Ποιό είναι το φυσικό γνώρισμα του νου, ποιό του σώματος. Το σώμα εξουσιάζεται από τον νου – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Το φυσικό και ουσιώδες γνώρισμα του νου είναι να ασχολήται πάντοτε, επειδή είναι νους, με τα συγγενή νοητά˙ εφ’ όσον είναι άυλος, με τα άυλα˙ εφ’ όσν είναι αθάνατος με τα αθάνατα˙ και με μία λέξι να ασχολήται με τα όντως καλά και αυτά να έχη για τροφή του, για την αύξησί του και κατόπιν για την ευχαρίστησί του. Αντίθετα το φυσικό χαρακτηριστικό του σώματος είναι να κλίνη πάντοτε, εφ’ όσον είναι σώμα, προς τα σωματικά˙ εφ’ όσον είναι αισθητό προς τα αισθήματα˙ και εφ’ όσον είναι υλικό προς τα υλικά. Και με μία λέξι να κλίνη προς τα ψευδώς καλά και αυτά να έχη για τροφή, αύξησί του, ζωή και κατόπιν για ηδονή. Γι’ αυτό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε: «Η ανθρώπινη φύση αισθάνεται διπλή ηδονή˙ η μία ενεργείται με την απάθεια μέσα στην ψυχή, ενώ η άλλη στο σώμα μέσω του πάθους όποια από τις δύο διαλέξει η προαίρεσί μας, αυτή υπερισχύει σε βάρος της άλλης» (Λόγος ι’ Εις το Άσμα Ασμάτων, τόμος α’). Μολονότι όμως το σώμα σαν σώμα που είναι κλίνει από την φύσι του στην ηδονή των αισθητών, παρόλα αυτά άγεται, κυβερνείται και χαλιναγωγείται από τον νου, όταν έχη ολοκληρωμένη την λογική. Γιατί σύμφωνα με τον θείο Δαμασκηνό, αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της λογικής και της παράλογης ψυχής˙ ότι δηλαδή η μεν άγεται και εξουσιάζεται από το σώμα και τις αισθήσεις, ενώ η λογική άγει και εξουσιάζει και το σώμα και τις αισθήσεις. Διότι έτσι ωρίσθηκε από τον Θεό, να κυριαρχή δηλαδή το λογικό στο παράλογο και το καλλίτερο στο χειρότερο και να υποτάσση τα νοήματά του. Γι’ αυτό και όταν επιθυμή κάτι δεν ορμά αμέσως στη πράξι και στην απόλαυσι της επιθυμίας, αλλά εμποδίζεται από τον κυρίαρχο νου. Και τα λόγια του Δαμασκηνού είναι τα εξής: «Όσα δεν έχουν λογική, δεν είναι αυτεξούσια. Διότι περισσότερο άγονται από την φύσι, παρά κυριαρχούν σ’ αυτήν. Γι’ αυτό και δεν αντιστέκονται στην φυσική επιθυμία, αλλά μόλις επιθυμούν κάτι, ορμούν προς την πράξι. Αντίθετα ο άνθρωπος όντας λογικός, περισσότερο κυριαρχεί στην φύσι, παρά άγεται από αυτήν. Γι’ αυτό και όταν επιθυμή, αν βέβαια θέλη, έχη την δύναμι να αναχαιτίση την επιθυμία ή να την ακολουθήση» (Βιβλ. β’ Περί πίστεως. Κεφ. μδ’).
Ποιός είναι ο αρχικός λόγος για τον οποίο έγιναν οι αισθήσεις.
Επειδή όμως αυτός ο νους κατά κάποιον τρόπο είναι κλεισμένος στο ανάκτορο του σώματος σαν σε μία σκοτεινή φυλακή, γι’ αυτό κατασκευάσθηκαν από τον δημιουργό τα πέντε αισθητήρια του σώματος σαν αντίστοιχες θυρίδες˙ και εννοώ τους οφθαλμούς, τα αυτιά, το στόμα, τα ρουθούνια και το κοινό αισθητήριο της αφής, για να μπορή κυρίως και πρωταρχικά μέσω αυτών να φθάνη στην δική του νοητή τροφή και ηδονή˙ δηλαδή πρώτα στην αίσθησι και την αντίληψι αυτής της αισθητής κτίσεως ή και της θείας Γραφής δεύτερον από αυτήν την αίσθησι να καθοδηγήται με την καθοδήγησι του λογικού στην σοφία, στην αγαθότητα, στην δύναμι, στην χάρι, στην αλήθεια, στην γλυκύτητα και στις άλλες ενέργειες και τελειότητες του δημιουργού, οι οποίες είναι αντιληπτές στην κτίσι και στην Γραφή. Και τρίτον από αυτές τις ενέργειες και τελειότητες να ανεβαίνη όσο μπορεί με τα φτερά της νοερής ενεργείας στην γνώσι και στην θεωρία του ίδιου του δημιουργού της κτίσεως και του χορηγού της θείας Γραφής, ο οποίος έχει αυτές τις τελειότητες. Και για την κτίσι ο Σολομών λέγει: «Από το μέγεθος και την ομορφιά των δημιουργημάτων, σχηματίζουμε και την ανάλογη άποψι για τον δημιουργό τους» (Σοφ. Σειρ. 13,5). Και ο θείος Παύλος είπε: «Διότι οι αόρατες ιδιότητές του (δηλαδή η μεγαλειότητά του) φαίνονται καθαρά από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος και γίνονται κατανοητές δια μέσου των δημιουργημάτων (Ρωμ. 1, 20. Και για την θεία Γραφή ο κορυφαίος Πέτρος είπε: «Διότι δε έγινε ποτέ προφητεία δια θελήματος ανθρώπου, αλλά από το Πνεύμα το Άγιο κινούμενοι μίλησαν άγιοι άνθρωποι του Θεού» (Β’ Πέτρ. 1, 21). Και ο Παύλος είπε: «Γι’ αυτό μιλάμε όχι με λόγους που μας τους δίδαξε η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγους που μας τους δίδαξε το Πνεύμα το Άγιο» (Α’ Κορ. 2, 13).
Θέλεις τώρα να εφαρμόσουμε αυτό που λέγω πάνω σε δυο από τα αισθητήρια;
Με τη θεωρία των δημιουργημάτων ο νους ανυψώνεται στην γνώσι και στην αγάπη του δημιουργού.
Οι οφθαλμοί για παράδειγμα στρέφονται στον ουρανό. Πέφτει αμέσως η εικόνα του ουρανού πάνω στον λεγόμενο αμφιβληστροειδή χιτώνα των οφθαλμών˙ και αμέσως μόλις η εικόνα προσβάλλει τον αμφιβληστροειδή χιτώνα, οι ταχυδρόμοι των νευμάτων αστραπιαία λαμβάνουν την είδησι και τρέχουν με απίστευτη ταχύτητα μέσω τω αγωγών των νεύρων στον εγκέφαλο, ο οποίος είναι η ρίζα όλων των νεύρων˙ και μόλις αγγίξουν εκεί, ο νους αμέσως διεγείρεται και βλέπει τον ουρανό. Μετά από την αίσθησι αυτή στοχάζεται μέσω της λογικής του δυνάμεως την τάξι, το μέγεθος, την ομορφιά, το φως και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ουρανού˙ και μέσα σε όλα αυτά βλέπει την σοφία, την τέχνη, την δύναμι και την ωραιότητα εκείνου που την δημιούργησε. Γι’ αυτό κάνει τον εξής συλλογισμό και λέγει: «Αν ο ουρανός, που είναι δημιούργημα, είναι τόσο ωραίος και τόσο φωτεινός, πόσο άραγε πιο ωραίος και πιο φωτεινός θα είναι ο δημιουργός του;» Διότι «λαμπρά και ουσιωδώς προπορεύονται τα αιτιατά από τις αιτίες» κατά τον θείο Διονύσιο (Κεφ. β’. Περί θείων ονομάτων). Και με τον τρόπο αυτόν ανυψώνεται, όσο του είναι δυνατό, στην γνώσι του δημιουργού και μαζί με αυτή την γνώσι εξάπτει και την καρδιά και την θέλησί του στην αγάπη αυτού του δημιουργού.1
Ας πάμε πάλι στα αυτιά˙ και ας υποθέσουμε ότι κηρύττεται κάποιος λόγος της Γραφής˙ ο λόγος πλήττει τον αέρα και δημιουργεί τον κυματισμό˙ τα κύματα του αέρα σηκώνονται το ένα μετά το άλλο και εισέρχονται στην κόγχη του αυτιού˙ έπειτα από εκεί στροβιλιζόμενα μπαίνουν στον πόρο του αυτιού και κτυπούν το τύμπανο˙ και από αυτό το κτύπημα ο αέρας που βρίσκεται στην κοιλότητα του τυμπάνου κυμαίνεται και τινάζει όλα τα μέρη εκείνου που καλείται λαβύρινθος του αυτιού˙ από αυτό το τίναγμα πλήττεται το ακουστικό νεύρο, που προέρχεται από τον εγκέφαλο˙ και έτσι διεγείρεται ο νους και ακούει τα λόγια που λέχθηκαν. Κατόπιν από αυτό το άκουσμα διακρίνει την χάρι, την αλήθεια, την σοφία και τις άλλες αρετές εκείνου του λόγου. Γι’ αυτό και συλλογίζεται ως εξής: Αν ο λόγος, που είναι αιτιατό και ενέργημα, είναι τόσο αληθινός, τόσο σοφός και τόσο χαριτωμένος, πόσο άραγε αληθέστερος, πόσο σοφώτερος και πόσο πιο χαριτωμένος είναι αυτός που τον κήρυξε και τον δημιούργησε, δηλαδή ο Θεός; «Διότι το κάθε ένα είναι τέτοιο και περισσότερο από τέτοιο» κατά τον Αριστοτέλη. Έτσι με τον τρόπο αυτόν ανυψώνεται στη γνώσι αυτού που εμπιστεύθηκε και κήρυξε τις Γραφές, δηλαδή του Θεού. Και ανάλογα με την γνώσι του ανάβει και στη θέλησί του η αγάπη του γι’ αυτόν. Επειδή «ανάλογα με το μέγεθος της γνώσεως, είναι και το μέγεθος της επιθυμίας», όπως λέγει ο Θεόδωρος ο Ιεροσολύμων (Φιλοκαλία σελ. 283). Όμοια ενεργεί και με το αισθητήριο της οσφρήσεως, όμοια με το της γεύσεως, όμοια με το της αφής.
Με μία λέξι ο νους μέσω τω αισθητηρίων χρησιμοποιεί όλα τα δημιουργήματα και όλα τα λόγια της Γραφής σαν βαθμίδες, για ν’ ανεβαίνη από τα αισθητά στα νοητά, από τα αιτιατά στα αίτια και από τις εικόνες και τους τύπους στα πρωτότυπα και στα εικονιζόμενα. Επειδή, σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη: «Τα ορατά είναι τύποι και εικόνες των αοράτων, όπως και τα αισθητά των νοητών και τα επί μέρους και διασκορπισμένα των αμερίστων και ενιαίων. Και αυτή η κοσμογονία του παντός που είναι ορατή, προβάλλει τα αόρατα του Θεού» (Επιστολ. Προς Τίτο). Με αυτή τη μέθοδο ο νους ανεβαίνοντας από τα δημιουργήματα στο δημιουργό και από τις Γραφές σ’ αυτόν που τις κήρυξε, φαίνεται να λέη με όλες του τις δυνάμεις και τις αισθήσεις, εκείνον τον λόγο του Ησαΐα: «Εμπρός ας ανεβούμε στο όρος του Κυρίου και στον ναό του Θεού του Ιακώβ και θα μας αναγγείλη τον δρόμο του θελήματός του και θα συμμορφωθούμε προς αυτό βαδίζοντας σ’ αυτόν τον δρόμο» (Ησαΐας 2,3).
Αυτός είναι ο πρωταρχικός σκοπός και η αιτία για την οποία, όπως είπαμε, ο Θεός δημιούργησε τις θυρίδες των αισθητηρίων˙ για να γίνεται δηλαδή ο νους «επόπτης της αισθητής κτίσεως και μύστης της νοουμένης», όπως είπε ο θεολόγος Γρηγόριος (Λόγ. εις το Πάσχα). Για να βλέπη στα δημιουργήματα τον δημιουργό, όπως τον ήλιο στα ύδατα, καθώς φιλοσοφεί ο Θεόδωρος ο Ιεροσολύμων: «Αλλά αν σε κάτι πρέπη να χρησιμοποιήται η αίσθησις, σ’ αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθή, στο να αντιλαμβανώμαστε από τα δημιουργήματα τον δημιουργό, σ’ αυτά βλέποντας εκείνον, όπως τον ήλιο στα ύδατα˙ γιατί μέσα στα όντα που υπάρχουν, είναι οι εικόνες του πρώτου αιτίου των πάντων, που εμπεριέχεται σ’ αυτά» (Φιλοκαλ. Σελ. 286). Και με συντομία, γι’ αυτό έγιναν οι αισθήσεις, δηλαδή, για να εξέρχεται ο νους δια μέσου αυτών, προς τη νοητή του τροφή, τρυφή και ηδονή˙ όπως τα ονομαζόμενα φερέοικα ζώα, για να αναφέρουμε παράδειγμα, οι κοχλίες, οι χελώνες και τα παρόμοια που βγαίνουν έξω από το σπίτι τους για να συλλέξουν την κατάλληλη τροφή. «Γιατί αυτός είναι ο αγώνας», κατά τον προαναφερόμενο Θεόδωρο, «το να παρατηρούμε τους εαυτούς μας με ακρίβεια, για να απολαμβάνουμε πάντοτε τα νοητά και να ανυψώνουμε προς αυτά το νου και την επιθυμία μας και ποτέ να μην εξαπατηθούμε από κάποιο από τα αισθητά, αποσπώμενοι από τις αισθήσεις μας προς αυτό, ώστε να θαυμάζουμε το ίδιο το δημιούργημα».
Όσοι θεωρούν την κτίσι και τη Γραφή και δεν ανυψώνονται στη γνώσι και αγάπη του Θεού, ενεργούν άσχημα και αντίθετα στη φύσι.
Όσοι όμως δεν χρησιμοποιούν την αίσθησι και την θεωρία της δημιουργίας και της Γραφής, που ακολουθούν την αίσθησι, για να ανεβαίνουν μέσω αυτών στη γνώσι και την αγάπη του Θεού, που κήρυξε αυτή και εκείνη δημιούργησε˙ αλλά ή χρησιμοποιούν την θεωρία αυτών για ανθρώπινη δόξα και για να θαυμάζουν και να αισθάνωνται ευχαρίστησι στα φθαρτά κάλλη των δημιουργημάτων και για άλλους σκοπούς σωματικούς ή παραμένουν μόνο στους επί μέρους λόγους των δημιουργημάτων και των Γραφών και δεν φροντίζουν να προχωρήσουν περαιτέρω, μη αναβαίνοντας στον καθολικό και περιεκτικώτατο λόγο των όντων, ο οποίος είναι η σοφία του Θεού, μέσω της οποίας γίνονται γνωστά τα όντα, κατά τον άγιο Μάξιμο και μέσα στην οποία βρίσκονται όλοι οι λόγοι των όντων. «Διότι ο Θεός», λέγει ο Σολομών, «με τη σοφία θεμελίωσε τη γη και με τη φρόνησι στερέωσε τους ουρανούς» (Παροιμ. 3, 19). «Όταν κατασκεύαζε τον ουρανό με όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, ήμουν μαζί του» (Παροιμ. 8, 27)˙ και ο μέγας Βασίλειος: «Υπάρχουν ωρισμένοι λόγοι της πρωταρχικής σοφίας που πριν από τα άλλα κατατέθηκε στην δημιουργία κατά την κτίσι» (Εις την αρχήν των Παροιμιών». Μάλλον όσοι δεν ανεβαίνουν μέσω των λόγων που υπάρχουν στην κτίσι και στη Γραφή στον ενυπόστατο Λόγο του Θεού και δεν αγαπούν αυτόν «δια του οποίου έγιναν τα πάντα» (Ιωάν. 3,3), όπως κάνουν οι περισσότεροι κοσμικοί φιλόσοφοι, αυτοί όλοι λέγω, ενεργούν αντίθετα προς τον σκοπό του δημιουργού της κτίσεως και του χορηγού των Γραφών˙ και αυτή η θεωρία αυτών, σύμφωνα με τον υψηλόφρονα και έξοχο θεωρητικό Κάλλιστο, «αποπέφυκεν», δηλαδή είναι αντίθετη στη φύσι˙ γιατί μεταχειρίζεται τα μέσα ως σκοπό και τα αιτιατά ως αιτίες˙ και στη συνέχεια, γιατί αγαπά τα δώρα περισσότερο από τον δωρητή και τα κτίσματα περισσότερο από τον κτίστη, όπως λέει ο ιερός Αυγουστίνος (Εγχειρ. Κεφ. κστ’).
Γιατί όπως η κτίσι δεν δημιουργήθηκε για τον εαυτός της, αλλά για τη θεωρία και δόξα του δημιουργού της˙ γι’ αυτό το λόγο δεν είναι σωστό να θεωρήται ούτε να θαυμάζεται για την ίδια, αλλά για τον δημιουργό της˙ όπως συμβαίνει και με τον καθρέφτη, δηλαδή, δεν τον κοιτάζει κανείς για τον ίδιο τον καθρέφτη, αλλά γι’ αυτό που φαίνεται μέσα σ’ αυτόν.
Κατά δεύτερο λόγο, κατόπιν, κατώτερο κάπως κατασκευάστηκαν τα αισθητήρια, για να μπορή και το σώμα, καθότι υλικό, να απολαμβάνη μέσω αυτών, την υλική του τροφή, αύξησι και ζωή. Και στ’ αλήθεια, εγώ δεν ξέρω ποιο να θαυμάσω περισσότερο, το ανάκτορο, το τόσο τεχνικό, ή τον βασιλιά που το κατοικεί; Και από τους δύο όμως περισσότερο πρέπει να θαυμάσω τον αριστοτέχνη και δημιουργό τους, ο οποίος τα έκτισε με τόση σοφία και με άλλη τόση τα ένωσε.

Υποσημείωση.
1. Τέτοιου είδους συλλογισμούς μας παρακινεί να κάνουμε ο Μέγας Βασίλειος και μέσω αυτών των συλλογισμών να ανεβαίνουμε από τα ορατά στα αόρατα και από τα πρόσκαιρα στα αιώνια λέγοντας: «Αν τα πρόσκαιρα είναι τέτοια, πώς είναι τα αιώνια; Και αν τα ορατά είναι τόσο ωραία, πόσο ωραία είναι τα αόρατα; Αν το μέγεθος του ουρανού υπερβαίνη τα μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας, ποιός νους θα μπορέση να εξιχνιάση την φύσι των αιωνίων; Αν αυτός ο φθαρτός ήλιος είναι τόσο ωραίος, τόσο γρήγορος στην κίνησι και ακριβής στις περιφορές του… αν αυτόν δεν χορταίνη κανείς να τον βλέπη, πώς πρέπει να είναι στο κάλλος ο ήλιος της δικαιοσύνης; Αν είναι συμφορά στον τυφλό να μη βλέπη αυτόν τον ήλιο, πόση συμφορά είναι στον αμαρτωλό να στερηθή το αληθινό φως» (Ομιλία στ’ στην Εξαήμερο). Γι’ αυτό μιλάει και ο σοφός Θεόδωρος ο Ιεροσολύμων: «Είναι πάρα πολύ εξαγνιστική η παρατήρησις της φύσεως των όντων και απαλλακτική της εμπαθούς διαθέσεως και απάτης γι’ αυτά˙ και από τα καλά και θαυμαστά και μεγάλα οδηγεί στην αρχή των πάντων και επιτρέπει να βλέπη κανείς το πιο καλό και πιο θαυμάσιο και πιο μεγάλο, μάλλον αυτό που είναι πάνω από το κάλλος και τον θαυμασμό και το μέγεθος» (Φιλοκαλία). Αλλά και ο Σολομών κατηγορώντας τους Έλληνες και τους ειδωλολάτρες λέγει: «Αν λοιπόν γοητεύονταν από την ομορφιά όλων αυτών των κτισμάτων και τα θεωρούσαν ως θεούς, ας μάθουν πόσο ωραιότερος από αυτά είναι ο κύριος, ο γενεσιουργός και η πηγή του ωραίου και του κάλλους. Αυτός είναι εκείνος που τα δημιούργησε. Εάν έμειναν έκπληκτοι από την δύναμι και την ενέργειά τους, ας καταλάβουν πόσο δυνατώτερος είναι αυτός που τα κατασκεύασε» (Σοφ. Σειρ. 13, 3-4).

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.