Βίβλος των ηθικών λόγων
Λόγος ηθικός πρώτος
Κεφάλαια του λόγου
1. Μερική φυσιολογία για τη δημιουργία του κόσμου και την πλάση του Αδάμ.
2. Για την παράβαση και την εξορία του Αδάμ.
3. Για τη σάρκωση του Λόγου και κατά ποιο τρόπο σαρκώθηκε για μας.
4. Πώς πάλι πρόκειται να ανακαινισθεί η κτίση και να γίνουν καινούργιοι ουρανοί και καινούργια γη, όπως ο θείος απόστολος λέει.
5. Ποιά θα είναι η έσχατη λαμπρότητα της κτίσης˙ όπου γίνεται λόγος και για τους αγγέλους και την ψυχή.
6. Πώς ενώνονται με τον Χριστό και Θεό και γίνονται ένα μαζί του όλοι οι άγιοι.
7. Πώς πρέπει να συμπληρωθεί ο ουράνιος κόσμο, και τί λογής είναι, και με ποιο τρόπο θα συμπληρωθεί.
8. Ότι, αν δεν γεννηθούν όλοι οι προορισμένοι από γενεά σε γενεά, ως την τελευταία μέρα, και δεν συμπληρωθεί ο αριθμός τους, ο ουράνιος κόσμος δεν θα συμπληρωθεί.
9. Στο ρητό του Ευαγγελίου: «Η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με ένα βασιλιά». Και ποιός είναι ο μυστικός γάμος του Θεού.
10. Ότι και όλοι οι άγιοι συλλαμβάνουν τον Λόγο του Θεού μέσα τους, παρόμοια με την Θεοτόκο, και τον γεννούν, και αυτός γεννιέται μέσα τους, αλλά και γεννιούνται απ’ αυτόν˙ και πώς γίνονται υιοί και αδελφοί και μητέρες του.
11. Στο ρητό του Ευαγγελίου: «Και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, και αυτοί δεν ήθελαν να έρθουν».
12. Ότι δεν πρέπει, πριν από την εργασία των εντολών και πριν από την προκοπή και την τελείωση στην αρετή, να ερευνά ένας αμύητος τα κρυμμένα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών˙ και ότι στη δευτέρα έλευση του Κυρίου όλοι οι άγιοι θα γνωρίζονται μεταξύ τους.
Αυτά λοιπόν που έπρεπε να απολογηθούμε και να απαντήσουμε σ’ εκείνους, που αντιτίθενται σ’ εμάς, και στις πικρές φλυαρίες τους, με τις οποίες παρασύρεται συγχρόνως καθετί που θα προσκρούσει επάνω τους, και αν ακόμη τυχαίνει να είναι αυτό κάτι από τα πολυτιμότερα, είναι αρκετά και ειπώθηκαν όπως ο Λόγος βοήθησε το λόγο μας, για να μη θεωρηθεί ότι η καλή πορεία του λόγου και οι εύστοχες βολές του προήλθαν από μας, αλλά από τον ουρανό και από τη συμπαράσταση του Πνεύματος, από το οποίο όλοι επιτυγχάνουν αυτό που κατορθώνουν. Ωστόσο χρειάζεται τώρα, αφού σταματήσουμε την αντίθεσή μας μ’ εκείνους, να δούμε και να εξετάσουμε και να σκεφθούμε, υπακούοντας στον θείο Παύλο, ποια είναι αυτά που μας χάρισε ο Θεός1˙ ποιος δηλαδή είναι ο πλούτος2 της αγαθότητάς του προς εμάς, που τον χάρισε σ’ εμάς από την αρχή της δημιουργίας, ποια είναι η πλάση μας και πώς αθετήσαμε την εντολή, που μας δόθηκε από την αρχή, και στερηθήκαμε από εκείνα τα αθάνατα αγαθά, αλλά και ποια είναι η παρούσα ζωή και ποιος είναι αυτός ο κόσμος, που κατά τη διάρκειά του και μετά απ’ αυτόν βλέπονται ότι κινούνται όλα, και ποια είναι εκείνα που ύστερα απ’ αυτά θα διαδεχθούν εμάς τους προσκυνητές της Τριάδας. Θα αρχίσω μάλιστα το λόγο μου από εδώ, κάνοντας αρχή του λόγου μου τον Θεό.
1. Μερική φυσιολογία για τη δημιουργία του κόσμου
2. και την πλάση του Αδάμ.
Ο Θεός δεν έδωσε στους πρωτόπλαστους από την ίδια την αρχή της δημιουργίας, όπως νομίζουν κάποιοι, μόνο τον παράδεισο, ούτε δημιούργησε μόνο άφθαρτο τον παράδεισο, αλλά δημιούργησε πολύ περισσότερο πριν από τον παράδεισο ολόκληρη τη γη, αυτή που εμείς κατοικούμε, και όλα όσα υπάρχουν στη γη, αλλά όμως, αφού δημιούργησε και τον ουρανό και όσα υπάρχουν στον ουρανό σε πέντε μέρες, την έκτη μέρα έπλασε τον Αδάμ και όρισε τον ίδιο κυρίαρχο και βασιλιά όλης της ορατής δημιουργίας. Και ούτε η Εύα είχε δημιουργηθεί τότε, ούτε βέβαια ο παράδεισος, αλλά αυτός ο κόσμος είχε γίνει, αφού δημιουργήθηκε από τον Θεό, όπως ένας κάποιος παράδεισος, άφθαρτος, από τη μία, υλικός και αισθητός, από την άλλη˙ τον οποίο, όπως έχει ειπωθεί, ο Θεός τον έδωσε στον Αδάμ και στους απογόνους του, για να τον απολαμβάνουν.3 Αλλά, ας μη σου φανεί αυτό παράδοξο, απεναντίας να περιμένεις να ακούσεις το λόγο, και ο λόγος θα σου το αποδείξει καλύτερα, παίρνοντας από την ίδια τη θεία Γραφή. Δεν έχει γραφεί: «Στην αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη˙ και η γη ήταν αόρατη και αδιαμόρφωτη»4 Και στη συνέχεια εξηγώντας με ακρίβεια όλα τα άλλα έργα της δημιουργίας του Θεού, μετά τη φράση, «Και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, πέμπτη μέρα»,5 πρόσθεσε: «Και είπε ο Θεός˙ ¨Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και με τη δυνατότητα να γίνει αυτό όμοιος μ’ εμάς˙ και ας εξουσιάζουν τους ιχθύες της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και όλη τη γη και όλα τα ερπετά, όπου έρπουν επάνω στη γη¨. Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο˙ τον δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού˙ τον δημιούργησε άνδρα και γυναίκα».6 Και λέει, «άνδρα και γυναίκα», όχι επειδή έγινε πια η Εύα, αλλά επειδή αυτή ήταν στην πλευρά του Αδάμ και επειδή ήταν μαζί του˙ και αυτό θα το καταλάβετε καλύτερα μετά απ’ αυτά. «Και τους ευλόγησε αυτούς ο Θεός, λέγοντας˙ ¨Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίστε τη γη και υποτάξτε την, και εξουσιάστε τους ιχθύες της θαλάσσης, και τα πτηνά του ουρανού και όλα τα κτήνη και όλη τη γη και όλα τα ερπετά, που έρπουν στη γ稻.7
Βλέπεις πως όλον αυτό τον κόσμο σαν έναν παράδεισο τον έδωσε από την αρχή ο Θεός στον άνθρωπο; Διότι ποιά άλλη γη εννοεί, παρά αυτή στην οποία και τώρα εμείς κατοικούμε, όπως έχει ειπωθεί, και όχι κάποια άλλη; Γι’ αυτό και προσθέτοντας, λέει: «Και είπε ο Θεός˙ ¨Να, έχω δώσει σ’ εσάς όλα τα σπόριμα χόρτα που έχουν σπέρμα που σπέρνεται και που υπάρχει επάνω στη γη, αλλά και κάθε δέντρο που έχει μέσα του καρπό σπόριμου σπέρματος, που θα χρησιμεύσει για τη διατροφή σας, και για όλα τα θηρία της γης και για όλα τα πτηνά του ουρανού και για κάθε ερπετό που έρπει επάνω στη γ稻.8 Είδες, πώς όλα τα ορατά, όσα βρίσκονται στη γη και όσα βρίσκονται στον ουρανό, τα έδωσε στον Αδάμ και σ’ εμάς τους απογόνους του, για να τα απολαμβάνουμε, και δεν χάρισε σ’ αυτόν μόνο τον παράδεισο; Διότι όσα είπε στον Αδάμ, τα έλεγε σαν να μιλούσε σε όλους εμάς, όπως ο ίδιος είπε αργότερα και στους αποστόλους δια μέσου του ζωντανού Λόγου του: «Αυτά που λέω σ’ εσάς, τα λέω σε όλους»9˙ επειδή γνώριζε ότι το γένος μας θα πληθυνόταν επάνω στη γη σε άπειρα πλήθη και αναρίθμητα. Διότι, ενώ, με το να παραβούμε την εντολή του και να καταδικασθούμε να ζούμε και να πεθαίνουμε,10 πληθυνθήκαμε οι άνθρωποι τόσο πολύ, σκέψου πόσοι θα ήταν αυτοί που γεννήθηκαν από τη δημιουργία του κόσμου, αν δεν πέθαιναν, αλλά και ποιά ζωή και βιοτή θα είχαν, αν παρέμεναν άφθαρτοι και αθάνατοι σε άφθαρτο κόσμο, αν δηλαδή θα ζούσαν ζωή αναμάρτητη και άλυπη, αμέριμνη και άμοχθη, καθώς θα οδηγούνταν με τον καιρό, σύμφωνα με την προκοπή που προέρχεται από την τήρηση των εντολών του Θεού και από την εργασία των καλών λογισμών, σε τελειότερη δόξα και αλλοίωση, πλησιάζοντας τον Θεό και το φως που πηγάζει από την Θεότητα, ώστε, από τη μία, η ψυχή του καθενός να γίνεται λαμπρότερη, από την άλλη, το ορατό και υλικό σώμα να μεταμορφώνεται και να μεταβάλλεται σε άυλο και πνευματικό, ξεπερνώντας κάθε αίσθηση˙ πόση όμως θα ήταν σ’ εμάς και η ευφροσύνη και η αγαλλίαση από τη μεταξύ μας συμπεριφορά, είναι αληθινά οπωσδήποτε απερίγραπτο και απλησίαστο στις σκέψεις μας.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Ο Θεός λοιπόν, για να επαναλάβω τα ίδια, χάρισε έτσι στον Αδάμ σαν μία έκταση ή σαν έναν αγρό, όπως έχει ειπωθεί, όλο τον κόσμο. Αυτά άλλωστε ολοκλήρωσε ο Θεός μέσα στις έξι μέρες˙ και άκου τη θεία Γραφή να το δείχνει αυτό ολοφάνερα. Διότι μετά από το λόγο, «Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, τον δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα του11 τους δημιούργησε άνδρα και γυναίκα, και τους ευλόγησε» και μετά από τα άλλα, που ακολουθούν, πρόσθεσε τότε, λέγοντας τα εξής: «Και είδε ο Θεός όλα όσα δημιούργησε, και να, αυτά ήταν πάρα πολύ καλά˙ και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, συμπληρώθηκε η έκτη μέρα12˙ και ο Θεός ολοκλήρωσε στην έκτη μέρα τα έργα του, αυτά δηλαδή που δημιούργησε, και σταμάτησε ο Θεός στην έβδομη μέρα από όλα τα έργα που άρχισε να δημιουργεί»13. Έπειτα, θέλοντας να μας διδάξει πως ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και από πού τον δημιούργησε, συνοψίζοντας τη διήγηση, λέει πάλι κάπως έτσι: «Αυτό είναι το βιβλίο της δημιουργίας του ουρανού και της γης, όταν έγιναν».14 Και λίγο πιο κάτω λέει: «Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο χώμα από τη γη», που πρέπει να το εννοήσουμε έτσι, ότι δηλαδή ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, παίρνοντας χώμα από τη γη, «και εμφύσησε στο πρόσωπό του πνεύμα ζωής, και ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ύπαρξη».15
Αφού λοιπόν φανέρωσε σ’ εμάς τον τρόπο της δημιουργίας, τότε, όπως ένας βασιλιάς, ή όπως ένας άρχοντας και ένας πλούσιος, δεν έκανε την έκταση και την περιοχή, που είχε στην κυριαρχία του, ούτε πόλη μόνο, περιτειχίζοντάς την ολόκληρη, ούτε την κατέστησε μία κατοικία, περιφράζοντάς την ολόκληρη, αλλά, αφού χώρισε τη μία έκταση και περιοχή σε πολλά μέρη, το ένα μέρος άφησε να είναι για σπορά, το άλλο προόρισε για αμπελώνα, το άλλο άφησε ακαλλιέργητο, αλλά σε κάποιο μέρος και σε κάποια τοποθεσία ευχάριστη και ωραιότατη έκτισε τα καταλύματά του, όπου και οικοδόμησε παλάτια και κατασκεύασε οικήματα˙ όπου έκτισε λουτρά και φύτεψε κήπους και πρόβλεψε να υπάρχουν εκεί ποικίλες απολαύσεις και έβαλε ολόγυρα έξω από όλα αυτά φράχτη˙ όπου κατασκεύασε κλειδωνιές και πύλες, που ανοίγουν και κλείνουν. Και δεν έκανε μόνο αυτά, αλλά και ενώ δεν φοβάται κανέναν, εγκατέστησε φύλακες, για να είναι η κατοικία του περίβλεπτη και ξεχωριστή σε όλα, και απλησίαστη για τους αχάριστους και πονηρούς φίλους του και γι’ αυτούς από τους υπήκοους και δούλους του που εναντιώθηκαν σ’ αυτόν, αν δηλαδή κάποιοι θα γίνουν κάποτε τέτοιοι˙ αλλά για τους γνήσιους και πιστούς φίλους του και για τους αφοσιωμένους δούλους του η είσοδος και η έξοδος σ’ αυτή την κατοικία να είναι ανεμπόδιστη˙ έτσι λοιπόν και ο Θεός έκανε για τον πρωτόπλαστο. Διότι ύστερα από τη δημιουργία όλων των δημιουργημάτων από την ανυπαρξία τους, και ύστερα από την πλάση του ίδιου του ανθρώπου και την παύση του Θεού την έβδομη μέρα από όλα τα έργα του, που άρχισε να δημιουργεί16 από την πρώτη μέρα, τότε φύτεψε τον παράδεισο στην Εδέμ, στα ανατολικά, φυτεύοντάς τον σαν κάποιους βασιλικούς κήπους σε κάποιο μέρος του κόσμου, και τότε έβαλε εκεί τον άνθρωπο που δημιούργησε.17
Γιατί λοιπόν δεν δημιούργησε στην έβδομη μέρα τον παράδεισο, που επρόκειτο να γίνει, αλλά τον φύτεψε μετά από τη δημιουργία όλης μαζί της κτίσης στα ανατολικά; Επειδή ο Θεός, που γνωρίζει από πριν τα πάντα, δημιούργησε τον κόσμο με αρμονική τάξη και σταθερότητα, και, από τη μία, όρισε τις επτά μέρες να συμβολίζουν τους επτά αιώνες,18 που επρόκειτο να ακολουθήσουν ύστερα, από την άλλη, φύτεψε μετά απ’ αυτά τονπαράδεισο, που συμβολίζει τον μελλοντικό αιώνα. Για ποιό λοιπόν λόγο το Άγιο Πνεύμα δεν σύναψε τη μέρα που είναι η όγδοη με τις επτά μέρες που προηγήθηκαν; Επειδή ακριβώς δεν άρμοζε να τη συμπεριλάβει στον κύκλο αυτών των ημερών, στον οποίο η πρώτη και η δεύτερη και οι ακόλουθες, οι επτά δηλαδή μέρες που με την επανάληψή τους συμπληρώνουν τις εβδομάδες, που κάνουν σ’ αυτό τον κύκλο πολλές τις πρώτες και άλλες τόσες τις έβδομες μέρες, αλλά έπρεπε εκείνη η όγδοη μέρα να είναι έξω απ’ αυτές, επειδή δεν έχει αρχή ή τέλος. Ούτε τώρα βέβαια η όγδοη μέρα είναι ανύπαρκτη και πρόκειται να παρουσιασθεί και να αρχίσει, αλλά και υπήρχε προαιώνια και υπάρχει τώρα και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων, λέγεται όμως ότι θα αρχίσει, όταν οπωσδήποτε θα έρθει και θα αποκαλυφθεί σ’ εμάς, στη συντέλεια του κόσμου, μία ανέσπερη και ατέλειωτη μέρα σε σχέση μ’ εμάς.
Πρόσεξε ωστόσο ότι ούτε έχει γραφεί, «ο Θεός δημιούργησε τον παράδεισο», ούτε ότι «ο Θεός είπε, ¨Ας γίνει παράδεισος¨, και έγινε», αλλά ότι «ο Θεός φύτεψε τον παράδεισο και έκανε ακόμη να αναφυούν από τη γη όλα τα δέντρα, που είναι ωραία να τα βλέπει κανείς και ευχάριστα να τα γεύεται»19˙ δέντρα, δηλαδή, που είχαν διάφορους και ποικίλους καρπούς, που ούτε φθείρονται διόλου, ούτε εξαφανίζονταν, αλλά που έμεναν πάντοτε τρυφεροί και γλυκύτατοι και προξενούσαν ανείπωτη την ευχαρίστηση και την απόλαυση στους πρωτόπλαστους˙ διότι βέβαια έπρεπε να προσφέρεται στα άφθαρτα σώματά τους άφθαρτη και η τροφή. Απ’ αυτό άλλωστε ήταν και η διαβίωσή τους ακοπίαστη και η ζωή τους ακούραστη, καθώς δηλαδή ζούσαν μέσα στον παράδεισο, που, αφού κατά κάποιο τρόπο περιτείχισε ο δημιουργός του, τοποθέτησε γι’ αυτούς είσοδο από την οποία αυτοί έμπαιναν και έβγαιναν.
3. Για την παράβαση και την εξορία του Αδάμ.
Ο Αδάμ, λοιπόν, πλάσθηκε, έχοντας βέβαια άφθαρτο σώμα, υλικό ωστόσο και όχι ακόμη ολόκληρο πνευματικό, και ορίσθηκε σαν βασιλιάς αθάνατος από τον δημιουργό Θεό μέσα σε άφθαρτο κόσμο, δεν εννοώ μόνο μέσα στον παράδεισο, αλλά σε όλη τη γη, που ήταν κάτω από τον ουρανό. Επειδή όμως ο Θεός έδωσε και νόμο σ’ αυτούς, με το να τους δώσει εντολή να μη φάνε μόνο από το δέντρο εκείνο, αλλά ο Αδάμ καταφρόνησε το νόμο και έδειξε απιστία στον Πλαστουργό και Δεσπότη, που του είπε το λόγο, «Κατά την μέρα που θα φάτε από το δέντρο θα πεθάνετε οπωσδήποτε»,20 με το να θεωρήσει πιο αξιόπιστο το πανούργο φίδι, που του είπε, «Δεν θα πεθάνετε, αλλά τη μέρα που θα φάτε, θα γίνετε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό», και έφαγε από τον δέντρο,21 αμέσως έμεινε γυμνός από την άφθαρτη ενδυμασία και δόξα και ντύθηκε τη γύμνια της φθοράς.
Όταν λοιπόν ο Αδάμ είδε τον εαυτό του γυμνό, κρύφθηκε, και αφού έραψε φύλλα συκιάς, περιζώστηκε,22 προσπαθώντας να σκεπάσει την ασχημοσύνη του. Γι’ αυτό και όταν ο Θεός είπε σ’ αυτόν, «Αδάμ, πού είσαι;» απάντησε, «Άκουσα τη φωνή σου, και επειδή είδα τη γύμνια μου, φοβήθηκα και κρύφθηκα». Αλλά ο Θεός, καλώντας τον σε μετάνοια, λέει σ’ αυτόν: «Και ποιός σε πληροφόρησε ότι είσαι γυμνός, αν δηλαδή δεν έφαγες από το δέντρο που σου έδωσε εντολή απ’ αυτό μόνο να μη φας;» Και επειδή εκείνος δεν θέλησε να πει το «αμάρτησα», αλλά απεναντίας μάλιστα έριξε και το φταίξιμο στον Θεό, που δημιούργησε τα πάντα πολύ καλά, με το να πει, «Η γυναίκα, που μου έδωσες, αυτή μου έδωσε και έφαγα»,23 αλλά και εκείνη επίσης έριξε το φταίξιμο στο φίδι, και δεν θέλησαν διόλου να μετανοήσουν και να προσπέσουν στον Δεσπότη ή να ζητήσουν συγχώρηση, τότε ο Θεός τους βγάζει έξω και τους διώχνει,24 σαν από βασιλικά παλάτια και από μεγαλόπρεπες κατοικίες, εννοώ από τον ίδιο τον παράδεισο, για να ζήσουν σ’ αυτή τη γη σαν εξόριστοι και ξενιτεμένοι.
«Και αμέσως ο Θεός έβαλε τη φλογίνη ρομφαία να φυλάγει την είσοδο του δέντρου της ζωής»,25 όχι επειδή θα επανέρχονταν πάλι μετά την ανάκλησή τους στον ίδιο τον ορατό και υλικό παράδεισο˙ διότι ούτε γι’ αυτό το λόγο φυλάχθηκε ο παράδεισος ως τώρα, ούτε γι’ αυτό το λόγο δεν τον καταράστηκε ο Θεός, αλλά για το λόγο ότι ο παράδεισος ήταν προτύπωση της μέλλουσας ακατάλυτης ζωής και εικόνα της αιώνιας βασιλείας των ουρανών˙ διότι, αν δεν ήταν αυτό, θα έπρεπε ο Θεός να τον καταραστεί περισσότερο, επειδή μέσα σ’ αυτόν έγινε η παράβαση. Αλλά αυτό βέβαια δεν το κάνει, όλη όμως την άλλη γη, επειδή, όπως είπαμε, ήταν άφθαρτη όπως και ο παράδεισος, και πρόσφερε όλα από μόνη της, για να μην έχει και πάλι, βγαίνοντας από εκεί ο Αδάμ, ακοπίαστη ζωή, απαλλαγμένη από κόπους και ιδρώτες, την καταράστηκε από πριν, λέγοντας τα εξής: «Να είναι καταραμένη η γη στα έργα σου˙ με λύπες θα τρως την τροφή σου όλες τις μέρες της ζωής σου˙ η γη θα βλαστάνει για σένα αγκάθια και τριβόλια, και θα τρως το χορτάρι του αγρού, που είναι προορισμένο για τα θηρία και τα άλογα ζώα˙ με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως τον άρτο σου, ωσότου να επιστρέψεις στη γη από την οποία πλάσθηκες, διότι είσαι χώμα και στο χώμα θα καταλήξεις».26
Έπρεπε λοιπόν λογικά ο Αδάμ, που με την παράβαση οδηγήθηκε στη φθορά και στο θάνατο, να κατοικεί σε ρευστή και φθαρτή επίσης γη, και να τρώει, όπως άξιζε, τέτοια τροφή. Επειδή μάλιστα η άφθονη απόλαυση, η άφθαρτη και ακοπίαστη διαβίωση, τον οδήγησε στη λήθη των αγαθών που του δόθηκε, καταδικάστηκε δίκαια να εργάζεται τη γη με κόπο και ιδρώτα, και να παίρνει απ’ αυτή έτσι λίγο λίγο τις τροφές σαν από κάποιον διαχειριστή.
Είδες πώς η γη, με το να υποστεί προηγουμένως την κατάρα και να στερηθεί την προηγούμενη αυτόματη βλάστησή της, δέχθηκε σε μία τέτοια κατάσταση τον παραβάτη; Για ποιό σκοπό και για ποιό λόγο; Από τη μία, για να παρέχει σ’ αυτόν, όταν καλλιεργείται απ’ αυτόν με ιδρώτα και με κόπο, εκείνα που φυτρώνουν ανάλογα απ’ αυτή για την ικανοποίηση της ανάγκης του, από την άλλη, για να μένει άκαρπη, όταν δεν καλλιεργείται, βγάζοντας μόνο αγκάθια και τριβόλια. Λοιπόν, και όταν ο Αδάμ βγήκε από τον παράδεισο, όλη η κτίση που δημιουργήθηκε από τον Θεό από την ανυπαρξία, όταν τον είδε, δεν ήθελε πια να υποταγεί στον παραβάτη˙ ο ήλιος δεν ήθελε να λάμψει, η σελήνη δεν ανεχόταν να φέξει, τα άστρα δεν δέχονταν να εμφανιστούν σ’ αυτόν, οι πηγές δεν ανέβλυζαν˙ οι ποταμοί δεν ήθελαν να κυλούν τα νερά τους, ο αέρας σκεφτόταν να αδρανήσει και να μη δώσει αναπνοή στον παραβάτη˙ τα θηρία και όλα τα ζώα της γης, όταν τον είδαν να είναι γυμνός από την προηγούμενη δόξα, καταφρονώντας τον, εξαγριώθηκαν αμέσως όλα εναντίον του˙ ο ουρανός κινήθηκε δίκαια σαν για να πέσει με κάποιο τρόπο επάνω του και η γη δεν δεχόταν να τον κρατά στην επιφάνειά της.
Υποσημειώσεις.
1. Α’ Κορ. 2, 12
2. Εφ. 1, 18
3. Πρβ. Γέν. 2, 15
4. Γέν. 1, 1-2
5. Γέν. 1, 23
6. Γέν. 1, 26-27
7. Γέν. 1, 28
8. Γέν. 1, 29, 30
9. Μάρκ. 13, 37
10. Πρβ. Γέν. 2, 17
11. Γέν. 1, 27-28
12. Γέν. 1, 31
13. Γέν. 2,2
14. Γέν. 2, 4
15. Γέν. 2, 7
16. Πρβ. Γέν. 2, 2
17. Γέν. 2, 8
18. Ο άγιος Συμεών ακολουθεί εδώ παλαιά γνώμη ότι μετά τις επτά μέρες της δημιουργίας θα ακολουθήσουν επτά αιώνες μέχρι τη Δευτέρα παρουσία, όπου αιώνες = χιλιετίες. Πρβ: τας επτά χιλιάδας των ετών ήγουν αιώνας (Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 38, PG 90, 392A)˙ η αυτού παρουσία… λέγεται δε ότι μετά την των επτά χιλιάδων χρόνων παρέλευσιν έσται (Τριώδιον, Κυριακή της Απόκρεω, Συναξάριον). Βλ. και σ’. 449μ σημ. 66
19. Γέν. 2, 8-9
20. Γέν. 2, 17
21. Γέν. 3, 5-6
22. Γέν. 3, 7
23. Γέν. 3, 9-12
24. Γέν. 3, 23-24
25. Γέν. 3, 24
26. Γέν. 3, 17-19
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.