Αμφισβητείται η δυνατότητα γνώσεως της αληθινής ιστορίας; Ποιοί και πώς διατυπώνουν την αμφισβήτηση; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Γνωρίζεις πολύ καλά ότι στην εποχή μας τα πάντα αμφισβητούνται: θεσμοί, ιδέες, αξίες, συστήματα, γνώσεις και θεωρίες˙ κατά συνέπεια αμφισβητείται αν μάθαμε και αν μαθαίνουμε την αληθινή ιστορία, αν έχουμε παρουσίαση της αληθινής ιστορίας˙ ο νέος άνθρωπος, ο έφηβος πρώτα, στο παρελθόν και σήμερα – σύμφωνα και με τα πορίσματα της ψυχολογίας και άλλων επιστημών – αμφισβητεί τα πάντα και κατεξοχήν όσα του προσφέρουν οι ώριμοι. Θυμάσαι τη συνθηματολογία των τελευταίων δεκαετιών που συγκίνησε διεθνώς πολλούς εφήβους, «μην πιστεύετε κανέναν πάνω από τα τριάντα»; Έχει στόχο και την ιστορία για δύο λόγους, γιατί τη γράφου συνήθως άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας και γιατί η ιστορία είναι κυρίως παρελθόν˙ όταν δε θέλεις να ακούσεις κανέναν πάνω από τα τριάντα, σημαίνει πως δεν έχεις καμιά διάθεση να δεχθείς την κοινωνία του παρελθόντος, τη δράση της, την ιστορία και αμφισβητείς.
Γνωρίζεις εξάλλου ότι νέοι και ώριμοι – πότε – πότε και ηλικιωμένοι – αμφισβητούν – διεθνώς, αλλά και στον Ελληνικό χώρο – ολόκληρο το έργο του σχολείου και τα μαθήματά του, χωρίς βέβαια να προτείνουν και να πείθουν για κάτι το καλύτερο υποκατάστατο. Ωστόσο, αφού αμφισβητείται ολόκληρο το έργο του σχολείου, αναμενόμενη και η αμφισβήτηση του επί μέρους, του μαθήματος της Ιστορίας και της διδασκαλίας της στα σχολεία. Εφόσον στα σχολεία παρουσιάζεται συστηματικά η ιστορική ζωή, στη σχολική ιστορία θα στραφεί πρώτα – πρώτα και σφοδρότερη η αμφισβήτηση. Και μην ξεχνάς μία χαρακτηριστική λεπτομέρεια για την Ελλάδα: αφού είναι μεγάλης διάρκειας η ιστορική ζωή μας – 3500 χρόνια περίπου – προσφέρεται περισσότερο σε έκταση και σε βάθος για αμφισβήτηση.
Υπολόγισε και ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των εποχών: την πάλη των ιδεών. Υπάρχουν νοητά χώρος, χρόνος και περιθώρια στη διάθεση του ανθρώπου να δεχτεί ή να αρνηθεί, να επιδοκιμάσει ή να αποδοκιμάσει, έστω και να συζητήσει μόνο για προβολή γενικότερων συστημάτων στη ζωή και στη σκέψη ατόμων και λαών. Η πάλη των ιδεών επηρεάζει την ιστορία, αλλά προϋποθέτει την αμφισβήτηση και γίνεται και με την αμφισβήτηση και στην ιστορία.
Δέχεσαι την αμφισβήτηση σαν κάτι το δικαιολογημένο, το φυσιολογικό και αναμενόμενο˙ σαν κάτι το επιβαλλόμενο και το ατέλειωτα συνεχιζόμενο (αμφισβήτηση της αμφισβητήσεως και του αμφισβητία), αλλά γόνιμο ιστορικά εφόσον και αν τα αριστερά φέρεις δεξιά και τα δεξιά αριστερά, και αν τα επάνω φέρεις κάτω και τα κάτω φέρεις επάνω» πάλι ιστορία θα κάνεις.
Από την αρχαιότητα διακρίνεις την αμφισβήτηση να παρακολουθεί την ιστορία και τους ιστορικούς: ο Ηρόδοτος αμφισβητεί τους λογογράφους, ο Θουκυδίδης αμφισβητεί τον Ηρόδοτο και ο Πολύβιος όλους τους προηγούμενους˙ στο Βυζάντιο ο Προκόπιος αμφισβητεί όχι μόνον άλλους ιστορικούς, αλλά και τον… εαυτό του (στο έργο του ανέκδοτα»)! Στη νεώτερη και σύγχρονη εποχή οι αμφισβητίες πολλαπλασιάζονται και οι αμφισβητήσεις γενικεύονται υπερβολικά: Ο Φαλμεράϋερ αμφισβητεί την ελληνικότητα… των Ελλήνων, τον αιώνα που οι Έλληνες με την επανάσταση του «21» έκαναν πιο έντονα αισθητή την αιώνια παρουσία τους! και οι κορυφαίος, εθνικός μας ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος αμφισβητήθηκε στην εποχή του, ώστε σε στίχους του 1876 παρουσιάζονταν: «Θουκυδίδης ψεύτικος, αμαρτωλή σοφία /Έλλην, χωρίς ελληνική στα στήθη του καρδία» (Κ. Παπαρρηγοπούλου, προλεγόμενα, σελ. 24 έκδ. «Ερμής»). Ο Ίων Δραγούμης αμφισβητεί τη διδασκαλία της ιστορίας: «αν με είχαν μάθει την ιστορία μου τη Βυζαντινή εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ πιότερες ψυχές της περασμένης ζωής» (Ίων. Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, σελ. 16, εκδ. «Πέλλα»). Τα τελευταία χρόνια ξένοι λαοί αμφισβητούν την ελληνικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Σλάβοι), τηξν ελληνικότητα του Αιγαίου (Τούρκοι) και την προσφορά του Ελληνισμού στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό (όπως ο Γκαρωντύ το 1977 βρισκόμενος μάλιστα επισκέπτης στην Ελλάδα).

Διαπιστώνεις να διοχετεύεται αμφισβήτηση και από τα κανάλια της τέχνης. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα έχεις από την επιθεώρηση «Συνέβη στην Κατίνα» από το ελεύθερο θέατρο το 1977 στην Αθήνα: Η Ελλάδα μας η ίδια και ο πολιτισμός της… εκτιμήθηκε σαν «κακώς κείμενο» απ’ την αρχαιότητα ως σήμερα. Η Ελλάδα μας θεωρήθηκε και παραβλήθηκε σαν «κοινή γυναίκα – ονόματι Κατίνα! Το έργο άφηνε σαν μήνυμα ότι η παρουσία της Ελλάδας στην ιστορία είναι μία «μπούρδα»! στη χορευτική παράσταση «εκτελέστηκε το ξεκατίνιασμα της Κατίνας με ιδιαίτερο μένος και ο παραδοσιακός τσολιάς έγινε του αλατιού! Και στο τέλος η κατακλείδα, «Είμαι η Ελλάς και μη γελάς»! κατά την έκφραση κριτικού του έργου σε περιοδικό.
Βλέπεις και από τα «σήριαλ» της τηλεοράσεως να διαδίδεται η αμφισβήτηση στα πλατύτερα στρώματα του λαού μας. Οι περισσότεροι τηλεθεατές δεν υποπτεύονται, καθώς παρακολουθούν ένα ιστορικό έργο, ότι εισήλθαν και άλλες ανάγκες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της ιστορικής αλήθειας του «σήριαλ». Ανάγκες, όπως το πώς θα γίνουν περισσότερες σκηνές – πράξεις, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, πως θάχουμε πιο έντονη δραματοποίηση (τραγικότητα ή γελοιοποίηση, εξωραϊσμό ή δυσφήμιση) διαθέσεων και ενεργειών προσώπων, πώς θα προσαρμόσουμε τους ρόλους πρωταγωνιστή, δευτεραγωνιστή κ.ο.κ. των ηθοποιών και τόσες άλλες ανάγκες.
Αντικρύζεις στα βιβλιοπωλεία και στις βιβλιοθήκες επιβλητικούς τόμους με τίτλους και περιεχόμενα ενδεικτικά και διασαφητικά πολλών αμφισβητήσεων. Λ.χ. στο έργο του Γεωργίου Δ. Κατσούλη «Το κατεστημένο στην νεοελληνική ιστορία» διαβάζεις: «Κυριαρχούμενοι οι ιστορικοί μας από την απολιθωμένη ιδεαλιστική αντίληψη, την ιστορικά και φιλοσοφικά αναληθή και ανακριβή θεωρία του Ελληνοχριστιανισμού, έδωσαν στους νεοέλληνες ψευδή εικόνα της ιστορικής τους πορείας» σελ. 7… «Στη μαρτυρική περίοδο της τουρκοκρατίας σκέπασαν την ψυχή του έθνους με τον κληρικισμό και φαναριωτισμό, τη μεγάλη επανάσταση του 21 σελ. 8… «Πλαστογραφώντας λοιπόν οι επίσημοι ιστορικοί μας τις πραγματικά κινητήριες δυνάμεις της νεοελληνικής ιστορίας μας δίνουν μια εικόνα καλών και κακών κυβερνητών που η θέλησή τους συνταυτίζεται και προσδιορίζει την πορεία των ιστορικών γεγονότων σελ. 8.
Διαβάζεις και κείμενα που κατακεραυνώνουν τους πάντες και τα πάντα: λ.χ. Στην εισαγωγή του Θ.Χ. Παπαδοπούλου στην έκδοση «Σύγγραμμα περί των Φαναριωτών» συναντάς τα εξής: «ανεπάρκεια της αξιοποίησης τεράστιου ιστορικού υλικού… γενική αθλιότητα και ανεπάρκεια της επίσημης πνευματικής ζωής. Μια αθλιότητα και μια ανεπάρκεια που οφείλεται όχι μονάχα στον αστικό χαρακτήρα του Ελληνικού κράτους, αλλά και στην ιδιαίτερη – συντηρητική – πλευρά που έχει αυτός ο χαρακτήρας. Η βασική αιτία αυτής της κακοδαιμονίας οφείλεται στη γενική κατεύθυνση που έχει η επίσημη ιστοριογραφία να δικαιώσει με κάθε τρόπο τις παραδοσιακές διευθυντικές ομάδες, που είχαν κάποιο ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στη διαμόρφωση της Ελληνικής κοινωνίας και στην κρατική μορφοποίησή της» σελ. 17-18.
Τις περισσότερες αμφισβητήσεις συναντάς στα βιβλία του Γιάννη Κορδάτου και δε βρίσκεις αμφισβητία που να μην παραπέμπει σε έργα του. Μια συγκεκριμένη αμφισβήτηση – κατηγορία και επίκριση για παραμόρφωση ιστορικής προσωπικότητας έχει από το βιβλίο του «Ρήγας Φεραίος και Βαλκανική Ομοσπονδία» σελ. 64: Οι αντιδραστικές τάξεις που τόνε πρόδωσαν (εννοεί το Ρήγα Φεραίο) και τόνε συκοφάντησαν, έκαναν το παν για να ξεχαστεί η μνήμη του. Καλλιέργησαν επίμονα μια ψεύτικη παράδοση γύρω σε προσωπικότητες που έπαιξαν μικρόν ή ασήμαντο ρόλο στο 21 και παραμέρισαν την προσοχή των λαϊκών μαζών από το έργο του Θεσσαλού. Ιστοριογράφοι και δημοσιολόγοι τόνε παρουσιάζουν σαν ένα ονειροπόλο βάρδο, που με τους άτεχνους στίχους του γύρεψε μεγάλα πράγματα. Και έχεις σωρόν αμφισβητήσεων – με ρητορικότητα και πάθος, ωστόσο με λογοτεχνική γραφικότητα – ειδικότερα για το 21 από το Γιάννη Σκαρίμπα στο έργο της ζωής του – όπως ο ίδιος λέγει – «Το 21 και η αλήθεια»: «Τους κατηγοράμε τους ιστορικούς που κάμανε αγκύλωση στην ιστορία και τους λέμε: λέτε ψέματα – δεν είναι αυτό το 21». Το πατριαρχείο το αφόρισε. Οι πρόκριτοι και οι ιεράρχες το χλεύασαν. Ο Καποδίστριας του γύρισε τις πλάτες του. Ο Καραντζάς, ο Μαυροκορδάτος και ο Ιγνάτιος το ξεπούλαγαν στους ξένους. Χώρια οι Νέγρηδες και οι Κωλέττηδες, χώρια ο Κιουταχής και ο Ιμπραΐμης. Η κατατρεμάρα του δε λέγεται… είναι αδύνατο να μην αγαναχτάει κανείς διαβάζοντας τον κορυφαίο ιστορικό μας Κων/νο Παπαρρηγόπουλο, για το αναγκαστιλίκι που την υπήγαγε την «Ιστορία του Ελληνικού έθνους» ιδιαίτερα στα κεφάλαια για το οσποράδικο σκυλολόϊ, για την ψώρα την φανατιώτικη και τους λόγους της διασποράς και για τον κλήρο. Βρίσκεται μπρος σε μια συστηματική καταδυνάστευση της κακόμοιρης της αλήθειας, σε μια κόντρα – νατούρικη διαλεκτική του 21.
Ιστοριογράφοι ψετο-Τάκιτοι αγνοητζήδες ή ψευτάδες, πανηγυριστές και δοξολόγοι, δοξαπατρίδες και δεκάρικοι, σταυροκοπήδες και Μυχάουζενς, λευτεραντζήδες και κυριελέηδες και όλοι όσων γαστροραγούνε τα στομάχια τους από το αγαπάτε αλλήλους και τις… γαρίδες άδειασαν την πατρίδα και την ελευθερίας της τόσο, που καμιά φορά , Θεός συγχωρέσει μας, μισούσαμε και την πατρίδα και την ελευθερία σελ. 18-19 τόμ. α’.
Βέβαια ο άνθρωπος δε δικαιολογείται ποτέ «να μισεί την πατρίδα και την ελευθερία». Και ο τόσο δυναμικός και εκφραστικός επικριτής και αμφισβητίας όλων, αντιλαμβανόμενος πως δε γράφεται έτσι η ιστορία, στην ίδια σελίδα ομολογεί: «Την ιστορία του 21 δεν θα την γράψω βέβαια ελόγου μου… να εμφανίσω θέλησα, ποια, κάτω από του 21 το κολλάρισμα, είναι η… αληθινή αλήθεια της ιστορίας!
Συναντάς και επιφυλάξεις για τις τόσες αμφισβητήσεις, όπως λ.χ. στο έργο του Βασίλη Κρεμμυδά: Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας: Υπάρχει ο φόβος, μήπως το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια, είναι σύμπτωμα μιας ορισμένης πολιτικής ανάγκης. Ο κίνδυνος μάλιστα γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότεροι από τους νέους μελετητές της νεοελληνικής ιστορίας δεν είναι ιστορικοί σελ. 6.
Και αν στον τομέα της οικονομικής ιστορίας έχουν γίνει κάποια δειλά βήματα, η κοινωνική ιστορία μας είναι άγνωστη. Είναι μάλιστα λάθος να συγχέεται η κοινωνική ιστορία με την κοινωνιολογία… δεν πρέπει να ερμηνεύονται τα πάντα με την οικονομία και μια τέτοια ερμηνεία οδηγεί σε εκχυδαϊσμό του ρόλου της, επειδή ο άνθρωπος είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο σελ. 16.
Τέλος, ακούεις και διαβάζεις – ευκαίρως, ακαίρως – για «απομυθοποίηση» της ιστορίας μας από μύθους που δημιούργησαν δάσκαλοι και ιστορικοί. Σου λέγουν ότι δεν παρουσιάσθηκαν τα σκοτεινά σημεία, τα λάθη, οι αδυναμίες, τα ελαττώματα και τα πάθη˙ ότι αποσιωπήθηκαν οι ήττες, οι αποτυχίες, οι εμφύλιες διαμάχες και ο εσωτερικός αγώνας. Ότι παραμελήθηκαν και αγνοήθηκαν επιτυχημένες δραστηριότητες στις πραγματικές τους διαστάσεις, όπως λ.χ. οι συντεχνίες, οι κοινότητες και άλλα ειρηνικά έργα˙ ότι τονίστηκαν υπερβολικά η στρατιωτική και η πολιτική ιστορία και δευτερότερα η τέχνη και πολιτιστικά φαινόμενα, ενώ αδικήθηκαν κοινωνικό –οικονομικά δεδομένα και γεγονότα. Και πότε – πότε σαν κατακλείδα σου προβάλλουν την αποφθεγματική γνώμη ότι δεν υπάρχει ιστορική αλήθεια, ούτε υπήρξε, πιθανώτατα ουδέποτε θα υπάρξει, γιατί στην ιστορία όλα είναι υποκειμενικά!

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Α’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.