Οι ελληνίδες στον αγώνα του 21 – Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.

Όταν άναψε η επαναστατική φωτιά του «21» και ανοίχτηκε αιματηρά «ο κοσμογονικός κρατήρας» του εννιάχρονου πολέμου της Εθνεγερσίας, αναδείχτηκε ακατάβλητη η ψυχή των Ελληνίδων και οι προσωπικές θυσίες ατέλειωτες. Και αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των Ελληνίδων ότι τον αγώνα του «21» δεν τον έκανε μία τάξη ανθρώπων αλλά ολόκληρο το έθνος, ολόκληρος ο Ελληνισμός. Συμμετείχαν οι Ελληνίδες από κάθε τάξη και από κάθε στρώμα του Ελληνικού λαού.
Η ηλικιωμένη αρχόντισσα Ελισσάβετ Υψηλάντου από το Κίεβο της Ρωσίας δεν εμπόδισε τους υιούς της να τρέξουν στην Ελλάδα. Έδωσε πρώτα την ευχή της στον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αρχίσει την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία ως αρχηγός της φιλικής εταιρείας και ύστερα από λίγο καιρό έδωσε τη συγκατάθεσή της και στο Δημήτριο Υψηλάντη λέγοντας: -Αν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολήν και αυτού του παιδιού μου, που μου έμεινεν, ας το στερηθώ και αυτό. Ας πάει με την ευχή μου. Μαζί με την ευχή της πρόσφερε στον αγώνα και ολόκληρη την περιουσία της.
Παρουσιάστηκε εκπληκτική η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας. Δύο φορές χήρα στη ζωή της και μητέρα πολλών παιδιών, ήταν καπετάνισσα στα πλοία του δεύτερου άνδρα της Δημήτρη Μπούμπουλη. Στις Σπέτσες όλοι την είχαν παραδεχτεί για άξια κυρά-καπετάνισσα. Όταν οι Τούρκοι της αμφισβήτησαν το δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται αυτή τα πλοία –κληρονομιά του άνδρα της – έφθασε ως τη Κων/πολη να βρει το δίκιο της και επλησίασε τη Βαλιδέ Σουλτάνα (μητέρα του Σουλτάνου) στα ανάκτορα του Σουλτάνου, όπου και της αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα νάχει τα πλοία (και την περιουσία) του άνδρα της. τη Βαλιδέ σουλτάνα επισκέφθηκε αλλά και στην εταιρεία τη φιλική μυήθηκε πιθανώτατα στην Κων/πολη, στα τελευταία χρόνια πριν την επανάσταση.
Ήταν από τις λίγες γυναίκες που μυήθηκαν και κράτησε καλά το μυστικό καθώς προετοιμάσθηκε για τον Αγώνα. Καθόσον τότε ναυπήγησε το πλοίο «Αγαμέμνων» 48 πήχεων με 18 κανόνια, ως εμπορικό τάχα πλοίο. Το κατόρθωσε, αφού δωροδόκησε τον Τούρκο ναύαρχο Χουσεΐν πασά να γνωματεύσει ότι ήταν ένα συνηθισμένο πλοίο. Στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1821 η Μπουμπουλίνα ξεσήκωσε τις Σπέτσες σε επανάσταση και έσπευσε να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις πολιορκίας του Ναυπλίου. Από τότε – τις πρώτες ημέρες – συμμετείχε ενεργά στον αγώνα του «21» προσφέροντας τα παιδιά της και την περιουσία της όλη.
Τοποθετήθηκε δίπλα στη Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους, που ύψωσε την επαναστατική σημαία στη Μύκονο. Ήταν πλουσιοκόρη η Μαντώ, λεπτή αριστοκράτισσα, ίσως η πιο πολύφερνη νέα Ελληνίδα της εποχής. Με δικές της δαπάνες εξόπλισε πλοία και κατεδίωκε τους πειρατές που έκαναν αποβάσεις – επιθέσεις στη Μύκονο. Τα πλοία της συμμετείχαν το «21» σε όλες τις επιχειρήσεις του Ελληνικού στόλου στην Εύβοια και στον Παγασητικό. Η ίδια η Μαντώ ντυμένη ανδρικά ρούχα μετέχει σε μάχες επί κεφαλής στρατιωτικού τμήματος, που είχε εξοπλίσει η ίδια με δικές της δαπάνες και το συντηρούσε και ονομάζεται τιμητικά αντιστράτηγος.
Επειδή ήταν μορφωμένη, μιλούσε και έγραφε Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά, κατατόπιζε τους ξένους φιλέλληνες στα διάφορα ζητήματα και αλληλογραφούσε με το εξωτερικό, προσπαθώντας να ξυπνήσει και να ενεργοποιήσει φιλελληνικά αισθήματα στους λαούς της Ευρώπης. Και όταν ετελείωσε ο επαναστατικός αγώνας, ελευθερώθηκε η Ελλάδα, μα γύρω, «βαβούριζε η δυστυχία» και ήταν πλήθος τα ορφανά, η Μαντώ έθεσε τον εαυτό της και στην υπηρεσία των ορφανών.
Στους αγώνες του «21» οι γυναίκες έρχονταν στα πεδία των μαχών φορτωμένες, φέρνοντας και τα ζώα τους φορτωμένα κρέας, ψωμί κα άλλες τροφές για να ανεφοδιάζονται οι άνδρες τους και οι άλλοι στρατιώτες. Είχαν την επισιτιστική φροντίδα των αγωνιστών.
Άλλες πολεμούσαν και στους προμαχώνες. «Λάκαι νάτις, Σταυριάνα ονομαζόμενη, εθελόπονος συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και μετ’ αυτού συναποκλεισθείσα εν Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός εις τον άλλον προμαχώνα και διένειμεν πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει.. βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης» γράφει απομνημονευματογράφος του «21».
Επανέλαβαν τις θυσίες – αυτοθυσίες του Ζαλόγγου στη βραχώδη κοίτη του ποταμού Μαυρονέρι (Αραπίτσα) οι Ελληνίδες της Νάουσας το 1822, για να μην πέσουν ζωντανές στα χέρια των Τούρκων και για να αποφύγουν ατιμώσεις, μαρτύρια και εξισλαμισμό των παιδιών τους. οι γυναίκες και θυγατέρες – νύφες των προεστών και οπλαρχηγών Νάουσας δέχθηκαν το 1822 συσσωρευμένα πρωτοφανή μαρτύρια: Μισοθαμένες στο χώμα ως πάσσαλοι, δέχονταν βρισιές από τις Μουσουλμάνες και κτυπήματα από τα μικρά παιδιά των Τούρκων με αναμμένα δαυλιά! Ο ίδιος ο Αλμπούλ – Αμπούδ επρότεινε να εξισλαμισθούν. Και όταν δέχθηκε την άρνησή τους, άλλες έκλεισε σε σάκκους με γάτες και ποντίκια, άλλες σε σάκκους γεμάτους φίδια και άλλες γυναίκες έκλεισε σε οχετούς, των οποίων απέφραξε την έξοδο.
Η Ελληνίδα του «21» δέχθηκε κάθε είδους οργή, αγριότητα, βάσανο, θάνατο, ατίμωση και σκλαβιά από τους Τούρκους, Αρβανίτες και Αιγυπτίους. Χιλιάδες Ελληνίδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες πωλήθηκαν στα ανθρωποπάζαρα της Κων/πόλεως, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας, της Τύνιδας, του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης.
Βασανισμένες υπάρξεις οι Ελληνίδες των ανθρωποπαζαριών, περιπλανήθηκαν για δεκάδες χρόνια καθώς περνούσαν από πολλά χέρια αγοραστών, μα παρέμεναν Ελληνίδες. Το παρακάτω παράδειγμα είναι εντυπωσιακό: Η Μαρία Δασκαλογιάννη, η μεγαλύτερη κόρη του επαναστάτη των Σφακιών αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στην Κων/πολη σκλάβα. Έγινε σύζυγος τούρκου αξιωματούχου και απέκτησε και δυο παιδιά. όταν πέθανε ο άνδρας της πήρε την κόρη της και εξέφυγε, έφθασε στην Τήνο, για να προσκυνήσει την Παναγιά της Τήνου και να πεθάνει μοναχή πλέον.
Οι Ελληνίδες μητέρες στις καταστροφές – ολοκαυτώματα της Χίου, της Κάσου, των Ψαρών και αλλαχού έζησαν το μαρτυρικό πόνο του σπαρακτικού θανάτου των σπλάχνων τους, των παιδιών τους, βλέποντας να γίνονται παιγνίδισμα – λιάνισμα Τούρκικων σπαθιών ή ρίχτηκαν μαζί τους στον όλεθρο μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν.
Πολλές δεκάδες χιλιάδες εγνώρισαν τους αλάλητους καημούς και τις πίκρες της προσφυγιάς, χωρίς να γίνονται ουδαμώς εμπόδιο, ούτε έγνοια στους άνδρες τους, αγωνιστές – μαχητές του Ιερού Αγώνα! Ο Καραϊσκάκης ήταν αρχιστράτηγος, αλλά η γυναίκα του πέθανε πρόσφυγας στο νησί Κάλαμος της Επτανήσου. Ποιός μπορεί να υπολογίσει τί είδους και πόσες δοκιμασίες περνούσε, όμως δεν ειδοποίησε τον άνδρα της να σπεύσει κοντά της. στις 19 Αυγούστου 1825 έλαβε την πληροφορία ότι πέθανε η γυναίκα του και οι θυγατέρες του έμεναν πλέον απροστάτευτες. Εκείνος δεν έφυγε, μόνον έγραψε στην κυβέρνηση: «Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα». Αυτή η βαθειά ζωντανή συνείδηση της ιερής ανάγκης του Αγώνα, που κατέπνιγε κάθε άλλη υποχρέωση, κάθε άλλον πόνο, ήταν κοινή πίστη των Ελληνίδων στο «21»! Η βιωτική ανάγκη δεν εθόλωνε τις συνειδήσεις των Ελληνίδων.
Και όταν ήρθαν οι μαύρες ώρες των εμφυλίων πολέμων στον αγώνα του «21», όταν οι ήρωες έχαναν τους εαυτούς των, οι Ελληνίδες εκράτησαν τους αγνούς πόθους τους, την πίστη τους και τη δύναμή τους και δεν βαρύνονται με πάθη, με φιλοδοξίες ούτε με λεηλασίες, αρπαγές και εγκλήματα. Οι Ελληνίδες δεν έχασαν τους «καλούς εαυτούς των». Είναι χαρακτηριστική η επιστολή της γυναίκας του Νικηταρά στον Πρόεδρο Κουντουριώτη με την οποία παρακαλεί και παρακινεί να σταματήσουν οι εμφύλιες διαμάχες:
«Εκλαμπρότατε Πρόεδρε
κύριε Γεώργιε Κουντουριώτη
Είναι δύσκολον να σας παραστήσω την λύπην της ψυχής, οπού εδοκιμάσαμεν όλοι οι ευαίσθητοι πατριώται όταν οφθαλμοφανώς είδομεν αναμμένον τον εμφύλιον πόλεμον εις τους κόλπους της πατρίδος μας και χριστιανούς Έλληνας να σκοτώνουν ασπλάγχνως τους αδερφούς των χριστιανούς. Και αν αφήσω εις αλησμονησίαν την τιμήν του αίματος και οικείους αγώνας, μεθ’ ων εξηγοράσθη η ελευθέρα αύτη γη, την οποίαν τολμά να ξαναβάφη σήμερον με αίμα αθώων ομογενών η ραδιουργία τινών, δεν ημπορώ κατ’ ουδένα τρόπον ούτε εγώ, ούτε άλλος καλός πατριώτης να παραβλέψωμεν τα πικρά δάκρυα τοσούτων πτωχών φαμελιών ταλανιζομένων από τόσας δυστυχίας, πενίαν πείναν, εξωτερικούς και εσωτερικούς φόβους και περιπλέον από την απελπισίαν οπού τους εμπνέει ο εμφύλιος πόλεμος.
Δια τούτο παρακαλούμεν την Υμετέραν Εκλαμπρότητα ίνα λάβη οίκτον φιλανθρωπίας και να απαντηθή αύτη η κακή αρχή του εμφυλίου πολέμου. Όσον δε δια την κατάχρησιν των αιτίων της δικαίας σας οργής, μείνετε βέβαιοι ότι θέλετε εύρει συμμάχους όλους τους καλούς πατριώτας, δια να παύσουν αύται αι καταχρήσεις – με ειρηνικώτερον τρόπον και ούτω να έχετε και την ευλογίαν όλου του Έθνους».
Εν Ναυπλίω τη 1η Μαρτίου 1824
Η ευσεβεστάτη πατριώτισσα ΝΙΚΗΤΑΙΝΑ ΑΓΓΕΛΙΝΑ.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.