Η ΑΡΓΩ (1933) εἶναι τὸ πρῶτο μυθιστόρημα τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ (1905-1966) καὶ ἀποτελεῖ σταθμὸ γιὰ τὰ Γράμματά μας ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἔρχεται νὰ συνδέσει τὴν ἑλληνικὴ πεζογραφία μὲ τὸ εὐρωπαϊκὸ μυθιστόρημα. Ὁ Γ. Θεοτοκᾶς, ποὺ ἀπέρριπτε στὸ σύνολό της σχεδὸν τὴν πεζογραφία μας ὡς τὴν ἐποχῇ του καὶ καταδίκαζε τὴν ἠθογραφία χαρακτηρίζοντάς την φωτογραφικὴ σχολή, ἔγραφε γιὰ τὴν Ἀργῶ τὰ ἑξῆς: «Πασχίζω νὰ ἀποδώσω τὸν ἀέρα τῆς σύγχρονής μας ἑλληνικῆς ζωῆς καὶ νὰ συλλάβω ὁρισμένους τύπους ἐθνικούς, τοπικούς, ἀλλὰ μὲ ἀνθρώπινη ἀξία. Πλανιοῦμαι σὲ λογιῶ λογιῶ περιβάλλοντα, φοιτητικά, ἐπιστημονικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, κοσμικά, ἐπαναστατικά, προσπαθῶ νὰ συλλάβω τὴν ἰδιόρρυθμη κίνηση καθενὸς καὶ τὸ παρδαλὸ σύνολο ποὺ ἀποτελοῦν ὅλα μαζί».
Ὁ Θεοτοκᾶς, φύσει θεωρητικὴ περισσότερο, στάθηκε στὴν ἐξωτερικὴ ἀπεικόνιση τῆς ζωῆς καί, παρὰ τίς ἐπί μέρους ἀρετές του, δὲν κατόρθωσε νὰ δώσει μὲ τὴν Ἀργῶ ἕνα ἄρτιο μυθιστόρημα.
Τὸ μυθιστόρημα εἶναι πολυπρόσωπο καὶ οἱ ἥρωές του εἶναι στὴν πλειονότητά τους νέοι. Ἡ δράσῃ του ξετυλίγεται στὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Ἡ ἐποχῇ, μετὰ τὸ τέλος τοῦ Α’ Μεγάλου Πολέμου καὶ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, παρουσιάζει, μὲ τὰ κοινωνικά της προβλήματα καὶ τίς πολιτικὲς τοὺς προεκτάσεις, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πλαισίωση ἑνὸς μυθιστορήματος: τὸ προσφυγικὸ πρόβλημα, ἡ πολιτικὴ ἀστάθεια καὶ ὁ ἀριβισμὸς μιᾶς μερίδας τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, τὸ στρατιωτικὸ πραξικόπημα καὶ ἡ ἀβεβαιότητα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἀποτελοῦν τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο της Ἀργῶς. Ὁ συγγραφέας κινεῖ τὰ πρόσωπα τοῦ μυθιστορήματος σὲ δυό, κυρίως, περιβάλλοντα: στὸ ἀστικὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον τοῦ καθηγητῆ τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Θεόφ. Νοταρὰ καὶ σὲ ἕνα φοιτητικὸ σύλλογο, τὴν Ἀργῶ, ποὺ τὸν ἀποτελοῦν φιλόδοξοι καὶ ζωηροὶ νέοι ὅλων τῶν πολιτικῶν ἀποχρώσεων τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Θεόφιλος Νοταρὰς ὁ Γ’, ἀπόγονος τῆς καθηγητικῆς δυναστείας τῶν Νοταράδων, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη βυζαντινὴ οἰκογένεια, εἶναι ἀφοσιωμένος στὴν ἐπιστήμη του καὶ τὰ διδακτικά του καθήκοντα. Ἡ γυναῖκα του Σοφία, μιὰ ὄμορφη γεμάτη ζωὴ νέα, ἀσφυκτιᾷ στὸ αὐστηρὸ καὶ σκυθρωπὸ σπίτι τῶν Νοταράδων. Ἀφοῦ γέννησε τρία ἀγόρια, τὸ Νικηφόρο, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸ Λίνο, ἐγκαταλείπει τὴν οἰκογενειακὴ στέγη. Τὰ ἴχνη της χάθηκαν ἀπὸ τότε. Ὁ Θεόφιλος Νοταράς, γιὰ νὰ γεμίσει τὴν ψυχική του ἐρημιὰ μετὰ τὴν ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τὴ μοναδικὴ γυναῖκα ποὺ ἀγάπησε στὴ ζωή του, ἀφοσιώθηκε μὲ μεγαλύτερη ἔνταση στὸ ἐπιστημονικό του ἔργο. Τὰ παιδιά του μεγάλωναν στὸ ψυχρὸ περιβάλλον μὲ τὴν ἐπίβλεψη τῆς Λουκίας, ἀνύπαντρης ἐξαδέλφης του Νοταρά.
Κανένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς γιούς του δὲν εἶχε ἔφεση γιὰ ἐπιστημονικὴ καριέρα. Ὁ πρωτότοκος γιός, ὁ Νικηφόρος, ἕνας ἀκαταστάλαχτος νέος ποὺ φιλοδοξοῦσε νὰ διαπρέψει στὴ λογοτεχνία, ζεῖ μιὰ ἄτακτη ζωὴ ἄλλοτε στὸ Παρίσι καὶ ἄλλοτε στὴν Ἀθήνα. Ἀντίθετα ὁ Ἀλέξης Νοταρὰς εἶναι ἕνας εὐαίσθητος νέος, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του μὲ τάση στὸ ρεμβασμὸ καὶ τὴ μελαγχολία.
Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πρόσωπα τοῦ μυθιστορήματος εἶναι ὁ Δαμιανὸς Φραντζῆς· κατάγεται ἀπὸ παλιὰ οἰκογένεια ἐμπόρων τῆς Πόλης, ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν περίοδο ξεπέσει οἰκονομικά.
Θέλω γράμματα
Σὰν ὁ Δαμιανὸς τελείωσε τὴ τρίτη τοῦ ἑλληνικοῦ*, ὁ γερο-Φραντζής εἶπε πὼς ἀρκετὰ γράμματα εἶχε μάθει καὶ ἤτανε καιρὸς νὰ πιάσει δουλειά. Ὁ μικρὸς θὰ ἤτανε δεκατριὼ ἢ δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις ἄρχιζε νὰ ἀποκτᾷ μιὰ συνείδηση κάπως καθαρῇ τοῦ κόσμου καὶ τὸν κατεῖχε κιόλας τὸ πάθος τῆς γνώσης. Ρουφοῦσε ἀχόρταστα ὅ,τι ἔντυπο τοῦ ἔπεφτε στὰ χέρια, λαϊκὰ ἀναγνώσματα, ἐφημερίδες, ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Τὸ ἀσχημάτιστο καὶ ἐρεθισμένο πνεῦμα του δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει πουθενά, γλιστροῦσε ἀπάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἁπλοϊκὰ διαβάσματα πρὸς ὅλες τίς μεριές, προμάντευε θολὰ καὶ λαχταροῦσε κάποιες ἀνώτερες περιοχὲς τῆς μάθησης. Δὲν ἤξερε βέβαια τί νόημα εἶχαν αὐτὰ τὰ ἄγνωστα πράματα ποὺ τὸν σαγήνευαν τόσο. Ἀκολουθοῦσε αὐθόρμητα τὴν ὁρμὴ τῆς ψυχῆς του, ποὺ τὸν ἔσερνε πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ ὀνειρευότανε νὰ γίνει μιὰ μέρα ἕνας μεγάλος δάσκαλος ποὺ νὰ κατέχει καλά, μὲ τὰ δυό του χέρια, ὅλην τὴ σοφία τῶν ἀνθρώπων, ὅλα τὰ βιβλία, ὅλα τὰ «γράμματα», καὶ νὰ μοιράζει γενναιόδωρα αὐτούς τούς θησαυροὺς στοὺς τριγυρινούς του. Ἡ ἱκανότητά του νὰ μαθαίνει ἤτανε καταπληκτικὴ κι ἡ ὑπεροχή του ἀναγνωρισμένη σ’ ὅλο τὸ σχολειὸ ἀπὸ δασκάλους καὶ μαθητές.
Μόλις πληροφορήθηκε τίς προθέσεις τοῦ πατέρα του, ὁ μικρὸς ἔμπηξε τὰ κλάματα καὶ τίς φωνές. Δὲν ἤθελε, δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ τὰ βιβλία του καὶ τὰ ὄνειρά του. Ζήτησε βοήθεια τριγύρω του, μὰ οὔτε ἡ μάνα του οὔτε οἱ ἀδελφὲς του ἦταν ἱκανὲς νὰ καταλάβουν τὸν καημό του. Τὸν ψευτοπαρηγόρησαν λιγάκι κι ὕστερα τὸν κορόϊδεψαν καὶ τοῦ γύρισαν τίς πλάτες. Ὁ μικρὸς μαζεύτηκε σὲ μιὰ γωνιά, χτυποῦσε τὸ στῆθος του μὲ τίς γροθίτσες του καὶ οὔρλιαζε μὲς στοὺς λυγμούς του:
Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!
Ὁ Παπασίδερος* τόλμησε κάποτε νὰ ἀνακατωθεῖ.
Τὸ παιδὶ ἀγαπᾷ τὰ γράμματα, εἶπε. Πρέπει νὰ σπουδάσει ἀφοῦ εἶναι θέλημα Θεοῦ.
Τὸ γένος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ γράμματα, ἀποκρίθηκε ἀπότομα καὶ ξερὰ ὁ γερο-Φραντζής, τὸ γένος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παρᾶδες. Μὲ τοὺς παρᾶδες θὰ ἀρματώσουμε καράβια καὶ θὰ κάνουμε στρατὸ καὶ θὰ ξαναπάρουμε τὴν Πόλη καὶ τὴν Ἀγια-Σοφιά, νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κι ἐνῶ ὁ παπᾶς κάτι προσπαθοῦσε νὰ ἀντιλογήσει, ὁ γέρος, βρόντησε τὴ γροθιὰ τοῦ ἀπάνω στὸ τραπέζι καὶ ξεφώνισε:
Σκασμός, παπᾶ! Ἀφέντης εἶμαι στὸ σπιτικό μου καὶ δὲν ἔχω νὰ δώσω λόγο μηδὲ σ’ ἐσένα μηδὲ στὸ ντοβλέτι*.
Καὶ μὲ τὴ φωνάρα του ὁ Δαμιανὸς τρόμαξε τόσο πολὺ ποὺ τοῦ κοπήκανε μονομιᾶς τὰ δάκρυα καὶ τίς γυναῖκες τίς ἔπιασε πανικὸς καὶ βγῆκανε στὸ δρόμο καὶ κρυφομιλούσανε φοβισμένες μὲ τίς γειτόνισσες.
Ὁ Παπασίδερος μάζεψε τὰ ράσα του κι ἔφυγε ἀμίλητος. Ὁ γερο-Φραντζής ἤτανε πρεσβύτερός του καὶ τὸ κάτω τῆς γραφῆς ἀφέντης ἤτανε, ὅπως ἔλεγε. Δικαίωμά του νὰ κανονίζει κατὰ τὸ κέφι του τίς τύχες τῆς γυναίκας του καὶ τῶν παιδιῶν του. Οἱ τριγυρινοὶ χρωστούσανε νὰ σέβουνται τὴ νόμιμη ἐξουσία τοῦ οἰκογενειάρχη καὶ νὰ μὴν τοῦ δημιουργοῦνε ζιζάνια. Τέτοια ἤτανε τότε, στὶς πολίτικες συνοικίες, ἡ καθιερωμένη τάξῃ τῶν πραγμάτων.
Ὁ μικρὸς στρώθηκε κάποτε στὴ δουλειὰ θέλοντας καὶ μή. Βοηθοῦσε ὅλη μέρα τὸν πατέρα στὸ μαγαζὶ ἢ ἔτρεχε στὰ ψούνια καὶ στὰ θελήματα ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη τῆς Πόλης στὴν ἄλλη, φορτωμένος ζεμπίλια καὶ μπόγους. Τὸ βράδυ, σὰν ἔκλεινε τὸ μαγαζί, καθότανε μὲ τίς ὧρες στὸ φῶς του κεριοῦ, νὰ μετρᾷ τίς εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας καὶ νὰ κρατᾷ τὰ κατάστιχα. Γυρνοῦσε σπίτι του, ἀργὰ τὴ νύχτα, βουτηγμένος στὴ λάσπη, κατάκοπος, ζαλισμένος, μὴν ἀκούοντας ποτὲς ἕναν καλὸ λόγο ἀπὸ κανέναν. Μονάχα γρίνες, καβγᾶδες, κλαψιαρίσματα καὶ τὸ μουγγρητό του πατέρα, ποὺ τὸν κυνηγοῦσε παντοῦ.
Αὐτὴ ἡ κατάσταση βάσταξε μερικοὺς μῆνες. Ὁ Δαμιανός, παρὰ τὴν κούρασή του καὶ παρὰ τίς φωνές, ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν οὔτε μιὰ μέρα νὰ ἠρεμήσει, δὲν ἐννοῦσε νὰ τὸ βάλει κάτω. Στριφογύριζε συνεχῶς τα μεγάλα σχέδιά του στὸ κεφάλι του καὶ πάσχιζε νὰ κλέψει καμιὰν ὥρα ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ τὴν ἀφιερώσει στὰ ἀγαπημένα του «γράμματα». Εἶχε φτιάσει κρυψῶνες στὶς πιὸ ἀπόμερες γωνιὲς τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ μαγαζιοῦ γιὰ νὰ χώνει τίς φυλλάδες του καὶ τίς ξέθαβε καὶ τίς μελετοῦσε σὰν ἤτανε μόνος. Ἄλλοτε πάλι κατόρθωνε νὰ τὸ σκάσει στὶς ἀκτές του Τοπχανὰ ἢ τοῦ Ντολμὰ-Μπαξέ, ξαπλωνότανε σὲ κανένα ἔρημο κῆπο καὶ διάβαζε ἢ ὀνειροπολοῦσε, κοιτάζοντας τὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου. Τὸν ἔπιανε τότες ἕνα βαρὺ παράπονο κι ἔκλαιγε μοναχός του μὲ τὸ πρόσωπο χωμένο στὰ χορτάρια. Ὁ γερο-Φραντζής, σὰν τὸν τσάκωνε νὰ διαβάζει, τὸν ἔδερνε καὶ τοῦ ἔσκιζε τὰ βιβλία, φωνάζοντάς τον τεμπέλη, χασομέρη καὶ παράσιτο. Οἱ γυναῖκες παρακολουθοῦσαν τίς σκηνὲς ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ μιλοῦν, μά, σὰν ξεθύμαινε ὁ γέρος, μάλωναν κι αὐτὲς τὸ ἀγόρι μὲ τὴ σειρά τους:
Γιατί μωρὲ πεισματάρικο, δὲν κάνεις τὸ θέλημα τοῦ ἀφέντη σου, νὰ ἡσυχάσει κι αὐτός, νὰ ἡσυχάσουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὰ νεῦρα του καὶ τίς φωνάρες του, ποὺ πάει νὰ μᾶς ξεμυαλίσει; Γιατί, μωρὲ μυξιάρικο, δὲ λυπᾶσαι τὴ μάνα σου καὶ τίς ἀδερφές σου;
Θέλω γράμματα! ἀποκρινότανε κλαίγοντας τὸ παιδί.
Ἕνα τέτοιο ξυλοκόπημα πιὸ γερὸ ἴσως ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἔκρινε τὴν κατάσταση. Ὁ Δαμιανός, ἕνα βράδυ, τό ‘σκασε ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ κανεὶς δὲν τὸν εἶδε τρεῖς ὁλόκληρες μέρες. Περιπλανήθηκε μὲς στὴν Πόλη, χειμῶνα καιρό, σὰ χαμένο σκυλί, καὶ κοιμήθηκε ὁ Θεὸς ξέρει ποῦ. Μονάχα τὸ τρίτο βράδυ πρόβαλε στὴν πύλη τῆς Παναγιᾶς, κουρελιασμένος, καταλασπωμένος, δαρμένος ἀπὸ τὸν πυρετὸ κι ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ἡ ἐκκλησία ἤτανε σχεδὸν ἄδεια καὶ μισοσκότεινη. Μερικὲς γυναῖκες τοῦ λαοῦ καὶ τρεῖς τέσσερις γέροι προσευχότανε καὶ σταυροκοπιότανε ἐμπρὸς στὸ Ἱερό, ἐνῶ ὁ Παπασίδερος διάβαζε τὸν ἑσπερινό:
Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου Οἴκου τούτου και τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῶ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπὲρ τῆς Πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…
Ὁ μικρὸς σταμάτησε στὴν εἴσοδο καὶ δὲν τολμοῦσε ἢ δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει. Στεκότανε καὶ κοίταζε ἐκστατικὰ τὴν ἱεροτελεστία, χωρὶς νὰ σκέπτεται τίποτα, παραδομένος στὴν ἀργῇ ψαλμωδία καὶ στὴ δυνατὴ μυρωδιὰ τοῦ θυμιάματος. Τὰ κεριὰ τῶν πολυελαίων κι οἱ καντῆλες σκορπούσανε στὸ Ἱερὸ καὶ στὸ κέντρο τῆς ἐκκλησίας ἕνα δειλό, κοκκινοκίτρινο φῶς ποὺ ἔκανε νὰ γυαλίζει τὸ ἀσήμι τῶν εἰκονισμάτων. Οἱ ἴσκιοι τῶν ἀνθρώπων ἔτρεμαν ἀπάνω στὸ δάπεδο καὶ στὶς κολόνες. Ἕνα ἐλαφρό, διάφανο σύννεφο ἀρωματισμένου καπνοῦ τὰ σκέπαζε ὅλα καὶ σὰ νὰ τὰ ἐξαΰλωνε. Ὁ Παπασίδερος, μαῦρος, μακρὺς κι ἀδύνατος, ξεχώριζε ἀπότομα, στὸ φόντο τῆς σκηνῆς, ἀπάνω στὰ θαμπὰ χρώματα τῆς Ἱερῆς Πύλης δεσπόζοντας ἀπὸ ψηλὰ τοὺς σκυμμένους πιστούς. Κουνοῦσε μονάχα τὸ κεφάλι καὶ ὁλοένα προσφωνοῦσε τὸν Θεό του μὲ βραχνὴ φωνῇ:
—Ὅτι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις, καὶ σοῖ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων…
Τὸ ἀστραφτερὸ μάτι του δὲν ἄργησε νὰ διακρίνει τὸ Δαμιανὸ στὴν ἄλλην ἄκρη του ναοῦ, μὰ δὲν τοῦ ἔκανε κανένα νόημα. Τελείωσε τὴν ἀκολουθία του ὁ παπᾶς χωρὶς νὰ βιαστεῖ κι ὕστερα μπῆκε στὸ Ἱερό, περιμένοντας νὰ ἀδειάσει ὁλότελα ἡ ἐκκλησιά. Καὶ σὰν ξαναβγῆκε, εἶδε τὸ παιδί, ποὺ στεκότανε πάντα στὴν ἴδια θέσῃ, ἔρημο καὶ θλιβερό, μὲ γουρλωμένα τὰ μάτια κι ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, σὰν ἀποβλακωμένο.
Ὁ Παπασίδερος βάδισε μονομιᾶς καταπάνω του. Τὸ βλέμμα του γυάλιζε μὲς στὸ ἡμίφως. Ἤτανε πολὺ νευριασμένος κι ἔμοιαζε ἀπειλητικός.
Τί θὲς ἐδῶ; ρώτησε βίαια.
Θέλω γράμματα! ἀποκρίθηκε ὁ μικρὸς αὐθόρμητα, μηχανικά, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ τί ἔλεγε, μὲ τὸ ἴδιο πάντα ἀφαιρεμένο καὶ παράξενο ὕφος.
Γιατί ἔφυγες, μωρέ, ἀπὸ τὸ σπίτι σου;
Θέλω γράμματα! ξανά ‘πε τὸ παιδί.
Πήγαινε νὰ μὲ περιμένεις στὸ προαύλιο! πρόσταξε ὁ παπᾶς.
Κι ἐνῶ ὁ μικρὸς στεκότανε ἀπολιθωμένος καὶ τὸν κοίταζε κατάματα δίχως νὰ καταλαβαίνει τὰ λόγια του, ὁ παπᾶς τοῦ φώναξε ἀκόμα πιὸ βίαια, σηκώνοντας κιόλας τὴν κοκαλιάρικη χερούκλα του:
Πήγαινε ἔξω ἀμέσως, νὰ μὴ σὲ σπάσω στὸ ξύλο!
Ὁ μικρός, σὰν νὰ ξύπνησε ἀπὸ τὴ νάρκη του μπροστὰ στὴν ἀπειλῇ τοῦ ξύλου, τινάχτηκε μονομιᾶς προφυλάγοντας τὸ κεφάλι του μὲ τὰ χεράκια του κι ἔτρεξε ἔξω. Ὁ Παπασίδερος στάθηκε μιὰ στιγμὴ στὴ μέση τῆς ἐκκλησίας, ἔβγαλε τὸ καλυμμαύκι του, σφούγγισε τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του μὲ τὸ ρασομάνικό του κι ἀναστέναξε βαθιά. Ὕστερα βάδισε ἀργὰ πρὸς τὴν Ἱερὴ Πύλη, σταμάτησε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς καὶ σωριάστηκε χάμω γονατιστὸς κρατῶντας το κεφάλι του μὲς στὶς παλάμες του. Ἔμεινε ἔτσι λίγες στιγμές, τρέμοντας σύγκορμος. Σὰν συνῆρθε κάπως, σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ κοίταξε τὴν εἰκόνα.
Παναγιὰ Μαρία, εἶπε, βοήθησε αὐτὸ τὸ ἔρημο πλάσμα τοῦ θεοῦ. Προστάτεψέ το ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῆς μοίρας κι ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Σατανᾶ. Βοήθησε νὰ γίνει ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ περισπούδαστος καὶ νὰ δουλέψει γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ γένους. Σὲ ὑπηρέτησα πιστὰ ὅλην τὴ ζωή μου, Παναγιά μου, ἂς εἶναι αὐτὴ ἡ ἀμοιβή μου.
τρίτη τάξῃ τοῦ ἑλληνικοῦ: ἀντίστοιχη τάξῃ μὲ τὴ σημερινὴ Α’ Γυμνασίου. Σύμφωνα μὲ τὸ Ἐκπαιδευτικὸ σύστημα πρὸ τοῦ 1929 οἱ τρεῖς βαθμίδες τῶν σχολείων γενικῆς ἐκπαίδευσης εἶχαν τὸ ἀκόλουθο σχῆμα: τετραετὲς δημοτικὸ — τριετὲς ἑλληνικὸ σχολεῖο — τετραετὲς γυμνάσιο.
Παπασίδερος: ὁ ἱερέας Ἰσίδωρος Φραντζῆς, θεῖος του Δαμιανοῦ.
ντοβλέτι: (λ. τούρκ.) κυβέρνηση, κράτος.
Από το: Ἀργῶ, Ἐκδόσεις Ἑστία. 2016