Θαυμαστές Θεοσημίες (αόρατοι ερημίτες) (ΙΑ’)!

Και κάποιος άλλος χριστιανός, δούλος ενός σαρακηνού έλεγε ότι, βοσκώντας κάποτε τις καμήλες στην έρημο, βρήκε έναν ερημίτη γέροντα να κάθεται και να κρατάει ένα μικρό σακκούλι και του είπε: «Ευλόγησέ με, πάτερ». Ο γέροντας χωρίς να μιλήσει τον σταύρωσε με το δεξί του χέρι. Αφού περπάτησε τέσσερα πέντε βήματα, σκέφθηκε να ζητήσει και την ευχή του γέροντας και γυρίζοντας πίσω, δεν είδε κανέναν, παρόλο που ο τόπος ήταν ίσιος χωρίς δέντρα και πέτρες, για να κρυφτεί.

Δεκαπέντε μίλια μακριά από την αγία βάτο, υπάρχει ο τόπος Γουδάς, όπου ησύχαζε κάποιος Κοσμάς, αρμένιος στην καταγωγή, με τον οποίο πήγε ο όσιος Αναστάσιος στην έρημο. Αφού απομακρύνθηκε αυτός δύο μίλια, βρήκε το στόμιο μία σπηλιάς και παρατηρώντας είδε τρεις οσίους να κάθονται με δερμάτινους μανδύες. Αλλά ζωντανοί ήταν ή νεκροί δεν κατάλαβε, μόνο θυμιατό σκέφτηκε από το κελλί του να φέρει και τότε να μπει στην σπηλιά. Σημείωσε, λοιπόν, ακριβώς τον τόπο και γύρισε στο κελλί του και επέστρεψε με αναμμένο θυμιατό και ζητούσε να βρει το μέρος, αλλά δεν μπόρεσε.

Ο αββάς Ματθαίος ο ερημίτης διηγήθηκε ότι, όταν κατοικούσε στα Ανδράδουλα, όπου βρίσκονταν πολλοί ερημίτες, είχε αρτοφόριο, για να μεταδίδει σε αυτούς την αγία κοινωνία, και το οποίο το είχε σε ντουλάπι κλεισμένο με κλειδαριά, πάνω στην εκκλησία. Πολλές φορές που ερχόταν την Κυριακή, εύρισκε το ντουλάπι ανοιγμένο όπως και το αρτοφόριο, κάτι που τον λυπούσε. Έτσι άρχισε να μετράει τις μερίδες και να σφραγίζει με κερί και δακτυλίδι τις σφραγίδες και τα κλειδιά. Αλλά και πάλι μόλις άνοιξε και αρίθμησε τις μερίδες, βρήκε ότι έλειπαν τρεις μερίδες. Έτσι, αδημονώντας από το γεγονός, την επόμενη νύχτα του παρουσιάστηκαν τρεις μοναχοί και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Σήκω, είναι η ώρα του κανόνα». Αυτός ρώτησε και από πού ήλθαν. Αυτοί απάντησαν: «Εμείς είμαστε οι αμαρτωλοί που ερχόμαστε και κοινωνούμε από το αρτοφόριο, και γι’ αυτό μη λυπάσαι, ούτε να φροντίζεις». Τότε αναγνώρισε ότι ήταν άγιοι αναχωρητές και δόξασε τον Θεό, γιατί χάρισε αυτούς στην δική μας γενιά.

Κάποιος γέροντας βρισκόταν πάνω από τις σπηλιές, στο Ισραήλ, που τόση προσοχή είχε, ώστε σχεδόν σε κάθε βήμα σταματούσε συλλογιζόμενος και λέγοντας: «Τι είναι, αδελφέ; Πώς πέρασες; Που βρισκόμαστε;» Και αν εύρισκε τον λογισμό να μελετά ψαλμούς ή προσευχές, καλώς, αν όμως εύρισκε να συλλογάται κάτι γήϊνο, έβριζε τον εαυτό του λέγοντας: «Εμπρός να γκρεμιστείς» και το «να! Έφτασε η ώρα, για να αναχωρήσουμε προς τον Κύριο, και τίποτε καλό για μένα δεν βλέπω». Σε αυτόν τον όσιο εμφανίστηκε κάποτε ο σατανάς και του είπε: «Πίστεψέ με δεν σώζεσαι…» και ο γέροντας του απάντησε: «Να μην σε νοιάζει, εάν εγώ δεν σωθώ, γιατί τέλος πάντων βρίσκομαι πάνω στο κεφάλι σου».

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.