Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 26-ος: Για την απαρχή της μοναχικής ζωής και τους αρχαρίους της.

Για την αρχή της πολύ ωφέλιμης και σωτήριας ζωής, που αρμόζει σ’ εκείνους που μόλις τώρα απαρνήθηκαν τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, και κατέφυγαν στη μοναχική ζωή. Και διδασκαλία πολύ ωφέλιμη για τους αρχάριους.

Αδελφοί και πατέρες, κάθε άνθρωπος, που μόλις τώρα απαρνήθηκε τον κόσμο και όλα τα πράγματα του κόσμου και κατέφυγε σ’ αυτή τη ζωή και στον αγώνα των μοναχών, αν απαρνήθηκε τον κόσμο για τον Θεό και επιθυμεί να μάθει αυτή την τέχνη των τεχνών και θέλει να μη γίνει μάταιη η αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό, πρέπει να κάνει από την πρώτη αρχή με ζήλο, με κάθε προθυμία και με θερμότατη διάθεση, τα έργα της αρετής. Και για να παραδώσουμε κάποιο γραπτό εισαγωγικό μάθημα για τα στοιχεία της επιστήμης των επιστημών, για τα στοιχεία δηλαδή της δικής μας άσκησης, σ’ αυτούς, που μόλις τώρα ήρθαν από τον κόσμο, σ’ αυτή, ας πούμε, τη σχολή, υπαγορεύουμε από την αρχή σαν υπόδειγμα τέτοιες συμβουλές γι’ αυτούς τους ίδιους, αλλά και για εκείνους που θα έρθουν μετά, όπως και εμείς οι ίδιοι παραλάβαμε από τους πατέρες μας.
Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ότι εκείνος, που με την αποβολή της ενδυμασίας του1 απέβαλε πια την γήινο άνθρωπος μαζί με το φρόνημά του και που με το μοναχικό σχήμα ντύθηκε τον επουράνιο,2 οφείλει να σηκώνεται τα μεσάνυχτα πριν από τον Όρθρο και να κάνει την κανονισμένη προσευχή, και τότε να κατευθύνεται μετά απ’ αυτά μαζί με όλους στη δοξολογία3 και να την παρακολουθεί όλη προσεκτικά και άγρυπνα, προσέχοντας πάρα πολύ με προθυμία την αρχή της υμνολογίας, δηλαδή τον εξάψαλμο, τη στιχολογία,4 τις αναγνώσεις, χωρίς να χαλαρώσει το σώμα του και χωρίς να στέκεται πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, ή να ακουμπά στους τοίχους και στους κίονες, αλλά οφείλει να έχει σταθερά σταυρωμένα τα χέρια, στηριγμένα ίσα στη γη τα πόδια και ασάλευτο το κεφάλι, και χωρίς να το γυρίζει προς τα εδώ και προς τα εκεί˙ χωρίς ο νους να ρεμβάζει και χωρίς η σκέψη να ασχολείται με περιέργεια και να παρασύρεται από τους αμελέστερους, που μιλούν και ψιθυρίζουν μεταξύ τους˙ αλλά πρέπει μάλλον να έχει προσηλωμένο το βλέμμα και την ψυχή, και να προσέχει μόνο στην ψαλμωδία και στην ανάγνωση και στο νόημα των λόγων της θείας Γραφής, που ψάλλονται και διαβάζονται, όσο δηλαδή μπορεί, για να μην περάσει γι’ αυτόν κάποιος λόγος ανώφελος, αλλά, καθώς θα τρέφεται η ψυχή του από όλα αυτά, να φθάσει σε κατάνυξη και ταπείνωση και θείο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Παρακαλώ λοιπόν όλους εσάς, πατέρες και αδελφοί και τέκνα, σαν να είστε ένας άνθρωπος, και σας συμβουλεύω αυτά σαν σωτήριο νόμο, για να φροντίσει καθένας από σας να βάλει τέτοια αρχή στο έργο της αρετής, ή, μάλλον, να πω, στο έργο του Θεού, με το οποίο θα λάβουμε από τον Θεό με φιλάγαθο τρόπο και τις ανταμοιβές, ανάλογα με τους κόπους μας, ώστε, αν είναι δυνατό, να μην περάσει κάποιος από σας την ακολουθία και την ανάγνωση χωρίς δάκρυα. Διότι, αν συνηθίσεις, αδελφέ, τον εαυτό σου να κάνει έτσι στο έργο αυτό, θα προοδεύσεις σε λίγο διάστημα και θα αναδειχθείς σε τέλειο άνδρα, στο μέτρο της τελειότητας του αναστήματος του Χριστού.5 Διότι, με το να βιάζεις τον εαυτό σου, ώστε να μην προσπερνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, θα αποκτήσεις αυτή την καλή συνήθεια, και η ψυχή σου θα τρέφεται μ’ αυτή τη στιχολογία και με τα τροπάρια που ψάλλεις, καθώς η ψυχή θα δέχεται μέσα της τα θεία τους νοήματα και ο νους θα ανεβαίνει με τα λόγια τους στα νοήματα που περιέχουν˙ και καθώς θα δακρύζεις με γλυκύτητα, θα ζεις μέσα στην εκκλησία με τέτοιο τρόπο, σαν δηλαδή να ζεις στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις ουράνιες δυνάμεις.
Βάλε λοιπόν στον εαυτό σου νόμο και αυτό˙ να μη βγεις δηλαδή ποτέ από τη σύναξη πριν από την ευχή της απόλυσης, αν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη ή σωματική χρεία, αλλά να μένεις αφοσιωμένος, όπως είπαμε, στη θέση σου, επειδή, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει γραφεί, εκείνος, που θα υπομείνει ως το τέλος, θα σωθεί˙ 6 και όχι μόνο αυτό, αλλά αρχικά θα λάβει βοήθεια, χωρίς να το αισθανθεί, έπειτα αισθητά, και μετά από λίγο με φωτισμό από τον παντοκράτορα Θεό. Και όταν τελειώσει η ορθρινή δοξολογία, αφού βγεις από τη σύναξη, μην αρχίσεις αμέσως να μιλάς με τον ένα και τον άλλο, και να χαζεύεις και να αργολογείς, αλλά, αφού κάνεις στο κελλί σου από μόνος σου με δάκρυα και με πολλή προσοχή την κανονισμένη προσευχή σου, να έχεις κάποια σωματική εργασία και να σπεύδεις αμέσως σ’ αυτή˙ αν είναι δηλαδή διακόνημα, να σπεύδεις στο διακόνημα, αν είναι εργόχειρο, στο εργόχειρο, αν είναι ανάγνωση, στην ανάγνωση. Να μη θελήσεις όμως διόλου να καθίσεις άπραγος στο κελλί σου, για να μη σε διδάξει η απραξία κάθε κακό έργο,7 που δεν είναι σωστό να αναφέρω. Αλλά και να μην περιφέρεσαι στο μοναστήρι και περιεργάζεσαι αυτούς που εργάζονται ή κάνουν το διακόνημά τους˙ απεναντίας, να φυλάξεις τη σιωπή και την αποχή από όλους, πράγμα που είναι αληθινή ξενιτεία. Να προσέχεις μόνο τον εαυτό σου και το εργόχειρό σου, όποιο και αν είναι.
Και να μην μπεις στο κελλί κάποιου χωρίς άδεια από τον πνευματικό σου πατέρα, αν δεν σταλείς ή από τον ηγούμενο ή από διακονητή του μοναστηριού. Και να φροντίσεις, όταν πας, να μην πεις και να μην ακούσεις λόγο άσχετο από το σκοπό για τον οποίο στάλθηκες˙ αλλά, αφού εκπληρώσεις την αποστολή σου, να επιστρέψεις σύντομα. Και αν μάλιστα, περνώντας, δεις κάποιον αδελφό μόνο ή να κάθεται μαζί με άλλους και να μιλά σε ώρα ακατάλληλη, αφού βάλεις μετάνοια, να προσπεράσεις σιωπηλά. Μην πας και καθίσεις μαζί τους, έχοντας στο νου σου τον Ψαλμωδό, που λέει: «Είναι μακάριος ο άνθρωπος, που δεν πήγε σε σύσκεψη ασεβών, και δεν στάθηκε σε δρόμο αμαρτωλών, και δεν κάθισε σε έδρανο βλαβερών ανθρώπων».8 Διότι αυτοί οι άνθρωποι είναι βλαβεροί, όπως λέει ο Παύλος: «Οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τους καλούς χαρακτήρες»9 Ό,τι λοιπόν είναι ο βλαβερός άνθρωπος, είναι και η διαφθορά. Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί μ’ αυτούς που μιλούν άσκοπα, ούτε να πεις: «Ας ακούσω και εγώ τι λέτε»˙ αλλά, όπως ειπώθηκε, αφού βάλεις μετάνοια, προσπέρασε.
Φύλαξε τη σιωπή, φύλαξε την ξενιτεία. Και τη σιωπή βέβαια να τη φυλάξεις, με το να λες στον εαυτό σου: «Τί καλό έχω να πω εγώ, που είμαι ολόκληρος ακάθαρτος και ανόητος, και όχι μόνο αυτό, αλλά και άσχετος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω και να συγκαταλέγομαι με ανθρώπους»; Την ξενιτεία πάλι και την αποχή από όλους να τη φυλάξεις, με το να σκέφτεσαι και να λες αυτά στον εαυτό σου: «Ποιός είμαι εγώ ο καταφρονημένος και τιποτένιος, ο άσημος και φτωχός, για να μπω στο κελλί κάποιου; Δεν θα με αποστραφεί, όταν με δει, σαν κάτι σιχαμερό; Άραγε, δεν θα πει˙ ¨Γιατί λοιπόν ήρθε αυτός ο αχρείος σ’ εμένα να μολύνει το κελλί μου;¨’. Και να βάζεις μπροστά στα μάτια σου τις αμαρτίες σου, και να λες αυτά όχι με τα άκρα των χειλιών σου, αλλά μέσα από την ψυχή σου. Διότι, και αν ακόμη δεν μπορέσεις από την αρχή να λες αυτά μέσα από την ψυχή σου, θα φθάσεις ωστόσο λίγο λίγο και σ’ αυτό με τη βοήθεια της θείας χάρης. Μόνο να με ακούσεις εμένα τον ταπεινό, μόνο να βάλεις αρχή σ’ αυτά, αδελφέ, μόνο να αρχίσεις να κάνεις και να εφαρμόζεις και να λες αυτά, και δεν θα σε εγκαταλείψει ο Θεός. Διότι σε αγαπά πάρα πολύ και θέλει να φθάσεις στη γνώση της αλήθειας και να σωθείς.10
Αφού λοιπόν, αδελφέ, περάσεις έτσι τις ώρες που μεσολαβούν ως τη λειτουργία11, μπες πάλι στη σύναξη με ζήλο και πολλή προθυμία. Στάσου στην ορθρινή δοξολογία, όπως σου υπέδειξα, χωρίς διόλου να ξεχνάς το πένθος˙ στάσου τρέμοντας, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και αν είσαι άξιος και έχεις άδεια γι’ αυτό, πλησίασε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα ανέκφραστα αγαθά. Και αφού βγεις από τη σύναξη, μετά από την ευχή της απόλυσης, μπες στην τράπεζα με όλους, χωρίς να χωρισθείς από τους αδελφούς σου. και αν ορίσθηκες να υπηρετείς, να στέκεσαι σαν να υπηρετείς τον Χριστό και όχι τους ανθρώπους12˙ υπηρετώντας δηλαδή με ειλικρινή διάθεση και αγάπη όλους σαν αγίους, ή μάλλον σαν να υπηρετείς, όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας κατά κάποιο τρόπο τον καθένα απ’ αυτούς με την ψυχή σου και προσφέροντας σ’ αυτούς δια μέσου της αγάπης με τη διάθεσή σου ολόκληρο τον εαυτό σου, με τη βεβαιότητα ότι, υπηρετώντας τους, θα αποκτήσεις σαν καρπό τον αγιασμό.
Αν όμως καθίσεις και εσύ στην τράπεζα μαζί με όλους, πρόσεχε τι σου παραγγέλλω στο όνομα του Κυρίου, σαν αγαπητό πατέρα μου και αδελφό˙ να μην απλώνεις το χέρι σου με αυθάδεια στα φαγητά, που έχουν παρατεθεί στην τράπεζα, προτού αρχίσουν να τρώνε οι παλαιότεροι από τους αδελφούς και προτού δοθεί η ευλογία που δίνεται στην αρχή από τον ιερέα. Και όταν αρχίσεις να τρως μαζί με τους πατέρες και τους αδελφούς σου, να προσέχεις τον εαυτό σου και μόνο, καθισμένος με κάθε συστολή και σιωπή, χωρίς να μιλάς διόλου με κάποιον, αλλά προσέχοντας στην ανάγνωση και τρέφοντας με τα θεόπνευστα λόγια του Πνεύματος, όπως ακριβώς το σώμα, έτσι και η ψυχή. Διότι πρέπει, επειδή είσαι διπλός, επειδή δηλαδή αποτελείσαι από ψυχή και σώμα, να είναι διπλή και κατάλληλη η τροφή και η τράπεζα˙ και το σώμα, που είναι αισθητό και γήινο, να το τρέφεις με τις τροφές που είναι αισθητές και προέρχονται από τη γη, ενώ την ψυχή, που είναι πνευματική και θεία, να την τρέφεις με τις πνευματικές και θείες τροφές των λόγων.
Μην περιεργάζεσαι λοιπόν τις παρατιθέμενες μερίδες στην τράπεζα, ποια δηλαδή τυχαίνει να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, αλλά όποια μερίδα σου δοθεί να τη δεχθείς με κάθε ευχαρίστηση και να τη φας, και αυτό να το κάνεις με εγκράτεια, αποφεύγοντας σε όλα τον κορεσμό, με το να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο για την κοινή τράπεζα των αδελφών, και με το να σκέφτεσαι μέσα σου τέτοια, και να λες στον εαυτό σου: «Ποιος είμαι εγώ ο τιποτένιος και ανάξιος, που έχω γίνει συγκάθεδρος και συντράπεζος μ’ αυτούς τους αγίους;» Και λέγοντας έτσι αυτά στον εαυτό σου, να θεωρείς από τα βάθη της ψυχής σου αμαρτωλό μόνο τον εαυτό σου˙ και όπως ακριβώς ένας φτωχός και κουρελής, αν βρεθεί ανάμεσα σε άρχοντες και πλούσιους, που φορούν λαμπρές και πολυτελείς στολές, αισθάνεται ντροπή και ζαρώνει, και δεν τολμά ούτε να πλησιάσει κάποιον απ’ αυτούς και να πάει κοντά του, έτσι να φέρεσαι και εσύ σε όλους αυτούς, εκλέγοντας πάντοτε την τελευταία θέση και νιώθοντας ντροπή να σε δουν να κάθεσαι σε θέση ανώτερη από κάποιον απ’ αυτούς, επειδή όλοι εκείνοι είναι πλούσιοι στις αρετές, ενώ εσύ είσαι φτωχός και γυμνός και ανάξιος να βρίσκεσαι εντελώς μαζί τους και να τους βλέπεις. Αλλά και όταν πρόκειται να αγγίξεις την τροφή, να σκέφτεσαι αμέσως αυτά, να φέρνεις δηλαδή στο νου σου τις αμαρτίες σου και να λες στον εαυτό σου: «Άραγε δεν θα αποβεί σε κατάκριση και σε καταδίκη μου, αν αγγίξω κάτι απ’ αυτά; Διότι τον Θεό, που τα δημιούργησε αυτά και τα έδωσε σ’ εμάς για τροφή, τον παράκουσα από τη νηπιακή ηλικία και δεν φύλαξα τις άγιες εντολές του˙ και πώς και εγώ ο ανάξιος και υπόδικος θα φάω από τα αγαθά του, όπως αυτοί οι άγιοι πατέρες; Με ποιο πρόσωπο εγώ ο κακός και αγνώμονας και αχάριστος δούλος, ενώ βρίσκομαι μακριά από το βλέμμα του Κυρίου μου, προτού μετανοήσω και πάρω τελείως τη συγχώρηση από τον φιλάνθρωπο Θεό, όπως εκείνοι που δεν αμάρτησαν, ή που αμάρτησαν βέβαια αλλά πήραν από εκεί τη συγχώρηση θα φάω και ο ίδιος και θα πιώ και θα ευφρανθώ μαζί με τους αγίους; Με κανένα τρόπο! Αλλά απεναντίας, θα φάω και θα πιω μόνο για να ζω, και θα ταλαιπωρήσω και θα λυπήσω και θα κατακρίνω τον εαυτό μου, για να κοιτάξει ο Θεός από τον ουρανό και να δει την ταλαιπωρία και την εκούσια θλίψη μου και να με ελεήσει και να συγχωρήσει τα πολλά αμαρτήματά μου». Αυτά λοιπόν να σκέφτεσαι, αυτά να φέρνεις διαρκώς στο νου σου!
Μαζί μ’ αυτά βάλε κανόνα να τρως τόσο μόνο ψωμί, όσο να μη χορταίνεις, αλλά και πολύ λιγότερο απ’ αυτό που έχεις ανάγκη, και όσο να μπορείς να αντέξεις˙ παρόμοια, να πίνεις νερό μία ή δύο κούπες, αλλά και αυτές σε μία ορισμένη ώρα της μέρας. Όταν μάλιστα τρως, να μην υπακούσεις στο λογισμό που σου λέει να διαλέξεις κάποιο απ’ αυτά που είναι μπροστά σου και να φας εκείνο˙ απεναντίας να προσέξεις να μη φας κάποιο που σου φάνηκε ωραίο, αλλά να τρως μόνο αυτά που βρίσκονται μπροστά σου˙ αλλά και απ’ αυτά, αν τύχει να υπάρχουν οπωρικά, ή κάποια άλλα από τα φαγώσιμα, και φανεί ότι σου αρέσει κάποιο απ’ αυτά, και σου πει ο λογισμός σου: «Είναι ωραίο εκείνο, πάρε και φάγε το», φρόντισε να μη νικηθείς, ούτε να το αγγίξεις. Διότι για τίποτε άλλο δεν διώχθηκε ο Αδάμ από τον παράδεισο παρά διότι ο καρπός του δένδρου φάνηκε σ’ αυτόν ωραίος και καλός να τον φάει, και έφαγε απ’ αυτόν13˙ και γι’ αυτό απορρίφθηκε και διώχθηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο και σε φθορά. Αυτοί λοιπόν που θέλουν να επιστρέψουν σ’ εκείνο τον παράδεισο, ή, μάλλον, στη βασιλεία των ουρανών, πρέπει να φυλάγουν την εγκράτεια, χωρίς καμία παράβαση, ακόμη και ως αυτές τις λεπτομέρειες, για να μην πέσουν λίγο λίγο και σε μεγαλύτερες και βλαβερές επιθυμίες. Αν οι αδελφοί, που κάθονται μαζί σου, σε παρακινούν να φας ή να πιεις κάτι παραπάνω, μην απαντήσεις σε κάποιον τίποτε άλλο παρά, αφού σταυρώσεις τα χέρια σου και σηκωθείς λίγο και σκύψεις το κεφάλι, να λες με ήρεμη φωνή «Συγχώρησέ με»˙ και σε όλους να απαντάς πάντοτε μ’ αυτό τον τρόπο, και ούτε να προτιμήσεις κάποιον δίνοντας από τα περισσεύματά σου, ούτε να πάρεις κάτι από κάποιον. Αν δεν πίνεις κρασί, μη ζητήσεις διόλου να το λάβεις, αλλά και ούτε να το δώσεις σε κάποιον άλλο από τους αδελφούς, εκτός και αν τύχει να είναι κάποιος από ξένο μέρος και ήλθε σ’ εσένα για κάποια ανάγκη. Να μη δεχθείς ποτέ να γευματίσεις με κάποιον πριν από το γεύμα, ούτε ποτέ να φας ή να πιεις το δειλινό ή μετά το δείπνο˙ διότι όλα τα κακά προέρχονται απ’ αυτές τις συνήθειες, και αυτά είναι οι ενέδρες του διαβόλου και οι παγίδες του, που φαίνονται βέβαια σαν να είναι ωραίες, αλλά ωστόσο έχουν κρυμμένο μέσα τους το δηλητήριο του θανάτου˙ αυτές θα τις αποφεύγει εκείνος που έχει εμπιστοσύνη σ’ εμένα, και απ’ αυτές θα μείνει, με τη βοήθεια της χάρης του Θεού, άτρωτος και άβλαβος εκείνος που φυλάγει τα λόγια μου, ενώ οι άλλοι, επειδή δεν το γνωρίζουν, προτιμούν να ζουν στη μοναχική τάξη ζωή κοσμική, ώστε, ενώ πέφτουν σε βάραθρα και σε γκρεμούς, δεν το αντιλαμβάνονται.
Εσύ λοιπόν, πολυπόθητε αδελφέ, να θελήσεις να φυλάξεις αυτά, και αν ακόμη πρέπει να πεθάνεις˙ διότι δεν θα μπορέσεις αλλιώς να αποφύγεις τον δαίμονα της γαστριμαργίας. Να γνωρίζεις μάλιστα ότι, όταν φυλάγεις αυτά, επειδή ο διάβολος δεν υποφέρει να σε βλέπει, θα σηκώσει εναντίον σου όλους τους οκνηρούς, και αυτοί θα σε λοιδορήσουν και θα σε περιγελάσουν και θα σε φθονήσουν και θα σε περιπαίξουν και θα σου προξενήσουν αμέτρητες θλίψεις, για να σε απομακρύνουν από την καλή πρόθεση και από τις σωτήριες πράξεις˙ αν όμως, αγαπητέ, τα υπομείνεις αυτά, θα βρεις μεγάλη βοήθεια και παρηγοριά από τον Θεό και Σωτήρα μας. Γι’ αυτό λοιπόν, ενώ οι άλλοι κάθονται στο δείπνο και τρώνε, εσύ όμως δεν τρως, αλλά είτε υπηρετείς, είτε και όχι, να μην ξεχάσεις να λες και αυτά στον εαυτό σου: «Αν εγώ ο ίδιος είχα οπωσδήποτε μετανοήσει και είχαν συγχωρεθεί οι αμαρτίες μου, θα χαιρόμουν και θα έτρωγα και εγώ μαζί με τους αδελφούς μου. Επειδή όμως εγώ ο άθλιος έκανα τον εαυτό μου με τις αισχρές μου πράξεις ανάξιο, απολαμβάνω εδώ σύμφωνα με τα έργα μου». Και λέγοντας αυτά, συγκράτησε, όσο μπορείς, την κοιλιά σου. Μη ζητήσεις ποτέ, ούτε να επιθυμήσεις τις πρώτες θέσεις, αλλά να τις μισήσεις από τα βάθη της ψυχής σου, επειδή αυτές είναι αιτία και πρόξενος της υπερηφάνειας. Διότι η ταπείνωσή σου θα σε ανυψώσει, και το να είσαι τελευταίος από όλους θα σε κάνει πρώτο, επειδή έχει γραφεί: «Καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».14
Μετά λοιπόν την έγερση μαζί με όλη την αδελφότητα από την τράπεζα και την απόδοση της ευχαριστίας στον Θεό και την απόλυση από τον ιερέα, τρέξε σιωπηλός στο κελλί σου και κλείσε τη θύρα και πιάσε το βιβλίο. Και αφού διαβάσεις λίγο, ξάπλωσε στην ψάθα σου και κοιμήσου λίγο, αν είναι μέρες του θέρους – διότι, αν αποφεύγεις τον κορεσμό και είσαι λιτός στο φαγητό σου, με ψωμί και νερό μετρημένο, και με λαχανικά ή όσπρια, θα κοιμηθείς λίγο και θα σηκωθείς γρήγορα από τον ύπνο – αν όμως είναι μέρες του χειμώνα, μετά από το λίγο διάβασμα, πιάσε το εργόχειρό σου, και ασχολήσου μ’ αυτό, ωσότου να σημάνει το τάλαντο για την ακολουθία του εσπερινού.
Έπειτα πάλι, αφού μπεις στη σύναξη του εσπερινού, στάσου μπροστά στον Θεό με φόβο και προσοχή, ψάλλοντας σ’ αυτόν και δοξολογώντας, χωρίς να μιλάς διόλου σε κανένα. Και αφού τελειώσει ο εσπερινός, αν μπορέσεις βέβαια να κρατηθείς, ώστε να μη φας και να μην πιείς διόλου τίποτε, επειδή αποφάσισες να τρως μία φορά τη μέρα, θα βρεις μεγάλη ωφέλεια στην ώρα της εσπερινής σου ακολουθίας και στη νυχτερινή σου δέηση και αγρυπνία˙ αν όμως δεν μπορείς να μη φας, τότε να αρκεστείς σε ένα παξιμάδι και σε ένα ποτήρι νερό, αν δεν ασθενεί και δεν ατονεί το στομάχι σου. Και μετά την απόδοση των εσπερινών προσευχών στον Θεό μαζί με τους αδελφούς σου, αφού βάλεις μετάνοια στα πόδια του ηγουμένου, σαν στα ίδια τα πόδια του Χριστού, και αφού λάβεις από εκεί ευχή και ασπασθείς τις άγιες εικόνες των αγίων, μπες σιωπηλός στο κελλί σου, χωρίς να μιλάς διόλου σε κανένα˙ και αφού κλείσεις τη θύρα, πιάσε πρώτα το βιβλίο, και αφού διαβάσεις απ’ αυτό ως τρία συνεχόμενα φύλλα, στάσου για προσευχή, ψάλλοντας με ησυχία και προσευχόμενος στον Θεό, έτσι, ώστε να μην ακούγεσαι από κανένα. Στάσου μάλιστα με γενναιότητα, συγκεντρώνοντας τους λογισμούς σου και απαγορεύοντάς τους να ρεμβάζουν άσκοπα. Σφίξε τα χέρια σου˙ ένωσε επίσης τα πόδια σου, ώστε να είναι ακίνητα σε ένα μέρος. Και, από τη μία, κλείσε τα μάτια σου, για να μη βλέπουν σε κάτι άλλο και διασκορπίζουν το νου, από την άλλη, ύψωσε τον ίδιο τον νου και όλη σου την καρδιά στους ουρανούς και στον Θεό, και ζήτα από εκεί με δάκρυα και στεναγμούς το έλεος. Χρησιμοποίησε μάλιστα ψαλμούς, που έχουν ορισθεί από τον πνευματικό σου πατέρα, αυτούς δηλαδή που έχουν λόγια μετάνοιας και κατάνυξης και ταιριάζουν στη δύναμη και στην πρόθεσή σου. Διότι πρέπει να μετράς την υμνωδία των ψαλμών και το ποσό της γονυκλισίας και τη διάρκεια της ορθοστασίας ανάλογα με τη δύναμη και την αντοχή σου για να μη σε ελέγχει η συνείδησή σου και σου λέει: «Μπορούσες να σταθείς ακόμη και άλλο όρθιος και να υμνήσεις και να δοξολογήσεις τον Θεό». Μαζί μ’ αυτά χρησιμοποίησε και προσευχές, που και αυτές είναι ορισμένες για το πρωί και το βράδυ, και περιέχουν ευχαριστία στον Θεό. Και αφού τελειώσεις την προσευχή, διάβασε πάλι λίγο˙ έπειτα πιάσε και το εργόχειρό σου και πέρασε τη νύχτα ως την πρώτη φυλακή, ως την τρίτη δηλαδή ώρα της νύχτας. Στη συνέχεια λοιπόν, αφού σηκωθείς και διαβάσεις τον Άμωμο,15 ξάπλωσε στην ψάθα σου, σφραγίζοντας όλο σου το σώμα με το σημείο του σταυρού, και αφού κοιμηθείς ως τα μεσάνυχτα, κάνε στη συνέχεια, όπως σου υποδείχθηκε πιο πάνω.
Αλλά και τους λογισμούς της καρδιάς σου να τους εξομολογείσαι στον πνευματικό σου πατέρα, αν είναι δυνατό, κάθε ώρα˙ αν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, να μην περάσεις, αγαπητέ, τουλάχιστο το βράδυ. Αλλά και μετά από τον Όρθρο, να εξομολογείσαι όλα όσα σου συμβαίνουν, εξετάζοντας τον εαυτό σου. Και να έχεις αδίστακτη εμπιστοσύνη στον πνευματικό σου πατέρα, και αν ακόμη τον χλευάζει και τον διασύρει όλος ο κόσμος. Και αν ακόμη εσύ ο ίδιος τον δεις με τα μάτια σου να πορνεύει,16 να μη σκανδαλιστείς, ούτε και να μειώσεις την εμπιστοσύνη σου σ’ αυτόν, υπακούοντας σ’ εκείνον που είπε: «Μην κρίνετε, και δεν θα κριθείτε».17
Αν μάλιστα κάθε μέρα κάνεις έτσι, και αν αγωνίζεσαι έτσι, δεν θα αργήσει να σε επισκεφθεί ο Θεός από τον ουρανό, αλλά θα σου στείλε βοήθεια από το άγιο κατοικητήριό του,18 και η χάρη του Παναγίου Πνεύματος θα σε σκεπάσει. Και λίγο λίγο, προοδεύοντας στο έργο σου, θα αυξήσεις την πνευματική σου τελειότητα και θα αναδειχθείς σε τέλειο άνδρα, στο μέτρο της τελειότητας του αναστήματος του Χριστού,19 με το να φωτίζεσαι και να φωτίζεις με το φως της γνώσης, σαν ήλιος, όλους εκείνους, που σε πλησιάζουν και σε συναντούν, και να δοξάζεις και με τη ζωή και με το λόγο σου τον Θεό, που σου έδωσε τη δωρεά του αγίου και ζωοποιού Πνεύματός του˙ στον οποίο πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Αναφέρεται στην κοσμική ενδυμασία που αποβάλλει εκείνος που ενδύεται το μοναχικό σχήμα.
2. Πρβ. Α’ Κορ. 15, 47-49
3. Δοξολογία˙ η όλη ακολουθία του Όρθρου.
4. Στιχολογία˙ απαγγελία ψαλμών σε αντιδιαστολή με το ψάλσιμό τους.
5. Πρβ. Εφ. 4, 13
6. Ματθ. 10, 22. 24, 13. Μάρκ. 13, 13
7. Πρβ. Σ. Σειρ. 33, 28
8. Ψαλμ. 1,1
9. Α’ Κορ. 15, 33
10. Πρβ. Α’ Τιμ. 2, 4
11. Αναφέρεται στη διακοπή της ακολουθίας του Όρθρου, πριν από θεία λειτουργία, σύμφωνα με τα μοναστηριακά τυπικά.
12. Πρβ. Εφ. 6, 7
13. Γέν. 3, 6
14. Λουκ. 14, 11. 18, 14.
15. Άμωμος˙ ο Ψαλμός 118
16. Επισημαίνει τον κίνδυνο της πλάνης και απάτης των οφθαλμών.
17. Λουκ. 6, 37
18. Πρβ. Ψαλμ. 19,3
19. Εφ. 4, 13

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.