Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 36-ος: Ευχαριστία στον Θεό για τις ευεργεσίες που του έκανε.

Ευχαριστία στον Θεό για τις ευεργεσίες που του έκανε. Στην οποία γίνεται λόγος και για την πνευματική προσευχή και την προκοπή που υπάρχει σ’ αυτή. Και για τη θεία έλλαμψη και την απλανή θέαση και αγάπη προς τον Θεό.

Σε ευχαριστώ, Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης,1 που με προόρισες να έρθω από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος. Σε ευχαριστώ, διότι, προτού να φθάσει η μέρα και η ώρα, κατά την οποία πρόσταξες να γεννηθώ, εσύ ο ίδιος, ο μόνος αθάνατος, ο μόνος παντοδύναμος, ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, αφού κατέβηκες από το ύψος της αγιότητάς σου, χωρίς να απομακρυνθείς από τις πατρικές αγκάλες, και αφού σαρκώθηκες και γεννήθηκες από την αγία Παρθένο Μαρία, με αναδημιούργησες και με αναζωοποίησες και με ελευθέρωσες από την προπατορική πτώση και προετοίμασες την άνοδό μου στους ουρανούς. Και στη συνέχεια, αφού γεννήθηκα και αυξανόμουν λίγο λίγο, εσύ και με ανακαίνισες με το άγιο σου βάπτισμα της αναδημιουργίας2 και με στόλισες με το Άγιο Πνεύμα και έβαλες για μένα ως φύλακα άγγελο φωτός, και με φύλαξες άτρωτο από τα αμαρτωλά έργα και από τις παγίδες του εχθρού ως την ώριμη ηλικία.

Επειδή όμως έκρινες δίκαιο να σωζόμαστε εμείς οι άνθρωποι όχι με βία, αλλά με ελεύθερη γνώμη, επέτρεψες να τιμηθώ και εγώ με το αυτεξούσιο και να δείχνω ελεύθερα με τη φύλαξη των εντολών σου την αγάπη μου σ’ εσένα. Αλλά εγώ ο αχάριστος και καταφρονητής, σαν άλογο που λύθηκε από τα δεσμά του, επειδή έτσι υπολόγισα την αξία της ελευθερίας, αφού απομακρύνθηκα από την εξουσία σου, έριξα τον εαυτό μου στον γκρεμό. Και ενώ ήμουν πεσμένος εκεί, και κυλιόμουν αναίσθητος και χτυπιόμουν όλο και περισσότερο, δεν με περιφρόνησες, δεν με άφησες να είμαι πεσμένος και να βρομίζω από το βούρκο, αλλά έστειλες από άπειρη ευσπλαχνία και με ανέσυρες από εκεί και με τίμησες λαμπρότερα και με λύτρωσες με τις ανείπωτες βουλές σου από βασιλιάδες και από άρχοντες, που θέλησαν να με χρησιμοποιήσουν σαν αχρείο σκεύος, για να υπηρετήσω τα θελήματά τους. Δεν με άφησες να λάβω χρυσά και αργυρά δώρα, αν και ήμουν φιλάργυρος. Μου χάρισες τη δύναμη να υπολογίσω σαν σίχαμα τη δόξα και τα αξιώματα της ζωής αυτής, που μου δίνονταν, για να
προδώσω τον αγιασμό σου.

Αλλά όλα αυτά, σου εξομολογούμαι, Κύριε, του ουρανού και της γης,3 επειδή πάλι δεν τα υπολόγισα διόλου, έριξα τον εαυτό μου, εγώ ο άθλιος, μέσα στο λάκκο και στο βυθό της λάσπης των αισχρών σκέψεων και πράξεων, και αφού κατέβηκα εκεί, έπεσα αιχμάλωτος σ’ αυτούς, που είναι κρυμμένοι μέσα στους σκότος? και απ’ αυτούς, ούτε μόνος εγώ, ούτε ολόκληρος ο κόσμος, αν συνασπισθεί, θα μπορούσε να με ανασύρει από εκεί και να με ελευθερώσει από τα χέρια τους.

Όμως, αν και κρατιόμουν φυλακισμένος ελεεινά εκεί, και περιφερόμουν και πνιγόμουν και χλευαζόμουν εξευτελιστικά απ’ αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης δεν με παρέβλεψες, δεν έδειξες μνησικακία, δεν περιφρόνησες την αχαριστία μου, δεν άφησες να εξουσιάζομαι για πολύ καιρό με τη θέλησή μου από τους ληστές. Αλλά, αν και εγώ χαιρόμουν, καθώς παρασυρόμουν αναίσθητα απ’ αυτούς, εσύ, Δέσποτα δεν άντεχες να βλέπεις να με περιφέρουν και να με σύρουν άπρεπα, αλλά με ευσπλαχνίσθηκες, με λυπήθηκες, και δεν έστειλες άγγελο, ούτε άνθρωπο, σ’ εμένα τον αμαρτωλό και άθλιο, αλλά ο ίδιος,4 από την ευσπλαχνία της αγαθότητάς σου, αφού έσκυψες σ’ εκείνο τον βαθύτατο λάκκο και άπλωσες το άχραντο χέρι σου, κάπου κάτω στο βάθος του βούρκου, όπου ήμουν χωμένος και καθισμένος, αν και εγώ δεν σε έβλεπα – διότι και πού θα μπορούσα ή πώς θα έβρισκα καν τη δύναμη να ανοίξω τα μάτια μου, για να σε δω, εφόσον ήμουν καλυμμένος και πνιγόμουν από τον βούρκο; – με κράτησες από τα μαλλιά του κεφαλιού μου, και από εκεί,
τραβώντας με βία, με ανέσυρες επάνω, ενώ εγώ βέβαια αισθανόμουν τους πόνους και την ξαφνική ανέλκυση προς τα επάνω, και πως ανασυρόμουν από τον βούρκο, δεν γνώριζα όμως διόλου από ποιον ανασύρομαι, ούτε ποιος τελικά είναι αυτός που με κρατά και με ανασύρει. Αλλά, αφού με ανέσυρες από το βούρκο και με απέθεσες επάνω στη γη, με παρέδωσες στο δούλο και μαθητή σου,5 αν και ήμουν ολότελα ρυπαρός και είχα φραγμένα από το βούρκο τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα? και με έβγαλες από εκείνο το βαθύτατο λάκκο και βούρκο, ενώ ούτε έτσι έβλεπα ποιος είσαι, παρά μόνο αντιλήφθηκα τελικά πόσο αγαθός και φιλάνθρωπος είσαι. Αφού λοιπόν μου είπες: «Κρατήσου, και αφού προσκολληθείς σ’ αυτό τον άνθρωπο, ακολούθησέ τον? διότι αυτός θα σε οδηγήσει και θα σε αποπλύνει από το βούρκο», μου έδωσες τη χάρη να έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο αυτό. Και απομακρύνθηκες. Αλλά, πού πήγες, δεν το γνωρίζω.

Εγώ λοιπόν, πανάγιε Δέσποτα, ακολούθησα, σύμφωνα με το πρόσταγμά σου, εκείνον που μου έδειξες, χωρίς να γυρίσω πίσω. Και αυτός, αφού με οδήγησε με πολύ κόπο στις βρύσες και στις πηγές, καθώς ήμουν τυφλός και συρόμουν πίσω από εκείνον, πιασμένος με το χέρι της πίστης, που μου δόθηκε από εσένα, και καθώς αναγκαζόμουν να ακολουθώ, όπου εκείνος, βλέποντας καλά, σήκωνε τα πόδια του και περνούσε ανάμεσα από πέτρες και λάκκους και εμπόδια, υπερπηδώντας τα όλα, εγώ σκόνταφτα και έπεφτα μέσα σ’ αυτά, και υπέφερα πολλούς πόνους και πολλές βλάβες και θλίψεις. Εκείνος βέβαια πλυνόταν και λουζόταν κάθε ώρα από μόνος του σε κάθε πηγή και βρύση, ενώ εγώ, επειδή δεν έβλεπα, τις προσπερνούσα διαρκώς. Διότι, αν εκείνος δεν με κρατούσε από το χέρι και δεν με έστηνε κοντά στην πηγή και δεν κατεύθυνε τα χέρια του νου μου, δεν θα μπορούσα ποτέ να βρω ούτε που είναι η βρύση του νερού? αλλά όμως, αν και μου έδειχνε τη βρύση, και συχνά με άφηνε να πλυθώ, έπαιρνα κάποια στιγμή με τις παλάμες μου μαζί με το καθαρό νερό και λάσπη
και βούρκο ίσως, που βρισκόταν κοντά στην πηγή, και λέρωνα το πρόσωπό μου, αλλά και συχνά, καθώς ψηλαφούσα να βρω τη βρύση του νερού, αποσπούσα και χώμα μαζί με το νερό και ανατάραζα το βούρκο? και επειδή δεν έβλεπα διόλου, αν και λέρωνα το πρόσωπό μου με το βούρκο, σαν να το έπλυνα με νερό, νόμιζα ότι πλύνομαι καθαρά.

Πώς όμως να εξιστορήσω επίσης την πίεση και τη βία που υπέφερα από την κατάσταση αυτή; Και όχι μόνο απ’ αυτή, αλλά και απ’ αυτούς, που συχνά διαφωνούσαν και συμβούλευαν και μου έλεγαν καθημερινά: «Γιατί χάνεις άσκοπα τον καιρό σου, ενεργώντας ανόητα, και ακολουθείς αυτόν τον εμπαίκτη και πλάνο, περιμένοντας άδικα και ανώφελα να ανοίξεις τα μάτια σου; Διότι δεν είναι δυνατό να γίνει αυτό τώρα. Και γιατί τον ακολουθείς, χτυπώντας τα πόδια σου στις πέτρες και ματώνοντάς τα; Και γιατί δεν πηγαίνεις καλύτερα στους σπλαχνικούς ανθρώπους, που σε παρακαλούν να πας, για να σε ανακουφίζουν και να σε διατρέφουν και να σε θεραπεύουν με καλό τρόπο; Διότι δεν είναι δυνατό να απαλλαγείς από την ψυχική λέπρα, ούτε να ξαναβρείς τώρα κάποια στιγμή το φως σου. Διότι από πού εμφανίσθηκε τώρα τελευταία θαυματουργός αυτός ο εμπαίκτης και υπόσχεται σ’ εσένα αυτά που είναι αδύνατα για όλους τους ανθρώπους της τωρινής γενεάς; Αλίμονό σου, διότι και τη θεραπεία, που σου προσφέρεται από τους φιλόχριστους και φιλάδελφους και
συμπονετικούς ανθρώπους, θα χάσεις, και τις βλάβες και τις θλίψεις, που υφίστασαι για μάταιες ελπίδες, θα υποφέρεις, και σ’ αυτά, που σου υπόσχεται ο ίδιος ο απατεώνας και πλάνος, θα διαψευσθείς αληθινά. Διότι ποιά δύναμη έχει γενικά αυτός; Και χωρίς εμάς, εσύ μόνος σου δεν συναισθάνεσαι, ούτε σκέφτεσαι; Τί δηλαδή; Δεν βλέπουμε και εμείς όλοι; Ή μήπως είμαστε τυφλοί, όπως σου λέει αυτός ο πλανεμένος; Αληθινά, όλοι εμείς βλέπουμε, και μην εξαπατάσαι, δεν υπάρχει άλλη ανάβλεψη6 ανώτερη απ’ αυτή». Αλλά, από όλους αυτούς τους πραγματικούς απατεώνες και πλάνους, που μεθούν τον πλησίον τους για να τον θολώσουν και να τον ανατρέψουν,7 με έσωσες εσύ, ο ελεήμων και εύσπλαχνος Θεός, με την πίστη και την ελπίδα, που μου χάρισες, με την οποία και με ενίσχυσες, ώστε να υπομείνω και αυτά που ανέφερα και άλλα περισσότερα.

Αλλά όμως, καθώς σε όλα αυτά παρέμεινα σταθερός, και δεν απομακρύνθηκα, με το να πλύνομαι καθημερινά κάπως έτσι, θολά δηλαδή και ψηλαφητά, και με το να καθαρίζομαι, κατά τη γνώμη μου, όπως με δίδασκε ο απόστολός σου και μαθητής, κάποτε που βάδιζα και έσπευδα να φθάσω στην πηγή, εσύ ο ίδιος πάλι, που και πριν με ανέσυρες από το βούρκο, με συνάντησες, καθώς προχωρούσα στο δρόμο. Και τότε έκανες να θαμπώσουν για πρώτη φορά με την άχραντη λάμψη του προσώπου σου τα ασθενικά μου μάτια, και το φως, που νόμιζε ότι είχα, το έχασα και εκείνο, χωρίς ωστόσο να μπορέσω να σε γνωρίσω. Και πώς θα μπορούσα να δω ή να γνωρίσω εσένα τον ίδιο, ποιός επιτέλους είσαι, αφού ούτε τη λάμψη του προσώπου σου μπόρεσα να δω, ούτε να την αντικρύσω ή να την αντιληφθώ;8

Από τότε λοιπόν, καθώς στεκόμουν όλο και συχνότερα στην ίδια την πηγή, δεν θεωρούσες ανάξιο, εσύ ο ανυπερήφανος, να κατεβαίνεις, αλλά, καθώς ερχόσουν και κρατούσες πρώτα το κεφάλι μου, το βύθιζες μέσα στα νερά της πηγής, για να το πλύνεις, και με έκανες να βλέπω καθαρότερα το φως του προσώπου σου. Αμέσως όμως απομακρυνόσουν, χωρίς να αφήνεις να αντιληφθώ ποιος είσαι εσύ ο ίδιος, που κάνεις αυτά? ούτε μάλιστα άφηνες να αντιληφθώ ακόμη αυτό, από πού δηλαδή ήρθες ή που πηγαίνεις. Έτσι όμως, καθώς ερχόσουν και έφευγες για αρκετό καιρό, φανερωνόσουν λίγο λίγο, όλο και περισσότερο, και με περιέλουζες με τα νερά της πηγής, και μου χάριζες τη δύναμη να βλέπω καθαρότερο και περισσότερο φως.

Αφού όμως το έκανες αυτό για πολύ καιρό, με αξίωσες να δω ένα φοβερό πράγμα και μυστήριο. Καθώς δηλαδή ερχόσουν εσύ και με έπλυνες, όπως νόμιζα, με τα νερά της πηγής, και με περιέλουζες και με βύθιζες πολλές φορές μέσα σ’ αυτά, είδα τις αστραπές, που με περιέλαμπαν, και τις ακτίνες του προσώπου σου, αναμιγμένες μέσα στο νερό, και θαύμασα, επειδή έβλεπα να πλύνομαι με νερό παρόμοιο με το φως. Και από πού ερχόταν αυτό το νερό, ή ποιός ήταν ο πάροχός του, δεν γνώριζα, αλλά μόνο, καθώς λουζόμουν, αισθανόμουν χαρά, επειδή δυνάμωνα στην πίστη και αναπτερωνόμουν στην ελπίδα και ανέβαινα ως τον ουρανό, ενώ εκείνους τους πλάνους, που υπαγόρευαν σ’ εμένα τα λόγια της απάτης και της ψευτιάς, μισώντας τους δυνατά, και νιώθοντας μεγάλη λύπη για την πλάνη τους, δεν ήθελα διόλου ούτε να τους συναντήσω ούτε να τους συναναστραφώ, αλλά απέφευγα ακόμη και τη βλάβη από το αντίκρυσμά τους? τον συνεργό όμως και βοηθό μου, τον άγιο μαθητή σου δηλαδή και απόστολο, σεβόμουν και τιμούσα και αγαπούσε μέσα από την ψυχή μου, όπως
εσένα τον ίδιο, που με έπλασες, και έπεφτα γονατιστός στα πόδια του, νύχτα και μέρα, και τον παρακαλούσα λέγοντας: «Αν μπορείς να κάνεις κάτι, βοήθησέ με», έχοντας τη βεβαιότητα ότι αυτός μπορεί να επιτύχει από εσένα αυτά που θέλει.

Ενώ λοιπόν ήμουν διαρκώς για αρκετό καιρό με τη χάρη σου σ’ αυτή την κατάσταση, είδα και άλλο πάλι φοβερό μυστήριο. Αφού δηλαδή με πήρες, ανέβηκες στους ουρανούς και μετέφερες και εμένα μαζί σου, αλλά δεν γνωρίζω, αν με μετέφερες με το σώμα ή χωρίς το σώμα, εσύ μόνος γνωρίζεις,9 ο οποίος και το δημιούργησες. Αλλά όμως, αφού παρέμεινα εκεί αρκετή ώρα μαζί σου και θαύμασα το μεγαλείο της δόξας – ποιά δόξα όμως και ποιού ήταν, δεν γνωρίζω -, και θαμπώθηκα από το αμέτρητο ύψος, τρόμαξα ολόκληρος. Με άφησες όμως πάλι μόνο στη γη, όπου στεκόμουν πρωτύτερα, και βρέθηκα να θρηνώ και να απορώ για την αθλιότητά μου. Μετά, ενώ ήμουν κάτω, αξίωσες να δείξεις σ’ εμένα ύστερα από λίγο ψηλά στους ουρανούς, καθώς αυτοί άνοιξαν, το πρόσωπό σου σαν άμορφο ήλιο. Ωστόσο δεν άφησες σ’ εμένα να γνωρίσω, ποιος ακριβώς είσαι, ούτε μ’ αυτό τον τρόπο – πώς δηλαδή θα γινόταν αυτό, αφού δεν μίλησες σ’ εμένα; – αλλά κρύφθηκες αμέσως και εγώ περιφερόμουν παντού να σε αναζητώ, εσένα που δεν γνώριζα, που ποθούσα όμως και να δω τη μορφή
σου και να γνωρίσω συνειδητά ποιος είσαι. Γι’ αυτό και από την πολλή βία και από τη φλόγα της αγάπης σου έκλαιγα διαρκώς, επειδή δεν γνώριζα ποιος είσαι εσύ, που με έφερες από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, και με έβγαλες από το βούρκο, και έχεις γίνει για μένα όλα αυτά, που ειπώθηκαν.

Καθώς λοιπόν εμφανίσθηκες πολλές φορές επίσης με τέτοιο τρόπο, και καθώς πολλές φορές επίσης, χωρίς να μιλήσεις, κρύφθηκες από μένα, χωρίς να γίνεις διόλου ορατός, αλλά έβλεπα τις αστραπές και τη λάμψη του προσώπου σου να με περικυκλώνουν συνεχώς και πολλές φορές, όπως προηγουμένως στο νερό, ήμουν όμως ολότελα αδύνατος να τις συγκρατήσω, θυμόμουν το μέρος, όπου κάποτε σε είδα επάνω, και επειδή υπέθετα ανόητα ότι είσαι άλλος απ’ αυτόν που είδα, ζητούσα πάλι με δάκρυα να σε δω.

Πιέζοντας λοιπόν έτσι, με πολλή λύπη και θλίψη και στενοχώρια, τον εαυτό μου, και λησμονώντας τον εντελώς, και όλο τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, χωρίς να σκεφθώ ότι ούτε σκιά, ούτε οτιδήποτε άλλο τελικά είναι αυτό που έβλεπα, εμφανίσθηκες εσύ ο ίδιος, ο αόρατος σε όλους, ο αψηλάφητος και ακατανόητος, και μου φαινόσουν ότι καθάριζες το νου μου και πλάτυνες την όραση της ψυχής μου και έδινες ακόμη περισσότερο σ’ εμένα τη δυνατότητα να βλέπω τη δόξα σου, αλλά και ότι ο ίδιος αύξανες περισσότερο και πλατυνόσουν περισσότερο, με το να λάμπεις, και αντιλαμβανόμουν με την απομάκρυνση του σκότους ότι εσύ ο ίδιος πλησίαζες και ερχόσουν, όπως συνηθίζει πολλές φορές και γίνεται αυτό και στα ορατά πράγματα. Διότι, όταν φέγγει η σελήνη και τα σύννεφα μοιάζουν σαν να περπατούν, βλέπεται και φαίνεται αυτή ότι τρέχει ταχύτατα, χωρίς να προσθέτει τίποτε στον συνηθισμένο δρόμο της ή να αλλάζει την αρχική της πορεία. Έτσι λοιπόν, Δέσποτα, φαινόσουν ότι έρχεσαι εσύ ο ακίνητος, και μεγαλώνεις εσύ ο αμετάβλητος, και
παίρνεις μορφή εσύ ο άμορφος.

Όπως δηλαδή σ’ έναν τυφλό, που ανακτά σιγά σιγά το φως του και βλέπει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου και τα περιγράφει λίγο λίγο τέτοια που είναι, τα χαρακτηριστικά δεν αλλάζουν, ούτε μεταβάλλονται ανάλογα με την όραση, αλλά μάλλον η όραση των ματιών του τυφλού, καθώς καθαρίζεται, βλέπει τα χαρακτηριστικά τέτοια που είναι, σαν να εντυπώνεται δηλαδή στην όραση ολόκληρο το ομοίωμα του ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά του, και να διεισδύει, και να αποτυπώνεται, και να χαράζεται, όπως σε μία πινακίδα, στο νοερό και στο μνημονευτικό της ψυχής, έτσι και ο ίδιος έγινες ορατός, αφού καθάρισες πλήρως με το φως του Αγίου Πνεύματος ολοκληρωτικά το νου μου. Και καθώς ο νους μου έβλεπε πληρέστερα και καθαρότερα, φαινόσουν σ’ εμένα ότι ο ίδιος έβγαινες από κάπου και εμφανιζόσουν λαμπρότερος και άφηνες σ’ εμένα να βλέπω τα χαρακτηριστικά της άμορφης μορφής σου, και τότε με μετέφερες έξω από τον κόσμο – νομίζω ότι θα ήταν σωστό να πω έξω και από το σώμα, διότι αυτό δεν επέτρεψες σ’ εμένα να το γνωρίσω με ακρίβεια -, ωστόσο
λοιπόν με πλημμύρισες με φως και εμφανίσθηκες, όπως νομίζω, ολόκληρος σε ολόκληρο εμένα, που έβλεπα καθαρά. Και όταν ρώτησα: «Δέσποτα, ποιός είσαι τελικά;» τότε, αξίωσες για πρώτη φορά εμένα τον άσωτο να ακούσω τη φωνή σου, και μου μίλησες έτσι γλυκά – ενώ εγώ ήμουν έκπληκτος και θαμπωμένος και τρεμάμενος, και δεν αντιλαμβανόμουν διόλου, και έλεγα: «Τί άραγε θέλει τελικά αυτή η δόξα και το μεγαλείο της λαμπρότητάς της; Πώς μάλιστα ή από πού αξιώθηκα εγώ για τέτοια αγαθά;» και είπες: «Εγώ είμαι ο Θεός, που για σένα έγινα άνθρωπος. Και να, επειδή με ζήτησες με όλη σου την ψυχή, από τώρα θα είσαι αδελφός μου και συγκληρονόμος μου και φίλος μου». Επειδή λοιπόν θαύμασα μ’ αυτά και ταράχθηκε η ψυχή μου και παρέλυσε η δύναμή μου και αποκρίθηκα: «Ποιός είμαι εγώ, ή τί έκανα, Δέσποτα ο άθλιος και ταλαίπωρος, ώστε να με θεωρήσεις άξιο για τόσο μεγάλα αγαθά, και να με κάνεις συμμέτοχο και συγκληρονόμο σε τόσο μεγάλη δόξα;» σκέφθηκα μάλιστα ότι αυτή η δόξα και η χαρά είναι επάνω από τη νοητική μου ικανότητα, εσύ ο
Δεσπότης είπες πάλι σ’ εμένα, με το Πνεύμα σου, που μιλούσε μέσα μου, σαν να συνομιλεί ένας φίλος με το φίλο του:10 «Αυτά τα δώρισα σ’ εσένα μόνο για τη διάθεση και την προαίρεση και την πίστη σου, και θα τα δωρίσω ακόμη περισσότερο. Διότι, τί άλλο έχεις ή είχες κάποτε δικό σου, εφόσον δημιουργήθηκες γυμνός από μένα,11 για να το λάβω εκείνο στη θέση του και να δώσω αυτά σ’ εσένα; Διότι, αν δεν απαλλαγείς από τη σάρκα, δεν θα δεις το τέλειο, ούτε θα μπορέσεις να απολαύσεις πλήρως ολόκληρο το τέλειο». Και όταν εγώ είπα: «Και τί άραγε είναι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο απ’ αυτό; Διότι μου αρκεί τώρα να είμαι σ’ αυτή την κατάσταση και μετά το θάνατο», εσύ απάντησες: «Πόσο πολύ μικρόψυχος είσαι, με το να αρκείσαι σ’ αυτά. Διότι, αν αυτά συγκριθούν με τα μελλοντικά, μοιάζουν με ουρανό, που σχεδιάσθηκε σε χαρτί και κρατά κάποιος στα χέρια του. Όσο αυτός ο ουρανός είναι κατώτερος από τον αληθινό ουρανό, τόσο η μελλοντική δόξα θα σου αποκαλυφθεί ασύγκριτα περισσότερη απ’ αυτή, που τώρα βλέπεις».

Αφού είπες αυτά, έπαψες να μιλάς και, λίγο λίγο, εσύ ο γλυκύς και καλός Δεσπότης κρύφθηκες από τα μάτια μου, είτε, επειδή εγώ απομακρύνθηκα από σένα, είτε, επειδή εσύ αποχώρησες από μένα, δεν γνωρίζω. Τότε λοιπόν επέστρεψα πάλι εντελώς στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι ήρθα από κάπου, και μπήκα στην πρώτη μου κατοικία12. Από τότε φέρνοντας στο νου μου την ωραιότητα της δόξας και των λόγων σου, όταν περπατούσα, όταν καθόμουν, όταν έτρωγα, όταν έπινα και όταν προσευχόμουν, έκλαιγα και ζούσα με ανέκφραστη χαρά, επειδή γνώρισα εσένα τον Δημιουργό των όλων. Διότι, πώς ήταν δυνατό να μη χαίρομαι; Αλλά πάλι, επειδή λυπόμουν και ποθούσα έτσι να σε δω ξανά, όταν κάποτε πήγα, για να ασπασθώ την άχραντη εικόνα της Μητέρας σου, και προσκύνησα αυτή την εικόνα, πριν ανασηκωθώ από την προσκύνηση, εσύ ο ίδιος φανερώθηκες σ’ εμένα, μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, κάνοντας την σαν φως, και τότε αντιλήφθηκα ότι σε έχω συνειδητά μέσα μου. Απ’ αυτή τη στιγμή λοιπόν δεν σε αγαπούσα κινούμενος από τη θύμηση αυτών των εμπειριών,
επειδή δηλαδή έφερνα στο νου μου εσένα και όσα σχετίζονται μ’ εσένα, αλλά πίστεψα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσένα, την ενυπόστατη αγάπη. Διότι η πραγματική αγάπη είσαι εσύ, ο Θεός.13

Αφού λοιπόν η ελπίδα φυτεύθηκε μέσα στην πίστη, και ποτίσθηκε μέσα σ’ αυτήν από τη μετάνοια και από τα δάκρυα, και φωτίσθηκε μετά από το δικό σου φως, άπλωσε ρίζες και αυξήθηκε καλά. Στη συνέχεια εσύ ο ίδιος, ο καλός τεχνίτης και δημιουργός, αφού ήρθες με τη μάχαιρα των πειρασμών, εννοώ με την ταπείνωση, αφαίρεσες τα άχρηστα κλωνάρια των λογισμών, που είχαν ανεβεί πολύ ψηλά, και μπόλιασες τη δική σου αγία αγάπη, σαν σε ρίζα δένδρου, μόνον στην ελπίδα. Καθώς λοιπόν έβλεπα την ελπίδα να αυξάνει μέρα με τη μέρα και να μιλά διαρκώς σ’ εμένα, ή μάλλον, μ’ αυτήν, να με διδάσκεις εσύ και να με περιλάμπεις, σαν να έχω υπερβεί πια κάθε πίστη και ελπίδα, έχω τόση χαρά, και λέω, όπως και ο Παύλος φωνάζει: «Αυτό που βλέπει κάποιος, τί λόγος υπάρχει να το ελπίζει;»14 Αν λοιπόν εγώ σε έχω, τί άλλο περισσότερο να ελπίσω; «Άκουσε τι να ελπίσεις», είπες πάλι, Δέσποτα? «όπως δηλαδή ακριβώς βλέπεις τον ήλιο να καθρεπτίζεται στα νερά, εκείνον όμως τον ίδιο τον ήλιο δεν τον βλέπεις τότε διόλου, καθώς σκύβεις να δεις προς τα
κάτω, έτσι να στοχάζεσαι και αυτό που συμβαίνει σ’ εσένα, και να ασφαλίζεις τον εαυτό σου, και να φροντίζεις διαρκώς να βλέπεις καθαρά και ολοφάνερα μέσα σου εμένα, όπως βλέπεις τον ήλιο στα καθαρά νερά? και θα αξιωθείς κατόπι να με δεις, όπως σου είπα, και μετά το θάνατο. Αλλιώς, όλα αυτά τα έργα και οι κόποι και τα λόγια σου δεν θα σε ωφελήσουν διόλου, απεναντίας μάλιστα και θα σε καταδικάσουν βαρύτερα και θα προξενήσουν σ’ εσένα περισσότερη θλίψη, επειδή ακριβώς, όπως ακούς, οι δυνατοί θα κριθούν και θα δικασθούν με αυστηρότητα.15 Και διότι δεν γίνεται τόσο αιτία για ντροπή η φτώχεια σ’ εκείνον, που γεννήθηκε φτωχός, ούτε η λύπη, που προέρχεται από τη φτώχεια, προξενεί σ’ αυτόν τόση πολλή λύπη, όσο σ’ εκείνον, που πλούτισε και δοξάσθηκε και υψώθηκε και έγινε φίλος με τον επίγειο βασιλιά, αλλά στη συνέχεια έχασε όλα εκείνα και κατάντησε σε ολοκληρωτική φτώχεια, αν και δεν είναι τα πράγματα έτσι στα επίγεια και στα ορατά και στα ίδια τα πνευματικά και στα αόρατα. Διότι εκείνοι, που από κάποια αιτία
χάνουν τη φιλία και την υπηρεσία του επίγειου βασιλιά, μπορούν να έχουν τα υπάρχοντά τους και να τα απολαμβάνουν και να ζουν, αν όμως κάποιος χάσει τη δική μου αγάπη και φιλία, δεν μπορεί διόλου να ζει, διότι η ζωή αυτού του ανθρώπου είμαι εγώ, αλλά απογυμνώνεται αμέσως από όλα και παραδίνεται αιχμάλωτος στους δικούς μου και δικούς του εχθρούς, που, αφού τον παραλάβουν, εξαιτίας της προηγούμενης συμπάθειας και αγάπης που είχε προς εμένα, εφορμούν επάνω του με μεγαλύτερη μανία, τιμωρώντας, χλευάζοντας και περιγελώντας τον».

Ναι, πραγματικά, πανάγιε Βασιλιά, και εγώ πιστεύω σ’ εσένα τον Θεό μου, ότι έτσι είναι τα πράγματα, και πέφτοντας γονατιστός μπροστά σου, σε θερμοπαρακαλώ, φύλαξέ με τον αμαρτωλό και ανάξιο, που ελέησες, και στήριξε με τη δύναμή σου το φυτό της αγάπης σου, που μπόλιασες στο δέντρο της ελπίδας μου, για να μη σεισθεί από τους ανέμους, να μην τσακισθεί από την καταιγίδα, να μη μαδηθεί από κάποιον εχθρό, να μην καεί από τον καύσωνα της αμέλειας, να μην ξεραθεί από τη ραθυμία και τους ρεμβασμούς, να μην αφανισθεί ολότελα από τη φιλοδοξία. Γι’ αυτό λοιπόν δείξε για μένα από τώρα ακόμη περισσότερο την ευσπλαχνία σου, εσύ ο πολεύσπλαχνος Κύριος. Πέφτω γονατιστός σ’ εσένα, παρακαλώντας μέσα από την καρδιά μου, ώστε να μην με αφήσεις στο θέλημά μου, εσύ, που έκανες τόσα καλά για μένα, αλλά να στερεώσεις την ψυχή μου στην αγάπη σου και να κάνεις να ριζώσει αυτή δυνατά μέσα στην ψυχή μου. Διότι εσύ γνωρίζεις, εσύ δηλαδή που χάρισες και κατεργάσθηκες αυτό το φυτό της αγάπης σου μέσα μου, ότι εξαιτίας αυτού είμαι
αβοήθητος από κάθε άνθρωπο, διότι τον συνεργό μου και βοηθό και δικό σου απόστολο τον απομάκρυνες σωματικά από μένα,16 όπως ο ίδιος θέλησες. Εσύ γνωρίζεις την ασθένειά μου, εσύ ξέρεις καλά την ταλαιπωρία και την ολική αδυναμία μου, ώστε, σύμφωνα με την άχραντη και άγια και αψευδή υπόσχεσή σου: εσύ να είσαι ενωμένος με εμένα και εγώ να είμαι ενωμένος με εσένα,17 και να σκεπάζομαι από την αγάπη σου και εγώ να σκεπάζω και να φυλάγω την αγάπη σου μέσα μου, και εσύ, Δέσποτα, να με βλέπεις μέσα στην αγάπη, και εγώ να αξιώνομαι να σε βλέπω με την αγάπη, στην παρούσα βέβαια ζωή, όπως είπες, σαν μέσα σε καθρέπτη,18 ενώ στη μέλλουσα ζωή να βλέπω μέσα σε όλη την αγάπη ολόκληρο εσένα, που είσαι αγάπη19 και αξίωσες να ονομάζεσαι αγάπη? διότι σ’ εσένα πρέπει κάθε ευχαριστία, δύναμη, τιμή και προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Ματθ. 11, 25. Λουκ. 10, 21
2. Πρβ. Τίτ. 3, 5
3. Πρβ. Ματθ. 11, 25. Λουκ. 10, 21
4. Πρβ. Ησ’. 63, 9
5. Εννοεί τον Συμεών τον Ευλαβή.
6. Πρβ. Λουκ. 4, 19 (ανάβλεψη? η ανάκτηση της πνευματικής όρασης).
7. Πρβ. Αββ. 2, 15
8. Αναφέρεται σε όραμα που είδε στη νεανική του ηλικία. Βλ. ΕΠΕ 19Α, σσ’. 43-44
9. Πρβ. Β’ Κορ. 12,2
10. Πρβ. Έξ. 33, 11
11. Πρβ. Ιώβ 1, 21
12. Εννοεί την επιστροφή του νου στο σώμα ύστερα από την αρπαγή.
13. Πρβ. Α’ Ιω. 4, 8 και 16
14. Ρωμ. 8, 24
15. Σ’ Σολ. 6,6
16. Αναφέρεται στην κοίμηση του Συμεών του Ευλαβή.
17. Ιω. 14, 20
18. Πρβ. Α’ Κορ. 13, 12
19. Πρβ. Α’ Ιω. 4, 8 και 16
20. Ιω. 14, 28

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.