Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης κατά την Μεγάλη Παρασκευή του 1902 – Αθανασίου Μπιλιανού.

«Ίδε ο άνθρωπος» (Ιωάν. 19,5)

Μεγάλη Παρασκευή.

Κορυφαία στιγμή της διακονίας του Χρυσοστόμου στην Πατριαρχική αυλή υπήρξε ο λόγος που εκφώνησε τη Μεγάλη Παρασκευή του 1902 στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Στον ιστορικό και βαθύτατα εκκλησιαστικό αυτόν λόγο, ο οποίος προκάλεσε τη συγκίνηση και τα δάκρυα του παριστάμενου Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, ο άγιος είχε πει μεταξύ άλλων:
«Είναι ανάγκην νυν, αδελφοί μου, να σας αναπτύξω, ότι εν τω προσώπω του θνήσκοντος εν μέσω φρικτών δοκιμασιών Ιησού, εκείνο, το οποίον προκαλεί τον θαυμασμόν και τον σεβασμόν του ουρανού και της γης, δεν είναι τόσον η υπεράνθρωπος καρτερία και γαλήνη, μεθ’ ης υφίσταται την φοβεράν αγωνίαν του σταυρικού θανάτου, όσον το απαράμιλλον εκείνο ηθικόν μεγαλείον, το οποίον ου μόνο αίρει τον Θεάνθρωπον υπεράνω όλων των παθών, υπεράνω της οδύνης και της θλίψεως, αλλά και πληροί την καρδίαν του και όλην αυτού την υπόστασιν εξ αγάπης, αγάπης τελείας και ειλικρινούς προς τους βασανιστάς του, αγάπης, ήτις φέρει την λήθην των ύβρεων και των κακιών, ήτις αποδίδει καλόν αντί κακού, και η οποία είναι τελεία ενσάρκωσις της επιεικείας, της συγγνώμης και της αφέσεως προς τους αμαρτάνοντας. Παρατηρήσατε τον Ιησού εν μέσω των πλέον σκληρών βασάνων του σταυρού, υπομένοντα τα πάντα εν καρτερία και υπομονή, χωρίς να εκφύγη των χειλέων του ουδέν εν παράπονον, ουδέ μία καν απειλή κατά της αδικίας του κόσμου, κατά της σκληρότητος των σταυρωτών του, εν δε μόνον παρακαλούντα ικετευτικώς και δεόμενον προς τον ουράνιόν του πατέρα, όπως δηλονότι συγχωρήση τους εχθρούς του˙ «Πάτερ, έλεγεν, άφες αυτοίς». Οποία τη αληθεία ανέκφραστος συγκατάβασις και επιείκεια, οποίον ύψος ηθικόν, οποίον απαράμιλλον μεγαλείον ψυχής!
Παλαίων μετά του θανάτου, οδυνώμενος επί του σταυρού εν μέσω των πλέον αιματηρών βασάνων, εν μέσω της πλέον αφορήτου θλίψεως, να ζητή όχι κρίσιν αλλά έλεον, να εκσφενδονίζη όχι κεραυνούς οργής, αλλά φλόγας αγάπης, να αιτήται όχι κατάραν, αλλά ευλογίαν, αλλά συγνώμην, αλλά άφεσιν, δι’ εκείνους οίτινες προσηνέχθησαν προς αυτόν άνευ οικτιρμών χωρίς σπλάγχνα ελέους άνευ φιλανθρωπίας. «Πάτερ άφες αυτοίς». Και πάλιν «ίδε ο άνθρωπος».
Ίδε πώς εκπνέει ο δίκαιος εν τω κόσμω τούτω υπό τα κτυπήματα της μοχθηρίας και της αχαριστίας των ανθρώπων. Αλλά ταυτοχρόνως ίδε, χριστιανέ, και θες τον δάκτυλόν σου εις τον τύπον τούτον των ήλων, εις το πρότυπον τούτο και τον υπογραμμόν των δοκιμασιών και των παθημάτνω, άτινα ως κλήρος αναπόφευκτος επιφυλάσσονται εν τω ψευδεί και ματαίω τούτω κόσμω δια πάντας, όσοι θέλουσιν «ευσεβώς ζην» καθώς είπεν η Γραφή.
Έσο, άνθρωπε, οσονδήποτε δύνασαι σοφός κατά κόσμον και συνετός, διεύθυνον και τακτοποίησον πάντα τα κατά σεαυτόν μετά της πλέον επαινετής προνοίας και συνέσεως, όπως αν θέλης και εννοής, και θα ίδης εκ πείρας σκληράς ότι αείποτε είναι ανάγκη να υποφέρης εν τω κόσμω είτε εκών είτε άκων, πανταχού δηλ. και πάντοτε είτε θα δοκιμάζης σωματικούς πόνους, είτε θα υπομένης πνευματικάς αγωνίας. Πλειστάκις μάλιστα θα νομίζης, ότι και αυτός ο Θεός σ’ εγκατέλιπε, και όπερ φοβερώτατον, πολλάκις θα αισθάνησαι, ότι συ αυτός κατήντησας εις σεαυτόν βάρος. Ζητών δε να εύρης κύκλω και πέριξ σεαυτού ανακούφισιν κα παρηγορίαν, θα βλέπης, ότι ουδέν δύναται να σε βοηθήση και να σε παραμυθήση, άλλ’ ότι πρέπει να υποφέρης και να βαστάζης τον σταυρόν και τας δοκιμασίας σου αγογγύστως. Και βεβαίως τί άλλο ζητείς εν τω κόσμω, χριστιανέ; Τί άλλο, παρά βάσανα, οδύνας και δοκιμασίας; Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν ν’ αποφύγης συ μόνος ό,τι ουδείς ποτέ των θνητών ηδυνήθη ν’ αποφύγη; Πιστεύεις, ότι εκείνο, τον οποίον και δια τον Θεάνθρωπον απέβη υποχρεωτικόν και το υπέμενεν αγογγύστως, θα δυνηθής συ ο σκώληξ να καταστήσης ατέλεστον μόνον δια σεαυτόν;
…. Τίς άνθρωπος έμεινεν εν τω κόσμω τούτω χωρίς πειρασμών, άνευ σταυρού και δοκιμασίας; Μη πλανάσθε, αδελφοί μου, ολόκληρος ημών η ζωή είναι πλήρης αθλιότητος, γέμει δακρύων και αναστεναγμών, διότι σκληρά οδύνη πανταχού και πάντοτε μαστίζει την ανθρωπίνην καρδίαν.
Ο Χριστός ανέλαβεν εν τω πάθει αυτού και εδοκίμασε τας λύπας και τας οδύνας του ανθρώπου απάσας, ίνα ημείς διδαχθώμεν εκ του υψηλού τούτου παραδείγματος την υπομονήν και την εγκαρτέρησιν, και όπως μάθωμεν να υποφέρωμεν αγογγύστως την πρόσκαιρον δυστυχίαν. Ίνα τί αθυμής, άνθρωπε; Ίνα τί σκυθρωπάζης, χριστιανέ; Ίνα τί συνταράσσηται και δειλιά η καρδία σου ενώπιον του αγώνος και των δοκιμασιών του παρόντος βίου; Υπόδειγμα λάβε της κακοπαθείας σου τους προφήτας. Λάβε υπ’ όψιν σου τα πάθη και τον θάνατον του Ιησού.
Συ ακόμη δεν ηγωνίσθης μέχρις αίματος, και δια να μεταχειρισθώ την ωραίαν έκφρασιν της Γραφής «ούπω αντικατέστησε μέχρις αίματος προς την αμαρτίαν αγωνιζόμενοι» (Εβρ. 12, 4). Ελθέ εδώ υπό τους πόδας του Σταυρού, ίνα αισθανθής όλην την γλυκύτητα του παρόντος βίου. Εδώ προσορμίσθητι ως εις λιμένα καταφυγής κατά τας ώρας των τρικυμιών του βίου, διότι εδώ μόνον θα εύρης ανάπαυσιν, εδώ θα εύρης την παρηγορίαν και την χαράν. Εδώ και νέοι και γέροντες θα εμπνευσθήτε το θάρρος και την εγκαρτέρησιν, την ανακούφισιν και την υπομονήν, την αφοσίωσιν και την αυταπάρνησιν, την αυτοθυσίαν και το μαρτύριον. Μόνον εκ του Σταυρού δύναται ν’ αντλήση ο χριστιανός τα συστατικά της ευδαιμονίας του εν μέσω της πάλης του βίου, εν μέσω των αγώνων, των βασάνων και των δοκιμασιών της παρούσης ζωής˙ διότι ο Σταυρός παρεμύθησε τον πόνον˙ καθηγίασε την οδύνην, εθεοποίησε την θλίψιν˙ και εν μέσω των ταλαιπωριών και των δοκιμασιών του βίου διεσκόρπισε την ανακούφισιν και την χαράν, και απέχεε το γλυκύ και ιλαρόν εκείνο μειδίαμα, το οποίον διαλάμπει και εν τω κόσμω τούτω εν τω προσώπω των δικαίων και εναρέτων έστω και εν μέσω των πλέον σκυθρωπών και ζοφερών ημερών της επί γης παροικίας των. Ταύτα πάντα και ο Παύλος αναλογιζόμενος εκήρυττε και έλεγεν˙ «ου μόνον δε αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν˙ η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Εβρ. 5,3).
Το λοιπόν, αδελφοί μου, ανδρίζεσθε και κραταιούσθε, και υπομένετε μετά καρτερίας τας θλίψεις και τας δοκιμασίας του παρόντος βίου. Πίνετε προθύμως το ποτήριον του Κυρίου, και βαπτίζεσθε αγογγύστως το βάπτισμα των παθών, ευχαριστούντες και δοξολογούντες πάντων ένεκα τον Θεόν, εάν θέλητε να έχητε μέρος μετ’ αυτού εν τη βασιλεία των ουρανών. «Δια πολλών θλίψεων, αδελφοί μου, δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 14, 22).
Και κατέληξε ο άγιος: «Δεύτε λοιπόν προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ, «όστις απέθανεν υπέρ ημών, ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού…. ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Α’ Πέτρ. 2, 21)˙ δεύτε «προς αυτόν πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και αυτός θέλει αναπαύση ημάς», θέλει συναντήση ημάς και συνδοξάση, παρέχων ημίν και της αιωνίου ζωής τον άφθαρτον στέφανον. Γένοιτο».1
Την ημέρα εκείνη στον κατάμεστο από κόσμο πατριαρχικό ναό η συγκίνηση ήταν εμφανής. Η ομιλία του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου υπήρξε μνημειώδης. Η περιγραφή του Πάθους και του σταυρικού θανάτου του Κυρίου πρόσφερε στον πιστό διδάγματα ζωής και μαρτυρίου. Ο Χρυσόστομος ως ιεροκήρυκας, εμπνεόμενος από τον λόγο του προστάτη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «τιμή γαρ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος»,2 προετοίμαζε αγίουςκαι μάρτυρες της Εκκλησίας. Στερέωνε στην πίστη και οδηγούσε Χριστιανούς στην τέλεση μεγάλων και ηρωικών πράξεων. Πώς να εξηγήσει άλλωστε ο αναγνώστης, ότι οι παραινέσεις του αγίου για υπομονή στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, για καρτερία στα βάσανα και τις οδύνες και η προτροπή του για συμφιλίωση του ανθρώπου με την κακοπάθεια και τους πειρασμούς «εν τω ψευδεί και ματαίω τούτω κόσμω» βρήκαν τέτοια εφαρμογή στο μαρτύριό του είκοσι χρόνια αργότερα;
Στο τέλος της ακολουθίας, εξερχόμενος ο οικουμενικός πατριάρχης από τον ναό του αγίου Γεωργίου συνεχάρη τον πανοσιολογιώτατο Μέγα Πρωτοσύγκελλο, λέγοντάς το τα εξής εγκωμιαστικά και προφητικά λόγια: «Σοι ευχαριστώ και σοι συγχαίρω˙ ωμίλησας αξίως του μεγαλείου της ημέρας, του σταυρού και του πατριαρχικού άμβωνος. Έχεις πολλά προσόντα˙ ουχ ήττον εξακολούθει και εν τω μέλλοντι προσέχων σαυτώ, διότι ημέραν τινά θα καταλάβης εξέχουσαν θέσιν εν τη υπηρεσία της Εκκλησίας»
Έπειτα, αφού χαιρέτησε θερμά τον χαρισματικό ιεροκήρυκα, πρόσθεσε ενώπιον όλων: «Θα είσαι καύχημα εις την Εκκλησίαν».4
Στην ευχαριστία και τον έπαινο του Πατριάρχη, αξιοσημείωτη ήταν η πατρική συμβουλή του «εξακολούθει και εν τω μέλλοντι προσέχων σαυτώ». Ο Ιωακείμ Γ’ γνώριζε τον ορμητικό χαρακτήρα του Χρυσοστόμου, την παρρησία και την τόλμη του, στοιχεία που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τόσο τη ζωή του όσο και τη διαφαινόμενη λαμπρή εκκλησιαστική του διακονία.

Υποσημειώσεις.

1. «Λόγος εκφωνηθείς τη αγία και Μεγάλη Παρασκευή εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ υπό του Μ. Πρωτοσυγκέλλου Χρυσοστόμου», «Ίδε ο άνθρωπος» (Ιωάν. 19, 5), βλ. ΕΑ ΚΒ (1902) 164 – 169.
2. Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις μάρτυρας ομιλία» PG 50, 663
3. ΕΑ ΚΒ (1902) 161
4. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 1187/18.5.1902.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.