Ιδιαιτέρως, όμως φρόντιζε, για την αγάπη του Χριστού, να μην καταριέσαι και να μην αφορίζης απλά και χωρίς λόγο˙ διότι αυτό είναι χαρακτηριστικό βαρβάρων και απαίδευτων ανθρώπων˙ αλλά και εμποδίζεται και από τους θείους κανόνες και είναι ανάρμοστο από κάθε άποψι στο αρχιερατικό αξίωμα˙ διότι ο αρχιερέας πρέπει πάντα να εύχεται και να ευλογή το ποίμνιό του και όχι να το καταριέται. Διότι αν ο Θεός δεν ήθελε να λαμβάνη κάποια κατάρα εκείνος ο παλαιός λαός του Ισραήλ, αλλά ευλογία, όπως έχει γραφή: «Ο Βαλαάμ είδε ότι ο Κύριος ήθελε να ευλογήση το Ισραήλ» (Αριθμ. 24, 1), πόσο περισσότερο λοιπόν τώρα δεν θέλει να δέχεται κατάρες, αλλά κάθε ευχή και ευλογία ο νέος Ισραήλ, ο εξαγορασμένος με το αίμα Του χριστώνυμος και περιούσιος λαός; Γι’ αυτό και ο κορυφαίος Πέτρος έγραφε στους χριστιανούς: «Σ’ αυτό έχετε καλεσθή, στο να κληρονομήσετε ευλογία»1 (Α’ Πέτρου 3,9). Και αν ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει σε όλους γενικά τους χριστιανούς να ευλογούν και όχι να καταριούνται: «Ευλογείτε και μη καταριέστε» (Ρωμ. 12, 14), πόσο μάλλον το παραγγέλλει αυτό στους αγίους αρχιερείς και ιερείς, οι οποίοι είναι οι πηγές των ευλογιών.
Πολλά είναι τα παραδείγματα, πολλά τα ρητά τα οποία αναφέρουν πόσο κακό είναι η κατάκρισι, η ύβρις και η λοιδορία, που αν μπορούσε κάποιος να τα συγκεντρώση, θα μπορούσε να φτιάξη βιβλίο. Ο απόστολος Ιάκωβος, λέγοντας αρκετά κατά της γλώσσας, προσθέτει στο τέλος: «Μεταξύ των μελών μας, η γλώσσα είναι εκείνη που μολύνει ολόκληρο το σώμα και πυρακτώνει τον τροχό της ζωής, (δηλαδή όλη την αρμονία και την κίνησι της φύσης μας) και πυρακτώνεται και αυτή από τη γέενα» (Ιακ. 3, 6). Γι’ αυτό και ο όσιος Παμβώ, όπως διαβάζεις στο πολιτικό θέατρο, σε διάστημα σαράντα εννέα ετών δεν μπόρεσε να μάθη στην πράξι εκείνον τον ψαλμό: «Είπα και αποφάσισα να προσέχω με όλη μου τη συμπεριφορά, για να μην αμαρτάνω με την γλώσσα μου» (Ψαλμ. 38, 2)˙ και όταν το κατώρθωσε, έλεγε πεθαίνοντας: «Όσες φορές μίλησα, δεν το μετάνοιωσα». Και ο Αββάς Σισώης, για τριάντα χρόνια μόνο αυτή την προσευχή έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, προστάτεψέ με από τα πτώματα της γλώσσας μου», για να μάθη να σιωπά την κατάλληλι στιγμή. Γι’ αυτό και ο Σειράχ λέει: «Πολλοί σκοτώθηκαν από το στόμα του μαχαιριού. Δεν είναι όμως τόσοι, όσοι έχουν πέσει από κακή γλώσσα». (Σοφ. Σειράχ 28, 18). Και αλλού: «Μακάριος αυτός που με τη γλώσσα του δεν έσφαλε» (Σοφ. Σειράχ 25, 8). Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος είπε: «Σχεδόν η πιο εύκολη και πολύτροπη αμαρτία ενεργείται μέσω της γλώσσας». Και αλλού: «Και συνοψίζοντας λέω, ότι η ευκολία της γλώσσας προξενεί τα μύρια κακά, όπως ακριβώς η ασφάλεια, τα αγαθά» (Εις την Σειράν του κατά Ματθ. κεφ. ιβ’).
Σχετικά με το γέλοιο.
Αλλά και το γέλοιο, σ’ αυτό το αισθητήριο ανάγεται και όχι σε άλλο˙ και αυτό πρέπει να αποδιώχνεται μακρυά από μας, αγαπητέ, και κυρίως το τρανταχτό, το άτακτο και ηχηρό, το οποίο πολλές φορές προξενεί και δάκρυα,2 εξ αιτίας της πολλής συγκίνησις των υγρών και της υπερβολικής διάχυσης της καρδιάς, μαζί με πολύ θόρυβο από το στόμα και τα μάγουλα˙ και το οποίο αναγκάζει να δείχνουν τα ούλα και τα δόντια τους αυτοί που γελούν, όπως τα δείχνουν τα άλογα όταν χασμουριούνται. Διότι αυτό το κατηγορεί και ο Μέγας Βασίλειος γράφοντας τα εξής: «Το άμετρο και ασυγκράτητο γέλοιο είναι απόδειξις ακράτειας και δείχνει ότι δεν ελέγχει κανείς τις συγκινήσεις του και ότι δεν καταπιέζεται η χαλαρότητα της ψυχής με αυστηρή κριτική» (Όροι κατά πλ. ιζ’)˙ και πάλι˙ «το δυνατό γέλοιο και οι αθέλητες άτακτες κινήσεις του σώματος δεν είναι γνωρίσματα εκείνου που ελέγχει την ψυχή του, ούτε του δοκίμου ούτε εκείνου που εξουσιάζει τον εαυτό του˙ γι’ αυτό, αυτό το είδος του γέλοιου και ο Εκκλησιαστής αποδοκιμάζει ως κατ’ εξοχήν ανατρεπτικό της σταθερότητας της ψυχής (είπα για το γλέοιο», λέγει, «είναι μωρία» (Εκκλησ’. 2,2). Επομένως, σωστά ο Σολομών παρωμοίασε το γέλοιο των αφρόνων με τον ήχο των αγκαθιών που καίγονται: «Το γέλοιο των αφρόνων είναι σαν το θόρυβο που κάνουν τα αγκάθια όταν καίγωνται κάτω από το καζάνι» (Εκκλησ’. 7, 6)˙ και ο θεολόγος Γρηγόριος στους τετράστιχους Ιάμβους λέει: «Για όσους έχουν φρόνησι το γέλοιο είναι άξιο για γέλοιο, κάθε γέλοιο, περισσότερο όμως το πορνικό. Και τα άτακτο γέλοιο φέρνει στο τέλος δάκρυα». Να επιτρέπης λοιπόν η διάχυσι της καρδιάς σου να φθάνη μόνο μέχρι το μειδίασμα και αυτό μόνο κάποιες φορές, όπως ορίζει και γι’ αυτό ο μέγας Βασίλειος: «Δεν είναι απρεπές να φθάνη η διάχυσι της ψυχής μέχρι το μειδίαμα, ώστε να δειχθή μόνο αυτό που γράφτηκε˙ «Όταν η καρδιά ευφραίνεται, τότε το πρόσωπο είναι χαρούμενο» (Παροιμ. 15, 13). Και ο σοφός Σειράχ λέει: «Ο ανόητος, στο γέλοιο του υψώνει τη φωνή του, ενώ ο φρόνιμος ήσυχα και μόλις θα μειδιάση» (Σοφ. Σειράχ 21, 20).
Καλλίτερα όμως, αγαπητέ, αφού βρίσκεσαι στην κοιλάδα αυτή των δακρύων και ζης αυτόν τον υπεύθυνο και γεμάτο αμαρτίες βίο και το γέλοιο σου ας μεταστραφή σε πένθος και αυτό το μειδίαμα και η χαρά σου ας μεταβληθή σε κατήφεια, όπως παραγγέλλει ο αδελφόθεος: «Το γέλοιο σας ας μεταβληθή σε πένθος και η χαρά σε κατήφεια» (Ιακ. 4,9). Γι’ αυτό και ο θείος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έγραφε στον πρεσβύτερο Δωρόθεο: «Εάν ο ιερέας είναι τύπος του ποιμνίου και ωνομάσθηκε φως της εκκλησίας και έτσι είναι, είναι ανάγκη στο ήθος αυτού να αποτυπώνεται και η υπακοή σαν κέρινη σφραγίδα˙ και αν λοιπόν θέλης να είσαι φως, μίσησε την ευτραπελία και την ανοησία του γέλοιου, για να μην διδάξης πολλούς να ατακτούν˙ γιατί ο ιερέας είναι άγγελος του Κυρίου και Παντοκράτορα˙ και ο άγγελος δεν γνωρίζει το γέλοιο, λειτουργώντας με δέος (Επιστ. τιθ’).
Ο Κύριος δεν γέλασε, αλλά έκλαψε τετράκις
Ένα πράγμα συλλογίζομαι πολλές φορές για το γέλοιο και απορώ˙ βλέπω τους φιλοσόφους να κάνουν αντίθετο του λογικού το ευτράπελο ˙ και λένε ότι κάθε λογικός άνθρωπος αναγκαστικά πρέπει να είναι και γελαστός και αντίστροφα, κάθε γελαστός πρέπει να είναι λογικός επειδή και η ιδιότητα του γέλοιου είναι, όπως λένε, ουσιώδες χαρακτηριστικό του λογικού. Αλλά από την άλλη μεριά βλέπω ότι ο Κύριός μας, αν και πήρε όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, ωστόσο αυτή την ιδιότητα δεν φάνηκε να τη χρησιμοποιή ποτέ, κατά τον μέγα Βασίλειο που λέει: «Ο Κύριος φαίνεται να υπέμεινε τα αναγκαία πάθη της σάρκας και όσα είναι απόδειξις της αρετής, όπως τον κόπο και την ευσπλαχνία για τους θλιμμένους το γέλοιο όμως με κανένα τρόπο δεν παραδέχθηκε, όπως φαίνεται από την ιστορία των Ευαγγελίων (Όρ. Κατά πλάτ. Ιζ’).
Επομένως, ποιό συμπέρασμα εξάγουμε από αυτή την απορία; Ότι, όχι η εμπαθής ιδιότητα του γέλοιου, αλλά η ιδιότητα του κλάματος είναι ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου και γι’ αυτό ο Κύριός μας, εκείνο όχι μόνο δεν το εφάρμοσε ο ίδιος, αλλά εμπόδισε με απειλή – και τους άλλους λέγοντας: «Αλλοίμονο σε σας που τώρα γελάτε γιατί θα πενθήσετε και θα κλάψετε» (Λουκ. 6, 25). Και αυτό, δηλαδή το κλάμα και αυτός το έπραξε τέσσερις φορές στη ζωή του. Α’ επί του Λαζάρου (Ιωάν. 11, 35). Β’ τον καιρό του πάθους, σύμφωνα με τον Απόστολο, που λέει: «Κατά τις μέρες της επίγειας ζωής του, έκανε προσευχές και παρακλήσεις με κραυγή δυνατή και με δάκρυα προς εκείνον, ο οποίος μπορούσε να τον σώση από τον θάνατο» (Εβρ. 5, 7). Συνέβη αυτό, κατά τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, που ερμηνεύει το προηγούμενο αποστολικό ρητό, όταν ήλθαν οι Έλληνες και ζητούσαν να δουν τον Ιησού και ο Ιησούς είπε: «Πατέρα, ήλθε η ώρα, για να δοξασθή ο υιός του ανθρώπου. Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη και τί να πώ; Πατέρα, σώσέ με από την ώρα αυτή»˙ όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιωάν. 12, 27). Καθώς αυτό το προφήτεψε και ο Δαβίδ από μέρους του Χριστού και είπε˙ «Με κύκλωσαν αγωνιώδεις φόβοι θανάτου, με βρήκαν κίνδυνοι απειλώντας με να με στείλουν στον Άδη, θλίψικαι οδύνη συνάντησα και επεκαλέσθηκαν τον Κύριο και είπα˙ Ώ Κύριε, γλύτωσε την ψυχή μου από τους κινδύνους και τις στενοχώριες της» (Ψαλμ. 134 -4). Και αυτή η ταραχή του Κυρίου φανερώνει θλίψι. Γ’, όταν είδε από μακρυά την πόλι της Ιερουσαλήμ και έκλαψε γι’ αυτή κατά τον ιερό Λουκά (Λουκ. 9,4). Και Δ’, όταν καθόταν με τους μαθητές του στο δείπνο έκλαψε, γιατί λυπόταν την απώλεια του Ιούδα, σύμφωνα με τον Ιωάννη που λέει: «Αφού είπε αυτά ο Ιησούς αναφώνησε με ταραγμένο πνεύμα˙ αλήθεια σας λέω, ένας από σας θα με παραδώση» (Ιωάν. 13,21). Και αυτή η ταραχή δηλώνει κλάμα κατά τον Χρυσόστομο. Ο Κύριος λοιπόν, όχι μόνο εφάρμοσε στην πράξι τέσσερις φορές το κλάμα, αλλά και με λόγια το μακάρισε λέγοντας: «Μακάριοι αυτοί που κλαίτε τώρα γιατί θα γελάσετε».3 Γι’ αυτό και οι θεολόγοι, ορίζοντας τον Χριστό κατά την ανθρώπινη φύσι ότι είναι λογικό ον, δεν προσθέτουν ότι έχει την ιδιότητα του γέλοιου˙ επειδή αυτό δεν αποκαλύφθηκε από τις Γραφές. Και εμείς λοιπόν, κατά το παράδειγμα του Κυρίου μας, ας αποδιώχνουμε όσο είναι δυνατόν αυτή την ηχηρή ιδιότητα σαν πρόξενο του αιωνίου κλαυθμού˙ και ας εναγκαλιζώμαστε το κλάμα ως αίτιο του μακαρίου και αιωνίου γέλοιου. Αλλά τόσα και για το τέταρτο αισθητήριο.
Υποσημειώσεις.
1. Βλέπε ακόμα, ότι ο δεσπότης μας ο Ιησούς Χριστός, όταν επρόκειτο να αναληφθή στους ουρανούς, ύψωσε τα χέρια του˙ εκείνα τα χέρια που δημιούργησαν τον κόσμο και τα πάντα˙ τα χέρια εκείνατα γλυκύτατα, τους δημιουργούς του πλούτου και χορηγούς όλων των καλών˙ τα χέρια με τα οποία πλασθήκαμε αρχικά και αναπλασθήκαμε έπειτα. Αυτά τα χέρια αφού ύψωσε ευλόγησε όλους τους μαθητές του και μέσω εκείνων όλο το χριστώνυμο λαό που πιστεύει στο όνομά του˙ ανάλογα δηλαδή με το σχήμα των χεριών, ακολούθησε και το στόμα και τους ευλόγησε από κοινού και με τα χέρια και με τη γλώσσα και με έργα και με λόγια˙ και δεν τους ευλόγησε μόνο μία φορά και έπειτα σταμάτησε, αλλά τους ευλογεί συνέχεια. Και δηλώνοντας αυτό ο ευαγγελιστής Λουκάς είπε: «Και ενώ τους ευλογούσε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε στον ουρανό» (Λουκ. 24, 51). Αυτό ερμηνεύοντάς το στον λόγο για την Ανάληψι εκείνος ο μεγάλος ρήτορας, ο Μακάριος Φιλαδελφείας ο χρυσοκέφαλος, λέει τα εξής: «Άπλωσε τα χέρια για να ευλογήση, τα χέρια που ποτέ δεν σταμάτησαν να μας ευλογούν. Γι’ αυτό λοιπόν και κατά την ευλογία ανυψωνόταν, όχι για να ευλογήση και να σταματήση˙ αλλά για να ευλογή πάντα και να δημιουργήση ευλογημένους του Πατέρα˙ γιατί είναι η δεξιά του Θεού και η δύναμι˙ γι’ αυτό και αρχίζει να ευλογή κατά την ανάβασι, για να δώση δύναμι για την επίτευξι της εργασίας των εντολών και να μη σταματά να ευλογή˙ αλλά και ευλογώντας αναλήφθηκε και κατά την ανάβασι ευλογούσε, για να μένη δια παντός ευλογώντας τους οικείους και να τους δωρίζη την άφθονη και χωρίς όρια χάρι». Και εγώ νομίζω ότι και τώρα που κάθεται στα δεξιά του Πατρός, έχει τα χέρια του απλωμένα σε σχήμα ευλογίας ο γλυκύτατος Ιησούς Χριστός, η πηγή της ευλογίας. Και όλα αυτά για ποιό λόγο έγιναν; Και για χάρι ποιανού; Για να δοθή το παράδειγμα στους αγίους αρχιερείς που διασώζουν πάνω στη γη τον τύπο του Ιησού, ώστε να ευλογούν πάντοτε το ποίμνιό τους και να μη σταματούν να το ευλογούν με έργα και με λόγια, με τα χέρια και το στόμα.
Αλλά, τί λέω εγώ ότι πρέπει απλά να εύχεται και να ευλογή το ποίμνιό του; Και αυτούς ακόμα τους μεγίστους εχθρούς πρέπει να ευλογή και όχι να τους καταριέται, σύμφωνα με τη δεσποτική εντολή: «Ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται… και προσεύχεσθε για κείνους που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν» (Ματθ. 5, 44). Αλλά και ο θείος Χρυσόστομος λέει: «Ο προφήτης Σαμουήλ εξυβρίσθηκε από τους Ιουδαίους, καταψηφίσθηκε, ατιμάσθηκε τόσο, ώστε ο Θεός θέλοντας να τον παρηγορήση, του είπε: «Δεν εξουθένωσαν εσένα, αλλά εμένα». Τί έκανε εκείνος, εκείνος ο εξουθενωμένος, ο καταφρονημένος, ο εξυβρισμένος; Εύχομαι να μη πέσω σ’ αυτή την αμαρτία, ώστε να σταματήσω να προσεύχωμαι για σας στον Κύριο˙ γιατί αυτός θεώρησε ότι είναι αμαρτία το να μη προσευχώμαστε για τους σταυρωτές του»˙ και στο τέλος αναφέρει τον Στέφανο, τον Παύλο, τον Μωυσή, τον Δαβίδ, προσευχόμενος υπέρ των εχθρών τους; «Ποιάς συγνώμης θα τύχουμε, πες μου, από το Δεσπότη, όταν οι δούλοι του από την Καινή και την Παλιά Διαθήκη, όλοι μας ωθούν στην ευχή υπέρ των εχθρών, εμείς πράττουμε το αντίθετο και ευχόμαστε εναντίον των εχθρών; (Εις τον σταυρόν και τον ληστήν Α’). Όλα αυτά τα είπα για όσους πρόκειται να σφάλλουν ατομικά προς τον αρχιερέα. Εναντίον όμως εκείνων οι οποίοι παρανομούν φανερά σκανδαλίζοντας το λαό και μετά από πολλές νουθεσίες επιμένουν στο κακό και φαίνονται αδιόρθωτοι, εναντίον αυτών, πρέπει να εφαρμόζωνται οι οριζόμενες από τους κανόνες ποινές, οι οποίες δεν είναι ο αφορισμός από την Αγία Τριάδα και άλλες φρικτές κατάρες όπως είναι η τωρινή συνήθεια, και οι οποίες δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από το ανάθεμα, αλλά πρώτον, ο χωρισμός από τα μυστήρια και δεύτερο, ο χωρισμός από την Εκκλησία των πιστών.
2. Το τραντακτό και άτακτο γέλοιο, όχι μόνο φέρνει δάκρυα, αλλά πολλές φορές προξενεί και θάνατο. Γι’ αυτό διαβάζουμε στις ιστορίες ότι ο περίφημος Ξενοφών, νοιώθοντας δυσφορία από το πολύ γέλοιο, έσκασε.
3. Η φύσι προβάλλει δύο είδη μαγνητών, όμοιους στο χρώμα αλλά αντίθετους στις ιδιότητες. Ο ένας έχει μεγάλη συμπάθεια και με επιθυμία αρπάζει τον σίδηρο. Ο άλλος έχει μεγάλη αντιπάθεια και αποστρέφεται έντονα τον σίδηρο. Και δύο ειδών ανθρώπους έφερε ο καιρός στον κόσμο, τον Δημόκριτο και τον Ηράκλειτο. Ο ένας, στοχαζόμενος τη μωρία των ανθρώπων, είχε μεγάλη συμπάθεια στο γέλοιο. Ο άλλος, στοχαζόμενος τις δυστυχίες των ανθρώπων είχε αντιπάθεια στο γέλοιο και συμπάθεια στο κλάμα. Και αν και οι δύο ξεπέρασαν το μέτρο, ωστόσο από τους ηθικούς κατηγορείται ο πάντοτε γελαστός Δημόκριτος ως ακροατής και γελοίος. Και επαινείται ο πάντοτε κλαίων Ηράκλειτος ως πιο εγκρατής και συνετός.
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.