Θαυμαστές Θεοσημίες (Θ’)!

Ένας όσιος γέροντας του αγίου όρους Σινά ανέβαινε με τον μαθητή του στην αγία κορυφή, για να προσκυνήσει. Όταν έφτασαν στον ναό του προφήτη Ηλία αισθάνθηκε σαν δύο βολές τόξου μία ευωδία που νόμιζε ο μαθητής ότι προερχόταν από τον προσμονάριο που θυμιάτιζε, αλλά ο γέροντας του λέει: «Αυτή η ευωδία, τέκνο, δεν είναι επίγειος».

Όταν επλησίασαν στον ναό, είδαν όλο τον ναό σαν ένα καμίνι πυρός, όπως η βάτος κάποτε, και η θεία εκείνη φωτιά έβγαινε απ’ όλες τις πόρτες. Βλέποντας αυτά ο μαθητής, έφριξε και γέμισε φόβο, όμως ο γέροντας του είπε: «Μη φοβάσαι, τέκνο, είναι αγγελικές δυνάμεις και σύνδουλοί μας, οι οποίοι προσκυνούν την ανθρώπινη φύση του Θεανθρώπου Ιησού στον ουρανό». Και έτσι μπήκαν μέσα στον ναό σαν σε καμίνι χωρίς να φοβούνται και αφού προσκύνησαν και προσευχήθηκαν, το πρωί ανέβηκαν στην κορυφή.

Ο προσμονάριος που περίμενε στην αγία κορυφή, βλέποντας τα πρόσωπά τους γεμάτα λαμπρή δόξα τους ρώτησε αν είδαν κάποια οπτασία ανεβαίνοντας. Εκείνοι, επειδή ήθελαν να κρυφτούν του είπαν: «Όχι, πάτερ». Αλλά εκείνος, καθώς ήταν διορατικός, είπε: «Πιστεύω στον Θεό ότι είδατε οπτασία, γιατί τα πρόσωπά σας μαρτυρούν την χάρη του αγίου Πνεύματος, την οποία ελάβατε». Τότε έβαλε μετάνοια ο γέροντας και φανέρωσε την οπτασία που είδαν, παρακαλώντας τον να μην πει τίποτε σε κανέναν και αναχώρησαν με ειρήνη.

Προτού να μολυνθεί το Σιναίο όρος από τους βαρβάρους και να ερειπωθεί εντελώς από τα ασεβή έθνη των Αγαρηνών, την ημέρα της Πεντηκοστής, γινόταν λειτουργία πάνω στην αγία κορυφή, στην οποία ήταν πολλοί μοναχοί συγκεντρωμένοι. Μία φορά, την ώρα που ο ιερέας είπε τον επινίκιο ύμνο της μεγαλοπρεπής δόξας Του «Λαμπρά τη φωνή άδοντα, βοώντα, δοξολογούντα, κεκραγότα και λέγοντα»1 ακούστηκε βοή, στην οποία αποκρίθηκαν όλα τα όρη με ήχο και βοή φοβερά το «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ…».

Αυτός ο ήχος και η βοή έμειναν μισή ώρα˙ αλλά δεν την άκουσαν όλοι παρά μόνο εκείνοι που είχαν αυτιά να ακούσουν τον ύμνο των αγγέλων, όπως λέει και ο Κύριος: «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».

Υποσημείωση.

1. Αυτή η εκφώνηση είναι από τη λειτουργία του Ιακώβου του Αδελφοθέου και όπως φαίνεται τελούσαν αυτή τη θεία λειτουργία την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί δώδεκα μέρες, λέει ο βίος του Μεγάλου Βασιλείου, τελείται αυτή η λειτουργία κατ’ έτος και τώρα μόνο δέκα. Δύο όμως ημέρες είναι της Υψώσεως του Σταυρού και της Πεντηκοστής.

Κάποιος αδελφός, υποτακτικός του προσμοναρίου που φύλαγε την αγία κορυφή, έβαλε λογισμό να παραμείνει την νύχτα επάνω, διότι κανείς δεν έμενε εκεί το βράδυ, αλλά κατέβαιναν όλοι το απόγευμα στην μονή και το πρωί ανέβαιναν πάλι. Εκείνος ο αδελφός νόμιζε ότι δεν έβλαπτε να διανυκτερεύσει εκεί και κρύφτηκε σε μία γωνιά. Ο προσμονάριος, νομίζοντας ότι αυτός πρόλαβε και κατέβηκε νωρίτερα, αφού θυμίασε έκλεισε την πόρτα του ναού και έφυγε. Ο υποτακτικός, όταν ξύπνησε την νύκτα, σηκώθηκε και διόρθωνε τα καντήλια και μόλις έφτασε στην μεγάλη καντήλα, έπεσε μία σπίθα από την καντηλίθρα και έσπασε το πλευρό του μετά από θεία προσταγή, εξαιτίας της τόλμης του, και έμεινε ημίξερος, γιατί ξεράθηκε το ένα μέρος, του σώματός του από πάνω έως κάτω και έμεινε έτσι μέχρι το θάνατό του.

Ένας άλλος προσμονάριος, τις ημέρες της ηγουμενίας του Ιωάννου της Κλίμακας, ανέβηκε στην αγία κορυφή το απόγευμα, για να θυμιάσει και ξαφνικά έπεσε χιόνι με ορμή, ώστε καλύφθηκε το όρος έως τέσσερις πήχες και έτσι αποκλείστηκε χωρίς να μπορεί να κατέβει. Έμεινε, λοιπόν, ξάγρυπνος και προσευχόταν. Προς τον όρθρο, όμως, νύσταξε και με θεϊκή παρέμβαση μεταφέρθηκε και βρέθηκε στην Ρώμη, στο εσωτερικό του ναού του αποστόλου Πέτρου. Οι κληρικοί βλέποντάς τον να βρίσκεται ανάμεσά τους έμειναν έκπληκτοι και πήγαν στον πάπα και του ανήγγειλαν την αρπαγή το προσμονάριου. Κατ’ οικονομία Θεού βρέθηκε ότι είχε τα κλειδιά του ναού μαζί του που είχαν την εξής επιγραφή: «Του αγίου όρους Σινά». Ο πάπας τον κράτησε και τον έκανε επίσκοπο μίας πόλεως κοντά στην Ρώμη και στην ερώτησή του αν το μοναστήρι είχε ανάγκη από κάποιο κτίσμα, έμαθε πως χρειαζόταν νοσοκομείο και έστειλε χρήματα και ένα γράμμα, γνωστοποιώντας τα γεγονότα του προσμοναρίου και έτσι έχτισε το νοσοκομείο της μονής.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.