– Εκείνος πού έχει πολλή πίστη καί αληθινή ευλάβεια τρέφεται άπό κάτι ανώτερο, πνευματικό, πού δεν περιγράφεται. Υπάρχουν ομως μερικοί πού έχουν μιά ξερή εξωτερική ευλάβεια. Λένε ξερά: «Τώρα, άφου μπαίνω στην Εκκλησία, πρέπει νά καθήσω προσεκτικά, δεν πρέπει νά κουνηθώ, πρέπει νά σκύψω το κεφάλι, έτσι πρέπει νά κάνω τον σταυρό μου!». Άλλοι μπορεί νά κλονίζονται στό θέμα της πίστεως, και όμως σε ολόκληρη αγρυπνία να στέκωνται όρθιοι.
– Έχουν, Γέροντα, ανησυχία για κάτι, ψάχνουν κάτι, γι’ αυτό το κάνουν;
– Κάτι θα έχουν μέσα τους. Καλά είναι αυτά, αλλά να τα αισθάνεται κανείς και άπό μέσα του, νά μη γινωνται μόνον εξωτερικά. Άλλο είναι νά βγάζης τόν σκούφο σου, όταν μπαίνης στην Εκκλησία, άπό ευλάβεια, και άλλο νά τόν βγάζης, επειδή θέλεις νά δροσισθή το κεφάλι σου. η ευλάβεια φαίνεται άπό τόν τρόπο πού κοινωνάμε, άπό τόν τρόπο πού παίρνουμε αντίδωρο κ.λπ.
– Γέροντα, μπορεί κάνεις νά πειραχθη άπό την εκδήλωση της ευλάβειας του άλλου;
– Νά σου πω, όταν κάνη κανείς μεγάλο σταυρό, αλλά τόν κάνη άπλα, ταπεινά, δεν πειράζει τόν άλλον. Άλλα, όταν κοιτάη αν τόν βλέπουν οι άλλοι και κάνη συνέχεια σταυρούς, τότε θά αρχίσουν νά τόν κοροϊδεύουν. Η, όταν περνάη εξω άπό έναν Ναό και κοιτάη αν εχη κόσμο, η κάνη καί… υπομονή νά μαζευθή λίγος κόσμος, και τότε άρχίζη νά κάνη σταυρούς καί μετάνοιες, γιά νά τόν δουν, έχουν δίκιο νά τόν κοροϊδεύουν. Βλέπεις, το κοσμικό πνεύμα αποδοκιμάζεται. η πραγματική ευλάβεια, όταν ύπάρχη, φαίνεται. Τό «ενσχημόνως» γίνεται «άσχημόνως» χωρίς πραγματική ευλάβεια.
«Μη δώτε τό άγιον τοις κυσι»
– Οταν ο κόσμος σάς δίνη ρούχα άπό αρρώστους, νά τα βάλετε πάνω στά άγια Λείψανα, γιά νά αγιασθούν, νά προσέχετε νά είναι μόνο φανελίτσες, όχι αλλά έσώρουχα. Δεν κάνει• είναι άνευλάβεια. ο ήλιος φυσικά δεν μολύνεται, ούτε ο Θεός μολύνεται• εμείς δαιμονιζόμαστε με τήν άνευλάβεια.
Παλιά οι άνθρωποι, οταν αρρώσταιναν, έπαιρναν λαδάκι άπό το κανδήλι τους, αλείφονταν και γίνονταν καλά. Τώρα το κανδήλι το έχουν τυπικά, μόνο γιά νά φωτίζη, καί τό λάδι, όταν πλένουν το κανδήλι, το ρίχνουν στον νεροχύτη. Κάποτε πήγα σε ενα σπίτι καί είδα τήν νοικοκυρά νά πλένη τό κανδήλι της στον νεροχύτη. «Που πάνε τά νερά;», τήν ρώτησα. «Στην αποχέτευση», μου λέει. «Μά καλά, τής λέω, άπό τό ενα μέρος παίρνεις λαδάκι άπό τό κανδήλι καί σταυρώνεις τό παιδί σου, όταν είναι άρρωστο, καί άπό τό άλλο όλο τό λάδι τής κούπας πάει στην αποχέτευση; Πώς τό δικαιολογείς αυτό; Πώς νά ερθη η ευλογία του Θεου στο σπίτι σου;». Στά σημερινά σπίτια ενα ιερό πράγμα, π.χ. τό χαρτάκι πού τύλιξες τό αντίδωρο, δεν έχεις που νά τό ρίξης. Θυμάμαι, στο σπίτι μας ακόμη καί τά νερά πού πλέναμε τά πιάτα δεν πήγαιναν στην αποχέτευση• πήγαιναν άλλου, γιατί καί τά ψίχουλα είναι ιερά, άφου κάνουμε προσευχή πριν καί μετά τό φαγητό. Ολα αυτά έχουν λείψει σήμερα, γι’ αυτό έλειψε καί η θεία Χάρις καί δαιμονίζονται οι άνθρωποι.
Όσο μπορούμε, νά προσέχουμε σέ όλα. Μετά τήν Θεία Κοινωνία η τό αντίδωρο η τό Εύχέλαιο, καλό είναι νά σκουπίζουμε τά χέρια μας με λίγο βαμβάκι βρεγμένο μέ οινόπνευμα καί νά καίμε τό βαμβάκι. Οταν σκουπίζουμε τό Ιερό, όσα μαζεύουμε νά τά ρίχνουμε στην θάλασσα η νά τά καίμε σέ έναν καθαρό τόπο, γιατί μπορεί νά έπεσε αντίδωρο η μαργαρίτης. Φυσικά, άν πέση κάτω ένας μαργαρίτης, ο Χριστός δεν θά καθήση νά πατηθή, αλλά φεύγει η Χάρις άπό εμάς. Στό εξωτερικό, στους Ναούς δεν έχουν ούτε χωνευτήρια. Τά νερά τής Προσκομιδής πάνε μέ τά όμβρια. «Μας απαγορεύουν, λένε, να έχουμε χωνευτήρια, επειδή δημιουργούνται μικρόβια». Όλοι οι άνθρωποι έχουν γεμίσει σωματικά καί πνευματικά μικρόβια καί, αν στάξη λίγο μύρο στο κεφάλι, σου λένε «θά δημιουργηθούν μικρόβια»! Πώς νά έρθη η ευλογία του Θεοΰ; ο δαιμονισμός στον κόσμο από εδώ ξεκινάει. Ευτυχώς υπάρχουν μερικές ευλαβείς γυναίκες, νέες και ηλικιωμένες, καί έτσι στηρίζεται ο κόσμος.
– Γέροντα, μιά κυρία ζήτησε νά της αγιογραφήσουμε μιά εικόνα του Αγίου Αρσενίου, γιά νά τήν βάλη στο σαλόνι της.
– Έκεϊ θά έχη μόνον εικόνες; Δέν θά έχη καί αλλά κάδρα, φωτογραφίες κ.λπ.; Ύστερα δέν θά καπνίζουν έκεϊ μέσα; Ας τήν έχη καλύτερα σέ ένα άλλο δωμάτιο μέ τίς άλλες εικόνες σέ ένα εικονοστάσι καί έκεϊ νά προσεύχεται. Σέ ένα σπίτι πού πήγα μιά φορά τό εικονοστάσι το είχαν βάλει κάτω άπό τήν σκάλα, ένώ είχαν ένα σωρό χώρους. Σέ ένα άλλο πάλι η νοικοκυρά είχε κάνει τό εικονοστάσι της μπροστά άπό τήν σωλήνα της αποχετεύσεως. «Καλά, πώς σκέφθηκες καί έβαλες τό εικονοστάσι σου σ’ αυτήν τήν θέση;», τήν ρώτησα. «Έδώ μέ αναπαύει», μοΰ λέει. Καί δέν ήταν νά πής ανατολικό τό μέρος, αλλά βορεινό! Πώς νά έρθη η Χάρις μετά; «Οστις έχει, δοθήσεται αυτω, λέει η Αγία Γραφή, καί περισσευθήσεται• οστις δε ουκ έχει, καί ο έχει άρθήσεται άπ’ αύτου» Έμεις νομίζουμε ότι έχουμε, καί μάς αφαιρείται καί αυτό πού έχουμε.
Σιγά-σιγά χάνεται η ευλάβεια, γι’ αυτό καί συμβαίνουν αυτά τά κακά πού βλέπουμε. Μπορεί ακόμη καί νά δαιμονισθη κανείς, αν δέν προσέξη. Ηταν μιά γυναίκα – ο Θεός νά τήν συγχώρεση, πέθανε τώρα – πού δαιμονίσθηκε, γιατί έχυσε τον αγιασμό στον νεροχύτη. Είχε λίγο αγιασμό σέ ένα μπουκαλάκι. «Ά, λέει, μπαγιάτικος είναι ο αγιασμός, ας τόν πετάξω, γιατί χρειάζομαι και το μπουκαλάκι». Έχυσε τόν αγιασμό, ξέπλυνε κιόλας το μπουκαλάκι, επειδή είχε μείνει λίγος βασιλικός μέσα. Ύστερα δαιμονίσθηκε. Έφυγε η Χάρις, γιατί δεν μπορεί να παραμείνη η Χάρις σε ανευλαβή άνθρωπο.
– Αν, Γέροντα, από λάθος χύση κάποιος τόν αγιασμό;
– Αν είχε βάλει ο ϊδιος τό μπουκάλι με τόν αγιασμό λ.χ. μέσα σέ ενα ντουλάπι και μετά από καιρό δεν πρόσεξε ότι είναι αγιασμός και τόν έχυσε, έχει μισή αμαρτία. Αν τό έβαλε άλλος και αυτός δεν ήξερε οτι είναι αγιασμός, δεν φταίει αυτός.
Οταν ο άνθρωπος δεν εύλαβήται τα Άγια, πώς νά τον πλησίαση η θεία Χάρις; η Χάρις θα πάη σ’ αυτούς πού τήν τιμούν. «Μή δωτε τό άγιον τοις κυσί», λέει η Γραφή. Άν δεν ύπάρχη η πνευματική ευαισθησία, δεν γίνεται προκοπή. Ενας στο Αγιον Όρος έβγαλε τά στασίδια από έναν Ναό και τά πήρε στον δικό του. Άλλος έβγαλε τις πλάκες από τήν οροφή του Ιερού ενός άλλου Ναού και τις πήρε, γιά νά στρώση τήν βεράντα του. Έβρεξε, μπήκαν νερά στο Ιερό και έτρεχαν πάνω στην Αγία Τράπεζα. Πήγα μια φορά μέσα, τί νά δώ! Ήταν εγκαινιασμένος ο Ναός και στο κέντρο τής Αγίας Τραπέζης υπήρχε άγιο Λείψανο, ένας σπόνδυλος. Τόν πήρα, τόν έπλυνα στο χωνευτήρι. «Τί κάνατε εκεί; τους είπα μετά. ο Ναός είναι εγκαινιασμένος! Βγάλατε τις πλάκες άπό τήν σκεπή και όλα τά νερά τρέχουν πάνω στην Αγία Τράπεζα!». Πήγαν μετά μέ έναν μάστορα και τά σύμμασαν λίγο. ‘Αλλού έβγαλαν τά σανίδια άπό τό Ιερό, γιά νά κάνουν μουράγιο. Σηκώθηκε φουρτούνα, πήρε και τά σανίδια και τά τσιμέντα. Και δεν καταλαβαίνουν πόση άνευλάβεια έχουν όλα αυτά!
Θυμάμαι, εκεί στην Κόνιτσα ήταν ένας παππούς πού κυνηγούσε τά παιδιά, γιατί έξυναν τόν τοίχο τής Εκκλησίας• τό θεωρούσε άνευλάβεια. Και τώρα πού φθάσαμε!
Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.