Τιμή και δόξα για τον Μέγα Κωνσταντίνο – Στέλλας ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Υπάρχουν δύο αντίθετα πράγματα σ’ αυτήν τη ζωή. Το ένα είναι το λαϊκό αίσθημα, και το άλλο είναι η προπαγάνδα. Το λαϊκό αίσθημα, καταλαβαίνει τι είναι το καλό και τι το κακό, τι ωφελεί και τι βλάπτει, τι είναι γνήσιο και τι κάλπικο. Το λαϊκό αίσθημα και η Εκκλησία, στηρίζονται σε πράγματα που είναι: 1. Γεγονότα, 2. Αποτελέσματα, και 3. Ψυχικό κατάλοιπο, δηλαδή αυτό που αφήνει ο άνθρωπος πίσω του.

Η προπαγάνδα, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Προσπαθεί να καταργήσει το λαϊκό αίσθημα που βασίζεται στο ένστικτο και την αίσθηση του δικαίου, και να τα αντικαταστήσει με μία φορεμένη αλήθεια. Πώς το κάνει αυτό; Παίρνει ένα γεγονός, το απομονώνει από τις περιστάσεις του, το προβάλλει σαν το μοναδικό που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο, κιέτσι προσπαθεί να αμαυρώσει τη μνήμη του. Αυτή η τακτική στρέφεται κυρίως εναντίον εκείνων που τιμά η Εκκλησία και το λαϊκό αίσθημα. Επιζητεί να τα καταλύσει, ενώ δεν βάζει τίποτε στη θέση τους.

Το λαϊκό αίσθημα προέρχεται από εμάς τους ίδιους, ενώ η προπαγάνδα, προέρχεται απ’ έξω, δεν φαίνεται καθαρά από πού, και συνήθως δεν χτίζει αλλά θερίζει. Αυτήν την αλήθεια μας την υποβάλλει με πολλούς ασυνείδητους τρόπους, αλλά το περίεργο είναι, ότι ακόμη κι αν καταφέρει να μας «πείσει», το μόνο που έχει πείσει είναι η λογική μας. Το συναίσθημά μας παραμένει πάντα γνήσιο και αγνό, γι’ αυτό κάθε συζήτηση για το θέμα, διεγείρει μέσα μας κάποιου είδους ταραχή. Θυμό, εμπάθεια, φανατισμό, ή οργή για την αδικία. Το λαϊκό αίσθημα, συνήθως συμβαδίζει και με τη στάση της Εκκλησίας. Στην περίπτωση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το λαϊκό αίσθημα και η Εκκλησία ήταν που τον ανέδειξαν «Μέγα», και ως Μέγα τον προσκυνούν για αιώνες, μέχρι σήμερα. Ακριβώς αυτά είναι τα συναισθήματα και η στάση του Νεοέλληνα, αλλά και της Εκκλησίας απέναντι στους Αγίους Ισαποστόλους και Βασιλείς, Κωνσταντίνο και Ελένη.

Η προπαγάνδα πάλι, είναι εκείνη που έχει βάλει στον ίδιο κουβά όλους τους ανά την Ιστορία βασιλείς και αυτοκράτορες, και μας σπρώχνει να τους πετάξουμε με τυφλό μένος έξω από το παράθυρο, περιφρονώντας κάθε αίσθημα δικαίου, αλλά και το ίδιο το προσωπικό μας συμφέρον.

Λοιπόν, στην υπόθεση του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου, για να είμαστε τίμιοι και σοβαροί, τρία πράγματα πρέπει να εξετάσουμε. Την προσωπικότητά του, μόνη της και σε σχέση με την εποχή και τις συγκυρίες, και το έργο του, πάλι καθ’ εαυτό και σε σχέση με την εποχή και τις συγκυρίες. Σε όλους αυτούς τους τομείς, το λαϊκό αίσθημα σέβεται, θαυμάζει, αγαπά, ευγνωμονεί και καμαρώνει τον Μέγα Κωνσταντίνο, ενώ η προπαγάνδα, προσπαθεί συνεχώς να αμαυρώσει τόσο την προσωπικότητα όσο και το έργο του, να σβήσει τη λάμψη του, και στη θέση του ν’ αφήσει ένα μεγάλο κενό.

Για να είμαστε λοιπόν δίκαιοι, θα πρέπει να συνεξετάσουμε τα όσα αφορούν τον ίδιο, με όσα σχετίζονται με τις περιστάσεις, γιατί δυστυχώς δεν είναι δυνατόν ν’ απομονώσουμε τα μεν από τα δε.

Για να μπορέσουμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, πρώτα θα ξεκινήσουμε από τα πιο χειροπιαστά που είναι τα γεγονότα. Με βάση αυτά, θα βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, τόσο για τον ίδιο τον Μ. Κων/νο, αλλά και για κάποιες διαχρονικές αλήθειες. Στη συνέχεια, θα διαλευκάνουμε κάποιες πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς του, και τέλος, θα κάνουμε, αυτό που οφείλαμε να είχαμε κάνει από την αρχή, και που, αν δεν ήταν η κυρία προπαγάνδα, θα ήταν το μόνο που θα έπρεπε και θα μας συνέφερε να κάνουμε από την αρχή: αποτίμηση της προσφοράς του.

Μέρος Α΄.
Ιστορική Αναδρομή

Βρισκόμαστε στο 284μΧ., και είναι η αρχή της βασιλείας του Διοκλητιανού. Η φήμη του, είναι δυστυχώς συνδεδεμένη με τους τελευταίους, εκτενείς και αγριότατους διωγμούς κατά των Χριστιανών. Σαν άνθρωπος ήταν θρασύδειλος, ματαιόδοξος και εξαιρετικά φιλάργυρος. Αμέσως μετά την ανάδειξή του σε αυτοκράτορα, συνειδητοποίησε ότι αδυνατούσε να διοικήσει μόνος του την τεράστια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Για τον λόγο αυτό, εγκαινιάζει τον θεσμό της Τετραρχίας. Δηλαδή, κρατά για τον εαυτό του τον τίτλο του Αυγούστου για την Ανατολή, και διορίζει άλλον έναν Αύγουστο για τη Δύση, τον Μαξιμιανό. Θεωρεί επίσης, ότι για τα αξιώματα αυτά χρειάζονται και βοηθοί, τους οποίους ονομάζει Καίσαρες. Καίσαρα για τον εαυτό του διορίζει τον Γαλέριο, για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα, και για τον Μαξιμιανό επιλέγει τον Κωνστάντιο τον Χλωρό, τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Ο τρόπος αυτός της διοίκησης που επέλεξε ο Διοκλητιανός, είχε τις εξής δύο πολύ σοβαρές συνέπειες για την αυτοκρατορία: η πρώτη ήταν η υπερβολική αύξηση των δαπανών για τη μισθοδοσία και συντήρηση των στρατιωτικών δυνάμεων που χρειάζονταν στην υπηρεσία τους όλοι αυτοί οι διοικητές. Αυτό συνεπάγεται δημεύσεις περιουσιών, θανατικές καταδίκες, κακοποιήσεις συζύγων και θυγατέρων, φορολογία ακόμη και των νεκρών, ερήμωση της γης, πείνα. Η δεύτερη, ίσως και σοβαρότερη, η αύξηση του αριθμού επίδοξων διαδόχων του θρόνου, των ραδιουργιών, των φόνων, και των εμφυλίων πολέμων, που εξήντλησαν κι αυτοί με τη σειρά τους, κράτος και υπηκόους.

Στην οικονομική εξάντληση συνετέλεσε επίσης και η ματαιοδοξία του Διοκλητιανού, που τον έκανε να χτίζει συνεχώς μεγαλοπρεπή παλάτια. Όχι βέβαια με δικά του έξοδα, αλλά σε βάρος πάλι των οικονομικών του κράτους. Ο Διοκλητιανός έχτισε δύο μεγάλα παλάτια. Ένα στην πατρίδα του τη Δαλματία, όπου και πέθανε, και ένα στη Νικομήδεια, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Πολυτελή υλικά μεταφέρονταν απ’ όλην την αυτοκρατορία, κι πλήθος από ειδικευμένους τεχνίτες. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ήταν και αναποφάσιστος. Πριν την ολοκλήρωσή τους, διέταζε να γκρεμιστούν και να ξαναχτιστούν, ξανά και ξανά…

Η πολυτέλεια των ανακτόρων της Νικομήδειας είναι φημισμένη. Κι όμως, ούτε απ’ αυτά, ούτε από της Ρώμης, ούτε ακόμη κι απ’ αυτό το Ιερόν Παλάτιον στην Κωνσταντινούπολη δεν μένουν και πολλά. Ελάχιστα υπολείμματα τοιχοποιίας, και ένα-δυό δάπεδα. Αν έχουμε δείγματα, και μάλιστα μεγαλοπρεπή, της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αυτό το χρωστούμε στους ναούς. Αυτούς αγάπησε ο λαός, αυτούς συντήρησε, αυτούς σεβάστηκε ο χρόνος.

Ας κάνουμε ακόμη μια παρένθεση, για να γνωρίσουμε λίγο τον τρομερό Καίσαρα Γαλέριο. Καταγόταν από τη Δακία, μια περιοχή Βορειοδυτικά από την Βαλκανική Χερσόνησο, εκεί, ας πούμε, που ήταν η Γιουγκοσλαβία. Οι κάτοικοί της ήταν βάρβαροι και άγριοι πολεμιστές. Ο ίδιος έτρεφε κρυφό μίσος εναντίον της Ρώμης, γιατί μετά από κάποια εξέγερση που έκαναν οι συντοπίτες του εναντίον της Ρώμης, όταν η επανάστασή τους καταπνίγηκε, υπέστησαν όλα τα δεινά που επεφύλασσε το δίκαιο του πολέμου για τους ηττημένους: κάψιμο σπιτιών, εκτελέσεις, εξανδραποδισμούς. Το ότι ήταν καίσαρας της Ρώμης, σε τίποτε δεν μετρίαζε την εμπάθειά του εναντίον των Ρωμαίων πολιτών, την οποία υποδαύλιζε και η μητέρα του.

Τόσο ο ίδιος, όσο και η μητέρα του, εκτός από εμπαθείς ήταν και τρομερά δεισιδαίμονες. Η μητέρα του θυσίαζε καθημερινά σε παγανιστικούς θεούς, και στην οιωνοσκοπία από τις θυσίες αυτές, έδινε μεγάλη σημασία. Επίσης, ανάγκαζε και το προσωπικό της να συμμετάσχει σ’ αυτές, και μετά να καταλύσει τα ειδωλόθυτα. Αυτές τις θυσίες και τις βρώσεις των ειδωλοθύτων, αρνούνταν οι Χριστιανοί της ακολουθίας της, και η ίδια υποβάλλει στον γιό της καθημερινά ένα μίσος και φόβο εναντίον τους, ότι τάχα θα φταίνε εκείνοι για ό,τι κακό του συμβεί, ή για οποιαδήποτε μη αίσια έκβαση των επιδιώξεών του. Έτσι για τον Γαλέριο, οι Χριστιανοί είναι το μόνο εμπόδιο στην πορεία του προς το να γίνει μονοκράτορας μετά τον Διοκλητιανό.

Προκειμένου να πείσει τον διστακτικό Διοκλητιανό, να κηρύξει επίσημα διωγμό εναντίον τους, χρησιμοποιεί τα εξής δύο επιχειρήματα: 1. Ότι οι Χριστιανοί ενδέχεται να επικαλεσθούν το δικαίωμα φοροαπαλλαγής που ίσχυε για τους Εβραίους, οπότε να λείψουν και τα ανάλογα έσοδα από φόρους, και 2. Ότι οι Χριστιανοί μελετούν να πυρπολήσουν τα ανάκτορα της Νικομήδειας, λόγω της αντίρρησής τους προς τη λατρεία των ειδώλων. Αυτό ήταν το «ιστορικό» και βέβαιο επιχείρημα, για οποιονδήποτε ήθελε να υποκινήσει διωγμούς κατά των Χριστιανών. Οι Χριστιανοί αρνούνταν τα είδωλα, ο αυτοκράτορας απαιτούσε να λατρεύεται ως θεός, να γίνονται θυσίες γι’ αυτόν και να καταλύονται τα ειδωλόθυτα, άρα όποιος αρνείτο να παραδεχθεί και να συμμετάσχει σ’ αυτήν την παραδοχή, τεκμαιρόταν αυτόματα εχθρός του αυτοκράτορα, και κίνδυνος για το κράτος.

Ο Γαλέριος κατάφερε να πείσει τον Διοκλητιανό, κι ο Διοκλητιανός στρέφεται πια ανοιχτά και αποφασιστικά εναντίον των Χριστιανών. Σαν ματαιόδοξος που ήταν, κάθε επιτυχία επιδίωκε να την προβάλλει σαν καθαρά δική του σύλληψη και κατόρθωμα. Σαν θρασύδειλος όμως ταυτόχρονα, προσπαθούσε να αποποιηθεί εκ των προτέρων την ευθύνη για κάθε μέτρο επαχθές. Έτσι και τώρα, βρίσκει Συγκλητικούς με προσωπικά μίση εναντίον των Χριστιανών, και βάζει αυτούς μπροστά, να υπερασπιστούν την κήρυξη του Μεγάλου διωγμού, ενός διωγμού, που βρίσκει τον Μέγα Κωνσταντίνο, παιδί, και αργότερα έφηβο, οιονεί όμηρο και αποτροπιασμένο παρατηρητή, μέσα στα ίδια τα ανάκτορα της Νικομήδειας, εκεί που καίγονταν κάθε νύχτα οι Χριστιανοί σαν πυρσοί, μ’ έναν σκληρό και βασανιστικό θάνατο, εκεί που και ο Γαλέριος, μελετούσε και την μελλοντική εξόντωση του ίδιου, μιας και τον θεωρούσε τον πιο επίφοβο μελλοντικό του αντίπαλο.

Μέρος Β΄.
Τα χρόνια στη Νικομήδεια, και η πορεία μέχρι την μονοκρατορία.

Ο Μέγας Κωσταντίνος, μεγάλωνε στα σπλάχνα της Ανατολής, σαν άτυπος όμηρος, μέσα σε πολλούς κινδύνους, όμως κάτω από την άγρυπνη προστασία και νουθεσία της γλυκειάς, αλλά και δυνατής μητέρας του, της μετέπειτα αγίας, Ελένης.. Το παλάτι της Νικομήδειας, ένα ωραιότατο ανάκτορο στο βάθος της πεδιάδας της Νικομήδειας, με υπέροχο ήπιο κλίμα και θαυμάσια θέα στον βαθύ κόλπο που απλωνόταν μπροστά του, έμοιαζε με επίγειο Παράδεισο. Αποδείχτηκε όμως, μια βάναυση και επικίνδυνη κόλαση.

Φοβούμενος ο Διοκλητιανός τον καίσαρα Κωνστάντιο Χλωρό ως πιθανό ανταπαιτητή του θρόνου, μαζί με τον διορισμό του, κράτησε στη Νικομήδεια τον μικρό Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ελένη, τάχα για παροχή προστασίας και βασιλικής ανατροφής. Με ομήρους την οικογένειά του, ο Κωνστάντιος δεν θα τολμούσε ποτέ να στραφεί εναντίον του.

Οι διωγμοί του Διοκλητιανού αρχίζουν το 292, όμως οικουμενική ισχύ αποκτούν το 303μΧ., ημερομηνία που εκδόθηκε και το επίσημο διάταγμα.

Εδώ αξίζει να δώσουμε λίγη προσοχή στις ημερομηνίες. Το 305μΧ, συμπληρώνονται τα 20 χρόνια της βασιλείας του Διοκλητιανού, τα οποία επιθυμεί να γιορτάσει με μεγαλοπρέπεια. Ταξειδεύει στη Ρώμη για την ανανέωση της ανακήρυξής του από τη Σύγκλητο, αλλά πολύ περισσότερο, για να απολαύσει τις επευφημίες και άλλες πανηγυρικές εκδηλώσεις κατά την περιοδεία του στην ιταλική χερσόνησο. Αρρωσταίνει όμως, κι ωστόσο επιμένει στην περιοδεία του. Συνεχίζει προς τη Ραβέννα, μετά στον Δούναβη, και τελικά επιστρέφει στην Νικομήδεια, τόσο εξαντλημένος και άρρωστος, που πολλοί φθάνουν να υποθέσουν ότι μπορεί και να πέθανε, αλλά αποκρυπτόταν ο θάνατός του, για να αποφευχθούν ταραχές και αποσταθεροποίηση της εξουσίας.

Ο Διοκλητιανός δεν πέθανε τότε τελικά, αλλά κατάλαβε πως η βασιλεία, τα 20 χρόνια της οποίας πανηγύρισε με τέτοια μεγαλοπρέπεια, δεν μπορούσε πια να συνεχιστεί από τον ίδιο. Δεκαπέντε μόλις ημέρες από την επιστροφή του στη Νικομήδεια, ο Γαλέριος τον πιέζει να παραιτηθεί, και να ανακηρύξει εκείνον σαν Αύγουστο. Ο Διοκλητιανός κατάλαβε, ότι η προαγωγή αυτή του Γαλερίου, θα σήμαινε και αντίστοιχη προαγωγή του Κωνσταντίου του Χλωρού, σε Αύγουστο της Δύσης, πράγμα το οποίο αναγκάζεται να δεχθεί ο Γαλέριος. Έτσι η προηγούμενη τετραρχία, μετατρέπεται σε πενταρχία, με τρεις αυγούστους, Γαλέριο, Μαξιμιανό και Κωνστάντιο. Το αξίωμα του καίσαρα για Αίγυπτο, Συρία και Μεσοποταμία, δόθηκε από τον Γαλέριο, στον ανηψιό του, Μαξιμίνο Δάϊα, ένα πρόσωπο πολύ πιο άγριο και άξεστο από τον θείο του, μανιώδης διώκτης των Χριστιανών μέχρι το τέλος του, αφού μάλιστα είχαν πλέον σταματήσει οι διωγμοί στην υπόλοιπη αυτοκρατορία.

Όλοι περίμεναν για καίσαρες στη Δύση, ή τον Μαξέντιο ως γιό του Μαξιμιανού, ή τον Κωνσταντίνο, ως γιο του Κωνστάντιου. Επικρατέστερος για τον λαό ήταν ο Κωνσταντίνος, ένα παλληκάρι συνετό και με γενναιότητα που είχε ήδη αποδείξει, τότε που πολέμησε στην Αίγυπτο στο πλευρό του Γαλέριου. Μας σώζεται ένα πολύ χαρακτηριστικό περιστατικό από την τελετή της στέψης των καισάρων. Τη στιγμή που, μετά τη στέψη του Μαξιμίνου Δάϊα, όλοι περίμεναν τη στέψη του Κωνσταντίνου, ο Γαλέριος, επάνω στην εξέδρα, τον έσπρωξε περιφρονητικά προς τα πίσω, και παρέδωσε το διάδημα και την πορφύρα, στον Σεβήρο, έναν παλιό αξιωματικό, χωρίς ιδιαίτερη προβολή. Ο φλογερός χαρακτήρας του Κωνσταντίνου, θα του στοίχιζε τότε τη ζωή, όμως κατάφερε να συγκρατηθεί και να μην αντιδράσει. Από εκείνη τη στιγμή όμως, ήξερε ότι στο πρόσωπο του Γαλέριου είχε έναν αμείλικτο εχθρό, εναντίον του οποίου θα έπρεπε να αξιοποιήσει και την παραμικρή ευκαιρία. Και η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί.

Τον επόμενο χρόνο, 306μΧ., φθάνει ένα ακόμη μήνυμα από τον Κωνστάντιο τον Χλωρό, στην Νικομήδεια. Ένα μήνυμα, το οποίο επειδή προερχόταν από Αύγουστο, ο Γαλέριος δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Ο Κωνστάντιος ήταν άρρωστος σοβαρά, και παρακαλούσε να τον επισκεφθεί ο γιός του, όσο ήταν ακόμη ζωντανός. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και κρυφός φόβος του Γαλέριου. Αν βρισκόταν ο Κωνσταντίνος στο πλευρό του ετοιμοθάνατου Κωνστάντιου, τότε ο πατέρας του θα ανακήρυττε εκείνον Αύγουστο της Δύσης. Ο Κωνσταντίνος είχε ήδη παντρευτεί τη Μινερβίνα, και είχε ήδη ένα γιό, τον ενός έτους περίπου Κρίσπο. Εφαρμόζοντας την ίδια τακτική με τον Διοκλητιανό, ο Γαλέριος κρατά ως άτυπους ομήρους στη Νικομήδεια, σύζυγο και παιδί, και υπογράφει την άδεια ν’ αναχωρήσει ο Κωνσταντίνος για τον πατέρα του.

Η άδεια υπογράφηκε το πρωί και επέτρεπε την αναχώρηση την επομένη. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ο Γαλέριος αποσύρεται για ξεκούραση. Ο Κωνσταντίνος συνειδητοποιεί πως εκείνη η στιγμή ήταν η μοναδική του ευκαιρία για ελευθερία και επιδίωξη των σχεδίων του. Γνωρίζει ότι ο Γαλέριος δεν θα εμφανιστεί ξανά, παρά την άλλη μέρα το πρωί, και ότι, το πιθανότερο ήταν, ότι θα άλλαζε γνώμη, από φόβο για τις εξελίξεις. Επιδεικνύοντας την άδεια, φεύγει αμέσως εκείνο το μεσημέρι από τα ανάκτορα της Νικομήδειας, συνοδευόμενος από λίγους πιστούς συντρόφους. Επικαλούμενος την άεια που κρατούσε στα χέρια του, παίρνει μαζί του και όλα ταάλογα από τους σταύλους, ώστε να μην μπορεί να τον καταδιώξει κανείς, αν άλλαζε γνώμη ο αυτοκράτορας, πράγμα το οποίο και έγινε.

Την άλλη μέρα το πρωί, ο Γαλέριος ανακάλεσε την άδεια, και έδωσε διαταγή να παρουσιαστεί μπροστά του ο Κωνσταντίνος, όμως εκείνος βρισκόταν ήδη πολύ μακρυά, και άλογα δεν υπήρχαν για να τον καταδιώξουν. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν ήδη έξω από τα σύνορα της επικρατείας του, και σε ταχύτατη πορεία προς τον πατέρα του και προς το μέλλον που του ετοίμαζε ο Θεός… Αξίζει να σημειώσουμε, πως ήταν ιδιαίτερα ταχύς στις πορείες του, πράγμα που αργότερα του έσωσε τη ζωή και τον θρόνο. Σ’ εκείνη την πρώτη πορεία, Νικομήδεια-Βυζάντιο-Θεσσαλονίκη-Ιόνιο-Ιταλία-Γαλατία, χρειάστηκε μόνο 3 ημέρες για να φθάσει στους Τρεβήρους, στη βόρεια Γαλατία.

Ο Κωνστάντιος ζούσε ακόμη, αλλά πολύ καταβεβλημένος. Ήταν φανερό ότι δεν θα ζούσε για πολύ. Πρόλαβε όμως να δώσει την ευκαιρία στον γιό του, να αποδείξει τον εαυτό του. Είχαν επαναστατήσει κάποιοι ρήγες της Σκωτίας. Ήταν Φθινόπωρο κι ο Χειμώνας πλησίαζε. Ήταν λίγος ο χρόνος. Ο Κωνσταντίνος διαφώνησε με το σχέδιο εκστρατείας μέσα από την Αγγλία, ως πολύ επικίνδυνης γιατί οι κινήσεις τους θα ήταν γνωστές, αλλά και πολύ χρονοβόρας. Πρότεινε να πλεύσουν προς τον Βορρά, κάτι που δεν θα υποψιαζόταν κανείς, και να αιφνιδιάσουν τους στασιαστές, κυκλώνοντάς τους. Η εκστρατεία είχε απόλυτη επιτυχία, η εξέγερση κατεπνίγη, και ο Κωνσταντίνος κέρδισε την εμπιστοσύνη του στρατεύματος, τόσο με τη στρατηγική του ικανότητα, όσο και με την ανδρεία του.

Πρίν πεθάνει ο πατέρας του, τον διόρισε αύγουστο στη θέση του. Ο Κωνσταντίνος όμως ήξερε πως χωρίς τη θέληση του στρατού, ο διορισμός του δεν είχε καμμιά αξία. Τόλμησε λοιπόν, το εξής: όταν πέθανε ο πατέρας του, προσποιήθηκε ότι αναχωρεί από τους Τρεβήρους, προχωρώντας αργά, μέσα από τις τάξεις του στρατού. Κάθε λεγεώνα, αναφωνούσε με τη σειρά της, καθώς εκείνος περνούσε: Άβε Ιμπεράτορ! Δηλαδή, :Χαίρε Αυτοκράτορ! Αυτό ισοδυναμούσε με αναγόρευση, και ήταν επίσημη, με τις επευφημίες του στρατού!

Όταν έφθασε η αναγγελία στον Γαλέριο, εκείνος βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος, αρνήθηκε όμως να τον αναγνωρίσει ως Αύγουστο, αλλά του έδωσε τον τίτλο του Καίσαρα. Για άλλη μια φορά χρειάστηκε να συγκρατήσει ο Κωνσταντίνος την οργή του, και να περιμένει τις εξελίξεις, που ήρθαν γρήγορα.

Οι εξελίξεις αυτή τη φορά έρχονται από τον Μαξιμιανό και τον Μαξέντιο. Ο Μαξέντιος διεκδικεί το αξίωμα του πατέρα του και η Ρώμη τον αποδέχεται. Στο μεταξύ, ο Κωνσταντίνος έχει υποχρεωθεί να παντρευτεί τη Φαύστα, μικρή κόρη του Μαξιμιανού, προκειμένου να έχει σύζυγο αριστοκρατικής καταγωγής, ανάλογης με το δικό του αξίωμα. Το ίδιο είχε συμβεί και με την Αγία Ελένη, όταν ανακηρύχθηκε Καίσαρας ο σύζυγός της Κωνστάντιος. Πολλή κακόβουλη ψευδο-επιστήμη κυκλοφορεί γύρω από τοθέμα αυτό, ότι τάχα δηλαδή, δεν ήταν επίσημη σύζυγος, αλλά κοινή ερωμένη και συμβία, «σύνευνη» με την ορολογία της εποχής. Η κατηγορία δεν ευσταθεί, διότι σώζεται το «έδικτο», δηλαδή το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε το διαζύγιο. Αυτό δεν θα χρειαζόταν αν ήταν απλή σύνευνη.. Δε Η Μινερβίνα τώρα, ήδη Χριστιανή από καιρό, δέχεται το διαζύγιο με αυτοθυσία, αφοσίωση και τρυφερότητα. Ας της χαρίσουμε εδώ αυτήν τη μικρή αναφορά. Ήταν άρρωστη, σε λίγο καιρό πέθανε, όμως όσο ακόμη ζούσε δεν δηλητηρίασε ποτέ την ψυχή του μικρού Κρίσπου κατά του πατέρα του, κι ας είχε και τον λόγο, και την ευκαιρία. Αντίθετα, του ενέπνευσε αγάπη, θαυμασμό, και την επιθυμία να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει στην αξιωσύνη. Την ίδια διαπαιδαγώγηση του έδωσε και η Αγία Ελένη, όταν ανέλαβε εκείνη την προστασία και ανατροφή του, μετά τον θάνατο της μητέρας του.

Ο Κωνσταντίνος κατοικεί πια στο Αρέλατο μαζί με την Φαύστα και τα ετεροθαλή αδέλφια του από τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του, την Θεοδώρα., Από εκεί διοικεί την Γαλατία και τη Βρεττανία, έχει όμως και τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στην Ιταλία και στα κέντρα των πολιτικών εξελίξεων. Εκεί καταφεύγει για προστασία, ο πεθερός του, πλέον, Μαξιμιανός, και ο Κωνσταντίνος τον δέχεται πρόθυμα, χωρίς να υποψιάζεται την προδοσία που του ετοιμάζει ο φιλόδοξος γέροντας.

Η ευκαιρία δόθηκε από μία εισβολή των Φράγκων, που πέρασαν τον Ρήνο και έκαναν επιδρομές και λεηλασίες στη βόρεια Γαλατία. Ο ρήγας Κρόκος του διεμήνυσε ότι οι δικές του δυνάμεις δεν επαρκούσαν, και ο Κωνσταντίνος αποφασίζει να κινηθεί ο ίδιος εναντίον τους, παίρνοντας μάλιστα και πέντε λεγεώνες μαζί του, αφήνοντας στη θέση του τον πραίτωρα Κούϊντο.

Ο Μαξέντιος, επικαλούμενος μακρά στρατιωτική πείρα, όταν υπολόγισε ότι ο Κωνσταντίνος βρισκόταν ήδη μακρυά, φυλάκισε τον πραίτωρα Κούϊντο, και διέδωσε την ψευδή είδηση ότι τάχα ο καίσαρας είχε σκοτωθεί σε παγίδα των εχθρών. Οι 3 λεγεώνες που είχαν μείνει πίσω πάγωσαν στο άκουσμα της είδησης, και δυσκολεύονταν να την πιστέψουν. Χρειάστηκε να τις δωροδοκήσει αβρά ο Μαξιμιανός για να τον δεχθούν απρόθυμα ως διάδοχο αυτοκράτορα.

Σ’ εκείνην την περίπτωση, ο Κωνσταντίνος σώθηκε από την Φαύστα. Αν και μικρή ακόμη για να την υποψιαστεί ο πατέρας της, διέθετε την ίδια φιλοδοξία μ’ εκείνον, φιλοδοξία που αργότερα θα αποδεικνυόταν ολέθρια για τον Κρίσπο και την ίδια, τότε όμως έσωσε τον καίσαρα σύζυγό της. Παρά το βαρύ της πένθος, πρόσεξε ότι από την ανακήρυξη απουσίαζε ο έμπιστος του συζύγου της, και στα λεγόμενα του πατέρα της είχε μάθει να δυσπιστεί. Τελικά κατάφερε να τον βρει στις φυλακές του ανακτόρου, και τότε οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν. Κρυφά έστειλε έμπιστο αγγελιοφόρο, ο οποίος ανήγγειλε στον Κωνσταντίνο τα γεγονότα. Για δεύτερη φορά πάλι, ο Κωνσταντίνος έσωσε το μέλλον του χάρη στην ικανότητά του για ταχύτατη πορεία.

Αιφνιδιαστικά έφθασε στη Μασσαλία όπου είχε πια μετακινηθεί ο Μαξιμιανός, περιμένοντας από τον Μαξέντιο να τον συναντήσει μαζί με ενισχύσεις από τη θάλασσα. Φθάνοντας έξω από τα τείχη της Μασσαλίας, διακινδύνευσε τα πάντα. Κάλεσε τους στρατιώτες να του ανοίξουν τις πύλες «γιατί ο αυτοκράτοράς τους ήταν ζωντανός και είχε επιστρέψει». Οι στρατιώτες, αντί να του επιτεθούν, φώναξαν με ενθουσιασμό, και του άνοιξαν διάπλατα τις πύλες, να μπει θριαμβευτής. Τέτοια προσωπικότητα ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και τέτοιον σεβασμό και αφοσίωση ενέπνεε.

Την πρώτη εκείνη φορά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε με μεγαλοψυχία την απολογία του Μαξιμιανού, ότι τάχα πραγματικά πίστευε ότι ο γαμπρός του ήταν νεκρός. Σύντομα όμως πληροφορήθηκε από τη Φαύστα την επόμενη συνωμοσία του. Ο Μαξιμιανός είχε υποτιμήσει τις φιλοδοξίες της κόρης του, καθώς και τη σταθερή της προτίμηση στον σύζυγο παρά στον πατέρα της. Σχεδίασε τη δολοφονία του Κωνσταντίνου το βράδυ στο κρεββάτι του, και ζήτησε τη βοήθεια της Φαύστας. Εκείνη όμως το εμπιστεύθηκε στον Κωνσταντίνο, κι έβαλαν έναν ευνούχο να κοιμάται στη θέση του. Όταν ο Μαξιμιανός του επιτέθηκε, αποκαλύφθηκαν πια τα σχέδιά του, και του δόθηκε το δικαίωμα να επιλέξει τον τρόπο του θανάτου του.

Τώρα πια στη Δύση απομένουν αντιμέτωποι ο Κωνσταντίνος με τον Μαξέντιο.

Στην Ανατολή πάλι, οι συγκυρίες ήταν πολύ πιο δραματικές. Ο Γαλέριος αρρωσταίνει σοβαρά, με μία βασανιστική ασθένεια που κανένας γιατρός δεν μπορεί να αναχαιτίσει. Ουσιαστικά σαπίζει ζωντανός, σιγά και βασανιστικά, όσο σιγά και βασανιστικά έκαιγε τους Χριστιανούς στους κήπους του ανακτόρου του. Στην απόγνωσή του, ίσως και μετά από υπόδειξη συμβούλων του, ότι οι πράξεις του κατά των Χριστιανών, προκάλεσαν την οργή των θεών, αποφασίζει τη διακοπή των διωγμών. Το 311μΧ., εκδίδεται το διάταγμα της Νικομήδειας, το πρώτο διάταγμα ανεξιθρησκείας στην αυτοκρατορία. Με αυτό, διακηρύσσεται το δικαίωμα κάθε πολίτη να λατρεύει τον θεό της αρεσκείας του, εφ’ όσον ταυτόχρονα σέβεται και υπακούει στους νόμους και στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Στο τέλος του διατάγματος, προστέθηκε και η ταπεινωτική για τον ίδιο παράκληση, να προσευχηθούν οι Χριστιανοί στον Θεό τους για την υγεία του αυτοκράτορα!

Μετά τον θάνατο του Γαλέριου, την θέση του ανέλαβε ο Λικίνιος, ο οποίος στην αρχή ακολούθησε συναινετική πολιτική συνεργασίας με τον Κωνσταντίνο. Έτσι, το 313Μχ., υπογράφουν μαζί το περίφημο Διάταγμα της Ανεξιθρησκείας, ή αλλοιώς, διάταγμα των Μεδιολάνων. Μ’ αυτό σταματούν οριστικά οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, με εξαίρεση τις επαρχίες που διοικούσε ο Μαξιμίνος Δάϊα, όπου συνεχίστηκαν ακόμη σκληρότεροι για έναν ακόμη χρόνο, μέχρι δηλαδή την ήττα του από τον Λικίνιο και τον εξευτελιστικό θάνατό του.

Η αποφασιστικότητα και διορατικότητα που διέθετε ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς και στρατιωτική του ικανότητα και γενναιότητα, δεν ήταν οι μόνοι παράγοντες που τον οδήγησαν στη μονοκρατορία. Χρειάστηκε να αναμετρηθεί προσωπικά με κάθε έναν από τους αυγούστους που κινήθηκαν εναντίον του, και το τόλμησε με αποφασιστικότητα αλλά και σύνεση. Ο Μαξέντιος και μετά ο Λικίνιος, νικήθηκαν κατά κράτος, παρ’ όλο που οι στρατοί τους υπερτερούσαν αριθμητικά και είχαν αρχικά και γεωγραφικό πλεονέκτημα. Πέρα από τον γενικότερο σεβασμό που έτρεφε ο στρατός του Κωνσταντίνου προς τον γενναίο και δίκαιο αρχηγό του, συνέβησαν και γεγονότα που έδειχναν φανερά τη Θεία παρέμβαση, την παράκαμψη των δυσκολιών των περιστάσεων, και την εύνοιά Του προς το πρόσωπό του. Όχι μόνο για τις αρετές που διέθετε, οι οποίες σπάνιζαν πια στη Ρωμαϊκή αριστοκρατία, αλλά γιατί από μικρός, γνώρισε τη Χριστιανική αγάπη και αυτοθυσία, και, αν και όχι Χριστιανός ακόμη, τα φρικτά και άδικα μαρτύρια που τους έβλεπε να υπομένουν με καρτερία, γέννησαν μέσα στην ψυχή του τον θαυμασμό και τον σεβασμό. Επίσης, από την πλευρά του πατέρα του, γνώρισε στην πράξη την διοίκηση ενός ευνομούμενου κράτους με πραγματική ανεξιθρησκεία. Τον καιρό που μαίνονταν οι διωγμοί σε όλην την αυτοκρατορία, στη Γαλατία και Βρεττανία που διοικούσε ο πατέρας του, δεν έκλεισε ούτε μία εκκλησία, δεν υπέφερε ούτε ένας Χριστιανός. Τέτοιο παράδειγμα και υπόδειγμα ηγεσίας πήρε από τον πατέρα του, και αυτό συνέχισε και ο ίδιος. Εξάλλου κι ο ίδιος, μέχρι την οριστική μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, είχε μια φυσική ροπή προς τον μονοθεϊσμό και τον περσικό θεό Μίθρα, τον εκπρόσωπο του καλού, σε συνεχή πάλη με το κακό. Αυτή ήταν και η θρησκεία του πατέρα του, και λειτούργησε ως γόνιμο ψυχικό υπόβαθρο για την αποδοχή του Χριστιανισμού.

Μετά τη σαφή Θεία παρέμβαση στην αναμέτρηση με τον Μαξέντιο στη Μιλβία γέφυρα, ο σεβασμός του έγινε και ψυχικός, προσωπικά δικός του, αλλά και δημόσιος, μέχρι τη θεμελίωση ενός καθαρά χριστιανικού κράτους, και της νέας του πρωτεύουσας.
Μέρος Γ΄.
Προσφορά στην Ορθοδοξία

Όταν, το 313μΧ., εκδόθηκε το Διάταγμα της Ανεξιθρησκείας, οι φυλακές ήταν ακόμη γεμάτες Χριστιανούς. Μόλις 8 χρόνια μετά την κήρυξη ενός από τους αγριότερους διωγμούς, άνοιξαν οι πόρτες των φυλακών, και ξαναντίκρυσαν το φως του ήλιου, οι χθεσινοί υποψήφιοι μάρτυρες. Νέοι και βαθύγηροι γέροντες, γυναίκες και μικρά παιδιά, λαϊκοί και κληρικοί, ακόμη και επίσκοποι. Όλοι με φανερά τα σημάδια των βασανιστηρίων στο σώμα τους, πολλοί με κομμένα μέλη, αλλά με τη φλόγα της πίστης στα μάτια τους, τυλιγμένοι με κουρέλια και με το φως της αγιότητας…

Οι ημερομηνίες είναι γνωστές. Μονοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 324, μετά την νίκη του κατά του Λικινίου, ο οποίος στράφηκε τελικά εναντίον του. Στη νίκη αυτή, συνέβαλε αποφασιστικά η ναυτική νίκη που πέτυχε εναντίον του Λικίνιου, ο γιός του ο Κρίσπος, παλληκάρι πια, με κληρονομημένη την στρατιωτική ικανότητα και γενναιοψυχία του πατέρα του.
Από τη Μασσαλία μεταφέρει την έδρα του στη Ρώμη, όμως διαπιστώνει αμέσως, πως το νέο κράτος που ο Θεός των Χριστιανών τον βοήθησε να αναλάβει υπό την εξουσία του, δεν μπορούσε να σταθεί στην κατείδωλη Ρώμη με το τόσο βεβαρυμένο παρελθόν. Το μεγάλωμά του στα ανάκτορα της Νικομήδειας, τον είχε διδάξει, ότι η Ανατολή ήταν προσφορώτερος χώρος για την εμπορική και αγροτική ανάπτυξη, αλλά και για τον ναυτικό έλεγχο όλης της Μεσογείου.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, δεν ήταν μόνον ευφυής. Ήταν και θεόπτης. Δύο φορές δέχθηκε απ’ ευθείας οδηγία από τον Θεό, και υπάκουσε με σεβασμό και τις δύο, παρόλο που δεν είχε ακόμη βαπτισθεί. Μας θυμίζει αυτό και την νυχτερινή επίσκεψη του Αγγέλου στους Μάγους, και τη δική τους προθυμία να υπακούσουν στις οδηγίες του. Είναι καρδιογνώστης ο Θεός, γνωρίζει τις βαθειές τάσεις της ψυχής, όταν ακόμη και οι ίδιοι οι φορείς τους δεν τις υποψιάζονται. Τώρα λοιπόν, για δεύτερη φορά, ο Κωνσταντίνος λαμβάνει η νυκτερινή υοόδειξη να θεμελιώσει την νέα αυτοκρατορία πάνω στην παλιά Μεγαρική αποικία του Βυζαντίου, ανάμεσα στην Προποντίδα και τον Βόσπορο. Δεν διστάζει να υπακούσει, παρ’ όλο που είχαν ήδη ξεκινήσει εργασίες στη θέση της αρχαίας Τροίας.

Ας του αναγνωρίσουμε εδώ και άλλο ένα δείγμα ευφυίας, αλλά και ιστορικής σημασίας δώρο προς τον Ελληνισμό, για το οποίο πρέπει του οφείλουμε βαθειά ευγνωμοσύνη. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της Τροίας. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που θέλησε να συνδέσει και πρακτικά το κράτος του με τη λάμψη και τον δυναμισμό του ελληνικού στοιχείου. Σ’ αυτόν χρωστούμε την ελληνικότητα της μετέπειτα Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την έννοια της Ρωμηοσύνης, που εκείνος θεμελίωσε, και στερέωσαν μετά απ’ αυτόν, ο Μέγας Θεοδόσιος, κι ο Ιουστινιανός, κι ο Ηράκλειος, κι ο Μέγας Φώτιος, και τόσοι άλλοι. Η σημερινή μας Ορθοδοξία, σ΄ αυτούς χρωστάει την ιστορική της πορεία.

Στέλλα ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.