Η γέννηση μιάς νέας Πόλης – Σαράντου Καργάκου.

Το Βυζάντιο

Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για μια νέα πόλη αλλά για αναβάπτιση μιας αρχαίας ήδη πόλης, η οποία, κατά την παράδοση, είχε κτιστεί στην ευρωπαϊκή ακτή από τον Μεγαρέα Βύζαντα, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην Αργοναυτική εκστρατεία. Το Βυζάντιο, που επώνυμος ήρωας του ήταν ο Βύζας, κτίστηκε μετά τη δημιουργία του αποικίας από Μεγαρείς στην ασιατική ακτή. Η πρώτη αυτή αποικία λεγόταν Χαλκηδών. Πρόκειται για το σημερινό Καδήκιοϊ. Η παράδοση λέγει ότι ο Βύζας, σύμφωνα με ένα χρησμό, έπρεπε να ιδρύσει νέα αποικία στη «Χώρα των Τυφλών», την οποία βρήκε απέναντι από την Χαλκηδόνα, όπου ίδρυσε νέα πόλη, η οποία από το δικό του όνομα έλαβε την ονομασία Βυζάντιον. Πιθανώς, όμως η περιοχή να συνδέεται και με άλλα θρακικά ονόματα, όπως Βυζία, Βύζηρες, Βαρβύζης κ.ά.

Η θέση του Βυζαντίου ήταν εξαιρετική, επειδή ήταν θέση κλειδί για την επικοινωνία Αιγαίου- Ευξείνου μέσω της Προποντίδος και του Βοσπόρου, κι ακόμη επειδή διέθετε εύφορη γη κι ήταν θέση φύσει οχυρή, μια γλώσσα γης μέσα στην Προποντίδα που διέθετε επτά λόφους (από όπου και η ονομασία Επτάλοφος) κι ένα φυσικότατο λιμένα, προστατευόμενο από τους περιβάλλοντες λόφους, τον περίφημο Κεράτιο(*1) ή Κόλπο του Χρυσού Κέρατος(*2).

Πιθανώς, η προνομιακή έναντι της Χαλκηδόνος θέση του Βυζαντίου και η ταχεία εξέλιξή του να γέννησε τον θρύλο για την Χώρα των Τυφλών(τυφλοί ήσαν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνος, που δεν έβλεπαν την απέναντί τους εξαιρετική θέση), τον οποίο θρύλο καταγράφει Ο Στράβων (VII,20). Η ίδρυση του Βυζαντίου τοποθετείται στο 657π.Χ. Λίγα χρόνια αργότερα ήρθαν κι άλλοι άποικοι να εγκατασταθούν. Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Αργείοι υπό τον Ζεύξιππο, οι οποίοι ίδρυσαν στην ακρόπολη του Βυζαντίου ναό επ’ ονόματι της Ήρας που ήταν ο πολιούχος του Άργους. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι λίγο πριν από την οριστική άλωση του 1453 ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο αρχαιολάτρης φιλόσοφος του Μυστρά, στο περίφημο υπόμνημα του προς τον Μανουήλ Β’, θα του θυμίσει την δωρική καταγωγή της βασιλεύουσας και την ανάγκη αναβιώσεως του δωρικού ήθους. Στο Άργος, ως γνωστόν, βασίλευε το δωρικό γένος των Τημενιδών, που ίδρυσε και το βασίλειο της Μακεδονίας.

Ο πρώτος οικισμός του Βυζαντίου είχε κτιστεί στον μυχό του Κερατίου, αλλά αργότερα λόγω πληθυσμιακής αυξήσεως, ο οικισμός απλώθηκε σε όλη τη τριγωνική χερσόνησο που είχε περίμετρο περί τα 13χλμ. Ο Βύζας για να ασφαλίσει την πόλη του από τις επιδρομές των θρακικών φύλων, έκτισε με τη βοήθεια του Ποσειδώνος τείχη, τα οποία, λόγω συμμετοχής του Θεού στην κατασκευή, ονομάζονταν «θεόκτιστα». Θεοτείχιστη και θεοφύλακτη και θεοφρούρητη θεωρούσαν την πόλη τους οι Βυζαντινοί και κατά την χριστιανική εποχή. Την ισχύ των τειχών επαύξησε η προσθήκη πυργών, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Κωδινό(*3), ήσαν 27, με υπέρτερο όλων εκείνον που ήταν αφιερωμένος στον Ηρακλή. Ο Δεινίας ή Δειναίος, Μεγαρέας κι αυτός από την Χαλκηδόνα, διαδέχτηκε τον Βύζαντα και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πόλη, η οποία ευπορούσε λόγω των δασμών που έβαζε στα διασχίζοντα τον Βόσπορο πλοία. Εξυπακούεται ότι λόγω του πλούτου της γεννούσε τον φθόνο των γειτονικών φυλών ή πόλεων.

Όταν εισερχόμαστε στους κατ’ εξοχήν ιστορικούς χρόνους, το Βυζάντιο είχε επεκταθεί στην απέναντι μικρασιατική ακτή και είχε υπό την κατοχή του την Βιθυνία, την Δασκυλίτιδα, λίμνη και ένα μέρος της Φρυγίας. Όταν ο περίφημος βασιλιάς της Περσίας Δαρείος Α’ το 513 π. Χ. επιχείρησε την εκστρατεία εναντίον της Σκυθίας, παρέλαβε μαζί του και Βυζαντινούς ή Βυζαντίνους με αρχηγό τον Αρίστωνα.

Δεν θα αναφερθούμε στην περαιτέρω ιστορία του Βυζαντίου την οποία εξετάζουμε εκτενώς σε προηγούμενες συγγραφές μας(*4). Θα περιορισθούμε εδώ να αναφέρουμε ότι πρώτος εκήρυξε τον Χριστιανισμό στην πόλη αυτή ο Απόστολος Ανδρέας(*5), ο οποίος θεωρείται ιδρυτής της χριστιανικής Εκκλησίας του Βυζαντίου και που περιέργως το όνομα αυτού δεν έλαβε κανείς επιφανής Βυζαντινός, ούτε αυτοκράτορας, ούτε πατριάρχης, ούτε στρατιωτικός ούτε και κάποιος από τους πολυάριθμους λογίους που ανέδειξε η πόλη του Κωνσταντίνου.

Αξίζει ακόμη ν’ αναφερθούμε ότι το 196 μ.Χ., μετά από τριετή πολιορκία, το Βυζάντιο, που είχε ταχθεί με τον Πεσκέννιο τον Νίγκρα(Μαύρο) εναντίον του Σεπτεμίου Σεβήρου, κυριεύθηκε από τους αντιπάλους του Πεσκεννίου και υπέστη φοβερή δοκιμασία. Ο Σεβήρος, μόλις πρηροφορήθηκε την άλωση, αναπήδησε από χαρά και ανέκραξε: «Byzantium cepemus»(=κυριεύσαμε το Βυζάντιο). Τότε κατήγηρσε όλα τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στην πόλη ο Βεσπασιανός, κατεδάφισε τα τείχη της και την υπήγαγε στη δικαιοδοσία της γειτονικής Περίνθου, την άλλως καλούμενη Ηράκλεια. Από αυτό ξεκίνησε η παράδοση να χειροτονείται ο πατριάρχης της ΚΠόλεως από τον μητροπολίτη Ηρακλείας. Τέλος, μετά τη λήξη των πολέμων ανάμεσα στον Λικίνιο και στον Κωνσταντίνο, ο τελευταίος, όταν έμεινε μόνος πάνω στην ιστορική σκηνή, έσπευσε το 323 να καταλάβει την ιστορική πολιτεία, που και πάλι είχε οχυρωθεί με νέα τείχη. (Ο Σεβήρος είχε μετανοήσει και είχε επιτρέψει την επανατείχισή της).

Ο Κωνσταντίνος, προκείμενου να την υποχρεώσει σε παράδοση, έκτισε έναντι των δικών της τειχών υψηλότερα αντιτειχίσματα με πύργους κι έτσι δημιούργησε ένα αδιαπέραστο φράγμα. Μετά τη κατάληψή της, λόγοι, τους οποίους θα εξετάσουμε παρακάτω, ώθησαν τον Κωνσταντίνο στην απόφαση να μεταφέρει σε αυτή την έδρα της διοικήσεως και να την κάνει πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
Έτσι μπορεί να θεωρηθεί δεύτερος Βύζας, ιδρυτής μιας νέας πόλεως που έλαβε το όνομά του, Κωνσταντινούπολη, παράλληλα προς αυτό της Νέας Ρώμης. Πλην, όμως, η Αυτοκρατορία που σχηματίστηκε από αυτόν με έδρα την επώνυμη πόλη του, κράτησε την επίσημη ονομασία Ρωμαϊκή (και στη λαϊκή γλώσσα Ρωμανία), ενώ σε νεότερη εποχή πήρε την ονομασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζαντινό Κράτος ή σκέτο Βυζάντιο. Το αρχαίο ελληνικό όνομα επιβλήθηκε των ορθότερων ονομάτων Αυτοκρατορία της Κπόλεως ή Κωνσταντίνειος Αυτοκρατορία, που όμως δεν δόθηκαν ποτέ. Κάποιοι ιστορικοί , όπως ο E. Stein(Histoire Bas Empire, τ. Α’, σ.2), για λόγους εκζητήσεως – για να μην πω εντυπωσιασμού- διατείνονται πως το Βυζαντινό κράτος προϋπήρξε της Κπόλεως. Προϋπήρχαν τα συστατικά , το κράτος όχι. Η πόλη ήταν το κράτος που οι νεότεροι ονόμασαν βυζαντινό και που, επαναλαμβάνουμε, ορθότερο θα ήταν να λεγόταν Αυτοκρατορία της Κπόλεως.

Η ανάδειξη της ΚΠόλεως σε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας λειτούργησε μαραντικά για τα μεγάλα περιφερειακά κέντρα της ελληνιστικής Ανατολής. Όπως το κτίσιμο της Νέας Σπάρτης έφερε τον μαρασμό στα γύρω ακμαία χωριά, μη εξαιρουμένου και του Μυστρά, όμοια και η ΚΠολη προκάλεσε την ατροφία στις ελληνιστικές πόλεις της Ανατολής. Γράφει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Hans- Georg Beck τα εξής:

«Η μεταφορά της έδρας της αυτοκρατορικής διοίκησης στην ΚΠολη έφερε τον ρωμαϊκό διοικητικό μηχανισμό τόσο κοντά στους ελληνιστές, ώστε οι τελευταίοι θορυβήθηκαν. Ο Λιβάνιος είναι εκείνος που αντιλήφθηκε ξεκάθαρα πόσο βαρυσήμαντη ήταν αυτή η αλλαγή: ο Μ. Κωνσταντίνος είναι ο εχθρός της ελληνιστικής πόλης και ακριβώς με την ίδρυση της ΚΠολης έδωσε τη χαριστική βολή στην πόλη(*6)».

Αυτό όμως που πρέπει να αντιληφθεί ο αναγνώστης είναι πως η ελληνιστική πόλη αντιστάθηκε στη δεσποτική επιβολή της νέας πόλης, κυρίως μέσω των αιρέσεων ή μέσω της προβολής των εθνικών θρησκειών. Τελικά όμως κατόρθωσε να διατηρηθεί δίνοντας ελληνιστικό ή ελληνίζοντα χαρακτήρα και σε αυτή την πρωτεύουσα. Που ήδη εγκαταστάθηκε σε προϋπάρχον ελληνικό κέντρο, με δική του παράδοση, με ισχυρή παρουσία, ιδιαίτερα στο τομέα της ναυτιλίας, αφού το εμπορικό ναυτικό των κατοίκων του Βυζαντίου έφτανε περί τα 400 πλοία.

Εκείνο το οποίο πρέπει έντονα να τονιστεί είναι τούτο: για τη μετασκευή του Βυζαντίου σε πρωτεύουσα ο Κωνσταντίνος διέθεσε τεράστια ποσά, τα οποία κατά την εκτίμηση μεταγενέστερου βυζαντινού συγγραφέα υπολογίζονται σε 60.000 λίτρες χρυσού. Όλα, όμως, τα κτίσματα λόγω της σπουδής (κατά την παράδοση τα πάντα έγιναν εντός 9 μηνών!) δεν είχαν σφραγίδα τελειότητας. Δεν ήσαν φτιαγμένα για την αιωνιότητα. Γράφει κορυφαίος Έλληνας ιστορικός :

«Κατ’ αντίθεσιν προς τα δημιουργήματα του Ικτίνου και του Καλλικράτους τα κτίσματα των αρχιτεκτόνων και ναοδόμων του Κωνσταντίνου δεν ήσαν πεπλασμένα εις το διηνεκές, αλλ’ είχον τον χαρακτήρα της πλημμελείας, του παροδικού και αυτοσχεδίου. Πολλά των οικοδομημάτων τούτων εχρειάσθη να επισκευάση ή όλως ανακοδόμηση κατόπιν η βυζαντιακή βασιλεία. Αλλ’ ήδη επί Κωνσταντίνου εδόθη εις την πόλιν, ην (=την οποία) εκείνος εξέλεξε ως πρωτεύουσαν του βασιλείου, τύπος αληθούς βασιλευούσης, και εν τοις δημιουργήμασι των χρόνων αυτού ανεφάνησαν το πρώτον οι χαρακτήρες εκείνοι της βυζαντινής τέχνης, ήτις, καίπερ(=παρότι) εκ της αρχαίας απορρεύσασα, έμελλε να ζήση επί μακρούς αιώνας, ίδιον προσλαμβάνουσαν τύπον και υπό όρους ιδίας εξελίξεως(*7)».

Η νέα πρωτεύουσα έλαβε εντονότερο ελληνικό χαρακτήρα, όταν με διαταγή του Κωνσταντίνου μεταφέρθηκαν σε αυτή έργα τέχνης ή ιστορικά κειμήλια από άλλες ελληνικές ή ελληνιστικές πόλεις ή από διάφορα θρησκευτικά κέντρα, όπως π.χ. ο χάλκινος τρίποδας που οι νικητές της μάχης των Πλαταιών είχαν αφιερώσει στο Μαντείο των Δελφών και ο οποίος στηριζόταν σε τρικέφαλο οφιοειδή μπρούτζινο κίονα. Ο κίονας αυτός τοποθετήθηκε στον ιππόδρομο, στον χώρο που οι Τούρκοι αργότερα ονόμασαν Ατ Μεϊντάν.

————

(*1): Ο Κεράτιος έχει μήκος 7χλμ. Το πλάτος του ποικίλλει από 300 ως 600 μέτρα, ενώ το βάθος του νερού φτάνει στα 42 μέτρα. Αυτό επιτρέπει να προσορμίζονται ακόμη και σήμερα μεγάλα πλοία. Επί πλέον δεν έχει σημαία παγίδες. Έτσι εξηγείται το λεγόμενο από τον Προκόπιο: «Επειδάν άπαξ αι νήες ίκωνται, ακυβέρνητοί τε το λοιπόν ίσασι και απροβουλεύτως προσορμίζονται» («Περί κτισμάτων», Α’, 5). Που σημαίνει, άπαξ και εισέλθουν εντός του κόλπου τα πλοία, πηγαίνουν ακυβέρνητα και προσορμίζονται (αράζουν) χωρίς ιδιαίτερη προσοχή).
(*2): Η ονομασία αυτή η εν συνθέσει Χρυσοκέρατος αποδίδεται στην γιαγιά του Βύζαντος, την «κερασφόρο» νύμφη Ιώ, την οποία αποπλάνησε ο Δίας. Σύμφωνα με την παράδοση , ο Βύζας είχε νυμφευθεί τη Φιδάλεια, κόρη τοπικού φυλάρχου, αδρφή του Στρόμβου. Σε μία μονομαχία ενίκησε τον Θρακιώτηάρχοντα Αίμο, που το όνομά του φέρει το όρος αυτό προέκυψε η ονομασία Χερσόνησος του Αίμου ή Αιμική Χερσόνησος. Αλλ’ ενώ ο Βύζας πολεμούσε στα ενδότερα της Θράκης, η πόλη του, το Βυζάντιο, δέχτηκε την επίθεση του ισχυρού φύλου των Οδρυσών. Τότε η Φιδάλεια, επικεφαλής των βυζαντίδων γυναικών, διασκόρπισε τους Οδρύσες και το αυτό έπραξε ακολούθως, όταν η πόλη δέχτηκε την επίθεση του αδερφού της Στρόμβου. Λόγω της διπλής αυτής επιτυχίας η Φιδάλεια τιμήθηκε με άγαλμα που έδωσε λαβή στο να ονομασθεί το Βυζάντιο «Γυναικόπολις» ή «Γυναικόσπολις» και ο κοντινός προς το άγαλμα λιμένας ή και όλος ο Κεράτιος «Γυναικών λιμήν». Συνεπώς, η πόλη κατά την προχριστιανική εποχή είχε προστάτιδα μια γυναίκα, όπως και κατά την χριστιανική είχε τεθεί
υπό την προστασία γυναικείας μορφής, της Παναγίας. Η Φιδάλεια ήτα μία πρόδρομος μορφή της Υπερμάχου Στρατηγού.
(*3): Με το συμβατικό τούτο όνομα άγνωστου συγγραφέα προσδιορίζονται τρία έργα υπό τους εξής τίτλους: «Πάτρια», «Περί οφφικίων» και η σύντομος «Χρονογραφία». Στα «Πάτρια», έργο που γράφτηκε πιθανώς στα χρόνια του Βασιλείου Β’ του Μακεδόνος, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την κτίση της ΚΠόλεως, την τοπογραφία, τα κτίσματα και τα αγάλματά της και γενικά για ό, τι αποτελούσε στόλισμά της. Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται στην διήγηση σχετικά με την ανέγερση της Αγίας Σοφίας. Ο ναός είχε ήδη ενδυθεί με τον μανδύα του θρύλου.
(*4): Σ. Ι. Καργάκος: «Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος Χώρου», «Φίλιππος και Αλέξανδρος ως στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες», «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» και «Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης». Αρκεί μόνο να σημειώσουμε ότι στην πολιορκία του Βυζαντίου ο βασιλιάς Φίλιππος της Μακεδονίας έχασε από τόξευμα το ένα του μάτι.
(*5): Ο Απόστολος Ανδρέας από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, με τον αδερφό του Ιωάννη και τον Ιακώβ, τον γυιό του Ζεβεδαίου, υπήρξαν οι πρώτοι μαθητές του Χριστού. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο(«Εκκλ. Ιστορία Γ’ 1) εκήρυξε τον Χριστιανισμό στην Σκυθία και γι’ αυτό θεωρείται προστάτης της Ρωσίας. Κατ’ άλλη παράδοση, ο Ανδρέας, φεύγοντας από την Ιερουσαλήμ, πέρασε από το Βυζάντιο, όπου εκήρυξε κι εκεί. Ακολούθως ήλθε στην Ελλάδα όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Πάτρα. Σταυρώθηκε σε σχήμα Χ, όπως αναφέρεται σε επιστολή του Ιερωνύμου προς τον Μαρκελλίνο. Ο Μ. Κωνσταντίνος, σύμφωνα με άλλη παράδοση, έφερε τα λείψανα του Αγίου στην ΚΠολη- και το αυτό έπραξε και τα λείψανα του Ευαγγελιστή Λουκά και του Αποστόλου Τιμοθέου- και τα απέθεσε στον επιβλητικό ναό των Αγίων Αποστόλων. Ίσως γι’ αυτό δεν κτίσθηκε- τουλάχιστον μεγάλος- ναός του Αγίου Ανδρέα στην ΚΠολη. Πάντως, χωρίς να λείπουν οι επιφανείς με το όνομα Ανδρέας σε όλη τη χωρική και χρονική έκταση της Αυτοκρατορίας, αυτοί ήσαν λίγοι. Με το όνομα Ανδρέας μνημονεύονται ένας
Παλαιολόγος δεσπότης του Μυστρά, δύο μάρτυρες (ο Ανδρέας ο Πρεσβύτερος που μαρτύρησε «υπέρ των παναγίων εικόνων/έπί Λέοντος Γ’ Ισαύρου και ο Ανδρέας ο εν Κρίσει, που μαρτύρησε επί Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρώνυμου) κι ένας Ανδρέας μοναχός από την Χρυσούπολη(Σκούταρι), που έζησε τον 10ο αι. κοντά στον Άγιο Αθανάσιο στον Άθωνα και ένας Ανδρέας που ήλθε από τη Χίο στην Πόλη αλλά κατά το 1465 κατηγορήθηκε ως εξωμότης μουσουλμάνος. Υπάρχουν οι εκκλησιαστικοί ποιητές Ανδρέας ο Πύρος αλλά αυτός είναι αγνώστου καταγωγής και ο περίφημος Ανδρέας ο Κρης που έγραψε τον «Μέγα Κανόνα», που, αν και γεννήθηκε στη Δαμασκό και αργότερα διέπρεψε ως μητροπολίτης Γόρτυνος (απ’ όπου η επωνυμία Κρης), εν τούτοις έδρασε και διέπρεψε στη Βασιλεύουσα. Είναι ο επιφανέστερος που έφερε το όνομα του ιδρυτή της βυζαντινής Εκκλησίας.
(*6): Hans- Georg Beck: «Η βυζαντινή χιλιετία», εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005,σ. 33.
(*7): Σπυρ. Λάμπρος: «Ιστορία της Ελλάδος μετ’ εικόνων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της αλώσεως της ΚΠόλεως «, εν Αθήναις 1892, τ. Γ’, σ σ. 277-278.

Λόγοι της μεταφοράς της πρωτεύουσας

Οι λόγοι, οι οποίοι, κατά την προσωπική μας εκτίμηση, ώθησαν τον Κωνσταντίνο να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Δύση, όπου η Ρώμη είχε παύσει προ πολλού να είναι κέντρο διοικήσεως, στην Ανατολή και συγκεκριμένα στο Βυζάντιο, έχουν εκτεθεί συνοπτικά σε παλαιότερη εργασία μας(*1). Τους επαναλαμβάνουμε κι εδώ αλλά πιο αναλυτικά:

α) Το κέντρο βάρους της Αυτοκρατορίας είχε μετατοπισθεί από τη Δύση στην Ανατολή και αυτό το είχε διαισθανθεί ήδη ο Διοκλητιανός που μετέφερε την έδρα του στη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος, λαμβάνοντας υπόψη σημαντικότερους γεωπολιτικούς λόγους, προτίμησε το Βυζάντιο(*2). Η Ρώμη προ πολλού από γεωπολιτική άποψη είχε ξεπερασθεί.

β) Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αντιμετώπιζε τις περισσότερες εξωτερικές επιθέσεις, ιδίως των Περσών που αποτελούσαν πανάρχαια συγκροτημένη δύναμη, και συνεπώς στην Ανατολή ήταν συνεχώς αναγκαία η παρουσία της κεντρικής εξουσίας.

γ) Εντός αλλά και γύρω από τη νέα πρωτεύουσα υπήρχε συμπαγής πληθυσμός, ομοιογενής γλωσσικά, θρησκευτικά και ακμαίος οικονομικά. Πρόκειται για έναν κόσμο ελληνικό ή ελληνόφωνο, που είχε κατά πλειονοψηφία δεχτεί τον Χριστιανισμό και κατείχε τα σκήπτρα σε θέματα παιδείας. Ο κόσμος αυτός ήλεγχε την οικονομία, κυρίως την ναυτιλία και το εμπόριο, στη σπουδαία από κάθε άποψη κοσμοβριθή αυτή περιοχή. Εδώ είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η επίδραση του Ελληνισμού ήταν διάχυτη σε όλη την Αυτοκρατορία, σε σημείο μάλιστα και που και αυτή η Ρώμη να ονομαστεί Urbs Graeca. Περισσότερο διάχυτη όμως ήταν η επίδραση του Ελληνισμού στην Ασία και στη Β. Αφρική, κάτι που έκανε τον Βιλάμοβιτς να πει ότι η τότε κυριαρχούσα παντού ελληνική γλώσσα, η λεγόμενη «κοινή», υπήρξε «ο φορέας πολιτισμού όλου γενικά του κόσμου(*3)».

Είναι αυτονόητο πως ο Ελληνισμός(*4) αυτός δεν πρέπει να σχετίζεται άμεσα με την κλασσική αρχαιότητα. Είναι συνέχεια, προέκταση του ελληνιστικού πολιτισμού, που διαμορφώθηκε μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου στα βασίλεια των διαδόχων του. Οι βυζαντινοί είχαν συνείδηση του γεγονότος αυτού, ότι οι ρίζες του δικού τους πολιτισμού βρίσκονταν στο υπέδαφος του Αλεξανδρινού, γι’ αυτό τιμούσαν ιδιαιτέρως τον Αλέξανδρο, το όνομα του οποίου εκόσμησε επιφανείς κοσμικούς λογίους και κληρικούς, σε σημείο μάλιστα που στον «Περί οφφικίων» κώδικα του Ψ’/Κωδινού να λογίζονται οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες διάδοχοι όχι μόνον του Κωνσταντίνου αλλά και του Αλεξάνδρου, που υπήρξε ο γενάρχης άλλωστε των ελληνιστικών βασιλείων, τα οποία έδωσαν το πρότυπο για τον σχηματισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας.

δ) Ως μία προέκταση του παραπάνω παράγοντα πρέπει να θεωρήσουμε την επιθυμία του Κωνσταντίνου να συσφίξει τις σχέσεις του με τους λαούς της Ανατολής, που χωρίς αυτούς η επιβίωση της Αυτοκρατορίας ήταν επικεφαλής. Ήδη ο ελληνικός κόσμος κατά τη μακρά περίοδο της Pax Romana είχε ανακάμψει πληθυσμιακά και παρά την απομάκρυνσή του – μετά τις σκυθικές και περσικές κατακτήσεις- από τα μεγάλα ελληνιστικά κέντρα της ενδοχώρας, είχε συγκεντρωθεί στις παράλιες περιοχές, δημιουργώντας έτσι ένα τεράστιο ναυτικό κράτος.

ε) Ωστόσο, για έναν στρατιωτικό και πολιτικό, τηλεδερκή και οξυνούστατο σαν τον Κωνσταντίνο, το πρώτο στοιχείο που ασφαλώς προσμετρήθηκε στις εκτιμήσεις του ήταν η φύσει οχυρή τοποθεσία του Βυζαντίου και η σπουδαία από γεωπολιτική και γεωστρατιωτική άποψη θέση του: συνδέει δύο ηπείρους και τις δύο θαλασσολίμνες, την Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο μέσω της Προποντίδος, που μέχρι τότε ήσαν οι γαλάζιοι οφθαλμοί της υφηλίου. Τα πάντα υφαίνονταν γύρω από αυτές.

στ) Ο Κωνσταντίνος ήθελε νέα πρωτεύουσα για ένα νέο χριστιανικό βασίλειο(*5). Η Ρώμη, παρά την αφθονία των μαρτύρων της, ήταν ακατάλληλη για πρωτεύουσα χριστιανικού κράτους. Διατηρούσε έντονη την ανάμνηση των διωγμών, ενώ η κυριαρχούσα ως τότε, παρά την παρουσία ισχυρής χριστιανικής κοινότητας, έκλυση των ηθών δεν συμβιβάζονταν με την αυστηρή ηθική του Χριστιανισμού. Η νέα θρησκεία χρειαζόταν μιαν αμόλυντη- κατά το δυνατόν – έδρα.

ζ) Τέλος, η Ρώμη παρά την πολιτική παρακμή, διέσωζε ίχνη των παλαιών δημοκρατικών θεσμών. Άρα, στην νέα πρωτεύουσα ήταν ευχερέστερο στον Κωνσταντίνο να εδραιώσει την απόλυτη μοναρχία μακριά από τις δημοκρατικές αναμνήσεις της Ρώμης.

————-

(*1): Σ. Ι. Καργάκος: «Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου…», τ. Β’, σ. σ. 496-497.
(*2): Πάντως υπάρχει η παράδοση ότι αρχικά ο Κωνσταντίνος σκεπτόταν να κτίσει τη νέα πρωτεύουσα στο αρχαίο Σίγειο, κοντά στην Τρωάδα, για τον αμεσότερο έλεγχο των Στενών.
(*3): Εξυπακούεται πως η λέξη κόσμος εδώ καλύπτει μόνο την Ευρώπη, τη Δυτική Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Η Ανατολική Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, εν μέρει Ινδία) και οι κάτω από τη Σαχάρα αφρικανικές περιοχές ήσαν έξω από την οπτική των Ευρωπαίων ιστορικών.
(*4): Με την έννοια του Ελληνισμού, όπως αυτή κρυσταλλώνεται στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, μπορούμε να αποδεχτούμε την άποψη του G. Moravcsik, ότι «το κυριότερο στοιχείο του βυζαντινού κράτους ήταν ο Ελληνισμός» (Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, τ τ. 39-40, σ. 11).
(*5): «Εχρειάζετο (ο Κωνσταντίνος), μίαν νέαν πόλιν, η οποία ουδεμίαν προς την ειδωλολατρίαν να έχη σχέσιν» (Ιω. Καραγιαννόπουλος: «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», Θεσσαλονίκη 18988, σ. 101). Προς την άποψη αυτή συνάδει και η παρατήρηση της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου : «Εις την αυτοκρατορικήν απόφασιν περί μεταφοράς εβάρυνε και το γεγονός ότι η Ρώμη ήτο βαθύτατα συνδεδεμένη με την παλαιάν θρησκείαν» («Βυζαντινή Ιστορία», Θεσσαλονίκη 1992 σ. 137).

Η νέα πρωτεύουσα

Το 324 άρχισε η μεταφορά της έδρας του κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο. Με νόμο χαραγμένο πάνω σε πλάκα, η νέα πρωτεύουσα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολις ή Νέα Ρώμη. Λόγω των επτά λόφων ονομάστηκε μεταφορικά και Επτάλοφος και ως έκφραση μεγαλοπρέπειας Βασιλεύουσα. Οι Τούρκοι την ονόμαζαν παλαιότερα Ινσταμπούλ (παραφθορά του ελληνικού «εις την Πόλιν») και σήμερα έχουν επιβάλει διεθνώς τον όρο Instambul(*1). Ο ελληνικός λαός συνηθέστερα χρησιμοποιεί τον όρο Πόλη. Ο όρος Κωνσταντινούπολη, παράλληλα με την έναρξη των εργασιών για την μεταφορά της πρωτεύουσας, εμφανίζεται- ίσως για πρώτη φορά- πάνω στα νομίσματα που έκοψε ο Κωνσταντίνος προς τιμήν του γιού του Κωνσταντίνου, όταν τη χρονιά αυτή τον ανακήρυξε καίσαρα(*2).

Φυσικά, όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες πόλης της αρχαιότητας που άφησαν έντονο στίγμα στην ιστορία, δεν έλειψαν και στην περίπτωση της ΚΠόλεως οι ανάλογοι λαϊκοί θρύλοι, όπως, για παράδειγμα, αυτός με τον αετό, που πετώντας πάνω από το στενό του Βοσπόρου άφησε από τα νύχια του να πέσει μια πέτρα σε ένα σημείο στο οποίο έπρεπε ο Κωνσταντίνος να ιδρύσει την πόλη του(*3). Αφού άρχισαν οι εργασίες για την κατασκευή (μάλλον ανακατασκευή των τειχών(*4)), για τη θεμελίωση εκκλησιών, για τον ευπρεπισμό και ανακαίνιση παλαιοτέρων κτισμάτων και κτιρίων, στις 11 Μαΐου(*5) του 330, έγιναν, αφού κατά το τότε έθιμο ρωτήθηκαν ειδικοί αστρολόγοι, τα επίσημα εγκαίνια, που ονομάστηκαν «γενέθλια» και τα οποία κάθε χρόνο η ορθόδοξη εκκλησία τιμούσε με ειδική εορτή. Κατά την ημέρα των εγκαινίων έγιναν μεγάλοι αγώνες στον ιππόδρομο που είχε κτιστεί επί Σεβήρου(*6), τους οποίους παρακολούθησε και ο Κωνσταντίνος, καθισμένος σε ειδικό θρόνο, όπως συνηθιζόταν στη Ρώμη.

Παράλληλα άνοιξαν οι θέρμες του Ζεύξιππου, κτίσμα και αυτό του Σεβήρου που μόλις είχαν ανακαινιστεί.

Έπρεπε, όμως, κατά το παράδειγμα της Ρώμης που είχε σαν έμβλημα την οπλοφορούσα Αθηνά, να έχει και η Κωνσταντινούπολη ανάλογο έμβλημα. Έτσι, από το 330 ως το 333 κόπηκαν νέα νομίσματα που έφεραν ως παράσταση γυναικεία μορφή, με αυτοκρατορικό διάδημα και σκήπτρο, και γύρω από αυτή τη λέξη constantinopoli(*7). Αργότερα η μορφή στα νομίσματα παραλλάσσεται αλλά πάντα η γυναικεία θεότητα, μετασχηματισμένη σε αγιότητα, λόγω της βαθμιαίας υπαλλαγής της Προμάχου Αθηνάς από την Υπέρμαχο Στρατηγό, την Παναγία, θα παραμείνει το σύμβολο της Πόλης. Η νέα πρωτεύουσα (έστω και υπό φραγκική και επί αιώνες τουρκική κατοχή) θα μείνει στενά δεμένη με την μνήμη του ιδρυτή της, του Κωνσταντίνου. Προς τιμήν του μάλιστα είχε στηθεί στην κεντρική πλατεία, στο «φόρο» (από το λατ. Forum) ένα γιγάντιο άγαλμα του ιδρυτή, το οποίο ο λαός το ονόμασε «Ανθήλιος», επειδή η μορφή του ήταν στραμμένη προς τον ήλιο.

Όσο κι αν γρήγορα επικράτησαν τα ονόματα Κωνσταντινούπολις, και στις επίσημες γραφές τα Νέα Ρώμη, Δευτέρα Ρώμη ή Εώα Ρώμη, το παλαιό όνομα Βυζάντιο, δεν λησμονήθηκε ποτέ. Σε κάποια κείμενα- αλλ’ όχι συχνά- απαντάται το όνομα «Βυζαντιάς Ρώμη», ενώ ο πρώτος σπουδαίος ιστορικός που αναδείχτηκε στην πόλη αυτή στα χρόνια του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος, χρησιμοποιεί τον όρο Βυζάντιο- Βυζάντιοι ή Βυζαντινοί προκειμένου να δηλώσει την πόλη και τους κατοίκους της, αλλ’ όχι το κράτος που και γι’ αυτόν παραμένει ρωμαϊκό. Από τον 9ο αιώνα και εξής, αφότου αρχίζει η αρχαιολατρική κίνηση, ο όρος Βυζάντιον, Βυζαντίς ή Πόλις του Βύζαντος απαντάται συχνότατα στα κείμενα όχι μόνον του αρχαιομαθούς (και μάλλον αρχαιομανούς) Μιχαήλ Ψελλού αλλά και άλλων συγγραφέων. Ωστόσο, οι κάτοικοι, περισσότερο για λόγους θρησκευτικούς, δηλαδή για να ξεχωρίζουν από τους αφθονούντες ακόμη εθνικούς, κράτησαν για τον εαυτό τους τον όρο Ρωμαίοι, που διατηρείται έως σήμερα παρεφθαρμένος: Ρωμιοί.

Δεν έλειψαν ακόμη και οι παροδικές ποιητικές εκφράσεις Ανθούσα και Τύχη κατά μίμηση των ρωμαϊκών Flora και Fortuna. Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, το αγαπημένο όνομα των Ελλήνων για την πρωτεύουσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας και επί Οθωμανοκρατίας και επί Κεμαλοκρατίας, παραμένει το Πόλις- Πόλη, με τα πολλά κι εκφραστικότερα παράγωγά του: πολιτικός στίχος, πολιτική κουζίνα κ. ά. Ενδεικτικά είναι, ως προς αυτό, τα λόγια ενός συγγραφέα του 17ου αι. του Νικηφόρου Ρωμανού, ο οποίος σε μία χειρόγραφη γραμματική του παρατηρεί: «Πόλιν ουδεμίαν άλλην πόλιν ονομάζουν οι Έλληνες παρά μόνην την Κωνσταντινούπολιν κατ’ εξοχήν, όλας δε τας άλλας πόλεις ονομάζουν κάστρα(*8)».

Στα κτίσματα της ΚΠόλεως θα αναφερθούμε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο. Εδώ περιοριζόμαστε απλώς να μνημονεύσουμε την «Επώνυμον Αγοράν», τον περίφημο «Φόρο του Κωνσταντίνου», τα τεράστια υδραγωγεία, την κατασκευή νέου λιμανιού(«Λιμήν του Ελευθερίου»), την μεταφορά πλουσίων καλλιτεχνικών θησαυρών από τις επαρχιακές πόλεις κατά την κατασκευή επιβλητικού παλατίου και πολυτελών κατοικιών. Το τελευταίο για την προσέλκυση επιφανών οικογενειών από την Ρώμη και από άλλες επαρχιακές πρωτεύουσες. Όντως, σε διάστημα λίγων ετών, η μετοίκηση στην ΚΠολη έγινε συρμός για τους επιζητούντες περισσότερες ευκαιρίες ανόδου.

Πάντως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η νέα πρωτεύουσα δεν ήταν μία νέα πόλη, ούτε καν, παρά το επίσημο όνομα Νέα Ρώμη, υπήρξε ποτέ Ρώμη. Υπήρξε, παρά τις νέες ρυμοτομικές ρυθμίσεις, παρά τα νέα τείχη και τα πολλά νέα κτίσματα, ένα παλάτι περιζωσμένο από τον αρχικό παλαιό πληθυσμό, κατά κανόνα ελληνικό ή ελληνόφωνο και όσοι με την πάροδο του χρόνου έρχονταν να προστεθούν σε αυτή ήσαν επίσης κατά κανόνα ελληνόφωνοι. Αυτό το στοιχείο καθόρισε εν πολλοίς τα πεπρωμένα της πόλης του Κωνσταντίνου και της Αυτοκρατορίας που πυρήνας της ήταν η πόλη αυτή, ασχέτως κι αν η Αυτοκρατορία αυτή δεν πήρε το νέο όνομά της.

————–

(*1): Θα ήταν λάθος πάντως να αποδοθεί ο όρος Ινσταμπούλ στους Τούρκους. Πρώτος την ονομάζει με τη λέξη αυτή ο ελληνικής καταγωγής Άραβας γεωγράφος Γιακούτ Χαμαβή τον 13ο αι. Οι Ιταλοί και γενικότερα οι Δυτικοί την ονόμαζαν συγκεκομμένα Cospoli, ενώ οι Σλάβοι, κυρίως οι Ρώσοι, Τσάριγκραντ, δηλαδή Πόλη των Καισάρων.
(*2): Η έναρξη των εργασιών έγινε την ίδια ημέρα (8 Νοεμνρίου του 324), κατά την οποία ο Κωνσταντίνος ανακηρύχτηκε Καίσαρας.
(*3): Ο Φιλοστόργιος αφηγείται και μία άλλη παράδοση: ο Κωνσταντίνος επικεφαλής μιας κουστοδίας αρχόντων, αρχιτεκτόνων και μηχανικών εχάρασσε με την αιχμή του δόρατός του πάνω στο έδαφος τη γραμμή πάνω στην οποία θα ορθώνονταν τα τείχη της νέας πόλης. Αλλ’ επειδή προχώρησε πάρα πολύ και η γραμμή εμάκραινε, κάποιος από τους άρχοντες ετόλμησε να τον ρωτήσει: «Έως που, δέσποτα;». Κι ο Κωνσταντίνος αποκρίθηκε: «Έως αν ο έμπροσθεν οδηγών με στη» (= Ως το σημείο που θα σταματήσει αυτός που μπροστά από μένα με οδηγεί). Εννοούσε με αυτό ότι αόρατος άγγελος τον καθοδηγούσε.
(*4): Τα τείχη αυτά εξαφανίστηκαν διότι το υλικό τους χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του ευρύτερου Θεοδοσιανού τείχους. Για την κατασκευή του τείχους ο Κωνσταντίνος χρησιμοποίησε εύρωστους Γότθους στρατιώτες. Πάντως η μελέτη των τειχών της ΚΠόλεως συνιστά μέγιστο πρόβλημα. Ο πλέον εμβριθής μελετητής της τοπογραφίας της ΚΠόλεως, ο ευρυμαθέστατος Α. Γ. Πασπάτης, έχει γράψει:
«Ο περιγράφων τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως ομοιάζει σταχυολόγον, συνάζοντα μεν ό, τι παρέλειψαν οι προπορευθέντες., πολλά δε εγκαταλείποντα και εις άλλους μεταγενεστέρους» («Α. Γ. Πασπάτης: «Βυζαντιναί μελέται τοπογραφικαί και ιστορικαί», εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του τυπογραφείου Αντ. Κορομηλά, 1877, σ. 2).
(*5): Κατά τον καθηγ. Α. Καρπόζηλο , η 11η Μαΐου επιλέχτηκε γιατί την ημέρα αυτή η Εκκλησία τιμούσε το μαρτύριο του Αγίου Μωκίου, πολιούχου της πόλης του Βυζαντίου.
(*6): Ο Σεβήρος είναι ο πρώτος πριν από τον Κωνσταντίνο επανιδρυτής της πόλης.
(*7): Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο, «επί τω ιδίω ονόματι Κωνσταντινούπολιν προσηγόρευσεν» (XLV III, 48). Ήταν, όμως, υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει και το όνομα της Ρώμης( Nova Roma= Νέα Ρώμη), για να μην αποκοπεί από την πολιτική κληρονομιά της παλαιάς.
(*8): «Journal Asiatique”, τ. 9 (1832), σ. 458.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ ΠΟΛΕΩΣ (Από την Αγία Σοφία του Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού)
Τόμος Α’ Εκδόσεις, ΣΙΔΕΡΗΣ Ι. Αθήνα, Απρίλιος του 2012.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.