Η προσφορά του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον ελληνισμό και στην Ευρώπη – Κωνσταντίνου Καραστάθη.

Με την ίδρυση μιας χιλιόχρονης και τρισένδοξης αυτοκρατορίας με τον ανώτερο για την εποχή πολιτισμό, ο Μέγας Κων/νος πρόσφερε πολλά στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα στους Έλληνες, τους βόρειους γείτονές τους και τους Ευρωπαίους.
Τα ελληνικά γράμματα, η κλασσική παιδεία, γνώρισαν μεγάλη άνθιση στην Αθήνα στα χρόνια του Μεγάλου Κων/νου. Στις περίφημες σχολές της πόλης φοιτούσαν όχι μονάχα ειδωλολάτρες, αλλά και χριστιανοί, που αναδείχτηκαν ως κορυφαίοι Ιεράρχες της ορθοδοξίας (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Και είναι αυτοί που προέβησαν στη σύζευξη του αθάνατου ελληνικού πνεύματος με τις αλήθειες του χριστιανισμού.
Ο Κων/νος εκτιμώντας την ιστορική πόλη, είχε αποδεχθεί ιμε μεγάλη ευχαρίστηση, όπως γράφουμε και σ’ άλλο σημείο του βιβλίου, τον τίτλο του «Στρατηγού των Αθηνών», που του προσέδωσαν τιμητικά οι Αθηναίοι.
Αξιοσημείωτο γεγονός για την ιστορία του Ελληνικού έθνους, επισημαίνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, είναι ότι από το ξεκίνημά της η νέα σημαία που επέβαλε στην αυτοκρατορία ο Κων/νος, κοσμήθηκε με τα ελληνικά και όχι τα λατινικά γράμματα του Ιησού Χριστού (ΧΡ), ωσάν να προαισθανόταν ότι επέπρωτο να γίνει αρχηγέτης γενιάς βασιλέων, οι οποίοι θα χωρίζονταν από τη ρωμαϊκή μητρόπολη και έμελλε να κυβερνήσουν με την ελληνική γλώσσα χώρες ελληνικές!
Από τον Ευσέβιο πληροφορούμαστε ότι ο Κων/νος κατά την έναρξη των εργασιών της Α’ Οικουμενικής συνόδου στη Νίκαια εξεφώνησε στα λατινικά τον εναρκτήριο λόγο του, ο οποίος μεταφράστηκε στα ελληνικά, αλλά στους διαλόγους, που επακολούθησαν, μιλούσε με πραότητα στον καθένα την ελληνική γλώσσα, την οποία δεν αγνοούσε (πράως τε ποιούμενος τας προς έκαστον ομιλίας ελληνίζων τε τη φωνή ότι μηδέ ταύτης αμαθώς είχε».
Όλ’ αυτά συνθέτουν έναν πρώτο καλό οιωνό, ένα προανάκρουσμα, για το που όδευε η νέα αυτοκρατορία, που εκείνος τις ημέρας εκυοφορείτο στο μυαλό του μεγάλου αυτοκράτορα.
Η σύνοδος της Νικαίας, πέρα από τη μεγάλη, την κολοσσιαία σημασία που έχει για την πορεία του χριστιανισμού, έκανε γνωστή την ακατάλυτη παρουσία και τη δύναμη του ελληνικού πνεύματος μετά από τόσους αιώνες υποδούλωσης των Ελλήνων στους Ρωμαίους. Οικουμενική ήταν η σύνοδος, άλλ’ όλοι σχεδόν οι σύνεδροι ήσαν Έλληνες ιεράρχες! Γράφει ο άγιος Νεκτάριος: «Τα πάντα σ’ αυτή ήταν ελληνικά, τα Μέλη της συνόδου, η γλώσσα, οι συζητήσεις, τα πρακτικά, τα βουλεύματα και γενικά όλα όσα χαρακτηρίζουν βουλή της Ελλάδας». Και σε άλλο σημείο προσθέτει: «Εν ταύτη ο Ελληνισμός ενίκησεν ουχί μόνον την αίρεσιν, αλλά και την εθνικήν πλάνην της παλαιάς λατρείας και την Ρωμαϊκήν εξουσίαν˙ εν ταύτη εξεδηλώθη η ισχύς του ελληνικού στοιχείου˙ αύτη δε υπήρξεν ο πρώτος σπινθήρ του αναλάμψαντος μετά ταύτα Ελληνισμού˙ αύτη ήτο η πρώτη ζύμ η συγκεντρώσασα περί εαυτήν και ζυμώσασα όλον τον Ρωμαϊσμόν, ος εντός ολίγου ανέδειξεν Ελληνισμόν».
Ο σοφός άγιος χαρακτηρίζει αυτή τη μεγάλη σύνοδο «τιμητικό παράσημο, που τίμησε, τιμά και θα τιμά το στήθος κάθε Έλληνα».
Αν μέχρι το 325 μ. Χ. η πολιτική μεγαλοφυΐα του Κων/νου είχε συλλάβει την ανάγκη μιας νέας πρωτεύουσας για την αυτοκρατορία, εκείνη η σύνοδος των αγίων πατέρων της εκκλησίας του υπέδειξε ως το βασικότερο στήριγμα του το αφυπνιζόμενο από το χριστιανισμό ελληνικό στοιχείο. Έτσι το βυζάντιο, μαζί και με την αξία της στρατηγικής του θέσης, προκρίθηκε να φιλοξενήσει την ένδοξη Βασιλεύουσα.
Από την ίδρυσή της η νέα πρωτεύουσα, μολονότι τυπικά ονομάστηκε Νέα Ρώμη, ουσιαστικά λεγόταν απ’ όλους «Κωνσταντίνου Πόλις», έλαβε δηλαδή ελληνική ονομασία. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού ο πληθυσμός της στη συντριπτική του πλειοψηφία ήταν ελληνικός, η γλώσσα ελληνική, ο πολιτισμός ελληνικός και εκείνοι που έγιναν κήρυκες της νέας θρησκείας και διαφωτιστές των εθών ήταν Έλληνες. Καθώς λοιπόν το κέντρο της αυτοκρατορίας αφαιρέθηκε από τους Λατίνους και δόθηκε στους Έλληνες, η ελληνική γλώσσα μέσα σε ελάχιστους αιώνες έγινε η γλώσσα του Κράτους και η κρατική μηχανή δεν άργησε να επανδρωθεί από Έλληνες. Ο πολιτισμός των ελληνιστικών χρόνων αναβίωσε, ενοφθαλμίστηκε από τη χριστιανική διδασκαλία και το ρωμαϊκό δίκαιο και σύντομα έγινε ελληνοχριστιανικός πολιτισμός που έδωσε άλλη πορεία στον κόσμο. Και ενώ το δυτικό κομμάτι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γρήγορα καταλύθηκε από τους βόρειους λαούς, το ανατολικό μετεξελίχτηκε ταχύτατα στην Ελληνική χριστιανική αυτοκρατορία ή Ρωμανία (από το όνομα της πρωτεύουσάς της «Νέα Ρώμη»), που για χίλια χρόνια αναδεικνύεται η πρώτη δύναμη στον κόσμο, τόσο σε στρατιωτική ισχύ, όσο και σε πολιτισμό.
Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία στη νέα αυτοκρατορία διήρκεσε μέχρι τον 5ο αιώνα. Πράγματι από τα χρόνια του Αναστασίου Α’ (491) άρχισε παράλληλα προς τη λατινική, να γίνεται χρήση στα δημόσια έγγραφα και της ελληνικής γλώσσας, πολύ περισσότερο στα χρόνια του Ιουστινιανού, και από τη βασιλεία του Κων/νου Ε’ (741) οι επιγραφές στα νομίσματα ήσαν ελληνικές.
Οι Έλληνες, που με το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ. Χ.), είχαν ονομαστεί Ρωμαίοι υπήκοοι, εξακολούθησαν να ονομάζονται Ρωμαίοι (Ρωμιοί) για πολλούς αιώνες ακόμα. Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ο Μέγας Κων/νος από «Ρωμαίος» γίνεται «Ρωμηός», που οδηγεί στην ελληνορθόδοξη οικουμενικότητα και παγκοσμιότητα την «επώνυμον του Χριστού πολιτείαν». Μένει, φυσικά, το πολυφυλετικό αμάλγαμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά σε ένα οικουμενικό κράτος με ενιαίο πολιτισμό (ελληνιστικό) και συνδετικό στοιχείο όχι εξωτερικό (Αλέξανδρος: πολιτισμό, Ρώμη: στρατιωτική ισχύ και δίκαιο), αλλά εσωτερικό και πνευματικό, την πίστη των αγίων».
Ο Κων/νος, γυιός μιας Ελληνίδας αγίας και Ισαποστόλου, άγιος και Ισαπόστολος και ο ίδιος, ανέστησε κυριολεκτικά το Ελληνικό έθνος ύστερα από πεντακόσια χρόνια Ρωμαιοκρατίας. Του χάρισε πνοή και δύναμη με την ορθοδοξία και το ενατοποθέτησε στο δρόμο της ελευθερίας, ώστε σύντομα να καταστεί ξανά η πρώτη χώρα στο πνεύμα και τον πολιτισμό, αλλά και μια απέραντη αυτοκρατορία. Ένωσε το κράτος και τη θρησκεία σε μια κοινή πορεία, που ακολουθείται ακόμα σήμερα στην Ελλάδα, όπως και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και που αποδείχτηκε ωφέλιμη και πολλές φορές σωτήρια για τα δύο. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η εκκλησία υποκατέστησε επάξια το κράτος, που είχε νεκρωθεί, αναλαμβάνοντας εθναρχικό ρόλο και βοηθώντας το υπόδουλο γένος να βγάλει πέρα την πικρή σκλαβιά με τις λιγότερες, κατά το δυνατόν, απώλειες.
Ο Κων/νος, ιδρύοντας τη βυζαντινή αυτοκρατορία, εξασφάλισε τις προϋποθέσεις εκχριστιανισμού ολόκληρης της Ευρώπης. Εξασφάλισε επίσης για την Ευρώπη έναν πανίσχυρο κυματοθραύστη, όπου τσακίζονταν τα ορμητικά κύματα των Περσών, των Αράβων, των Οθωμανών και των λοιπών βαρβαρικών φύλων της Ασίας για χίλια χρόνια. Προστάτευσε την ελληνική πνευματική κληρονομιά για την Ελλάδα και την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διδάσκονταν στα παιδιά. Οι τέχνες και κάποιες επιστήμες άνθισαν. Η ελληνική γλώσσα, όπως και στους ελληνιστικούς χρόνους, ξαναμιλήθηκε ολόγυρα στη Μεσόγειο. Μετά το 1453 η ελληνική γραμματεία κατέστη κληρονομιά της Ευρώπης. Και μέσω αυτής και του ελληνικού πνεύματος η Ευρώπη γνώρισε την αναγέννησή της.
Ο Κων/νος επέτυχε δεσμούς μεταξύ Κράτους και εκκλησίας, που εξασφάλισαν μια χιλιόχρονη ενότητα και αρμονική συνύπαρξη. Και το παράδειγμά του ακολούθησαν και όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο επιχειρούμενος σήμερα διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας αποβλέπει στη δημιουργία ενός αθεϊστικού – λαϊκού κράτους, που δεν έχει δοκιμασθεί ποτέ σ’ αυτόν τον τόπο καθ’ όλη την ιστορική διάρκειά του. Αλλά και όπου δοκιμάστηκε, απέτυχε.
Ο καθηγητής Έσελιγκ έχει κάνει μια πολύ σημαντική παρατήρηση, ότι δηλαδή ο Χριστιανισμός δημιούργησε την ενότητα του ελληνικού έθνους, την οποία ουδεμία πολιτική είχε κατορθώσει μέχρι τότε να πραγματοποιήσει!
Ο Σπ. Ζαμπέλιος έχει τη γνώμη πως, χωρίς την πνευματική επανάσταση του χριστιανισμού μέσα στον ελληνικό χώρο, «το όνομα της Ελλάδος δεν ήθελεν ίσως υπάρχει σήμερον ή εντός βιβλιοθηκών και εις σοφών τινών αναμνήσεις».
Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ κάνει λόγο για ενσωμάτωση του ελληνισμού μέσα στην ορθοδοξία.
Ο Μέγας Κων/νος δεν είναι ιδιαίτερα αγαπητός στη δύση, όσο στην ανατολή. Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικά:
«Η Εσπερία είχε προ καιρού διατεθή δυσμενώς προς την ημέραν εν Κων/πόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικά και πολιτικά πολλάς παρήγαγον αμοιβαίας αιτιάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επί τέλους δε επήγαγον και τας ολεθρίας σταυροφορικάς καθ’ ημών επιδρομάς. Όθεν πάσαι σχεδόν αι χρονογραφίαι ημών, όσαι εγράφησαν έκτοτε και μέχρις εσχάτων υπό των Δυτικών, εγελοιογράφησαν μάλλον παρά απετύπωσαν πιστώς τους χαρακτήρας του μεσαιωνικού ημών κράτους».
Τη σημαία της πολεμικής κατά του Μεγάλου Κων/νου,που ύψωσε ο Ιουλιανός ο Αποστάτης, την παρέλαβε ο Ζώσιμος και μετά από αυτόν ο Άγγλος ιστορικός Gibbon, όντως μεγάλος ιστορικός, αλλά αχάριστος έναντι του Μεγάλου Κων/νου που είχε προστατεύσει τους προγόνους του από τους διωγμούς. Ευγνώμων, ωστόσο, ο βρεττανικός λαός έναντι του Μ. Κων/νου, διασώζει μέχρι σήμερα την παράδοση ότι ήταν «βρεττανικό πριγκιπόπουλο»*
*Για το μύθο ότι ο Κων/νος γεννήθηκε στη Βρεττανία γράφει και ο Βαρόνιος (χρονικό 306, υποσ’. 16) Schaff Phillip “History of the Christian Chvrch”, Chapter, I, p. 16.
Ο Gibbon ήταν από εκείνους τους Ευρωπαίους ιστορικούς που υποτίμησαν και απαξίωσαν το Βυζάντιο, ωσάν να ήταν η συνέχεια της παρακμασμένης Ρώμης. Και χρειάστηκε ο διαπρεπής Ιρλανδός βυζαντολόγος John Bury (1861-1927) να πετάξει πρώτος την ταφόπλακα από τη βυζαντινή ιστορία, με το μνημειώδες έργο του «History of the later Roman Empire (395 – 800 μ. Χ.)» και ν’ αποκαλύψει στη συνέχεια ένας σοφός Steven Rucnciman το κλέος και το μεγαλείο του βυζαντίου, για το οποίο όλοι μιλούν σήμερα.
Ωστόσο και ο Gibbon, παρά τη σφοδρή, όπως είδαμε, πολεμική του κατά του Μ. Κων/νου, αναγνωρίζει τελικά ότι η επιρροή του στην εποχή του και στην επόμενη περίοδο ήταν τεράστια και πολύπλευρη.*
*Οι παρακάτω συγγραφείς, κατά τον Βασίλιεφ, τηρούν τις εξής θέσεις έναντι του Μ. Κων/νου:
Ο Burckardt (1853), βιογράφος του Κων/νου, τον παρουσιάζει ως μεγάλο και μεγαλοφυή πολιτικό, άλλ’ άπορο ηθικών αρχών και θρησκευτικού ενδιαφέροντος! Και χαρακτηρίζει υποκριτική τη μεταστροφή του και δε μας επιτρέπει να δούμε στον αυτοκράτορα κανένα γνήσιο θρησκευτικό αίσθημα. Το ίδιο πιστεύει και ο Baur. O Harnack βλέπει τον Κων/νο μονάχα ως ικανό πολιτικό. Ο Duruy παραδέχεται τον «ειλικρινή θεϊσμό» του Κων/νου, αλλά οι πολιτικοί παράγοντες είχαν μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτόν. Ο Schwartz γράφει ότι ο Κων/νος έχοντας μεγάλη οξυδέρκεια, κατάλαβε τη σημασία που είχε η συμμαχία της εκκλησίας για μια παγκόσμια μοναρχία, που εκείνος ήθελε να δημιουργήσει (Βασίλιεφ Α . Α. «Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 424 – 1453, Μετάφ. Δημοσθ. Σαβράμη, 1980, ελ. 65- 68).
O Barthold George Niebuhr (1776- 1831), μολονότι δε διάκειται φιλικά προς τον Κων/νο, στην εργασία του, που αποδεικνύει ότι ο Κων/νος δεν ήταν κανένας υποκριτής, αλλά ειλικρινά θεωρούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ότι η χριστιανική θρησκεία ήταν η μόνη αληθινή θρησκεία .
Οι ιστορικοί συγγραφείς Neibuhr, Stanley, Schaff κ.ά. ευθυγραμμίζονται προς την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, στην οποία και ανήκουν, αναγνωρίζοντας τη μεγαλοσύνη του Κων/νου, άλλ’ όχι και την αγιότητά του.
Σ’ αυτόν τον εκ πατρός Ιλλυριό και εκ μητρός Έλληνα μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό άνδρα, τον ανίκητο στρατηγό, το διορατικό και οξυδερκέστατο ηγέτη, το θεμελιωτή της ορθοδοξίας, τον προστάτη του χριστιανισμού, τον ιδρυτή της «Βασιλίδος των πόλεων», τον ιδρυτή της – μετ’ ου πολύ – Ελληνικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, το μεγάλο μεταρρυθμιστή, το σοφό νομοθέτη, το φιλάνθρωπο ηγέτη, τον άγιο και Ισαπόστολο Κων/νο τον Μέγα, οι Έλληνες και όλοι οι Ευρωπαίοι οφείλουν πολλά. Και αν οι κάθε λογής ειδωλολάτρες ή άθεοι ή αιρετικού έχουν τους λόγους τους να μην τον συμπαθούν, οι απανταχού της γης ορθόδοξοι και οι Έλληνες έχουμε μύριους λόγους να τον ευγνωμονούμε, να τον τιμούμε και να τον δοξάζουμε στον αιώνα.

Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις «ΑΘΩΣ».

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.