Σύμφωνα με τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη, το φαγητό έχει τρεις βαθμίδες˙ εγκράτεια, αυτάρκεια και κορεσμό. Εγκράτεια είναι όταν κάποιος θέλη ακόμα να φάη, αλά συγκρατείται και σηκώνεται πεινώντας ακόμα˙ αυτάρκεια είναι, όταν φάη το απαραίτητο και κορεσμός όταν χορτάση. Λοιπόν, αν δεν μπορής να τηρήσης τα δύο πρώτα, τουλάχιστον αντιστάσου στο τρίτο και μην υπερχορταίνης, θυμούμενος τόσο τον Κύριο που λέει! «Αλλοίμονο σε σας που είστε τώρα χορτασμένοι, γιατί θα πεινάσετε» (Λουκ. 6, 25), όσο και εκείνον τον πλούσιο που καθημερινά ευφραινόταν λαμπρά και να φοβάσαι το παράδειγμά του. Γιατί λόγω της απολαύσεως και της τρυφής που απόλαυσε στην παρούσα ζωή, στερήθηκε, αλλοίμονο! Τους επιθυμητούς κόλπους του Αβραάμ και παρακάλεσε με το δάκτυλο να δροσίση τη γλώσσα. Ο μέγας Βασίλειος όμως, όχι μόνο δεν επιτρέπει στους νέους χορτασμό, αλλά ούτε καν να τρώνε για την αυτάρκειά τους, αλλά μόνο με εγκράτεια. Γιατί λέει: «Η νέκρωσις και η υποδούλωσις του σώματος με τίποτε άλλο δεν κατορθώνεται τόσο, όσο με την εγκράτεια. Διότι η νεότητα, που βράζει και δύσκολα αντιστέκεται στις ορμές, ελέγχεται με την εγκράτεια» (Όροι κατά πλάτος 15). Επειδή όπως είπε και ο θεολόγος Γρηγόριος.
» Γιατί το πυρ συνηθίζει να καίη την ύλη.
» Τον λεπτό Νου τον εκδιώκει ο όγκος της κοιλιάς.
» Το αντίθετο σχεδόν στην αντίθετη μάχη.
Γι’ αυτό και ο Ιώβ, στοχαζόμενος ότι από τα συμπόσια που δεν είναι δυνατόν να λείψη η αμαρτία, πρόσφερε θυσία στον Θεό για τους γυιούς του, οι οποίοι ξεφάντωναν μεταξύ τους, όπως έχει γραφή. «Κάθε φορά που τελείωναν τα συμπόσια, τους καλούσε ο Ιώβ και τους εξάγνιζε. Ξυπνούσε τότε νωρίς και πρόσφερε για τον κάθε ένα τους θυσίες και έναν μόσχο για την αμαρτία των ψυχών τους» (Ιώβ 1, 5). Ερμηνεύοντάς το αυτό ο Ολυμπιόδωρος, λέει: «Απ’ αυτό μαθαίνουμε ότι πρέπει ν’ αποφεύγουμε τα συμπόσια ως προξένους αμαρτίας, και εμείς πρέπει να καθαριζώμαστε μετά την ολοκλήρωσί τους, αφού και τα παιδιά του Ιώβ αυτό έκαναν για ομόνοια και αδελφική αγάπη». Και βέβαια αν τα παιδιά του Ιώβ δεν βρίσκονταν στο συμπόσιο, αλλά σε προσευχή ή σε άλλη πνευματική εργασία, δεν θα τολμούσε ο διάβολος να γκρεμίση το σπίτι και να τους καταπλακώση, όπως ερμηνεύει ο σοφός Ωριγένης: «Ευκαιρία ζητούσε ( ο διάβολος) για να τους καταστρέψη˙ αν όμως τους εύρισκε να διαβάζουν, δεν θα άγγιζε το σπίτι και ούτε θα είχε λόγους για να τους σκοτώση˙ αν τους εύρισκε να προσεύχωνται, δεν θα μπορούσε να κάνη τίποτε εναντίον τους. Αλλά, όταν βρήκε την ευκαιρία, υπερίσχυσε˙ ποιά ήταν αυτή η ευκαιρία; Η μέθη». Βλέπεις, αναγνώστα, πόσα κακά προξενούν τα τρυφηλά φαγητά και τα συμπόσια;
Ο αρχιερέας και ο ιερέας και κάθε χριστιανός δεν πρέπει να καταλύη τις Τετάρτες και τις Παρασκευές.
Προσθέτω και αυτό, ότι με την τήρησι των σχετικών με τα λιπαρά φαγητά και τα πολυτελή γεύματα, να διαφυλάττης ακατάλυτη και τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, με εξαίρεσι βέβαια τις μέρες που καταλύονται με βάσι το ιερό Ωρολόγιο˙ και αν άλλοι τυχόν καταλύουν το κρασί και το λάδι, εσύ να μη τους μιμηθής όποιοι και αν είναι, αφού αυτό το διακηρύσσουν σε πολλά σημεία οι ιεροί κανόνες. Διότι ο ξθ’ αποστολικός κανόνας ορίζει εξ ίσου με τη νηστεία της αγίας Τεσσαρακοστής και τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής με ξηροφαγία, λέγοντας: «Εάν κάποιος επίσκοπος ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, ή υποδιάκονος, ή αναγνώστης, ή ψάλτης, δεν νηστεύη την Αγία Σαρακοστή ή την Τετάρτη και την Παρασκευή, να καθαιρήται, εκτός και αν εμποδίζεται από ασθένεια σωματική˙ αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται». Και ο ε’ Κανόνας του Πέτρου Αλεξανδρείας το ίδιο ορίζει. Δες γι’ αυτό και στο νεοτύπωτο εξομολογητάριο, σελ. 139. Επαινώ όμως και τον απόστολο Ιάκωβο που ονομάζει εκείνους που τρυφούν, πρόβατα θρεμμένα για σφαγή: «Ζήσατε στη γη με πολυτέλεια και απολαύσεις, παχύνατε σαν τα ζώα για την μέρα που θα τα σφάξουν» (Ιακ. 5,5).1 Μακαρίζω και το θεολόγο Γρηγόριο που «τιμά» με την ονομασία της κοπριάς την τρυφή, λέγοντας: «Ούτε η γη ούτε η θάλασσα πρόσφεραν την τίμια κοπριά σας. Γιατί έτσι ξέρω να τιμώ την τρυφή»2 (Λόγ. εις τα γενέθλια). Και μακαρίζω ακόμα περισσότερο τον αββά Ισαάκ, ο οποίος ονομάζει τη σπατάλη έργο των χοίρων: «Τί δε εκ της άλλης, τουτέστιν εκ του άρξασθαι (τον άνθρωπον) εν τω έργω των χοίρων; Ή του αόριστον αφιέναι την γαστέρα, και δια παντός εμπιπλάν αυτήν;». «Σε τί λοιπόν από την άλλη, δηλαδή από την αρχή (ο άνθρωπος) διαφέρει στην πράξι από τα γουρούνια; Στο ότι αφήνει την κοιλιά του απεριόριστη και τη γεμίζει συνέχεια;» (Λόγ. κστ’ 161). Γι’ αυτό και κάποιος σοφός, βλέποντας στον τάφο εκείνου του τρυφηλού, του Σαρδανάπαλου, την επιγραφή που έλεγε: «Τόσα έχω, όσα έφαγα και ήπια και απόλαυσα σαρκικά», είπε ότι αυτή η επιγραφή ταιριάζει σε γουρούνι.3
Υποσημειώσεις.
1. Είναι ωραίο αυτό που διάβασα σε κάποια χειρόγραφη Ηθική. Συναντήθηκαν κάποτε ένας τρυφηλός και παχύσαρκος άνθρωπος και ένας εγκρατής και λιπόσαρκος και χαιρετήθηκαν. Ο παχύσαρκος είπε στον αδύνατο: «Καλώς ήλθες πνεύμα άνευ σώματος». Και ο αδύνατος είπε: «Καλώς σε βρήκα σώμα άνευ πνεύματος». Και στ’ αλήθεια αυτό μόνον κερδίζουν οι τρυφηλοί, να αποκτούν σώμα χονδρό, ασθενικό και δυσκίνητο, ενώ το σώμα των λεπτών είναι καλλίγραμμο, υγιές και ευκίνητο. Τί λέω; Αυτό μάλλον κερδίζουν οι τρυφηλοί από τις απολαύσεις, το να πεθαίνουν πιο γρήγορα από τους λεπτούς και εγκρατείς. Γιατί ο Ιπποκράτης στους αφορισμούς του λέει: «Οι παχύσαρκοι πεθαίνουν πολύ πιο γρήγορα από τους αδύνατους». Και ακόμα: «Η μητέρα της υγείας είναι η αχορτασία της τρυφής και η έλλειψι κόπων».
2. Και λέω επί πλέον ότι όσοι είναι συνηθισμένοι στις τροφές δεν αισθάνονται καθόλου τη γλυκύτητα που προέρχεται από την απόλαυσι. Γιατί αυτή δεν προέρχεται από την ποικιλία και τα πικάντικα φαγητά, αλλά από τη διάθεσι της φυσικής όρεξης. Γι’ αυτό ο Δαρείος, μετά τον πόλεμο, καθώς καιγόταν από τη δίψα, έφθασε σε λασπώδες και βρώμικο ρυάκι και γεμίζοντας την περικεφαλαία του, ήπιε νερό και ωρκιζόταν ότι ποτέ του δε είχε πιή νερό με περισσότερη ευχαρίστησι. Και οι αγιορείτες ασκητές στις νηστίσιμες μέρες, όταν την ενάτη ώρα καθίσουν νηστικοί στο τραπέζι, δοκιμάζουν περισσότερη ευχαρίστησι και γλυκύτητα στη γεύσι του λιτού άρτου και στο απλό νερό, παρά οι τρυφηλοί στους φασιανούς και τα παγώνια και στα μυρωδάτα κρασιά. Γιατί όπως είπε ο Ξενοφώντας: «Ευχάριστο είναι το ψωμί για τον πεινασμένο και ευχάριστο είναι το νερό για τον διψασμένο». Και ο Σολομών είπε: «Η ψυχή όταν είναι χορτάτη, περιφρονεί την κηρήθρα, ενώ όταν είναι πεινασμένη και τα πικρά γλυκά της φαίνονται» (Παροιμ. 27,7) και ο μέγας Βασίλειος σωστά είπε: «Εάν θέλης να ετοιμάσης επιθυμητό τραπέζι στον εαυτό σου, δέξου την μεταβολή της νηστείας και εσύ που είσαι προσκολλημένος στην μεγάλη τρυφή, απέφυγες να αμαυρώσης στον εαυτό σου την τρυφή και αφάνισες την ηδονή με την φιληδονία. Γιατί τίποτε δεν είναι τόσο επιθυμητό που να μη φαίνεται ευκαταφρόνητο από την συνέχεια της απολαύσεως. Ενώ αυτά που αποκτάς σπάνια, αυτά δίνουν και τη μεγαλύτερη απόλαυσι». (Λόγ. α’ περί νηστείας).
3. Τέτοιοι τρυφηλοί και παρόμοιοι με γουρούνια υπήρξαν οι Συβαρίτες, οι οποίοι, όπως εξιστορεί ο Πλούταρχος, όταν επρόκειτο να οργανώσουν κάποιο τρυφηλό συμπόσιο, προετοίμαζαν τα φαγητά επί δύο χρόνια˙ και ήταν τόσο παραδομένοι στον ύπνο, ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας κόκκορας σ’ όλη την πόλι, για να μην ενοχλή με τις φωνές του τον ύπνο τους. Τέτοιοι ήταν και οι Βραχμάνες οι οποίοι στα πλουσιοπάροχα συμπόσιά τους έβαζαν όλη την υψηλή τους μάθησι και φιλοσοφία για να εφευρίσκουν νέα αρτύματα τρυφηλών τροφών˙ τέτοιος ήταν και ο Νέρωνας, ο οποίος σε κάποιο συμπόσιο που ωργάνωσε για τους πολίτες της Ρώμης, δεν είχε άλλο φαγητό, παρά γλώσσες παγωνιού, καρυκευμένες με ποικίλους τρόπους, για να είναι πιο γλυκές στη γεύσι και πιο απολαυστικές. Τέτοιος ήταν και ο Φιλόξενος εκείνος, ο οποίος αγαπούσε περισσότερο την απόλαυσι της τρυφής και επιθυμούσε να έχη λαιμό μακρύ όπως οι γερανοί, για να μπορή να τρώη και να πίνη αχόρταγα. Τέτοιος ήταν και ο Λούκουλος, ο οποίος αγωνιζόταν να προξενή νοστιμάδα στη γεύσι με ξένες και ανήκουστες απολαύσεις, οι οποίες δεν απέβαλλαν αλλά μάλλον προκαλούσαν την πείνα. Τέτοιος ήταν και ο Αστυδάμας, ο οποίος, όταν προσκλήθηκε από τον βασιλιά Αριοβαρζάνη, σε ένα πολυτελέστατο συμπόσιο, έφαγε μόνος του όλα τα φαγητά που επρόκειτο να φάνε όλοι μαζί οι προσκεκλημένοι και στράγγιξε όλους τους κρατήρες του κρασιού. Τέτοιος ήταν και ο Σιλας, ο τύραννος της Ρώμης, ο οποίος για να κάνη ένα συμπόσιο, ερήμωσε τα δάση από τα τετράποδα ζώα και το αέρα από τα πουλιά και κάθε μέρα που περίσσευαν φαγητά, για να χορτάση λαός αμέτρητος.
Αλλά όλους αυτούς τους ξεπέρασε στις τρυφές, τα συμπόσια και τα πολυτελή δείπνα το γευγάρι της μοιχείας, ο Αντώνιος και η βασίλισσα της Αιγύπτου, η Κλεοπάτρα. Γιατί αυτοί συναγωνίζονταν μεταξύ τους, ποιος θα νικήση τον άλλο ως προς την μεγαλοπρέπεια των δείπνων. Ώσπου η Κλεοπάτρα νίκησε τον Αντώνιο, βγάζοντας από το αυτί της ένα πολυτιμότατο και τεράστιο στο μέγεθος μαργαριτάρι, το οποίο ήταν επεξεργασμένος και μεγάλος βασιλικός θησαυρός και αφού το διαμόρφωσε κατάλληλα το έδωσε στον Αντώνιο και το έφαγε, και ήταν έτοιμη να σπάση και το άλλο μαργαριτάρι που φορούσε στο άλλο της αυτί, αν ο Αντώνιος δεν ωμολογούσε την ήττα του. Πόσο άθλιος και ταλαίπωρος ήταν ο νους αυτών των ανθρώπων! Γιατί μολονότι αυτός δόθηκε από το Θεό για υψηλές ενέργειες, κατάντησε σε αυτούς, αλλοίμονο! Αποσβολωμένος και ευτελέστατος μάγειρας˙ έτσι μπορεί κανείς να πη για όλους αυτούς ότι δεν έτρωγαν για να ζουν, το οποίο είναι χαρακτηριστικό των λογικών, αλλά ότι ζούσαν για να απολαμβάνουν, το οποίο είναι χαρακτηριστικό των αλόγων όντων και των κτηνών. Αλλά πολύ αθλιότερος βέβαια θα είναι ο νους των χριστιανών, αν μετά τη χάρι του Ευαγγελίου και την ελπίδα της αιώνιας ζωής, γίνη όμοιος με τους προαναφερόμενους εθνικούς και αφού αφήση την οικεία και αρμόζουσα σ’ αυτόν τρυφή, που είναι η μελέτη και η ενασχόλησι με τα πνευματικά και νοητά αγαθά, ασχολείται με τις δυσωδέστατες σωματικές απολαύσεις και την λατρεία της καταργουμένης κοιλίας.
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.