Η υποχώρηση (14 και 15 Αυγούστου 1922) – Σαράντου Καργάκου.

Η IV Mεραρχία, παρά την ισχυρή αρχική δοκιμασία και παρά την πίεση που δεχόταν στη διάρκεια της συμπτύξεως, κατόρθωσε να απαγκιστρωθεί με απόλυτη τάξη και να φθάσει σε μια στενωπό (Γετζέκ Χαμάμ), όπου είχε ήδη εγκατασταθεί η ΧΙΙ Μεραρχία. Παρόλο που η περαιτέρω σύμπτυξη γινόταν δυσχερής λόγω της παρεμβολής φευγόντων χριστιανών, η ΙV μεραρχία κατόρθωσε χωρίς καμμία ατυχία να φθάσει στο χωριό Κιοπρουλού, που είχε ορισθεί ως θέση σταθμεύσεως.

Ιδιαίτερα περίπλοκη ήταν η κατάσταση για το απόσπασμα Πλαστήρα, που με τις μονάδες του επί διήμερον έσπευδε να «βουλώσει» κάθε τρύπα στις ελληνικές γραμμές που τώρα πια, μετά από διήμερη μάχη, ήσαν γεμάτες ρωγμές. Ο Πλαστήρας, τουλάχιστον ως τις 2 μ.μ. της 14ης Αυγούστου δεν είχε ενημερωθεί για την σύμπραξη. Τη διαταγή της συμπτύξεως μετέφερε στον «Μαύρο Καβαλλάρη» ένας αξιωματικός σύνδεσμος του 5/42, άλλ’ ήταν τέτοια η σύγχυσή του που ανέφερε άλλα αντί άλλων. Και συγκεκριμένα ότι ολόκληρη η ΙV Μεραρχία είχε υποχωρήσει και – το χειρότερο – ότι ανατολικά του Αποσπάσματος δεν υπήρχε καμμία άλλη δύναμη ελληνική. Κι όμως υπήρχε το 26ο Σύνταγμα που μαχόταν σκληρά, εμποδίζοντας την τουρκική δύναμη να κατέβει στην πεδιάδα του Αφιόν Καραχισάρ.

Μετά τις πεπλανημένες αυτές πληροφορίες το 5/42 που θα μπορούσε, κατάλληλα ενισχυμένο, να κρατήσει επί αρκετό χρόνο το Αφιόν, υποχρεώθηκε κι αυτό να προχωρήσει βορειότερα. Ήδη, όμως, προς την κατεύθυνση αυτή είχαν ενωρίτερα κινηθεί τουρκικές δυνάμεις που κατάλληλα τοποθετημένες στα υψώματα του Μπελ Τεπέ, κτύπησαν το Απόσπασμα που αναγκάσθηκε στις 6.30 απογευματινή να κάνει μεταβολή και να κατευθυνθεί προς τα υψώματα που βρίσκονται νότια του Κιουπρουλού. Η πορεία ήταν δύσκολη (μέσω ορεινής και δύσβατης οδού) και μόνο με κοπιώδη προσπάθεια έφθασαν στις 10 το βράδυ στα υψώματα νοτίως του Κιουπρουλού. Είχαν ήδη φθάσει εκεί τμήματα του 23ου Συντάγματος. Κατά την πορεία είχαν συναντηθεί με το 1/23 που κατευθυνόταν προς το Μπαλ Μαχμούτ. Όπως αναφέρεται στην Ιστορία του ΓΕΣ, «οι άνδρες του αποσπάσματος ήσαν τελείως εξηντλημένοι εκ του διημέρου σκληρού αγώνος και το ηθικόν αυτών δεν ευρίσκετο εις καλήν κατάστασιν, λόγω των βαρυτάτων απωλειών, ας (=τις οποίες) είχον υποστεί κατά τας δύο ταύτας ημέρας»
(όπ. π. τ. Ζ’, σ. 133).

Πάντως ο αντ/χης Κων/νος Κανελλόπουλος δεν διστάζει να είναι επικριτικός έναντι του Πλαστήρα για τη στάση που ετήρησε στη διάρκεια του διημέρου αυτού. Στο βιβλίο του γράφει:
«Το απόσπασμα Καλλιγκάκη συμπτυχθέν εν θαυμασία τάξει και εν πλήρει συνοχή κατέλαβε περί το μεσονύκτιον τα Δυτικά του Ινάς υψώματα. Αλλά το Δυτικώς αυτού προς τα Νοτίως του Κιοπρολού υψώματα κινούμενον Απόσπασμα Πλαστήρα δεν κατέλαβε την καθορισθείσαν αυτώ γραμμήν. Αφιχθέν τούτο, τμηματικώς και εν ημιδιαλύσει εις τα Νοτίως (του) Κιοπρουλού υψώματα, εύρεν επ’ αυτών δυνάμεις του 23 Συντάγματος ανκούσας εις το απόσπασμα Λιούφα. Άνευ ουδεμιάς συνεννοήσεως μετά της προϊσταμένης του αρχής, ο Διοικητής του Αποσπάσματος τούτου Συν/χης Πλαστήρας, συνέχισε την προς Δυσμάς κίνησίν του και εστρατοπέδευσε Βορείως του Μπάλ Μαχμούτ, μη συνδεθείς μετά της Μεραρχίας του ή μετά του Αποσπάσματος Καλλιγκάκη, όπως (=για να) γνωρίση το γεγονός τούτο.

Η μη εκτέλεσις της διαταγής ταύτης παρά του Συν/χου τούτου, αξιωματικού δεδοκιμασμένης ανδρείας και πείρας, επέφερε την επομένην την καταστροφήν της IV ήτις έσχεν ως συνέπειαν την ευρυτέραν δυσμενή τροπήν της όλης καταστάσεως (διχοτόμησις των δυνάμεων Αφιόν εις δύο Ομάδας – Φράγκου και Τρικούπη, παρεμβολή ισχυρών εχθρικών δυνάμεων ει το δημιουργηθέν κενόν).13

Χωρίς να θέλουμε να δικαιολογήσουμε τον Νικ. Πλαστήρα και να του αποδώσουμε τον τίτλο του αλάνθαστου ηγήτορα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως, μετά το ρήγμα, είχε χάσει το αίσθημα της πειθαρχίας. Δεν είχε εμπιστοσύνη προς τις προϊστάμενες αυτού αρχές και δρούσε αυτοβούλως, προσπαθώντας να βρίσκεται εκεί όπου το ένστικτο του μαχητή τον οδηγούσε. Μοιραία αυτό τον οδήγησε και σε λάθη. Αν, όμως, δρούσε κατά τον τρόπο που υποδεικνύει ο στρατηγός Κανελλόπουλος, πιθανώς μαζί με την καταστροφή της ΙV Mεραρχίας να επισυνέβαινε καταστροφή και στο δικό του Απόσπασμα, το 5/42. Όσο για το κενό στο οποίο αναφέρεται ο στρατηγός, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να κλείσει με τη δύναμη που διέθετε το 5/42. Ο Πλαστήρας, αφού συναντήθηκε με τον διοικητή του 1/23 τάγματος Ηλία Διάμεση, του δήλωσε ότι οι άνδρες του είναι τόσο «κουρασμένοι και τσακισμένοι» και του ήταν αδύνατο να καταλάβει την ορισθείσα δια της διαταγής θέση. Έτσι μεταξύ των ελληνικών τμημάτων σχηματίσθηκε ένα κενό 6 χλμ. Και φυσικά, επωφελήθηκαν οι Τούρκοι
που έσπευσαν μέσω αυτού να εισχωρήσουν και να διχοτομήσουν το ελληνικό στράτευμα.

Συνέχεια υποχωρήσεις – Νέες διαταγές.

Καθ’ όλο το διάστημα της 14ης και 15ης Αυγούστου συνεχιζόταν χωρίς ουσιαστικές οχλήσεις η υποχώρηση των τριών άλλων Μεραρχιών (ΧΙΙ, V και ΙΧ). Το Γενικό Στρατηγείο στη Σμύρνη δεν είχε ακόμη σχηματίσει σαφή αντίληψη της τραγικής τροπής των πραγμάτων. Ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης με νέα διαταγή ανέθετε στο σχεδόν εν διαλύσει Α’ Σώμα Στρατού να ανακαταλάβει τις εγκαταλειφθείσες θέσεις με αντεπίθεση ή, σε περίπτωση αδυναμίας, να υποχωρεί τακτικά επιβραδύνοντας την πορεία των Τούρκων προς τη Σμύρνη. Παράλληλα, διέτασσε το Β’ Σώμα Στρατού να διενεργήσει αντεπίθεση με κατεύθυνση προς το Μπουγιούκ Τσοπανλάρ, ενώ στο Γ’ Σώμα Στρατού ανέθετε την ευθύνη να καλύψει το αριστερό του Β’ Σώματος Στρατού. Ειδικά για την ΧΙ μεραρχία η διαταγή ήταν να κρατήσει με κάθε θυσία τη θέση της, και σε περίπτωση αδυναμίας, μαζί με το Απόσπασμα του Εσκή Σεχίρ, να φροντίσουν για την άμυνα της Προύσας.

Ο Διοικητής του Β’ Σώματος Κ. Διγενής απάντησε πως η αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν ανέφικτη λόγω υποχωρήσεως του Α’ Σώματος Στρατού. Επί πλέον είχε καταστραφεί όλο το δίκτυο επικοινωνίας.

Την 15η Αυγούστου το Α’ Σώμα Στρατού εξέδωκε νέα διαταγή συμπτύξεως, που λόγω ελλείψεως τηλεγραφικής ή τηλεφωνικής επικοινωνίας, δεν ελάμβανε υπόψη την κατάσταση της Ι και της VII μεραρχίας. Άλλ’ ούτε, λόγω ελλείψεως ασυρμάτου, και ο στρατηγός Φράγκου εγνώριζε την έκταση των επιχειρήσεων του τουρκικού ιππικού. Έτσι κάθε υποχωρητική κίνηση ενέκλειε τον κίνδυνο κάποιας ενέδρας. Εν τω μεταξύ η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε φθάσει με επίπονη πορεία στο Ακ Ιν και προς την κατεύθυνση αυτή – κατόπιν διαταγής – κινήθηκε το Α’ Σώμα Στρατού. Σύμφωνα με τη διαταγή, η Ανεξάρτητη Μεραρχία τέθηκε προσωρινά υπό τις διαταγές του στρατηγού Τρικούπη, για να μπορέσει να καλύψει την οδό την άγουσα προς τη Σμύρνη και, occasione data (= δοθείσης ευκαιρίας), να διενεργήσει αντεπίθεση.

Πρόθεση του στρατηγού Τρικούπη ήταν να συγκεντρώσει όσο γίνεται περισσότερες δυνάμεις στο Τουλμού Μπουνάρ και εκεί να δώσει την αποφασιστική μάχη. Αλλά η έκταση που κάλυψαν τα μαχόμενα τμήματα κατά την 14η και 15η Αυγούστου ήταν μικρή και η σύμπτυξη στη συγκεκριμένη τοποθεσία δεν έγινε με την πρέπουσα στρατιωτική τακτική. Έλειψε από τον στρατηγό Τρικούπη η τόλμη να προχωρήσει με αδιάλειπτη πορεία προς το Τουμλού Μπουνάρ με όσες δυνάμεις είχε στη διάθεσή του και μαζί με τις Μεραρχίες του Β’ Σώματος Στρατού να οργανώσει εκεί μεθοδικά τον τόπο που θα καθόριζε την έκβαση του πολέμου. Έμεινε στην πρώτη γραμμή ως καλός στρατιώτης άλλ’ όχι ως καλός στρατηγός. Αν αυτός βρισκόταν εξ αρχής στο Τουμλού Μπουνάρ, προς αυτό θα συνέρρεαν ως σανίδα σωτηρίας και τα διασκορπισμένα τμήματα που προχωρούσαν στα τυφλά. Μπορεί βέβαια η επιτυχία των Τούρκων κατά την 13η Αυγούστου να ήταν σημαντική, δεν ήταν όμως σε τέτοιο βαθμό καθοριστική ώστε να κρίνει την τύχη του πολέμου.

Ο μετέπειτα στρατηγός Κ. Κανελλόπουλος, που υπό τη διεύθυνσή του εκδόθηκε η πολύτομη και πολύτιμη ιστορία του ΓΕΣ για τον Μικρασιατικό πόλεμο, στη δική του ιστορία, εύστοχα παρατηρεί: «Η προέχουσα (του) Αφιόν, (η) Αχίλλειος αύτη πτέρνα του Ελληνικού μετώπου, εδέχθη την κρούσιν του τουρκικού βέλους με αξιοσημείωτον σχετικώς αντοχήν. Συνεθλίβη αλλά δεν απεκάλυψε το τρωτόν αυτής σημείον. Και ασφαλώς δεν θα ανεκάλυπτε τούτο ποτέ η τουρκική διοίκησις, εάν από της μεσημβρίας της 15η Αυγούστου, αι οκτώ Ελληνικαί Μεραρχίαι, από των υψωμάτων του Τουμλού Μπουνάρ, επανέστρεφον το στήθος και έτεινον την λόγχην εκ νέου προς τον εχθρόν» (Κ. Κανελλόπουλος, όπ. π. σ. 166).

Αυτό ο Τρικούπης το είχε εννοήσει αλλά λόγω μιας κακώς εννοουμένης στρατιωτικής πειθαρχίας, δεν μπορούσε να αγνοήσει τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη παρόλο που και ο τελευταίος υπαξιωματικός των μαχόμενων τμημάτων είχε κατανοήσει πως ο Αρχιστράτηγος στον πόλεμο αυτό ήταν «ωσεί παρών». Την απόφαση αυτή για άμεση σύμπτυξη στην τοποθεσία Τουμλού Μπουνάρ, έπρεπε να λάβει η Στρατιά. Ακόμη και ο στρατηγός Φράγκου που κατά την προέλαση του προηγούμενου θέρους, είχε επιδείξει αξιοθαύμαστη πρωτοβουλία, στην κρίσιμη αυτή φάση, ως Διοικητής της Ι μεραρχίας, έδειξε αδικαιολόγητη αβουλία, με αποτέλεσμα να αποκοπεί σχεδόν παντελώς από κάθε επαφή με το Α’ Σώμα Στρατού.

Έτσι η υποχώρηση που άρχισε ξανά την 15ην Αυγούστου συνάντησε σοβαρά εμπόδια λόγω της ενσφηνώσεως επιλέκτων τουρκικών μονάδων ανάμεσα στις ελληνικές γραμμές και της καταλήψεως καίριας σημασίας υψωμάτων και διαβάσεων? κυρίως στενωπών. Ιδιαίτερη δοκιμασία υπέστη η ΙV Mεραρχία, η οποία χτυπήθηκε, αποχωρώντας από το Μπαλ Μαχμούτ, προ μια στενωπού. Ο πανικός απλώθηκε σε όλα τα τμήματα που είχαν παγιδευτεί σε διάφορες χαράδρες. Ο Διοικητής της Μεραρχίας υποστράτηγος Δημαράς14 έκανε το καθετί για να σώσει τη Μεραρχία από την ολοσχερή συντριβή. Η Ιστορία του ΓΕΣ, παρά τη λιτή στρατιωτική γραφή, δίνει μια συναρπαστική περιγραφή:

«Ο πανικός επετείνετο, η ανάμιξις (= ανακάτεμα) των τμημάτων ηύξανε και ταχύτατα επηκολούθησε άτακτος φυγή. Το βαρύ και το πεδινόν πυροβολικόν, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά τροχοφόρα εγκατελείφθησαν υπό των φευγόντων επί της οδού. Εις μάτην ο Διοικητής της ΙV μεραρχίας προσπάθησε να επαναφέρη την τάξιν δια της αποστολής αξιωματικών του Επιτελείου του, οι πανικόβλητοι εις ουδένα υπήκουον» (όπ. π. τ. Ζ’, σ. 153).

Για μια ακόμη φορά ίσχυσε το salva qui salva (=ο σώζων εαυτόν σωθήτω). Αγνοήθηκε και η στοιχειώδης στρατιωτική αρχή: όταν υποχωρείς, δεν αφήνεις στον αντίπαλο τίποτα από τα διαθέσιμα μέσα, παρά μόνο στάχτη και φωτιά, «Πούλβερη και κουρνιαχτό», όπως θα έλεγε ο Γέρος του Μοριά, που έπραξε αυτό κατά την προέλαση του Δράμαλη.

Παρά ταύτα, ο τουρκικός στρατός δεν κατόρθωσε να περάσει, λόγω αντιστάσεως, τον Άκαρ ποταμό. Η αποτυχία του αυτή εν πολλοίς οφείλεται στην έγκαιρη παρέμβαση του Αποσπάσματος Πλαστήρα και του Αποσπάσματος Λούφα. Ακολούθως, όμως, λόγω ανεπαρκών ή μη υπαρκτών διαταγών, το απόσπασμα Πλαστήρα βραχυκυκλώθηκε με την ανάμειξη μαχίμων δυνάμεων και μεταγωγικών. Ο Δημαράς δεν έδωσε την κατάλληλη διάταξη κατά την υποχώρηση των μονάδων του και αυτό συνέβαλε στη διάλυση της άλλοτε αξιόμαχης ΙV Μεραρχίας. Οι κρίσεις εις βάρος του είναι δυσμενείς:

«Ο τρόπος κατά τον οποίο επήλθεν η διάλυσις της ΙV Μεραρχίας, υπό μικροτέρων τουρκικών δυνάμεων, δείνχει την πλήρη ανεπάρκειαν του Στρατηγού Δημαρά, όστις (…) απεσύρθη επί των νοτίων κλιτύων του Ρεσίλ Μπαμπού, αντί να ηγηθή επί του πεδίου της μάχης της Μεραρχίας του, εμψυχώνων τους μαχητάς του προς απόκρουσιν του εχθρού. Ως εκ τούτου η Διοίκησις της Μεραρχίας είχεν εκφύγει εκ των χειρών του και είχε χάσει την εμπιστοσύνη των περισσοτέρων στελεχών του. Αι διαταγαί τας οποίας μετά την απόκρουσιν εξέδωκε προς συγκέντρωσιν των Τμημάτων της Μεραρχίας ηγνοήθησαν υπό πολλών εκ των αξιωματικών του. Έκαστος ενήργει αυτοβούλως, ως (= όπως) καλύτερον ενόμιζεν».15

Αυτά δεν είναι απόψεις του συγγραφέα που ως μαχητής γνώρισε τα πράγματα από κοντά, είναι πορίσματα της Ανακριτικής Επιτροπής. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του ταγματάρχη Αθανασόπουλου που ήταν επικεφαλής δύο ταγμάτων του 8ου Συντάγματος προς υπολοχαγό που μετέφερε προς αυτόν διαταγή του Δημαρά:

-«Πες του Μεράρχου ότι δεν με ευρήκες»!

Τα όσα παραπάνω εκθέσαμε δίνουν – κα πάντα «εν σμικρώ» – την κατάσταση ενός υποχωρούντος σε αταξία στρατού. Ακόμη και ο δυναμικός Νικ. Πλαστήρας δεν μπόρεσε να πείσει τους Διοικητές του 8ου και 35ου Συντάγματος που συμπορεύονταν με το Απόσπασμά του, να σταθμεύσουν επί δίωρο σε μία ασφαλή τοποθεσία για να μπορέσει ο «Μαύρος Καβαλλάρης» να συγκεντρώσει και να ανασυντάξει τις μονάδες2 του. Οι Διοικητές του δήλωσαν ότι αδυνατούν να καθυστερήσουν – διότι σπεύδουν να φθάσουν στο Τουμλού Μπουνάρ. Αυτός βέβαια ήταν ο προορισμός τους αλλά στη συγκεκριμένη στιγμή πάνω από τη διαταγή και την έκκληση του Πλαστήρα, ίσχυσε η αρχή του «φεύγετε να φεύγουμε». Άλλ’ η φυγή δεν είναι ο καλύτερος τρόπος σωτηρίας. Η «λογική της τρεχάλας» οδηγεί στον όλεθρο.

Ευθύνες φυσικά έχουν επιρριφθεί και στον στρατηγό Φράγκου, διότι δεν εναρμόνισε τις κινήσεις του με τις κινήσεις άλλων μονάδων, αλλά και σε αξιωματικούς. Μετά την Καταστροφή, και ως τη νεώτερη εποχή, όλοι σχεδόν οι τότε δράσαντες βάλθηκαν να κατηγορεί ο ένας τον άλλον. Και τούτο είναι – ως ένα βαθμό – λογικό. Η ευθύνη για κάτι κακό είναι ένα «μπαλάκι» που καθένας πετάει στον άλλο.

Απ’ όσα αναφέρουν ελληνικές και τουρκικές στρατιωτικές πηγές, γίνεται εμφανές ότι η IV Μεραρχία αιφνιδιάστηκε, ενώ βρισκόταν σε πορεία και οι μονάδες της διασκορπίστηκαν «εγκαταλείψασαι πυροβόλα, οχήματα, πολυβόλα, ακόμη και τυφέκια απέρριπτον οι άνδρες», γράφει ο ταξίαρχος Κ. Πανταζής. Ο ίδιος δεν διστάζει να είναι αυστηρός έναντι των ανωτέρων αξιωματικών:

«Δυστυχώς οι ηγήτορες δεν εφάνησαν ικανοί, μετά τον πρώτον πανιόν, να ανασυγκροτήσουν τας μονάδες των. Ως προς τα αίτια του αιφνιδιασμού ίδωμεν, ότι ο διοικητής της Μεραρχίας τα απέδωσεν εις την έκθεσίν του εις το ότι το Απ/μα Πλαστήρα δεν είχε καταλάβει τα νοτίως του Κιοπρουλού υψώματα και η Μεραρχία έμεινε ακάλυπτος από νότου, επωφεληθείς δε τούτου ο εχθρός ενήργησε εκείθεν την αιφνιδιαστικήν επίθεσιν» (όπ. π. σ. 140).

Ο ταξίαρχος Πανταζής, αφού μελέτησε με προσοχή την Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία, που λαμβάνει υπόψη και τις τουρκικές πηγές, άγεται στο συμπέρασμα ότι ΙV μεραρχία αιφνιδιάστηκε από το ΙΙ Σώμα τουρκικού στρατού το οποίο ενήργησε από τ’ ανατολικά με κατεύθυνση προς το Ομάρ Χαμάμ, και στις 14 και 15 Αυγούστου κατέλαβε τα υψώματα ανατολικά του Κιοπρολού. Από το νότο δεν εκδηλώθηκε καμμία τουρκική επίθεση. Έτσι άγεται στο καταλυτικό συμπέρασμα: «Επομένως τα εν τη εκθέσει της ΙV Μεραρχίας αναφερόμενα ότι προσεβλήθη από νότου αποδεικνύονται ανακριβή (όπ. π. σ. 142).

Άρα, η διάλυση της καθ’ όλα άλλοτε άριστης ΙV Μεραρχίας οφείλεται στη δική της εσωτερική διάλυση και όχι σε εξωγενείς παράγοντες (π.χ. έλλειψη ενισχύσεως κ.λπ.). Ο τρόπος για την αυτοσυγκράτησή της στα όρια της μάχιμης μονάδας ήταν ευθύνη του διοικητή της και των αξιωματικών της.

Υποσημειώσεις.

13. Σε τέτοιες στιγμές δεν λείπουν και οι πράξεις που κατεβάζουν το ήθος του στρατιώτη σε επίπεδο κτήνους. Ο Χ. Τριανταφυλλίδης που βρέθηκε στην κοιλάδα του Αλή Βεράν γράφει ότι κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ένα συνάδελφό του, που ανήκε κι αυτός στη μονάδα της συντετριμμένης πυροβολαρχίας και τον κάλεσε να φύγουν μαζί. «Ήτο αγρότης από χωρίον της Αττικής. Όμως αυτός ο άθλιος είχε την αναισθησίαν, να αφαιρή από τους νεκρούς πυροβολητάς τα πορτοφόλια των» (όπ. π. τ. Β’, σ. 617). Ήταν μία περίπτωση Θερναδιέρου σαν αυτή που περιγράφει στους «Αθλίους» ο Ουγκώ.

14. Ο Κωνσταντίνος Τσάκαλος (1882-1922) είχε εξέλθει κι αυτός από τη Σχολή Υπαξιωματικών. Μετέσχε των Βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου πολέμου σε διάφορα μέτωπα της Μακεδονίας. Στις 17 Αυγούστου 1922 είχε λάβει εντολή να καταλάβει με το Σύνταγμά του τα υψώματα πάνω από το Τσάλιοϊ, για να διευκολύνει την υποχώρηση των λοιπών τμημάτων. Πολέμησε ηρωικά όλη την ημέρα και κατόρθωσε να συγκρατήσει τις επιθετικές κινήσεις των Τούρκων κι έτσι να διευκολύνει την υποχώρηση της κύριας φάλαγγας. Ενώ όμως είχε φέρει σε πέρας τη δύσκολη αυτή αποστολή, τραυματίσθηκε βαρειά και λόγω της συνεχούς αιμορραγίας εξέπνευσε την ίδια μέρα.

15. Ο στρατηγός Τρικούπης εξιστορεί ως εξής τα της αιχμαλωσίας του:
«Συλληφθείς αιχμάλωτος έξωθεν του Ουσάκ, ωδηγήθηκε εις το γραφείον του τότε Διοικητού του Τουρκικού Στρατού στρατηγού Ισμέτ – Πασά (τέως Πρόεδρου Τουρκικής Δημοκρατίας Ισμέτ – Ινονού), όστις με παρουσίασε εις τον Μουσταφά Κεμάλ. Άμα τη εισόδω μου εις το γραφείον του Μουσταφά Κεμάλ, ούτος ηγέρθη εκ του καθίσματός του και με εδέχθη όρθιος και λίαν φιλοφρόνως, ομιλών μοι δε γαλλιστί μοι είπε τα εξής:
«Έχετε υπ’ όψιν σας, ότι και ο Μέγας Ναπολέων συνελήφθη αιχμάλωτος. Σεις έχετε εκτελέσει το καθήκον σας πλήρως και μέχρι τέλους, δι’ ο (=γι’ αυτό) έχομεν απόλυτον εκτίμησιν και σεβασμόν προς υμάς. Εδώ δεν είσθε αιχμάλωτος, είσθε φιλοξενούμενος».

Κατόπιν με ηρώτησε: «Ελάβατε γνώσιν ότι διωρίσθητε Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας;». «Όχι, απήντησα. «Σας καθιστώ γνωστόν, εσυνέχισεν, ότι σας ανεζήτουν δια του ασυρμάτου, ίνα σας αναγγείλουν τον διορισμόν σας».

Ως γνωστόν, ο Τουρκικός στρατός διέθετε ισχυρόν ασύρματον τηλέγραφον, όστις κατά το διάστημα των επιχειρήσεων, παρενεβάλλετο εκάστοτε προς ματαίωσιν πάσης έξωθεν συνεννοήσεως» (Νικ. Τρικούπης: «Αναμνήσεις…» σ. 125).

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.