ αυτό στις επιστολές του παρουσιάζει όλα τα ονόματα του Χριστού.
Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαριθμεί τα ονόματα του Χριστού, όπως τα κατέγραψε ο Απόστολος Παύλος. Ο Χριστός είναι δύναμη και σοφία του Θεού, ειρήνη, φως απρόσιτο, αγιασμός, απολύτρωση, αρχιερεύς μέγας, Πάσχα, ιλαστήριο των ψυχών, απαύγασμα της δόξης, χαρακτήρας της υποστάσεως, ποιητών των αιώνων, βρώμα πνευματικό και πόμα, πέτρα και ύδωρ, θεμέλιο πίστεως και κεφαλή γωνίας, εικόνα του Θεού του αοράτου, μέγας Θεός, κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, πρωτότοκος της καινής κτίσεως, απαρχή των κεκοιμημένων, πρωτότοκος εκ των νεκρών, πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς, μεσίτης Θεού και ανθρώπων, υιιός μονογενής στεφανωμένος με δόξα και τιμή, Κύριος της δόξης, αρχή των όντων κλπ.
Επειδή στο κεφάλαιο αυτό κάνουμε λόγο ιδιαιτέρως για το ότι ο Υιός και Λόγος είναι η Σοφία του Θεού, γι’ αυτό θα ήθελα να κάνουμε μια περίληψη των όσων λέγων ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ειδικώς για το όνομα αυτό.
Ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό. Ακριβώς επειδή ο Λόγος είναι σοφία και δύναμη, γι’ αυτό συμπλέκεται η σοφία με την δύναμη. Αν η σοφία δεν επινοούσε την δημιουργία, και αν η δύναμη με την οποία τα νοήματα γίνονται έργα δεν ακολουθούσε την σοφία, δεν θα είχαμε όλα αυτά τα μεγάλα και άφραστα θαύματα της φύσεως. Έτσι, όταν βλέπουμε το μέγεθος της σύστασης των όντων, κατανοούμε την άφραστη δύναμη του Λόγου, και όταν σκεφθούμε πως τα μη όντα ήρθαν στην γένεση, τότε θα προσκυνήσουμε την ακατάληπτη σοφία Του, που τα επινόησε.
Η πίστη ότι ο Χριστός είναι σοφία και δύναμη βοηθά στην απόκτηση του αγαθού. Γιατί ό,τι επικαλείται κανείς στην προσευχή του, και το οποίο βλέπει με τον οφθαλμό της ψυχής, αυτό και λαμβάνει με την προσευχή. Εκείνος, λοιπόν, που προσβλέπει στον Χριστό ως την δύναμη, αποκτά μεγαλύτερη δύναμη στον εσωτερικό του κόσμο, και εκείνος που επικαλείται την σοφία του Θεού γίνεται σοφός. Με αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης εννοεί ότι όποιος προσεύχεται στον Χριστό ως την σοφία και δύναμη του Θεού, έχει κοινό όνομα με τον Θεό, δηλαδή είναι δυνατός και σοφός, κατορθώνει την τελειότητα του βίου, γιατί με την σοφία εκλέγει το καλό και με την δύναμη κατορθώνει την εκλογή του.
Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να προσευχόμαστε στον Χριστό με διάφορα ονόματα, αλλά και να επιδιώκουμε να μιμούμαστε τον Χριστό στο σημαινόμενο των ονομάτων, γιατί έτσι κατά μετουσία θα αποκτούμε και εμείς αυτό που ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν. Εφ’ όσον τα ονόματα του Χριστού είναι οι ενέργειές Του, σημαίνει ότι προσευχόμενοι σε Αυτόν, δια των ονομάτων, λαμβάνουμε τις ενέργειές Του.
ιγ’
Η τελειότητα του χριστιανικού βίου είναι η μίμηση του Χριστού. Και, βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για μίμηση, δεν εννοούμε την εξωτερική συμμόρφωση με την επίγεια ζωή του Χριστού, αλλά την μέθεξη των ενεργειών του Χριστού, την κοινωνία και ενότητα μαζί Του.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, σε σχέση με τα ονόματα του Χριστού, λέγει ότι απαιτείται να διακρινόμαστε στην ζωή μας από τα σημαινόμενα των ονομάτων του Χριστού. Θα κάνουμε μια μικρή περίληψη αυτής της σκέψεως του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί είναι αρκετά εκφραστική.
Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος με την ενανθρώπησή Του έλαβε το όνομα Χριστός. Όμως με την αγάπη και την φιλανθρωπία που δείχνει στο ανθρώπινο γένος χαρίζει και σε μας την κοινωνία αυτού του προσκυνητού ονόματος, αφού και εμείς αποκαλούμαστε Χριστιανοί. Έτσι, καίτοι ο καθένας από μας έχει διάφορα γνωρίσματα, αφού άλλος είναι πλούσιος ή ευπατρίδης – ευγενής ή ταπεινός από πλευράς καταγωγής ή πτωχός, άλλος είναι γνωστός από κάποιες εργασίες ή αξιώματα, εν τούτοις όλα αυτά υποχωρούν στο όνομα Χριστιανός. Πάνω από όλα λεγόμαστε Χριστιανοί, και μας δόθηκε η μεγάλη δωρεά να έχουμε το όνομα του Χριστού. Πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε το μέγεθος της δωρεάς που λάβαμε και να ευχαριστήσουμε τον Θεό, και στην συνέχεια να αποδείξουμε με την ζωή μας ότι είμαστε όπως μας θέλει η σημασία του μεγάλου αυτού ονόματος.
Ο Χριστός, όπως λέγαμε προηγουμένως, έχει πολλά ονόματα. Επειδή όμως μας έδωσε την ευλογία να λεγόμαστε Χριστιανοί, είναι ανάγκη να διαπιστώνουμε στον εαυτό μας ότι υπάρχουν και όλα εκείνα τα ονόματα, που ερμηνεύουν αυτήν την επωνυμία, ώστε η ονομασία του Χριστιανού να μην είναι ψευδώνυμη. Γιατί, πρέπει κανείς να είναι πρώτα άνθρωπος και έπειτα να λάβή την προσηγορία της φύσης του. Αν σε ένα δένδρο ή σε μία πέτρα δώσουμε την ονομασία άνθρωπος, δεν θα γίνη άνθρωπος από αυτήν καθ’ εαυτή την ονομασία. Ούτε επίσης είναι άνθρωπος κάποιο ομοίωμα του ανθρώπου, όπως ένας ανδριάντας. Μόνον η φύση είναι εκείνη που αποδεικνύει αληθινή την προσηγορία.
Επομένως, όσοι ονομάζουν τους εαυτούς τους με το όνομα του Χριστού (Χριστιανοί), πρώτα πρέπει να γίνουν ό,τι θέλει αυτό το όνομα και μετά να αποδώσουν στον εαυτό τους την κλήση αυτή, δηλαδή την ονομασία. Όλα τα ονόματα που εκφράζουν και ερμηνεύουν την σημασία του ονόματος του Χριστού, δύναμη, σοφία, ειρήνη, απολύτρωση κλπ., πρέπει να λάμπουν στην ζωή του Χριστιανού.
Υπάρχουν μερικοί που δημιουργούν τέρατα, αφού συνθέτουν μία ύπαρξη από ετερογενή διαφορετικά στοιχεία, όπως βουκεφάλους, ιπποκενταύρους, δρακοντόποδες κλπ. Έτσι και ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ονομαστή Χριστιανός, αν είναι καθ’ όλα σωστός, αλλά έχει άλογη κεφαλή, αφού δεν τοποθετεί την πίστη του στην κεφαλή του παντός, που είναι ο Λόγος. Ούτε είναι Χριστιανός κάποιος άλλος που το σώμα του δεν είναι κατάλληλο προς την κεφαλή, αφού πιστεύει στον Χριστό, αλλά με το σώμα του εκφράζει τους θυμούς των δρακόντων και αποθηριώνεται όμοια με τα ερπετά ή συνδέει την θηλυμανία των αλόγων με την ανθρώπινη φύση, και έτσι γίνεται ένας δισύνθετος, αφού αποτελείται από λογικό και άλογο στοιχείο. Ο Χριστιανός είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, και πρέπει να ομοιάζη και να συνδέεται με την κεφαλή, που είναι ο Χριστός.
Για να αναγνωρίζεται κάποιος ως Χριστιανός πρέπει να είναι τυπωμένοι πάνω στον βίο του οι χαρακτήρες των αρετών, που νοούνται με το όνομα Χριστός. Γι’ αυτό, όσοι έχουν κληθή από τον Χριστό σε κοινωνία μαζί Του και έχουν λάβει την μεγάλη δωρεά να δεχθούν το όνομα Του και να λέγωνται Χριστιανοί, πρέπει συνεχώς να κρίνουν τις σκέψεις, τους λόγους και τα έργα, εάν το καθένα από αυτά έχει σχέση με τον Χριστό ή έχει αλλοτριωθή. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης καταλήγει στο ότι η τελειότητα του χριστιανικού βίου έγκειται στο να έχη ο άνθρωπος κοινωνία με όλα αυτά που σημαίνουν το όνομα του Χριστού στην ψυχή, τον λόγο και τις πράξεις του βίου του.
Η χριστιανική ιδιότητα δεν είναι απλώς χάρισμα, αλλά και άσκηση, αγώνας. Ο Χριστός, βέβαια, μας έδωσε την δωρεά, αλλά και εμείς πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτήν. Όσοι συνδέονται με τον Χριστό γίνονται χριστοί Κυρίου, αληθινοί Χριστιανοί.
Ο Χριστός είναι η ενυπόστατη και πραγματική Σοφία του Θεού. Με την ενανθρώπησή Του, την σταυρική θυσία και την ανάστασή Του έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να ενωθή μαζί Του και να αποκτήση την πνευματική σοφία. Κατά τον Αδελφόθεο Ιάκωβο υπάρχουν δύο σοφίες, ήτοι «η άνωθεν σοφία» που είναι αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, γεμάτη ευσπλαγχνία και αγαθούς καρπούς, αδιάκριτη και ανυπόκριτη, και η επίγεια ψυχική και δαιμονιώδης σοφία (Ιάκ. γ’, 15-18). Αυτές τις δύο σοφίες αναλύει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στα έργα του, γιατί αυτό δείχνει την διαφορά της θεολογίας από την φιλοσοφία, την γνώση που προσφέρει ο Θεός με την ανθρώπινη κτιστή γνώση.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο πρώτη σοφία είναι ο ενάρετος βίος, ο οποίος είναι κεκαθαρμένος ή καθαιρόμενος ενώπιον του Θεού. Ο Θεός είναι πιο καθαρός και λαμπρός, και ζητά από εμάς ως μοναδική θυσία την κάθαρση. Έτσι, λοιπόν, πρώτη σοφία είναι να παραβλέπη κανείς την σοφία που βρίσκεται στον λόγο, τις εύστροφες λέξεις και τις κίβδηλες και περιττές αντιθέσεις. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι προτιμά την σοφία των ασήμων Μαθητών, που όμως έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και σαγήνευσαν ολόκληρη την οικουμένη, από την σοφία των κατά κόσμο σοφών. Γιατί, σοφός δεν είναι εκείνος που είναι σοφός στον λόγο και έχει εύστροφη γλώσσα, αλλά όμως έχει άστάτη και απαίδευτη ψυχή, σαν τους τάφους που εξωτερικά είναι ωραίοι, ενώ μέσα είναι γεμάτοι από σάπια σώματα. Σοφός είναι εκείνος που ομιλεί μεν για την αρετή, αλλά έχει πολλές πράξεις, και μάλιστα επιβεβαιώνει με την ζωή του την αξιοπιστία του λόγου του.
Θα πρέπη να έχουμε την διάθεση να σοφιζόμαστε από την ενυπόστατη Σοφία του Θεού, που είναι ο Χριστός.
Νοέμβριος 1994

Από το βιβλίο: Οι Δεσποτικές εορτές. Εισοδικό στο δωδεκάορτο και την ορθόδοξη χριστολογία. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Εκδότης:Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). 2008.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.