Το να λέει ή να μιλά κανείς για τον Θεό, και να ερευνά εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτόν, και να διατυπώνει με το λόγο εκείνα που είναι απερίγραπτα, και να παρουσιάζει σαν κατανοητά αυτά που είναι από όλους ακατανόητα, θα ήταν δείγμα μιας ψυχής που έχει θράσος και αυθάδεια. Και αυτό παθαίνουν όχι μόνο όσοι τολμούν από μόνοι τους να λένε κάτι για τον Θεό, αλλά και όσι απομνημονεύουν και ασχολούνται μ’ αυτά, που ειπώθηκαν παλαιότερα από τους θαυμάσιους θεολόγους εναντίον των αιρετικών, και παραδόθηκαν γραμμένα, όχι για να αποκομίσουν κάποια πνευματική ωφέλεια, αλλά για να θαυμάζονται στα συμπόσια και στις συναντήσεις από εκείνους που τους ακούν και να ονομάζονται θεολόγοι, κάτι που και περισσότερο με λυπεί και με κάνει να ανησυχώ, καθώς σκέφτομαι το φοβερό τόλμημά τους και τη μελλοντική τιμωρία που περιμένει τους τολμητές. Πόσο φοβερά λόγια λοιπόν λένε, αποτολμώντας να μιλούν για τα θεία! «Ως προς αυτό μόνο», λέει, «ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό,1 ως προς το ότι είναι αίτιος της ύπαρξης του Υιού». Και η αντίρρηση είναι: «Πώς λες ότι ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό;» «Διότι», λέει, «ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό – λέω μάλιστα ότι είναι ανώτερος, αντί να πω ότι είναι πρώτος -, διότι ο Υιός προήλθε από τον Πατέρα». Αυτά είναι λόγια της νέας απατηλής διδασκαλίας και της ανόητης θεολογίας τους, επειδή αυτοί δεν γνωρίζουν την αιτία για την οποία αυτά ειπώθηκαν από τους θεολόγους εναντίον των αιρετικών? επειδή δηλαδή δεν είναι σε θέση να εννοήσουν τη σημασία αυτών που έχουν γραφεί, αεροβατούν και υποστηρίζουν αυτά που λένε, σαν να είναι αυτά σίγουρα και αληθινά και πραγματικά. Εναντίον αυτών, χωρίς να αντλώ από τον εαυτό μου, αλλά με το να κατηχούμαι από εκείνον που διδάσκει στον άνθρωπο τη γνώση,2 θα απαντήσω εύλογα, υπακούοντας στο Πνεύμα, που υπαγορεύει από ψηλά τα ακόλουθα.
Αν η παναγία Τριάδα, άνθρωποί μου, που δημιούργησε το σύμπαν από τη ανυπαρξία, ήταν και είναι και θα είναι πάντοτε αδιαίρετη, τότε, ποιός δίδαξε και ποιός σκέφθηκε γι’ αυτή μέτρα και διαβαθμίσεις, λέγοντας δηλαδή πρώτο και δεύτερο, μεγαλύτερο και μικρότερο; Ποιός εξήγησε αυτά για τα αόρατα και άγνωστα και εντελώς ανερμήνευτα και ακατανόητα; Διότι εκείνα που είναι πάντοτε ενωμένα και πάντοτε αμετάβλητα δεν μπορεί να είναι πρώτο το ένα από το άλλο. Αν όμως εσύ θέλεις να λες τον Πατέρα πρώτο από τον Υιό, επειδή ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα, και αν θέλεις ως προς αυτό κυρίως να τον λες και μεγαλύτερο, τότε και εγώ σου λέω ότι ο Υιός είναι πρώτος από τον Πατέρα? διότι, αν δεν είχε γεννηθεί ο Υιός, ο Πατέρας δεν θα ονομαζόταν Πατέρας. Αν όμως προτάσσεις εντελώς τον Πατέρα από τον Υιό και τον ονομάζεις πρώτο, επειδή είναι αίτιος της γέννησης του Υιού, τότε απορρίπτω και το ότι είναι αίτιος του Υιού. Διότι δημιουργίες τον υπαινιγμό ότι ο Υιός δεν υπήρχε προτού γεννηθεί, και ότι ο ίδιος, θέλοντας ή και μη θέλοντας, γεννήθηκε, και ότι ο Πατέρας, θέλοντας ή και μη θέλοντας, τον γέννησε, και ότι ο Υιός γνώρισε ότι γεννήθηκε και πως γεννήθηκε, ή δεν γνώρισε με κανένα τρόπο.
Βλέπεις σε πόσους παραλογισμούς, για να μην πω σε πόσες βλασφημίες πέφτουμε από τις τέτοιες συζητήσεις; Γι’ αυτό λοιπόν ή απόφευγε το να λες τον Πατέρα πρώτο από τον Υιό, και τότε θα δεχθώ το να λες τον Πατέρα αίτιο, ή αν λες αυτό, εγώ μετριάζοντας με φρόνηση το λόγο μου, όπως είναι τα πράγματα τώρα, θα αποφύγω να λέω και αυτό3? διότι αυτά που, όπως ειπώθηκε, είναι πάντοτε ενωμένα και πάντοτε αμετάβλητα, δεν μπορούν να είναι αίτια το ένα από το άλλο. Μη σκεφθείς λοιπόν ότι υπήρχε ποτέ ο Πατέρας πριν από τον Υιό, και μην ονομάσεις τον Πατέρα ούτε πρώτο ούτε μεγαλύτερο από τον Υιό? διότι αυτό που υπήρχε από πριν θα μπορούσε να ονομασθεί πρώτο από εκείνο που γεννήθηκε ή προήλθε ή δημιουργήθηκε απ’ αυτό? ο Πατέρας όμως που ούτε υπήρχε από πριν, ούτε έχει γίνει ούτε έγινε πρώτος από τον συναιώνιο και συνάναρχο Υιό, αλλά είναι ολόκληρος μέσα σε ολόκληρο τον ομότιμο Υιό, όπως και ο Υιός είναι μέσα σε ολόκληρο τον ομοούσιο Πατέρα, πώς θα ονομασθεί ότι είναι πρώτος από τον συναιώνιο Υιό; Αν όμως λες τον Πατέρα αίτιο του Υιού, αυτό το λέω και εγώ, εκτός και αν δημιουργείς κάποιο υπαινιγμό, ότι υπήρχε κάποτε ο Θεός μόνος, όταν δεν υπήρχε ο Υιός, και ότι ο Πατέρας γέννησε τον Υιό ύστερα και έγινε αίτιος της ύπαρξής του, πράγμα που σε απομακρύνει ως ασεβή από τον Θεό και από την αλήθεια, και σε βάζει με τους ασεβείς, που λένε ότι ο Υιός δημιουργήθηκε από τον Πατέρα?4 διότι, και μόνο αυτό να σκεφθεί κανείς, είναι γνώρισμα κάθε αθεΐας και ασέβειας.
Λέμε δηλαδή στην περίπτωση της σωματικής γέννησης ότι αίτιος του γιου που γεννιέται είναι ο πατέρας? στην περίπτωση όμως της θείας και ανύπαρκτης ύπαρξης και ανυπόστατης υπόστασης και υπερούσιας ουσίωσης,5 και δεν γνωρίζω τι άλλο να πω, εκείνος που λέει κάποιον πρώτο είναι ανάγκη να ονομάσει κάποιον δεύτερο και τρίτο, πράγμα που δεν μπορεί διόλου να λέγεται για την παναγία Τριάδα? διότι το να μετρά κάποιος τα αμέτρητα και να μιλά για τα ανέκφραστα και να κηρύττει αυτά που δεν λέγονται είναι κακό και επικίνδυνο. Γι’ αυτό λοιπόν και στην περίπτωση της ανέκφραστης και θείας γέννησης του Θεού Λόγου λέμε βέβαια τον Πατέρα αίτιο του Υιού, όπως λέμε το νου αίτιο του λόγου6 και την πηγή αιτία του ρυακιού και τη ρίζα αιτία των κλαδιών της, αλλά δεν λέμε με κανένα τρόπο τον Πατέρα πρώτο, για να μην πληθύνουμε τον αριθμό, διαιρώντας την αδιαίρετη και μία Θεότητα σε τρεις θεούς. Δεν επιτρέπεται δηλαδή να σκεφθούμε ή να πούμε για την αδιαίρετη και ασύγχυτη Τριάδα ούτε πρώτο, ούτε δεύτερο, ούτε τρίτο, ούτε μεγαλύτερο, ούτε μικρότερο? διότι τα γνωρίσματα της θείας και υπερούσιας φύσης είναι εντελώς ανείπωτα και ανέκφραστα και ακατανόητα και ακατάληπτα από τον ανθρώπινο νου. Αν όμως θέλεις και με άλλο τρόπο να ελέγξεις το λόγο και να μάθεις ότι ο Θεός, που δημιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία τους, είναι ακατάληπτος, και αν τοποθετήσεις το Πνεύμα πρώτο από τον Υιό και από τον Πατέρα, εφόσον βέβαια είναι δυνατό να θεολογείς και μ’ αυτό τον τρόπο, θα βρεις στο Πνεύμα ολόκληρη τη συμφυΐα7 και των συναιώνιων μ’ αυτό προσώπων, επειδή αυτά είναι ομοούσια. Και βλέπε πόσο ακατανόητα είναι σ’ εμάς τους ανθρώπους τα γνωρίσματα της θείας φύσης. «Ο Θεός», λέει, «είναι Πνεύμα».8 Και πάλι λέει, «Το Πνεύμα είναι ο Κύριος»9. Αν λοιπόν ο Θεός είναι Πνεύμα και το Πνεύμα είναι ο Κύριος, πες μου, καινούργιε θεολόγε, που υπάρχει εδώ η ιδιότητα του πατέρα και η ιδιότητα του υιού, για να μου προτείνεις και να λες και να αριθμείς στη θεία και ακατανόητη φύση και «πρώτο» και «μεγαλύτερο»;
Ο Ιωάννης, μιλώντας για τον Θεό, είπε: «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος»,10 και δεν είπε, «ο Πατέρας». Εσύ όμως, επειδή τάχα διδάχθηκες από την Αυτοσοφία, δηλαδή από τον Ιησού, διδάγματα βαθύτερα και από τον Ιωάννη, προτείνεις σ’ εμάς και σε όλο τον κόσμο για τον Πατέρα το γνώρισμα «πρώτος», για να παρουσιάσεις και δεύτερο απ’ αυτόν, τον Υιό, και τρίτο, στη συνέχεια, το Άγιο Πνεύμα, κηρύττοντας σ’ εμάς άλλο ευαγγέλιο,11 σαν άλλος θεολόγος, βαθύτερος και οικειότερος προς τον Υιό του Θεού από τον παλαιό θεολόγο;12 Πόση βλασφημία! Πες εσύ, που προτείνεις σ’ εμάς με ύπουλο τρόπο την τριθεΐα, πως δεν είπε η θεολογική γλώσσα, ο επιστήθιος μαθητής του Χριστού, «Στην αρχή υπήρχε ο Πατέρας», αλλά είπε, «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος»; Γιατί λοιπόν δεν είπε «ο Υιός», αλλά είπε «ο Λόγος», παρά, για να διδάξει σ’ εμάς, ότι ούτε Υιός γνωριζόταν από κάποιον, πριν να κατεβεί στη γη και να σαρκωθεί ο Θεός Λόγος, ούτε γνωριζόταν Πατέρας ο Θεός; Όχι διότι δεν υπήρχε η τρισυπόστατη Θεότητα, που δημιούργησε τα πάντα, αλλά διότι δεν ήταν ακόμη γνωστό το μυστήριο της θείας οικονομίας. Διότι μετά την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου έγινε γνωστός σ’ εμάς τους πιστούς και Πατέρας ο Θεός και Πατέρας, και Υιός Θεού ο Θεός Λόγος, που σαρκώθηκε για μας, σύμφωνα μ’ αυτό που από τον ουρανό ειπώθηκε από τον Πατέρα? «Αυτός» λέει, «είναι ο Υιός μου ο αγαπητός? αυτόν να ακούτε».13 Και ο Υιός λέει, «Πατέρα δίκαιε, ο κόσμος δεν σε γνώρισε, εγώ όμως σε γνώρισα»? και στη συνέχεια λέει, «έκανα γνωστό το όνομά σου στους ανθρώπους».14 Και ακόμη λέει, «Πατέρα, δόξασε τον Υιό σου, για να σε δοξάσει και ο Υιός σου».15 Και ακόμη λέει, «εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα».16 Αν λοιπόν και μετά τη σάρκωση του Θεού Λόγου ο Υιός και ο Πατέρας είναι ένα, πολύ περισσότερο πριν από τη σάρκωση.
Και σκέψου με σύνεση τη σημασία των λόγων. Διότι λέει, «εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα», και έθεσε τον εαυτό του πρώτο από τον Πατέρα. Γιατί το έκανε; Για να δείξει την ισότητα στην τιμή και τη δόξα του εαυτού του με τον Πατέρα σε όλα, και ότι ούτε ο Πατέρας είναι πρώτος, αν και είναι αίτιος του Υιού, ούτε ο Υιός είναι δεύτερος, αν και γεννήθηκε από τον Πατέρα, ούτε το Άγιο Πνεύμα είναι τρίτο, αν και εκπορεύεται από τον Πατέρα. Διότι, αν η Τριάδα είναι από την αρχή ένα, και αν αυτό το ένα ονομάζεται Τριάδα ως προς τις υποστάσεις, τότε το ένα δεν μπορεί να είναι πρώτο ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τις υποστάσεις που συνυπάρχουν μ’ αυτό? διότι και δεν προϋπήρχε το ένα από το άλλο, ώστε αυτό που προϋπήρχε να γίνει πρώτο από εκείνο που έλαμψε ως φως, με το να προέλθει απ’ αυτό. Διότι η μία Τριάδα είναι μία Θεότητα, και έχει αυτή την ονομασία, όπως ειπώθηκε, για τα πρόσωπα και τις υποστάσεις? επειδή όμως χωρίζεται, χωρίς να γίνεται χωρισμός, και ενώνεται, χωρίς να συγχέεται, γι’ αυτό ο Θεός ονομάζεται μία Τριάδα, χωρίς να υπάρχει με κανένα τρόπο ένα απ’ αυτά από πριν, ή ο ίδιος ο Πατέρας δηλαδή πριν από τον Υιό, ή ο ίδιος ο Υιός πριν από τον Πατέρα, ή ο Πατέρας και ο Υιός πριν από το Πνεύμα, ώστε και να γίνει το ένα πρόσωπο πρώτο από το άλλο? επειδή τα πρόσωπα είχαν σύγχρονη και συναιώνια την άναρχη αρχή.
Λοιπόν, η Τριάδα είναι ένας Θεός, είναι απερίγραπτη, άναρχη, αδημιούργητη, ακατανόητη, αχώριστη, ώστε δεν μπορούμε εμείς ούτε να την σκεφθούμε ούτε να την περιγράψουμε. Αλλά, για να μην πάθουμε, με τη μακρόχρονη σιωπή, τέλεια λησμοσύνη του Θεού, και για να ζήσουμε τη ζωή μας σαν κάποιοι άθεοι στον κόσμο,17 επικράτησε σ’ εμάς, ανάλογα με τη δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης, να λέμε αυτά που αναφέρονται στον Θεό και στα θεία πράγματα, όπως διδαχθήκαμε από τους θείους αποστόλους και τους θεόπνευστους πατέρες μας, ώστε, έχοντας αδιάκοπη τη μνήμη μας στον Θεό, να δοξάζουμε την αγαθότητά του και τη φιλάνθρωπη οικονομία του για μας. Εμείς όμως, που είμαστε χώμα και στάχτη, φθάνοντας σε υπερβολή, επειδή αγνοήσαμε κατά κάποιο τρόπο τη δυνατότητά μας, δεν φοβούμαστε να ερευνούμε και να περιεργαζόμαστε, να σκεφτόμαστε και να σοφιζόμαστε και να αναπλάθουμε αυτά που είναι ακατανόητα και ανέκφραστα από τους αγγέλους και από όλες τις ουράνιες δυνάμεις, αλλά σαν κάποιοι άπιστοι και εντελώς αμύητοι στα μυστήρια του Χριστού σκεφτόμαστε και κηρύττουμε με αδιάντροπη ψυχή έτσι αλόγιστα αυτά που αναφέρονται στον Θεό.
Πες μου λοιπόν, άνθρωπε, εσύ που δεν διστάζεις να ερευνάς τα πράγμτα της θείας φύσης? πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός τρισυπόστατος, άναρχος, αδημιούργητος, ακατανόητος, ανεξιχνίαστος, αόρατος, που ούτε με το νου είναι κατανοητός, ούτε με το λόγο περιγραπτός, και ότι υπήρχε πάντοτε ο ίδιος, χωρίς ποτέ να έχει ούτε αρχή ημερών, ούτε αρχή χρόνων ή αιώνων, αλλά Θεός που υπήρχε πάντοτε; ναι, λέει, πιστεύω. Αν λοιπόν πιστεύεις αυτό, ότι δηλαδή υπήρχε, όπως και υπήρχε, μόνος Θεός η Αγία Τριάδα, και ότι έφερε, όταν θέλησε, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη τον ουρανό και τη γη και όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη, και ότι δημιούργησε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, στη συνέχεια ότι δημιούργησε και τον άνθρωπο, τελευταίο από όλα αυτά, και ότι δεν υπάρχει τίποτε από όσα υπάρχουν στον ουρανό ή επάνω στη γη ή στα βάθη της γης, που δεν δημιουργήθηκε και δεν έγινε από το μηδέν, αλλά μόνος ο δημιουργός και κτίστης τους Θεός είναι αδημιούργητος, άναρχος, και Θεός που υπήρχε πάντοτε και υπήρχε πριν από όλα, τότε γιατί δεν προσκυνάς και ο ίδιος με σιωπή και με φόβο τον Δημιουργό, όπως τον προσκυνούν όλες οι δυνάμεις των ουρανών, αλλά απεναντίας αφήνεις την εξέταση του εαυτού σου και περιεργάζεσαι με τολμηρή και αδιάντροπη ψυχή την ακατανόητη φύση του Θεού; δεν φοβάσαι μήπως τυχόν πέσει κεραυνός από τον ουρανό και σε κάνει παρανάλωμα της φωτιάς; Διότι, αν η τρισυπόστατη Μονάδα, ο Θεός δηλαδή, ήταν αδημιούργητος, άναρχος, και αν υπήρχε πάντοτε και πριν από όλα, αλλά όλα, είτε τα ορατά είτε τα αόρατα, είτε αυτά που έχουν σώμα είτε αυτά που δεν έχουν σώμα, είτε αυτά που γνωρίζονται από μας είτε αυτά που δεν γνωρίζονται, δημιουργήθηκαν από την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, από τη μία δηλαδή Θεότητα, πες μου, πώς θα μπορέσουν τα δημιουργήματα να γνωρίσουν ολότελα αυτόν που τα δημιούργησε, και αυτά που έγιναν να γνωρίσουν εκείνον που είναι άκτιστος, και αυτά που έλαβαν αργότερα την ύπαρξη από εκείνον να γνωρίσουν τον άναρχο, τί λογής δηλαδή είναι, και πόσο μεγάλος είναι, και πώς γεννήθηκε; Δεν θα μπορέσουν με κανένα τρόπο, εκτός μόνο όσο ο ίδιος ο Δημιουργός θα δωρίσει οπωσδήποτε φιλάνθρωπα στο καθένα από τα δημιουργήματα, σύμφωνα με το συμφέρον τους, όπως δηλαδή χαρίζει την πνοή και τη ζωή,18 την ψυχή και το νου και το λόγο.
Αλλιώς μάλιστα σε ρωτώ, πώς θα μπορούσες να πεις ότι αυτό που δημιουργήθηκε από τον Θεό γνώρισε τον Δημιουργό του; Αυτό είναι ακατόρθωτο να γίνει με άλλο τρόπο και είναι εντελώς αδύνατο να γίνει σε όλους. Αλλά ο Θεός έδωσε σ’ εμάς, που πιστεύουμε σ’ αυτόν, και το μέτρο της γνώσης ανάλογα με το μέτρο της πίστης, ώστε η γνώση να βεβαιώσει την πίστη που είναι χωρίς γνώση, και αυτός που κατηχήθηκε το λόγο και που πίστεψε ότι υπάρχει Θεός, στον οποίο πίστεψε με το λόγο της διδασκαλίας, να βεβαιωθεί με τη γνώση. Αυτή λοιπόν τη γνώση τη δέχονται οι πιστοί με ποικίλα και πολύμορφα σημάδια? με υπαινιγμούς, με απεικονίσεις, με μυστικές και ανέκφραστες ενέργειες, με θείες αποκαλύψεις, με αμυδρές ελλάμψεις, με θεωρία των λόγων της κτίσης19 και με άλλα πολλά, από τα οποία αυξάνει καθημερινά η πίστη τους και ανυψώνεται σε αγάπη Θεού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τους βεβαιώνει ο Θεός, όπως τους αποστόλους με την αποστολή και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος? αλλά και φωτίζονται τελειότερα με το φως και διδάσκονται, ότι ο Θεός είναι απερίγραπτος και ανέκφραστος, αδημιούργητος και αιώνιος και παντοτινός και ακατανόητος. Διότι κάθε γνώση και επίγνωση και κάθε λόγος σοφίας και πνευματικότερης γνώσης, αλλά ακόμη και κάθε ενέργεια θαυμάτων και χάρη προφητείας και είδη γλωσσών και ερμηνεία γλωσσών,20 κάθε πρόνοια και διοίκηση πόλεων και λαού,21 και επίγνωση των μελλοντικών αγαθών, και επίτευξη της βασιλείας των ουρανών, η υιοθεσία και το να ντυθεί κανείς τον Χριστό22 και να γνωρίσει τα μυστήρια του Χριστού και να μάθει το μυστήριο της οικονομίας του, που σχετίζεται με τη σωτηρία μας, και γενικά όλα όσα βέβαια αγνοούν οι άπιστοι, αλλά εμείς που αξιωθήκαμε να είμαστε πιστοί μπορούμε να γνωρίζουμε και να φρονούμε και να λέμε, διδάσκονται με μόνο το Άγιο Πνεύμα.
Υποσημειώσεις.
1. Ιω. 14, 28
2. Πρβ. Ψαλ. 93, 10
3. Ότι δηλαδή ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού.
4. Αναφέρεται στην αίρεση του Αρείου.
5. Παραθέτει όρους της αποφατικής Θεολογίας.
6. Αναφέρεται τόσο στον ενδιάθετο λόγο, όσο και στον προφορικό.
7. Συμφυΐα? η κοινή φύση των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδας.
8. Ιω. 4, 24
9. Β’ Κορ. 3, 17
10. Ιω. 1, 1
11. Πρβ. Γαλ. 1, 6
12. Εννοεί τον ευαγγελιστή Ιωάννη
13. Ματθ. 17, 5
14. Ιω. 17, 25-26
15. Ιω. 17, 1
16. Ιω. 10, 30
17. Πρβ. Εφ. 2, 12
18. Πρβ. Πράξ. 17, 25
19. Οι ¨λόγοι της κτίσεως¨ (ή ¨των όντων¨) είναι οι πνευματικοί λόγοι που εκφράζουν την ουσία των όντων και αποτελούν το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο. Με τη θεωρία, δηλαδή την πνευματική μελέτη, γίνονται μέσα αναγωγής του νου στον Θεό.
20. Α’ Κορ. 12, 8-10
21. Πρβ. Α’ Κορ. 12, 28
22. Πρβ. Εφ. 1, 5
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.