Ο διάβολος μάς βάζει ένεση αναισθησίας – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

-Είπα σέ κάποιους γιατρούς πού συζητούσαν γιά τήν αναισθησία πού κάνουν στις εγχειρήσεις: «Τού πείρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπό, ενώ αυτή πού κάνετε εσείς βοηθάει». η αναισθησία του διαβόλου εϊναι σάν το δηλητήριο πού ρίχνει τό φίδι στά πουλιά η στά λαγουδάκια, γιά νά παραλύσουν καί νά τά καταπιή, χωρίς νά αντιδράσουν. ο διάβολος, οταν θέλη νά πολεμήση έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», γιά νά κάνη τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο, καί μετά πηγαίνει ο ϊδιος καί τον πελεκάει, τόν κάνει ό,τι θέλει… αλλά προηγείται ό… «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας καί ξεχνούμε.

Νά, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «ύβρίσθήναι, χλευασθήναι κ.λπ.», καί τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μάς μπερδεύει καί κάνουμε τά αντίθετα από αυτά πού υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε καί αλλιώς καταλήγουμε. Γιά άλλου ξεκινήσαμε νά πάμε καί αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δέν σάς έχω πει παραδείγματα; Παλιότερα, στην Κόνιτσα δέν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι νά πάνε στά Γιάννενα, όταν ήθελαν νά πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί άπό τά γύρω χωριά καί πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα μέ τά πόδια, νά πάρουν δάνειο, γιά νά αγοράσουν λ.χ. ενα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ενα άλογο, μπορούσε νά συντήρηση την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι μέ τό άλογο κάποιου άλλου καί όργωνε. Μιά φορά ξεκίνησε ένας νά πάη στά Γιάννενα, νά πάρη δάνειο, γιά νά άγοράση ένα άλογο, νά όργώνη τά χωράφια του καί νά μήν παιδεύεται νά σκάβη μέ τήν τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε τό δάνειο καί μετά πέρασε καί άπό τά έβραίικα μαγαζιά καί χάζευε.

Τόν έβλεπε ο ένας Εβραίος, τόν τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος νά κατεβάζη τά τόπια άπό τά ράφια. Τά έπαιρνε, τά τίναζε. «Πάρ’ το, τού έλεγε, είναι καλό, καί γιά τά παιδιά σου θά σού τό δώσω πιο φθηνό». Έφευγε άπό τόν έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σέ άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θά σού τό δώσω πιό φθηνό». Κατέβαζε τά τόπια, τά άνοιγε, τά άπλωνε. Ζαλίστηκε στό τέλος ο καημένος. Είχε καί λίγο φιλότιμο, σού λέει «τώρα τά κατέβασε τά τόπια, τά άπλωσε…», καί δήθεν «γιά τά παιδιά του πιό φθηνό», έδωσε τά χρήματα πού είχε πάρει άπό τήν Τράπεζα καί αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά καί αυτό ήταν χωνεμένο! Μά καί ένα τόπι πανί τί νά τό κάνη; Καί ένας πλούσιος δέν έπαιρνε ένα τόπι πανί έπαιρνε όσο τού χρειαζόταν. Τελικά γύρισε στό σπίτι μέ ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Πού είναι τό άλογο;», τόν ρωτάν. «Έφερα ύφασμα γιά τά παιδιά!», λέει. αλλά τί νά τό κάνουν τόσο ύφασμα;

Χρεώθηκε έν το μεταξύ στην Τράπεζα, καί άλογο δέν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι νά πηγαίνη νά σκάβη μέ τήν τσάπα στά χωράφια, νά δυσκολεύεται, γιά νά ξεχρεώση τό δάνειο! Άν αγόραζε άλογο, θά επέστρεφε καί καβάλα, θά ψώνιζε καί λίγα πράγματα γιά τό σπίτι του καί δέν θά σκοτωνόταν νά σκάβη μέ τήν τσάπα! αλλά γιά νά χαζεύη στά μαγαζιά τά έβραίικα, είδατε τί έπαθε; Έτσι κάνει καί ο διάβολος• σάν τόν πονηρό έμπορο σέ τραβάει άπό ‘δώ, σέ τραβάει άπό ‘κει, σού βάζει τρικλοποδιές, καί τελικά σέ καταφέρνει νά πάς έκεϊ πού θέλει εκείνος. Γιά άλλου ξεκινάς καί αλλού καταλήγεις, άν δέν προσέξης. Σέ ξεγελάει καί χάνεις τά καλύτερα χρόνια σου.

Ό διάβολος κάνει τό πάν, γιά νά μη βοηθηθή ο άνθρωπος

Ό διάβολος είναι τεχνίτης. Άν φέρη λ.χ. τήν ώρα τής Θείας Λειτουργίας σέ έναν πνευματικό άνθρωπο έναν ελεεινό λογισμό, εκείνος θά τόν καταλάβη, θά τιναχθή καί θά τόν διώξη. Γι’ αυτό τού φέρνει έναν πνευματικό λογισμό. «Το τάδε βιβλίο, του λέει, γράφει αυτό γιά την Θεία Λειτουργία». Μετά θά του τραβήξη την προσοχή λ.χ. στον πολυέλαιο. Θά άναρωτηθή ποιος άραγε νά τόν έφτιαξε. η θά του θυμίση έναν άρρωστο πού πρέπει νά πάη νά τόν δη. «»Α! έμπνευση, λέει, την ώρα της Θείας Λειτουργίας», ενώ είναι ο διάβολος πού μπαίνει ενδιάμεσος και πιάνει ο άνθρωπος την συζήτηση με τόν λογισμό του. Όποτε ακούει τόν Ιερέα νά λέη «Μετά φόβου…»καί τότε καταλαβαίνει ότι τέλειωσε η Θεία Λειτουργία και εκείνος δέν συμμετείχε καθόλου. Νά, και εδώ στον Ναό• πηγαίνει η έκκλησάρισσα νά άνάψη τά κεριά στον πολυέλαιο και έχω παρατηρήσει ότι και μεγάλους ακόμη τους αποσπά ο πειρασμός εκεί πέρα καί χαζεύουν την αδελφή πώς ανάβει τά κεριά. Αυτό είναι τελείως παιδικό. Μόνον τά μικρούτσικα παιδιά χαίρονται με κάτι τέτοια καί λένε:

«Τά άναψε!». Δηλαδή, αυτό γιά τά μικρά παιδιά είναι δικαιολογημένο, αλλά γιά τους μεγάλους; «Η, ενώ πρέπει νά αποφεύγουμε τις κινήσεις τήν ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο πειρασμός μπορεί νά βάλη εκείνη τήν ιερή ώρα μιά αδελφή νά γυρίζη στό αναλόγιο τά φύλλα του βιβλίου, νά κάνη θόρυβο καί νά αποσπά τους άλλους. Ακούνε «κρίτς-κρίτς», «τί γίνεται;» λένε, καί φεύγει έτσι ο νους άπό τόν Θεό καί χαίρεται τό ταγκαλάκι. Γι’ αυτό νά προσέχουμε νά μή γινώμαστε εμείς αιτία νά αποσπάται η προσοχή τών άλλων τήν ώρα τής θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιά στον κόσμο καί δέν τό καταλαβαίνουμε. η παρατηρήστε σέ καμμιά ανάγνωση. Όταν φθάνη ο αναγνώστης στό πιο ιερό σημείο, άπό τό όποιο θά βοηθηθούν οί άνθρωποι, τότε η θά χτυπήση δυνατά άπό τόν αέρα η πόρτα η θά βήξη κάποιος καί θά άποσπασθή η προσοχή τους καί δέν θά ωφεληθούν άπό αυτό τό ιερό σημείο. Έτσι κάνει τήν δουλειά του τό ταγκαλάκι.

Ώ, αν βλέπατε τόν διάβολο πώς κινείται! Λεν τόν έχετε δει, γι’ αυτό δέν καταλαβαίνετε μερικά πράγματα! Κάνει τό πάν, γιά νά μή βοηθηθή ο άνθρωπος. Τό έχω παρατηρήσει στό Καλύβι, όταν συζητώ. Μόλις φθάσω ακριβώς στό σημείο πού θέλω, στό πιο ευαίσθητο, γιά νά βοηθήσω αυτούς πού με ακούν, τότε η κάποιος θό-ρυβος γίνεται η έρχονται άλλοι καί διακόπτω. Τους βάζει προηγουμένως ο διάβολος νά χαζεύουν απέναντι τήν Σκήτη η νά βλέπουν κάτι, καί κανονίζει νά έρθουν στό πιο λεπτό σημείο τής συζητήσεως, γιά νά αλλάξω θέμα καί νά μήν ωφεληθούν. Γιατί, όταν άρχίση η συζήτηση, ξέρει ο διάβολος που θά κατάληξη καί, επειδή βλέπει ότι θά πάθη ζημιά, στέλνει κάποιον ακριβώς στό πιό ευαίσθητο σημείο, γιά νά με διακόψη. «Έ, Πάτερ, άπό που νά μπούμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια καί νερό καί ελάτε άπό ‘κεΐ», τους λέω. Άλλοι μπαίνουν εκείνη τήν στιγμή μέσα, οπότε μέ διακόπτουν, γιατί πρέπει νά σηκωθώ νά χαιρετήσω. Άλλοι έρχονται μετά άπό λίγο καί πρέπει πάλι νά σηκωθώ, αρχίζουν καί τήν κουβέντα «άπό που είσαι κ.λπ.»…

Όποτε είμαι αναγκασμένος νά αρχίσω πάλι άπό τήν αρχή, νά ξαναπώ φέρ’ ειπείν τό παράδειγμα πού έλεγα. Μόλις προχωρώ, φωνάζει άπό κάτω άλλος: «Έ, Πάτερ Παΐσιε, πού μένεις; Άπό ‘δώ εΐναι η πόρτα;». Άντε ξανά νά σηκωθής… Βρέ τόν πειρασμό! Έξι-έπτά φορές μιά μέρα μου έκανε τό ϊδιο, μέχρι πού αναγκάσθηκα καί έβαλα μερικούς… φρουρούς! «Έσύ κάθησε εκεί καί κοίταζε νά μήν έρθη κανένας άπό ‘κεΐ. Έσύ κάθησε έδώ, μέχρι νά τελειώσω τήν δουλειά μου». Έξι-έπτά φορές νά άρχίζης ολόκληρη ιστορία, νά τους φέρνης στό σημείο πού θά βοηθηθούν, καί τά ταγκαλάκια πάλι νά δημιουργούν σκηνές!

Βρέ τόν πειρασμό τί κάνει! Γυρίζει τό κουμπί συνέχεια σέ άλλη συχνότητα. Μόλις ο αγωνιζόμενος πάη νά συγκινηθή λίγο άπό κάτι, τάκ, του γυρίζει τό κουμπί αλλού καί ξεχνιέται μέ εκείνο. Θυμάται πάλι κάτι πνευματικό; Τάκ, του θυμίζει κάτι άλλο. Τόν κάνει όλο τούμπες.

Ό άνθρωπος, αν μάθη πώς εργάζεται ο διάβολος, θά απαλλαγή άπό πολλά πράγματα.

– Γέροντα, πώς θά μάθη;

– Νά παρακολουθή. Άμα παρακολουθή κανείς, μαθαίνει. Βλέπεις, οι τσομπαναραίοι είναι οι καλύτεροι μετεωρολόγοι, γιατί παρακολουθούν τά σύννεφα, τον αέρα.

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.