Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«Μ’ εννοείτε, αγαπητέ, τι ζητώ παρ’ υμών; Σταυρόν, αλλά σταυρόν μέγαν, σταυρόν, όπου ευχαριστημένος να σταυρωθώ και μη έχων άλλο τι να δώσω δια την σωτηρίαν των πραγμάτων της λατρευτής πατρίδος μας, να δώσω το αίμά μου. Τούτο εστί δι’ εμέ το ζην και αρχιερατεύειν».

Στα μέσα Απριλίου του 1906 ο Χρυσόστομος επέστρεψε στη Δράμα, έμπλεος χαράς και αγαλλιάσεως από το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους. Ο Μητροπολίτης έδειχνε να είναι αναγεννημένος πνευματικά, έτοιμος να αναλάβει νέους και πιο δύσκολους αγώνες υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους. Ταυτόχρονα, το πέρασμά του από την Αθήνα των ολυμπιακών αγώνων του 1906 τον είχε ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο. Η αυθόρμητη δε και αναπάντεχη αποθέωση που του επεφύλαξαν οι χιλιάδες θεατές στο παναθηναϊκό Στάδιο, τον είχε γεμίσει με χαρά και ελπίδα. Χαρά διότι στο πρόσωπό του αναγνωριζόταν η μέχρι τότε πολύπλευρη προσφορά και διακονία του. Ελπίδα διότι οι θυσίες του Μακεδονικού Ελληνισμού είχαν βρει μεγάλη απήχηση, στοιχείο πολύ σημαντικό για τη συνέχιση και δικαίωση του Μακεδονικού αγώνα.

Ωστόσο, λίγες μέρες μετά την άφιξή του στη Δράμα, ο άγιος έλαβε πατριαρχικό γράμμα με συνημμένο αντίγραφο υπουργικής διακοίνωσης (τακριρίου) από την τουρκική κυβέρνηση. Στη διακοίνωση αυτή ο ιεράρχης κατηγορείτο ότι επισκέφθηκε κρυφά την Αθήνα και συνεργάστηκε με το εκεί μακεδονικό κομιτάτο, το οποίο προωθούσε ελληνικές ένοπλες ομάδες στη Μακεδονία. Για τον λόγο αυτό, κατέληγε το κυβερνητικό έγγραφο, τίθετο ζήτημα για την παραμονή του Χρυσοστόμου στον μητροπολιτικό θρόνο της Δράμας και ζητείτο από το οικουμενικό πατριαρχείο η άμεση παύση του.

Ο Μητροπολίτης απάντησε ότι αποβιβάστηκε στον Πειραιά και ύστερα μετέβη στην Αθήνα, διότι αυτό επέβαλλαν τα δρομολόγια των ακτοπλοϊκών γραμμών. Σχετικά με την κατηγορία ότι ήρθε σε επαφή με το μακεδονικό κομιτάτο των Αθηνών, ο άγιος είπε ότι «είνε πλάνη οικτρά, καταπίπτουσα εξ εαυτής και ψεύδος μη χρήζον καν απαντήσεως».1 Η υπουργική διακοίνωση και η επιστολή του Πατριάρχη δεν έκαναν καμία αναφορά σε ό,τι συνέβη στο Παναθηναϊκό στάδιο, αλλά περιορίζονταν στις κατηγορίες ότι ο Χρυσόστομος, μεταβαίνοντας στην Αθήνα, είχε συνάψει «σχέσεις μετά των κομιτάτων».

Δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι το 1906 υπήρξε έτος μεγάλης έντασης στη Μακεδονία, τόσο για τους γηγενείς πληθυσμούς, όσο και για τις εμπλεκόμενες χώρες. Στην καρδιά του Μακεδονικού αγώνα οι σχέσεις της Αθήνας με την Κωνσταντινούπολη διέρχονταν την πιο κρίσιμη φάση από την έναρξη της ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης. Ο Χρυσόστομος ήταν Οθωμανός υπήκοος και ανώτατος αξιωματούχος της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Κατά συνέπεια, οι πράξεις και τα έργα του κρίνονταν σύμφωνα με τους νόμους και τα συμφέροντα της υψηλής πύλης και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες και τις διεκδικήσεις του Μακεδονικού Ελληνισμού.

Η υπουργική απόφαση απαιτούσε την άμεση παύση του Χρυσοστόμου, ενώ το οικουμενικό πατριαρχείο κρατούσε στάση αναμονής στο ζήτημα. Οι φήμες για την αποπομπή του μητροπολίτη άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη και την επαρχία Δράμας. Το γεγονός δε ότι την ίδια περίοδο είχαν ανακληθεί άλλοι δύο ιεράρχες της Μακεδονίας, ο Γρεβενών Αγαθάγγελος (1905)2 και ο Πελαγονίας Ιωακείμ (1906)3 με την κατηγορία ότι είχαν αναπτύξει πολιτική δράση και είχαν συνεργασθεί με τα ελληνικά ένοπλα σώματα στη Μακεδονία, είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα τους κατοίκους της Δράμας. Έτσι, στις 18 Ιουνίου 1906 οι εκπρόσωποι των κοινοτικών αρχών της πόλης απέστειλαν στον πατριάρχη και τη σύνοδο του Φαναρίου βαρυσήμαντη επιστολή εκλιπαρώντας τη σεπτή κορυφή της Εκκλησίας να μην επιβεβαιωθούν οι φήμες περί ανάκλησης του αγαπημένου ποιμενάρχη τους.4

Στο κείμενο της επιστολής αποκαλύπτεται με εμφαντικό τρόπο η χαρισματική προσωπικότητα του Χρυσοστόμου. Οι κοινοτικοί άρχοντες ανέφεραν πως η επαρχία Δράμας πριν την άφιξη του αγίου είχε την εικόνα «ενός μεγάλου πτώματος». Ωστόσο, η πολύπλευρη δράση του είχε πετύχει σε σύντομο χρονικό διάστημα την ανακαίνιση και την πρόοδο των περισσότερων πόλεων και χωριών της επισκοπικής περιφέρειας. Ο Χρυσόστομος είχε κατορθώσει να ενώσει τις διηρημένες από τον κομματισμό ελληνικές κοινότητες και ταυτόχρονα είχε αναδειχθεί αρωγός και προστάτης των Ελληνορθοδόξων έναντι των Βουλγάρων, των οθωμανικών αρχών και των ξένων παρατηρητών.

Επιπλέον, οι προεστοί ανέφεραν για τον μητροπολίτη Δράμας ότι «είνε αληθώς ο καλός ποιμήν του Ευαγγελίου, ο την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων θυσιάζων». Η αναφορά στον καλό ποιμένα, που θυσιάζεται υπέρ των λογικών προβάτων, αποτελούσε για τον ιερομάρτυρα το θεμέλιο της αρχιερατικής του διακονίας. Αυτό έδειχνε η ακάματη εργατικότητα και η μεγάλη παρρησία του στις αρχές και εξουσίες, όταν ως αληθινός πατέρας υπερασπιζόταν τους Χριστιανούς της πνευματικής δικαιοδοσίας του. Αυτό διατράνωσε και στο τέλος της ζωής του, όταν του εξασφάλιζαν ασφαλή διαφυγή από τη Σμύρνη και ο ίδιος έλεγε: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι’ 11).

Υποσημειώσεις.

1. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 87
2. ΕΑ ΚΕ (1905) 526
3. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 288-289
4. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 91-93

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.