Το καλοκαίρι του 1823 ο πασάς της Σκόδρας Μουσταής έλαβε διαταγή να υποτάξη την επαναστατημένη Δυτική Ελλάδα. Κατεβαίνοντας λογάριαζε να περάση από τα Άγραφα. Και για τούτο, μόλις έφτασε στη Λάρισα, ζήτησε να έρθη εκεί ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, αρματολός τότε των Αγράφων, να τον προσκυνήση.
Μα το στρατηγικό μυαλό του Καραϊσκάκη κατάλαβε αμέσως πως στη μεγάλη δύναμη που έφερνε μαζί του ο Μουσταής, θα ήταν πολύ παράτολμο να αντισταθή κανείς σ’ εκείνα τα μέρη. Έτσι ο Καραϊσκάκης, αφού έστειλε στον Μουσταή κοροϊδευτική απάντηση, τραβήχτηκε από τα Άγραφα με το μικρό του στρατό. Τριακόσια παλληκάρια περίπου άφησε στο Καρπενήσι με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη. Και αυτός με μερικούς άλλους τράβηξε για τον Προυσό της Ευρυτανίας. Του είχαν πει να πάη να μείνη λίγον καιρό σε ορεινό μέρος, γιατί τον έτρωγαν οι αδιάκοπες θέρμες.
Η ελονοσία τότε ακόμη δεν είχε γίνει γνωστή ως ξεχωριστή αρρώστια. Και ο Καραϊσκάκης δεν ήξερε με τι τρόπο να γιατρευτή. Ήταν άνθρωπος νευρικός και στενόχωρος, η όψη του πάντα στεγνή, μελαχρινή, με δυο μάτια σπιθοβόλα, το ανάστημα κοντό και το σώμα του αδύνατο. Τα δυο χρόνια που έκανε νέος στα Γιάννενα μέσα στα σίδερα της φυλακής του Αλήπασα, του είχαν βλάψει πολύ την υγεία.
Στο Μοναστήρι του Προυσού, όπου στάθμεψε ο Καραϊσκάκης με τα παλληκάρια του, φάνηκε μια μέρα ένας πλανόδιος γιατρός με βράκες, που έλεγε πως ήρθε από τα νησιά. Γύριζε τα χωριά κηρύχνοντας πως γιατρεύει κάθε πληγή και αρρώστια, μα περισσότερο φαίνεται πως φρόντιζε για το πουγγί του. Παρουσιάστηκε στον Μήτρο Σκυλοδήμο, το πρωτοπαλλήκαρο του Καραϊσκάκη από το Βάλτο. Του είπε την ιδιότητά του και ζήτησε να δη τον καπετάνιο, που έμαθε από τα κάτω χωριά πως είναι άρρωστος βαριά.
Ο Καραϊσκάκης στην αρχή αρνήθηκε να δεχτή τον Φράγκο, όπως τον είπαν στο στρατόπεδο. Μα ο γιατρός επέμενε και έλεγε του Σκυλοδήμου:
-Ας με αφήση ο Καπετάνιος να τον δω και, αν δεν τον γιατρέψω, ας με κόψη.
-Τί θέλεις, Φράγκο; Του είπε με τραχύτητα ο Καραϊσκάκης, σαν τον πρωτοαντίκρισε.
-Να σε γιατρέψω, στρατηγέ, και θα το δης. Μα τί θα μου τάξης;
-Αν με γιατρέψης, έχεις δυο χιλιάδες γρόσια, του αποκρίθηκε απελπισμένος από τον πυρετό του ο Καραϊσκάκης.
Άρχισε λοιπόν ο γιατρός από την άλλη μέρα τα μαντζούνια. Τα κατάπινε θέλοντας και μη ο Καραϊσκάκης, χωρίς να βαρυγκομά.
Ο καιρός περνούσε. Τα γιατρικά έδιναν και έπαιρναν, μα του άναβαν περισσότερο τον πυρετό, η κατάστασή του πήγαινε στο χειρότερο. Του Καραϊσκάκη τότε πέρασε από το νου η υποψία, μήπως ο Φράγκος ήταν βαλτός να τον φαρμακώση. Και για να δοκιμάση την ιατρική του αξία και να μάθη εκείνο που ήθελε, σοφίστηκε το ακόλουθο στρατήγημα.
Την ώρα που ο γιατρός θα πήγαινε να του κάμη την τακτική του επίσκεψη, διέταξε τον Σκυλοδήμο να πλαγιάση στο κρεβάτι πλάι του. Ο Σκυλοδήμος, που ήταν θηρίο μοναχό στη δύναμη και στη γεροσύνη, πλάγιασε πλάι του και σκεπάστηκε όλος με την ίδια βελέντζα και την ίδια κάπα του αρχηγού του Καραϊσκάκη. Και έτσι δεν φαινόταν ότι και οι δύο βρίσκονταν πεσμένοι στο ίδιο στρώμα.
Ο γιατρός, καθώς μπήκε στο κατάλυμα, ρώτησε τα νεώτερα της υγείας του στρατηγού. Ο Καραϊσκάκης έκανε τον μισοκακόμοιρο, λέγοντας πως αισθάνεται τον εαυτό του καλύτερα, και πως αυτό το χρωστά στα γιατρικά του.
Τότε ο γιατρός ζήτησε το χέρι του αρρώστου, για να ακούση το σφυγμό του. Μα τη στιγμή εκείνη ο Καραϊσκάκης έκαμε κρυφό νόημα στο σύντροφό του Σκυλοδήμο. Και έτσι αυτός μισοπρόβαλε σιγά – σιγά το δικό του χέρι μέσα από τα σκεπάσματα. Ο γιατρός το έπιασε και με προσοχή άρχισε να σφυγμομετρά τον άρρωστο και να συλλογίζεται για κάμποση ώρα. Ύστερα, γυρίζοντας στον Καραϊσκάκη, του είπε.
-Καλά, πολύ καλά πάμε, καπετάνιο μου. Μονάχα πως ακούω ακόμη μεγάλη αδυναμία.
Πετάχτηκε ολόρθος ο Καραϊσκάκης θυμωμένος:
-Πιάστε τον, δέστε τον και δώστε του πενήντα ραβδιές στα πισινά. Αυτός έχει σκοπό να με ξεκάμη, φώναξε στα παλληκάρια του με ορμή.
Και σιμώνοντας το γιατρό:
-Ποιός έχει αδυναμία; Αυτός έχει αδυναμία – και έδειξε το θηρίο τον Σκυλοδήμο – που καβαλικεύει φοράδα τρέχοντας;
Τα παλληκάρια του Καραϊσκάκη στη στιγμή έσυραν το γιατρό μαλλιοκούβαρα και τον έβγαλαν έξω, δίνοντάς του όχι πενήντα, μα πολύ περισσότερες ραβδιές.
-Έλα, έχε χάρη, του είπαν. Δεν σε σκοτώνομε, μα το δειλινό να μη σε βρη εδώ πέρα.
«Ημερολόγιον της Μεγ. Ελλάδος», 1926 Ρήγας Γκόλφης (Διασκευή)
Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.