Για τις αλλαγές της ψυχής και του σώματος, που προξενούνται σ’ εμάς από τον αέρα, από τα στοιχεία, από τις τροφές και από τους δαίμονες.
Αδελφοί και πατέρες, ο μοναχός πρέπει να γνωρίζει καλά και να αντιλαμβάνεται όχι μόνο τις αλλαγές και τις μεταβολές που γίνονται μέσα στην ψυχή, αλλά και τις αιτίες τους, ποιες δηλαδή μπορεί να είναι κάποτε αυτές και από πού συμβαίνει να παρουσιάζονται σ’ αυτόν. Διότι άλλοτε παρουσιάζεται στην ψυχή ξαφνική χαρά, άλλοτε όμως εμφανίζεται σ’ αυτή λύπη και αβάσταχτο βάρος. Και άλλοτε η ψυχή γίνεται ευκολοκατάνυκτη, άλλοτε όμως σκληραίνει και γίνεται η ίδια αναίσθητη σαν πέτρα. Άλλοτε πάλι γίνεται ήρεμη και ταπεινή, και ύστερα από λίγο γίνεται υπερήφανη και θυμώδης και λυσσαλέα προς όλους τους αδελφούς. Και άλλοτε γίνεται νωθρή και ράθυμη και απρόθυμη σε κάθε καλό έργο, άλλοτε όμως γίνεται ξυπνή και άγρυπνη, και πρόθυμη σε κάθε υπακοή, ώστε να ελέγχει και να παρακινεί στο καλό και αυτούς που είναι μαζί της. Και άλλοτε είναι προσεκτική και ευλαβής, άλλοτε όμως είναι διαχυτική και αδιάντροπη. Και άλλοτε φέρνει στη μνήμη της με αγάπη εκείνους που απουσιάζουν και τους προσκαλεί προς τον εαυτό της, άλλοτε όμως δεν θέλει να κοιτάξει ούτε εκείνους, ούτε αυτούς που είναι μαζί της. Και άλλοτε, καθώς πιέζεται, στρέφεται στον εαυτό της, ώστε να απελπίζεται για τη ζωή της, άλλοτε όμως, καθώς πλαταίνει πάρα πολύ, πληθαίνει μέσα της και η αγαλλίαση, ώστε να μην μπορεί ούτε τον εαυτό της να συγκρατήσει, αν και πιέζεται γι’ αυτό.
Αυτά λοιπόν είναι φυσικό να συμβαίνουν στις φυσικές κινήσεις της ψυχής και του σώματος, όταν κάνουμε τον αγώνα μας στην εργασία της αρετής και στην εκτέλεση των εντολών. Αλλά, όπως αλλάζουν αυτά που ανήκουν στην ψυχή, έτσι κατά τον ίδιο τρόπο αλλάζουν και αυτά που ανήκουν στο νου μας και μεταβάλλονται κάπως έτσι. Άλλοτε δηλαδή ο νους είναι γρήγορος στο να αντιληφθεί, και γρηγορότερος στο να εξετάσει και να διακρίνει σύντομα αυτά που σκέφτεται, αυτά δηλαδή που βλέπει, άλλοτε όμως γίνεται αργός και βραδυκίνητος και στα δύο. Και άλλοτε γίνεται ο ίδιος σαν να μην έχει κρίση και να είναι άλαλος και κουφός, άλλοτε όμως γίνεται εύστροφος και ομιλητικός, ακουστικός συγχρόνως και συνετός. Και άλλοτε είναι τυφλός, άλλοτε όμως έχει ανοιχτά τα μάτια, βιάζοντας τον εαυτό του να εισχωρήσει στο βάθος και στο ύψος της θέασης, που είναι επάνω από τη δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης. Και άλλοτε είναι καθαρός σε κάθε θέαση και ελεύθερος, χωρίς να θυμάται διόλου τα κακά που έγιναν μπροστά του και να μη σκέφτεται εντελώς κάποιο απ’ αυτά, άλλοτε όμως είναι γεμάτος από ποικίλους λογισμούς, σαν να σκέφτεται και να σχεδιάζει και να πονηρεύεται αυτά που δεν έγιναν. Και γίνεται σαν μία φλόγα μέσα σε υγρά ξύλα, που πνίγεται από τον καπνό, με το να πονηρεύεται όχι μόνο για τους παρόντες, αλλά να αναπλάθει πολλές φορές μέσα του μάταιες και ψεύτικες σκέψεις και για κάποιους απόντες˙ απ’ αυτό και η καρδιά, αν και λυπάται και δεν συμφωνεί σ’ αυτά με το νου, δεν μπορεί να τον ωφελήσει διόλου σε τίποτε, ούτε και να τον απομακρύνει από τους μάταιους λογισμούς.
Και αυτά βέβαια συμβαίνουν ως προς τις αλλαγές του νου και της νοερής και θείας ψυχής μας. Αλλά οι ανωμαλίες που συμβαίνουν στο σώμα μας, αν και φαίνεται να είναι ευδιάκριτες και εύκολα γνωστές από μας, όμως δεν είναι έτσι˙ διότι η μεταβολή που συμβαίνει μέσα στο σώμα, κυρίως από τη φύση, είναι οπωσδήποτε μεγάλη. Διότι η ψυχή βέβαια ως προς τη φύση και την ουσία είναι αμετάβλητη, αλλά το ίδιο αμετάβλητος μαζί με την ψυχή έγινε από τον Κτίστη και ο νους, με το να καθοδηγούνται δηλαδή ο νους και η ψυχή μόνο από την προαίρεση και να επιδιώκουν με τη θέλησή τους την αρετή ή την κακία˙ αυτό σημαίνει ότι γίνονται, εννοώ η ψυχή και ο νους, αιώνια συμμέτοχοι και κληρονόμοι του φωτός, ή του σκότους, με το να προσκολληθούν θεληματικά με την προαίρεση και τη θέλησή τους, όπως ειπώθηκε, σε ένα απ’ αυτά, είτε δηλαδή στο καλό και να γίνουν καλά, είτε στο κακό και να καταντήσουν κακά. Το σώμα όμως είναι μεταβλητό και ως προς τη φύση του, διότι είναι σύνθετο, αλλά και ρευστό ως προς την ουσία, επειδή δημιουργήθηκε από φθαρτή και ρευστή ύλη, και έχει τη σύνθετή του, τη σύστασή του δηλαδή, από πράγματα αντίθετα μεταξύ τους. Διότι η ουσία του σώματος, όπως λένε οι σοφοί στα ζητήματα αυτά, αλλά και όπως είναι η αλήθεια, αποτελείται από θερμό και ψυχρό, από ξηρό και υγρό.1 Όμως το ίδιο το σώμα δεν έχει από μόνο του ούτε προαίρεση ούτε θέληση και, αν χρειάζεται να πω, δεν έχει ούτε κίνηση, εκτός και αν κάποιος ονομάσει γενικά φυσική κίνηση της υπόστασης του σώματος τη ρευστότητά του και την πορεία του προς τη φθορά, που είναι άλογη˙ αν όμως αυτή η κίνηση είναι άλογη, είναι φανερό ότι είναι και αναμάρτητη και ακατάκριτη από τον Θεό. Και εύλογα˙ διότι αυτό που ακολουθεί τη φύση είναι και έξω από την καταδίκη. Άλλωστε την πύρωση του σώματος και την επιθυμία του γάμου, τη μίξη της συνεύρεσης, την ηδονή, τη γαστριμαργία, τη λαιμαργία, την πολυυπνία, την αργία, το στολισμό των ενδυμάτων και όλα τα άλλα, που, όπως νομίζουν οι πολλοί, ζητά το σώμα, δεν τα ζητά το σώμα, όπως και δεν τα ζητά όταν είναι νεκρό, αλλά τα ζητά με το σώμα η ψυχή, επειδή την ευχαριστούν, από τότε που ενώθηκε με τον πηλό και θέλει κατά κάποιο τρόπο να κυλιέται, όπως ένα γουρούνι, μέσα στο βούρκο των ηδονών της, επιθυμώντας πολύ τη σάρκα, που ενώθηκε μαζί της. Κανείς λοιπόν ας μη θεωρήσει ότι σπρώχνεται σ’ αυτά και αναγκάζεται από το σώμα του˙ δεν συμβαίνει αυτό. Αλλά, τί συμβαίνει; Άκου με σύνεση!
«Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, αφού έλαβε χώμα από τη γη».2 Να, εγώ σου έδειξα το σώμα, δείξε μου λοιπόν και εσύ ποια είναι τα πάθη, που υπάρχουν στο σώμα. Αλλά δεν μπορείς να μου αναφέρεις διόλου τίποτε. Έπειτα τί έγινε; «Και ο Κύριος ο Θεός εμφύσησε στο πρόσωπο το ανθρώπου, και ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ύπαρξη»,3 και ανασηκώθηκε από τη γη και περπατούσε, με το να κινεί δηλαδή κυριαρχικά και εξουσιαστικά το πνεύμα, που είχε μέσα του, στο σώμα. Δεν υπήρχε άλλωστε ακόμη πουθενά πύρωση ή κίνηση ή αλόγιστη μανία και όρεξη της κοιλιάς, αλλά υπήρχε στο σώμα αστασίαστη ζωή και άλυπη συμπεριφορά. Ας δούμε, λοιπόν, μήπως τυχόν, επειδή δεν υπήρχε η γυναίκα, ή επειδή δεν υπήρχαν τα φαγητά, που παρακινούν στην επιθυμία τους, γι’ αυτό δεν παρακινούταν ο άνθρωπος, ούτε στην επιθυμία της σαρκικής συνεύρεσης, ούτε στη γαστριμαργία. Τί λοιπόν λέει η Γραφή; «Ο Θεός έκανε να φυτρώσει κάθε ωραίο δέντρο, και ο Αδάμ και η Εύα ήταν μέσα στον παράδεισο γυμνοί, και δεν ντρέπονταν».4 Βλέπεις ότι ούτε το ότι ήταν γυναίκα η Εύα, ούτε το ότι τύχαινε να είναι οι δύο γυμνοί, έβλαψε κάποιον απ’ αυτούς στη σωφροσύνη. Αλλά απεναντίας και γυμνοί ήταν, και ούτε είχαν σαρκική σχέση μεταξύ τους, ούτε ντρέπονταν, ούτε παρακινούνταν σε συνεύρεση από τη φύση του σώματος, αλλά μετά την αμαρτία και την παράβαση και την έξοδό τους από τον παράδεισο, και μετά την απογύμνωσή τους από τον Θεό5 και την πτώση τους από τη θεία του δόξα, τότε, όπως έχει γραφεί, «ήρθε ο Αδάμ σε σαρκική σχέση με τη γυναίκα του, και αυτή, αφού έμεινε έγκυος, γέννησε».6
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητέ, αν αγαπήσεις και εσύ γνήσια τον Θεό και μείνεις σταθερός στην αγάπη του, δεν θα κυριευθείς ποτέ από κανένα πάθος, ούτε θα εξουσιασθείς από την ανάγκη του σώματος. Διότι, όπως ακριβώς δεν μπορεί το σώμα να κινηθεί σε τίποτα χωρίς την ψυχή, έτσι δεν μπορεί και η ψυχή, που με την αγάπη ενώθηκε με τον Θεό, να συμπαρασυρθεί ούτε στις ηδονές και στις ορέξεις του σώματος, ούτε και σε κάποιες άλλες επιθυμίες των ορατών ή και των αόρατων πραγμάτων και παθών. Διότι η ορμή της καρδιάς της, ή, καλύτερα, να πω, όλη η ροπή του θελήματός της, έχει δεθεί από τη γλυκειά αγάπη του Θεού. Αφού λοιπόν ενώθηκε αυτή, όπως είπαμε, με τον Ποιητή της, πες μου, πώς μπορεί να έχει πύρωση με το σώμα ή να εκπληρώνει γενικά τις επιθυμίες της; με κανένα τρόπο!
Οι αλλαγές ωστόσο, που ακολουθούν και που γίνονται με φυσικό τρόπο στο ίδιο μας το σώμα, είναι ολοφάνερες˙ διότι αυτές συμβαίνουν και γίνονται σε όλους τους αγίους. Άλλοτε δηλαδή λέγεται ότι το σώμα έχει υγεία, όταν τα υλικά στοιχεία του7 δεν εναντιώνονται μεταξύ τους, άλλοτε όμως αναγκάζεται να αρρωστήσει, όταν ένα από τα τέσσερα στοιχεία ή θα πλεονάσει, οπότε θα υπερτερεί των άλλων, ή θα μειωθεί, οπότε θα εξουσιάζεται από τα άλλα και θα βασανίζεται με δική του υπαιτιότητα˙ απ’ αυτά προξενούνται ρευματικοί πόνοι, ακρωτηριασμοί, αλλά πιθανώς και φθορά ολόκληρου του οργανισμού, χωρίς η ψυχή μας να βλάπτεται διόλου απ’ αυτά, επειδή τα περισσότερα προξενούνται από την έλλειψη εγκράτειας στα φαγητά και στα ποτά, ενώ τα υπόλοιπα από την αλλαγή των ανέμων και της ατμόσφαιρας˙ διότι, όταν ο αέρας είναι ψυχρός, τα σώματα, που έλαχε να είναι ψυχρά, βλάπτονται και γίνονται ασθενέστερα, επειδή ψύχονται περισσότερο, αυτά όμως, που έχουν θερμή κράση, γίνονται οπωσδήποτε στερεότερα και ισχυρότερα˙ όταν όμως πάλι ο αέρας γίνει θερμός, τα ψυχρά σώματα θερμαίνονται, θα λέγαμε, και αναζωογονούνται, όπως συμβαίνει με τις μύγες και τα άλλα ζωύφια, που καθώς δέχονται τις ακτίνες του ήλιου, γίνονται δυνατότερα και πι ευκίνητα, ενώ τα σώματα, που έχουν θερμότερη ύλη, υπερθερμαίνονται εντελώς και παραλύουν και γίνονται τα ίδια αδύναμα και αδρανή σε κάθε δράση και κίνηση˙ και γενικά το καθένα απ’ αυτά δέχεται και την ανάλογη μεταβολή, ανάλογα με τη σύστασή του, μέσα στην αλλαγή της ατμόσφαιρας και των ανέμων. Αλλά όμως και χωρίς αυτές τις μεταβολές είναι ιδιαίτερη επίσης και η μεταβολή που προξενείται από το υπερβολικό φαγητό και ποτό, αλλά και από την ακραία νηστεία˙ και όχι μόνο απ’ αυτά, αλλά και από τον πολύ ύπνο ή από την αγρυπνία, και από τον κόπο ή από τη σωματική αργία, προξενείται σ’ εμάς σοβαρή μεταβολή. Αλλά πάλι μεταβολή είναι η καπνώδης φωτιά,8 που βγαίνει από την ίδια την ύλη, που υπάρχει μέσα στο σώμα, και από τη φυσική θερμότητα που κινείται μέσα μας, σαν μία ανθρακιά δηλαδή, που σβήσθηκε με νερό και ο καπνός της διασκορπίζεται, άλλοτε μόνο στο κεφάλι και άλλοτε μέσα σε όλο το σώμα.
Εκτός όμως από όλα αυτά υπάρχει επίσης και άλλος πειρασμός, που με παραχώρηση του καλού Θεού μας και Δεσπότη προξενείται σ’ εμάς από τους δαίμονες για ταπείνωση, σύμφωνα με τη σωτήρια παιδαγωγία. Ποιός λοιπόν είναι αυτός; Είναι η ίδια η βαρύτητα του σώματος, που και χωρίς κάποια άλλη αιτία, παρά μόνο για την κενοδοξία ή την υπερηφάνεια ή την κατάκριση κάποιου άλλου ως αδιάφορου, ή και για πάρα πολλές άλλες αιτίες, παραδινόμαστε σ’ αυτόν τον δαίμονα, για να ταλαιπωρηθεί η σάρκα και να συντριβή η ψυχή, αλλά και να αποκτήσει πείρα και να ασκηθεί περισσότερο, ώστε, αφού γνωρίσουμε τη συμπάθεια του Θεού και την ευσπλαχνία του για μας, να μεταφέρουμε σ’ αυτόν με τη διάθεσή μας όλη μας την αγάπη και να έχουμε στραμμένο σ’ εκείνον όλο τον πόθο μας.
Γι’ αυτό λοιπόν και δεν τα γνωρίζουν αυτά όλοι, αλλά τις ψυχικές αλλαγές και τις σωματικές μεταβολές τις γνωρίζουν αυτοί που είναι ως προς την αρετή κάπως στη μέση˙ ο καθένας απ’ αυτούς, δηλαδή, τις στοχάζεται κατά ένα μέρος, όταν θα συμβεί να γίνει μέσα του κάποια αλλαγή ή μεταβολή˙ διότι γι’ αυτούς που βρίσκονται ολότελα μέσα στο σκότος δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε˙ τις μεταβολές όμως που γίνονται, όπως είπαμε, μέσα στο νου, τις γνωρίζουν μόνο οι απαθείς και οι τέλειοι, οι καθαροί και οι ελεύθεροι δηλαδή ως προς την ψυχή, όπως επίσης και ως προς το νου. Και ούτε οι ίδιοι τις γνωρίζουν˙ διότι δεν διδάσκονται γι’ αυτές από τον εαυτό τους, αλλά από εκείνον,9 στον οποίο ανήκουν. Και άλλοτε βέβαια η ψυχή στενοχωρείται και γίνεται σκυθρωπή από τις ανωμαλίες, που συμβαίνουν μέσα στο νου, επειδή χάνει κάτι από τη χαρά που είχε˙ δείχνοντας ωστόσο η ίδια ανδρεία, ανορθώνει και το νου. Άλλοτε όμως υποφέρει και ο ίδιος ο νους μαζί με την ψυχή από εκείνα που υποφέρει η ίδια, και αναγκάζεται βέβαια να βρίσκεται κάτω από το σκότος, δεν ανέχεται όμως να μένει σ’ αυτό, πιέζει ωστόσο τον εαυτό του να μένει στο φως, και φωτίζει εξίσου και την ψυχή. Άλλοτε πάλι βασανίζονται δυνατά και η ψυχή και ο νους από την ανωμαλία του σώματος, κάποτε με το να πιέζονται από έξω, και να αισθάνονται βέβαια το βάρος, να διατηρούν όμως άθικτη την ειρηνική τους κατάσταση, και κάποτε με το να ταράζονται από μέσα και να ενοχλούνται και να αποδεικνύονται ότι είναι συνολικά σε εμπαθή κατάσταση, ώστε να μην ελπίζει αυτός που υποφέρει ότι θα επιστρέψει στην προηγούμενη γαλήνια κατάσταση. Έτσι λοιπόν η ψυχή βέβαια και ο νους παρασύρονται και σφάλλουν με αίτιο το σώμα, ο νους ωστόσο παρασύρεται και σφάλλει με αίτια την ίδια την ψυχή, και η ψυχή πάλι σφάλλει με αίτιο το νου και το σώμα. Δεν ταράζονται πάντοτε και τα δύο, η ψυχή δηλαδή και ο νους, αλλά και από αυτά τα δύο πάλι, άλλοτε υποφέρει μόνο η ψυχή, ενώ ο νους τη ρωτά, «Τί έχεις;», και την παρηγορεί, και άλλοτε τυφλώνεται και καλύπτεται από κάλυμμα ο νους, ενώ η ψυχή, επειδή είναι ελεύθερη, διώχνει με τη δύναμη της θείας φωτιάς τη σκοτεινιά, και αφαιρεί το κάλυμμα, και κάνει το νου να βλέπει.
Γι’ αυτό είπα, πατέρες και αδελφοί, ότι δεν πρέπει μόνο να φέρνουμε στο νου μας τις μετατροπές και τις μεταβολές και τις αλλαγές, που συμβαίνουν, αλλά και να γνωρίζουμε από πού και πως και από ποια αίτια προξενούνται αυτές˙ ποιοι δηλαδή άνεμοι λογισμών φυσούν, και από ποιες πηγές κατεβαίνουν ή εφορμούν οι ποταμοί των παθών και των πειρασμών, ώστε και την κατοικία της ψυχής10 να στηρίξουμε με ασφάλεια και το πηδάλιο του πλοίου να κατευθύνουμε με κατάλληλο τρόπο και να μην το χειρισθούμε άτεχνα και αδέξια. Τη γνώση όμως αυτών των πραγμάτων προσφέρει η βιοτή, που κάνει κάποιος με ακρίβεια και με τήρηση του πνευματικού κανόνα χωρίς παραλείψεις. Διότι ο μοναχός πρέπει να βάλει μέσα του όρο και υπόδειγμα, ώστε να γνωρίζει ο ίδιος πως πρέπει να περνά την κάθε μέρα, για να βαδίζει σωστά στην εργασία της αρετής και να μη εμποδίζεται στο δρόμο της από την απειρία του. Διότι έτσι και θα εξομαλύνει τον δύσβατο και κοπιαστικό συνάμα δρόμο για τον εαυτό του, αποκτώντας τη έξη και τη συνήθεια του καλού, που έχει αυτός ο δρόμος, και θα ευαρεστήσει στον Θεό, προοδεύοντας και βάζοντας μέσα στην καρδιά του αναβάσεις,11 με το να ανεβαίνει δηλαδή από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα και τελειότερα, και θα γνωρίσει όλα όσα ειπώθηκαν, και θα γίνει διδάσκαλος της αρετής για πολλούς άλλους με το να φωτίζει με το λόγο και το βίο του εκείνους που συναναστρέφονται μαζί του, επειδή και ο ίδιος φωτίσθηκε από τον ουρανό, και να αποκαλύπτει σε βάθος σ’ αυτούς, που ζητούν με πόθο να μάθουν τα βάθη του Πνεύματος στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. Με τις λέξεις αυτές εννοούνται τα τέσσερα στοιχεία πυρ, αήρ, γη και ύδωρ, τα οποία κατά τους αρχαίους φυσικούς φιλοσόφους είναι οι πρωταρχικές αιτίες των όντων.
2. Γέν. 2, 7
3. Γέν. 2, 7
4. Γέν. 2, 9 και 25
5. Απογύμνωση από τον Θεό˙ η αποστέρηση από την κοινωνία του Θεού.
6. Γέν. 4, 1
7. Και εδώ εννοούνται τα τέσσερα στοιχεία πυρ, αήρ, γη και ύδωρ˙ βλ. σ’. 241 και 1.
8. Στο αρχαίο κείμενο: καπνώδης πυρά˙ φωτιά ανάμικτη με καπνό. (Αριστοτέλους Μεταφ. 360α, 10)
9. Εννοεί τον Θεό.
10. Πρβ. Ματθ. 7, 24-25
11. Πρβ. Ψαλμ. 83, 6
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.