Προλογικά.
Το συμβουλευτικό εγχειρίδιο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτου είναι «δημιουργία εκ του μηδενός». Προέκυψε κατόπιν παρακλήσεως ενός αρχιερέως προς τον Άγιο, ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν στην ερημόνησο της Σκυροπούλλας. Σ’ αυτή την ερημόνησο ο άγιος εστερείτο παντελώς όχι μόνο βιβλίων και γραφικής ύλης, αλλά και των απαραίτητων αγαθών για την διαβίωσί του. Έτσι, για λόγους βιοποριστικούς, έκαμνε διάφορες βαρειές χειρωνακτικές εργασίες, τέτοιες από τις οποίες χαρακτηρίζεται η σκληρή ζωή των ερημονήσων. Έγινε σκαπανέας, εργαζόταν με την δικέλλα κ.λ.π.
Ύστερα από τις αρχικές αντιδράσεις υποχώρησε και όπως αναφέρει «αφού συγκεντρώθηκα στον εαυτό μου και συγκέντρωσα όλα όσα ήταν τυπωμένα στη μνήμη μου από την ανάγνωσι και στον πίνακα της φαντασίας, κατά τον Αριστοτέλη, ή κατά τον Πρόκλο στους ιερούς τόπους του νου μου, και όλα αυτά αφού τα αναζωγράφησα, όπως λένε οι Πλατωνικοί, τα χάραξα σ’ αυτό το Συμβουλευτικό, όπως θα το έλεγες εσύ, Υπομνηματικό, όπως θα το έλεγα εγώ, το οποίο αποστέλλω σαν ένα πνευματικό γλύκισμα… για τις πολλές χάρες που μου έκανες».
Είναι έργο καταπληκτικής μνήμης και ιερής καρδιάς, όπως αναφέρει ο αείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. Ο ευλαβέστατος επίσκοπος όταν δέχθηκε το «Εγχειρίδιον» ενθουσιάσθηκε από την ανάγνωσι και του απέστειλε εγκωμιαστικούς λόγους λέγοντας: «Με υψωμένα τα χέρια δέχθηκα και με δυνατή γλώσσα διάβασα το μελιστάλακτο Συμβουλευτικό που μου έστειλες. Εντρύφησα σ’ αυτό, όπως στο πιθάρι της Πανδώρας, και τον κήπο του Αλκινόου… δέχθηκα ωφέλεια αθάνατη… Είμαι ευγνώμων στην υπακοή σου, ευγνώμων και στα χείλη σου…».
Και αν ένας Ιεράρχης δείχνη την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο για το πνευματικό κέρδος το οποίο απεκόμισε μελετώντας το, και μακαρίζει και εκείνους που θα το μελετήσουν, βέβαιος όντας για την πνευματική τους ωφέλεια, πόσο περισσότερο ευγνώμονες πρέπει να είμαστε εμείς οι νεώτεροι στον άγιο Νικόδημο, για το αριστούργημα αυτό, αλλά και για όλες τις άλλες του εργασίες!
Όποιος μελετήσει το παρόν πόνημα και δεχθή την «αθάνατη ωφέλεια», θα αισθανθή και αυτός την ανάγκη, την χαρά και την υποχρέωσι να εκφωνήση μαζί με τον Ιεράρχη: «Είμαι ευγνώμων στα χείλη σου Άγιε, γι’ αυτό που μου πρόσφερες»!
Η αυτοκριτική και το αίτημα ενός επισκόπου!
Στον οσιώτατο και αξιόλογο άνδρα, κύριο Νικόδημο, την χάρι παρά Κυρίου και την ευχή και ευλογία από την ταπεινότητά μου εν Αγίω Πνεύματι.
Ίσως όχι μακρυά από τον σκοπό, αλλά και πολύ κοντά στην αλήθεια, μου φαίνεται ότι σκέφθηκε ο ηθικός εκείνος φιλόσοφος που τους λαμπρούς θρόνους τους ωνόμασε λαμπρούς γκρεμούς και τα ύψη των αξιωμάτων και τις δόξες και τα μεγαλεία, είτε αυτά προέρχονται από τους εθνικούς, είτε εσωτερικά από εμάς, παγίδες και δίχτυα και δόκανα τα ωνόμασε˙ διότι αυτούς που μια φορά θα συλλάβουν με αθέλητες θλίψεις και πειρασμούς τους περιβάλλουν. Αυτών των λόγων σε εμένα, αγαπητέ μου φίλε, όχι η απλής γνώσις, αυτή που αντιλαμβάνεται επιπόλαια μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά η ίδια η πείρα, η οποία φθάνει μέχρι βάθους, έγινε διδάσκαλος. Γιατί εγώ βέβαια χρίσθηκα με το μεγάλο χρίσμα της Αρχιερωσύνης που καθιστά τον χριόμενο τέλειο˙ και στον υψηλό αυτό θρόνο της χάριτος ανέβηκα με εύθυμο πόδι, καθώς λέγεται, αφού φόρεσα επισήμως τον ποτάμιο Μανδύα, τον πορφυρό και χρυσό γύρω – γύρω, ο οποίος έχει χρυσά και ιερά κουδούνια, που προκαλούν περισς΄τοερο θαυμασμό με τον ήχο τους, σύμφωνα με τον θαυμάσιο Κύριλλο Αλεξανδρείας.
Και κρατώντας στα χέρια το κηρύκειο, κήρυττα την ειρήνη από αυτό, σαν από κάποια ανώτατη θέσι, ή όπως λέγει ο Αββακούμ, από θεία φυλακή και ευχήθηκα στο λαό, ενώ όλος ο Ναός έκανε πολύ θόρυβο και σχεδόν εδονείτο από τον πολύ δυνατό ήχο της ευχής για πολλά έτη. Και στα Άγια των Αγίων εισήλθα με τόση μεγαλοπρέπεια που δεν περιγράφεται, ως άλλος Ααρών ντυμένος τον ποδήρη χιτώνα και φορώντας το κάλλυμα της κεφαλής του Αρχιερέως και το ωμοφόριο βάζοντας πάνω μου, κρατώντας το λογείο της κρίσεως και σηκώνοντας το Εφούδ. Και στο θυσιαστήριο πλησίασα, θυσιάζοντας την αναίμακτη θυσία και οκολαύτωσι του Χριστού του μεγάλου και Θεού και Αρχιερέως και Θύματος και τελείωσα το Μυστήριο με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Και κατά τον Σαμουήλ προσφέροντας ειρηνικές θυσίες υπέρ του λαού και λειτουργός γινόμενος των Αγίων και της σκηνής της αληθινής, την οποία εγκαθίδρυσε ο Κύριος και όχι άνθρωπος. Και αφού χειροτονήθηκα Θεός Φαραώ, σύμφωνα με τον Μωϋσή και προστάτης και νομοθέτης του νέου Ισραήλ, πλησιάζοντας τον Θεό
και προχωρώντας μέσα στην νεφέλη, έγινα επόπτης και μυσταγωγός των Θείων Μυστηρίων. Αυτά λοιπόν είναι τα θαυμαστά λόγια που λέχθηκαν από τον θεολόγο Γρηγόριο, κατά θαυμαστό τρόπο (Λόγ. α’, γ’, δ’). Και για να μιλήσω με συντομία, λαμπρό μεν απόκτημα και αξιοζήλευτο είναι τούτο το αξίωμα, το οποίο φέρω. Γιατί πώς όχι; Έτσι και πολλούς θέλγει με δύναμι, όσους δηλαδή γνωρίζει η ηδονή της αισθήσεως να παραπλανά (αποφεύγω να πω, επειδή ακούγεται άσχημα, ότι και για εκείνους σε όσους βέβαια έχουν μάτια, φαίνεται ποτήρι για κρασί και τράπεζα, κατά τον Πλάτωνα, ενώ σε όσους υπάρχει η αφηρημένη έννοια περί ποτηρίου και αφηρημένη έννοια περί τραπεζιού, δεν έχουν νου. Όχι, βέβαια)˙ σκληρό όμως και δύσκολο και άκρως ανεπιθύμητο για όσους γνωρίζουν, ότι δεν είναι κίνητρο πλούτου, μακρυά! Αλλά αρετής τύπος η τάξι αυτή και είναι και λέγεται˙ και ούτε εξουσία ανεξέλεγκτη˙ μακρυά μία τέτοια σκέψι˙ αλλά λειτουργία υπεύθυνη, της οποίας, όσο είναι το ύψος, τόσο μεγάλος και ο κίνδυνος που ακολουθεί, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος
πάλι θεολόγος Γρηγόριος (Λόγ. α’).
Έτσι λοιπόν και εγώ, σε αυτήν εδώ την κενή και μάταιη δόξα, ο κενός και μάταιος, όπως ακριβώς σε δόλωμα, αφού είχα ανοιχτό το στόμα προηγούμενα, πιάστηκα στο κρυμμένο αγκίστρι και αφού πέρασα στο στόμα μου το φανερό μέλι του βαθμού, τώρα αποκτώ πείρα της μεγάλης πίκρας πού βρίσκεται στο βάθος. «Αλλοίμονο! Διότι επλούτισα στα κακά (Ζαχ. 11,13) και ταπεινώθηκα όταν ανυψώθηκα» (Ψαλμ. 72,11). Αυτά λοιπόν από τους Προφήτες. Και κατεβαίνοντας ανυψώθηκα, και ανυψούμενος κατέβηκα, πράγματα μεταξύ τους ασυμβίβαστα. Δεν ξέρω τι να πω από αμηχανία. Διότι πειρασμοί δυνατοί και αλλεπάλληλοι με περικύκλωσαν από παντού˙ και περιέπεσα σε συμφορές, όσες ο βαθμός αυτός απαραίτητα μαζί του συμπαρασύρει. Η πιο μεγάλη δε από τις συμφορές είναι ότι και ελέγχομαι στην συνείδησι κάθε ώρα, αφ’ ενός μεν μήπως κάποιος από τους ποιμαινομένους χαθή από την αγαθότητα απείρου ποιμένος, όπως αληθινά είμαι εγώ, ή μήπως από κάποιο σφάλμα της προσωπικής μου ζωής καταστραφή κάποιος, για τον οποίο ο Χριστός απέθανε˙ και θα τιμωρηθώ για
την απώλεια εκείνου, διότι θα ζητηθή από το χέρι μου το αίμα εκείνου κατά τον Ιεζεκιήλ (κεφ. 3, 28). Αφ’ ετέρου δε μήπως προσελκύσω για τον εαυτό μου το ουαί, ως μισθωτός, και ως μη αξιοποιώντας το αξίωμά μου με κατάλληλα έργα. Διότι είπε σε κάποιο σημείο ο σπουδαίος στα θεία και μέγας Βασίλειος: «Αυτοί που επιδιώκουν το παρόν και δεν ατενίζουν στο μέλλον, είναι μισθωτοί και όχι ποιμένες και βέβαια είναι πολλοί οι μισθωτοί που αναλώνουν την ζωή τους για την ταλαίπωρη αυτή δόξα» (Λόγ. εις τον μάρτ. Μάμαντα). Και αλλού: «Εάν κάποιοι έχουν αναλάβει την προστασία της Εκκλησίας και δεν κοσμούν το έργο με τον κατάλληλο τρόπο ζωής που αρμόζει στην υπόσχεσί τους, αλλοίμονο σ’ αυτούς!». Είπε και κάποιος από τους σοφούς με Ιαμβικούς στίχους αυτά:
Εσείς που έχετε στολισμένους τους θρόνους,
Και υπερηφανεύεσθε για τις ρευστές εξουσίες,
Σκεφθήτε την αναπόφευκτη έσχατη δίκη,
Διότι τίποτε απ’ αυτή πουθενά δε θα ξεφύγη.
Από όλα αυτά γενικά, λοιπόν, καθημερινά πιεζόμενος και παλεύοντας με τους λογισμούς, όχι μόνο την ζωή μου αρνούμαι, αλλά και εκείνα του Δαβίδ πιέζομαι να φωνάξω προς τον Θεό: «Μας έβαλες σε παγίδα και τοποθέτησες θλίψι πάνω στους ώμους μας» (Ψαλμ. 5, 11). Γι’ αυτό σαν μικρό πλοίο, που έχει άπειρο τον κυβερνήτη, στον μέσον του πελάγους εγκαταλελειμμένος, και επί πλέον από τις πνοές των ανέμων και από τα βίαια κύματα των πειρασμών από παντού κλυδωνιζόμενος εγκαταλείποντας το πηδάλιο, και παραδομένος ολόκληρος στην δύναμι των κυμάτων, όπου με πηγαίνουν όπου με φέρνουν, προς εσένα τον συγγενή μου και τον αγαπητό Νικόδημο σκέφθηκα να προσφύγω, που σε αυτό το γειτονικό ερημικό νησί, σαν σε ακύμαντο λιμάνι, την ήσυχη και αμέριμνη ζωή ασκεί και αγαπά την πεζή φιλοσοφία, που μένει κάτω. Σε σένα έγκειται και στην ικανότητα του λόγου σου να μην αφήσης τον συγγενή σου αβοήθητο, ώστε να καταποντισθή από τα κύματα, αλλά αφού απλώσης το χέρι σου στον κλυδωνιζόμενος να τον κάνης να πλέη με ούριο άνεμο˙ και με τις
συμβουλές και τις υποθήκες των σοφών σου λόγων, και εμένα πρώτα τον ποιμένα να βελτιώσης και μέσω εμού όλο αυτό εδώ το λογικό ποίμνιο, το οποίο ακριβώς, όχι πρέσβυς, ούτε Άγγελος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Υιός του Θεού με το ίδιο του το αίμα το φρόντισε. Εάν βέβαια, καθώς ισχυρίζεται ο Σειράχ: «Σύμφωνα με τον κυβερνήτη του λαού αυτού, έτσι είναι και οι υπουργοί του˙ και σύμφωνα με τον διοικητή της πόλεως, όλοι όσοι κατοικούν σε αυτήν» (Σοφ. Σειράχ 10, 2). «Διότι, αφού ο επίσκοπος είναι λύχνος και οφθαλμός της Εκκλησίας, καθώς είπε ο Θεολόγος, είναι ανάγκη, όπως ακριβώς εκείνος εάν είναι καθαρός, ορθά να οδηγήται και το σώμα˙ εάν δεν είναι καθαρός, όχι ορθά. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και με τον προστάτη της εκκλησίας˙ όπως αν έχη, κινδυνεύουν μαζί του ή σώζονται μαζί του οι υπήκοοι» (Επιστ. Προς τους εν Καισαρεία).
Δεν ντρέπομαι λοιπόν να ζητήσω συμβουλές. «Επειδή ο άνθρωπος που δεν δέχεται συμβουλές είναι ακριβώς σαν πλοίο ακυβέρνητο, που έχει παραδοθή στις κατευθύνσεις του αέρα όπως έτυχε», κατά τον μέγα Βασίλειο. Και γενικά, είναι ιερό πράγμα η συμβουλή, σύμφωνα με αυτόν που είπε: «Γνώμης ένωσις αγάπης καρπός ταπεινοφροσύνης απόδειξις»˙ γιατί είναι φοβερή αλαζονεία, το να νομίζη κανείς ότι δεν χρειάζεται κανέναν, αλλά να καταφεύγη μόνο στον εαυτό του, σαν να μπορή μόνος αυτός να συμβουλεύση τα καλλίτερα. Γι’ αυτό και ο Σολομών, άλλοτε μεν λέγει, «σε όσους δεν υπάρχει καθοδήγησι, πέφτουν όπως ακριβώς τα φύλλα, ενώ σωτηρία υπάρχει στις πολλές συμβουλές» (Παροιμ. 11, 14)˙ άλλοτε πάλι «αδελφός που βοηθείται από αδελφό ως πόλις οχυρωμένη και υψηλή˙ έχει δύναμι δε όπως ακριβώς το καλά θεμελιωμένο βασίλειο» (Παροιμ. 18, 190. Λέγει επίσης και ο Σειράχ: «Χωρίς συμβουλή, τίποτε μη κάνης». (Σοφ. Σειρ. 35, 19). Χάρισε λοιπόν σε μας, που τόσο ποθούμε, δια των γραμμάτων την συμβουλή σου και με τις ωραίες επωδούς και τις
γοητείες της γλυκειάς γλώσσας σου παρηγόρησε την εγκατάλειψι της ψυχής μου. Διότι είμαι πεπεισμένος ότι: «Στο πλήθος των οδυνών μου η παρηγορία που δέχομαι ευφραίνει την ψυχή μου» (Ψαλμ. 53, 19). Και η δροσιά των λόγων σου, θα είναι θεραπεία για εμένα και για τον λαό που υπηρετώ (Ησ’. 26,19). Και οι ταραγμένοι λογισμοί μου με την συμβουλή σου θα γίνουν σταθεροί, σύμφωνα με αυτόν που είπε: «Οι λογισμοί, με την συμβουλή σταθεροποιούνται» (Παροιμ. 20, 29). Υγιαίνοντα ας σε διατηρή ο Κύριος, ιερές αναβάσεις στην καρδιά σου ας παρέχη, και από δύναμι σε δύναμι να βαδίζης και όλος ο βασιλικός πήχυς, καθώς λέγεται, ας επεκτείνεται μπροστά σου, μέχρι «να γίνης πολύ σπουδαίος», καθώς λέει ο Ισαάκ (Γέν. 26, 13) και να φθάσης το ανώτατο άκρο των επιθυμιών.
Από την Κύμη του Ευρίπου
Ευχέτης σου προς τον Κύριον και εξάδελφός σου
Ο Ευρίπου Ιερόθεος.
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.