Η περιτομή του Χριστού – Ιεροθέου, Μητροπ. Ναυπάκτου.

Ο Χριστός την ογδόη ημέρα από την Γέννησή Του δέχθηκε την περιτομή, όπως προέβλεπε ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης. Αφού γεννήθηκε και έζησε σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον τήρηση όλες τις διατάξεις και τις συνήθειές του. Και οπωσδήποτε η περιτομή πρέπει να ερμηνευθή μέσα στην θεολογία της κενώσεως που δέχθηκε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Εφ’ όσον οι Πατέρες καθόρισαν να εορτάζεται η Γέννηση του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου είναι φυσικό η περιτομή, που συνέβη μετά από οκτώ ημέρες, να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου, ακριβώς οκτώ ημέρες μετά την Γέννησή Του. Γι’ αυτό, την ημέρα εκείνη τα τροπάρια παρουσιάζουν την θεολογική αξία της περιτομής. Γνωστό είναι το τροπάριο: «συγκαταβαίνων ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν˙ ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν…». Ο Χριστός, όπως από αγάπη και φιλανθρωπία δέχθηκε την περιβολή των σπαργάνων, έτσι δέχτηκε και την περιτομή της σαρκός. Αυτή η άκρα συγκατάβαση και κένωση του Χριστού θεωρείται από την Εκκλησία μεγάλη Δεσποτική εορτή.
α’
Η περιτομή, είναι η αποκοπή «κύκλωθεν του άκρου μέρους του ανδρικού οργάνου». Αυτό γινόταν σε κάθε αρσενικό παιδί, γιατί προβλεπόταν από την εντολή του Θεού, που δόθηκε κατ’ αρχάς στον Αβραάμ. Το σχετικό χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης είναι το εξής: «περιτμηθήσεται ημών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμών, παν αρσενικόν εις τας γενεάς υμών» (Γέν. ιζ’ 10 – 12). Η ίδια εντολή επαναλαμβάνεται στον Μυωσή: «και τη ημέρα τη ογδόη περιτεμεί την σάρκα της ακροβυστίας αυτού» (Λεϋτ. ιβ’ 3). Ο Χριστός σε μια ομιλία Του προς τους Ιουδαίους τους υπενθυμίζει ότι η περιτομή δόθηκε δια του Μωϋσέως, αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν. «Μωυσής δέδωκεν υμίν την περιτομήν, ουχ ότι εκ του Μωυσέως εστίν, αλλά εκ των πατέρων, και εν σαββάτω περιτέμνετε άνθρωποι» (Ιω. ζ’, 22).
Η περιτομή συνδεόταν με την ευσέβεια, την Θεοσέβεια και την τήρηση του νόμου, και δήλωνε τον καθαρό Ισραηλίτη, ενώ ο ρυπαρός, ο ασεβής δηλωνόταν με την λέξη ακροβυστία, που σημαίνει τον μη περιτμημένο. Έτσι, λοιπόν, η περιτομή και η ακροβυστία είναι αντίθετες έννοιες και πράξεις, που δήλωναν τον Ιουδαίο και τον εθνικό, τον ειδωλολάτρη.
Η τελετή της περιτομής ήταν μια οδυνηρή πράξη, και μάλιστα όταν γινόταν με τα μέσα της εποχής εκείνης. Τα όργανα με τα οποία γινόταν η περιτομή ήταν το μαχαίρι, το ξυράφι και η κοφτερή πέτρα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Σεπφώρας, που χρησιμοποίησε κοφτερή πέτρα για την περιτομή του παιδιού της. «Και λαβούσα Σεπφώρα ψήφον περιέτεμε την ακροβυστίαν του υιού αυτής» (Έξ. δ’, 25). Επίσης είναι γνωστόν ότι ο Ιησούς του Ναυή κατασκεύασε «μαχαίρας πετρίνας ακροτόμους και καθίσας περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ εκ δευτέρου» (Ιησ. Ναυή ε’, 3).
Όπως γίνεται αντιληπτό η περιτομή ήταν μια επώδυνη πράξη, που προκαλούσε αιμορραγία. Και αν σκεφθή κανείς ότι γινόταν σε βρέφος, που μόλις είχε γεννηθεί, αντιλαμβάνεται τον πόνο του, αλά και τον πόνο των γονέων που έκαναν την περιτομή και έβλεπαν τον σπαραγμό του παιδιού τους.
β’
Η πράξη, όμως, της περιτομής δεν απέβλεπε απλώς στην καθαρότητα του ανθρώπου, αλλά είχε βαθύ θεολογικό περιεχόμενο και ουσιαστική σημασία. Και στο σημείο αυτό διαφέρει από την περιτομή που υπήρχε στους άλλους λαούς, όπως τους Αιγυπτίους, τους Άραβες και Μωαμεθανούς κλπ. Μερικοί από αυτούς, όπως οι Μωαμεθανοί παρέλαβαν την περιτομή από την Παλαιά Διαθήκη και τις διατάξεις του Μωυσέως, αλλά αυτή η περιτομή είχε άλλο περιεχόμενο. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου θα πη ότι και άλλοι λαοί είχαν την περιτομή, όπως οι ειδωλολάτρες και οι ιερείς των Αιγυπτίων, οι Σαρακηνοί, οι Ισμαηλίτες (Μωαμεθανοί), Σαμαρείτες, Ιουδαίοι και Ομηρίτες, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς δεν την έκαναν για τον νόμο του Θεού, «αλλά αλόγω τινί συνηθεία».
Ο λόγος του Θεού στον Αβραάμ, με τον οποίο καθιερώθηκε η περιτομή δείχνει και το βασικότερο λόγο. Ο Θεός είπε: «και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών» (Γέν. ιζ’, 11). Πρόκειται, δηλαδή, για μια συμφωνία του Θεού με τους δικούς του ανθρώπους, είναι μία διαθήκη. Μια τέτοια συμφωνία πρέπει να επιβεβαιωθή με αίμα. Αυτό το βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη, αφού και η νέα συμφωνία του Θεού με τους ανθρώπους επιβεβαιώνεται με το αίμα του Χριστού.
Η περιτομή ήταν σημείο αναγνωρίσεως κάποιου ότι ανήκε στον λαό του Θεού. «Ώστε επίσημον είναι τον λαόν τον αυτώ ανακείμενον». Κατά τους εξηγητές η περιτομή καθεαυτή δεν ήταν διαθήκη, αλλά σημείο της διαθήκης και της συμφωνίας.
Αυτή η πράξη λειτουργούσε και ως υπενθύμιση ότι πρέπει οι Ισραηλίτες να εμμένουν στην θεοσέβεια των προγόνων τους και να μην έρχωνται σε ερωτική συνάφεια με ειδωλολάτρες και άλλους λαούς. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν οι επιμειξίες, και, βεβαίως, οι συνέπειές τους, που ήταν η αλλοτρίωση από την αποκαλυφθείσα πίστη. Ο άγιος Επιφάνιος θα μας πη ότι η περιτομή λειτουργούσε ως σφραγίδα στο σώμα τους, χάριν υπομνήσεως και ελέγχου στο να παραμένουν «τη του πατρός αυτών θεοσεβεία». Έπρεπε, λοιπόν, οι Ισραηλίτες, δεχόμενοι την περιτομή, να παραμένουν στο Έθνος τους και στην πίστη στον αληθινό Θεό.
Επί πλέον η περιτομή ήταν και προτύπωση του Βαπτίσματος που θα δινόταν στον κατάλληλο καιρό, με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, αφού το βάπτισμα στην πραγματικότητα είναι η περιτομή της καρδίας, όπως θα δούμε πιο κάτω.
γ’
Αυτήν την οδυνηρή πράξη τήρησε και ο Χριστός, αμέσως μετά την Γέννησή Του. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο διασώζεται μέσα σε λίγα λόγια η τελετή της περιτομής που έγινε στον Χριστό. Λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ. β’, 21). Από αυτήν την πενιχρή παρουσίαση της τελετής της περιτομής στην ζωή του Χριστού, φαίνεται ότι συνδέεται στενά με την ονοματοδοσία, γιατί τότε ονομάστηκε Ιησούς, που σήμαινε σωτήρ.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι το τμήμα αυτό που περικόπηκε με την περιτομή του Χριστού, ο Ίδιος ο Χριστός το εφύλαξε αβλαβές και το προσέλαβε εκ νέου με την Ανάστασή Του. Άλλωστε, αυτό που έγινε με τον Χριστό δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνη και δικό μας σώμα. Είναι διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας ότι και τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος, τα οποία εφθάρησαν ποικιλοτρόπως, θα συνδεθούν με το σώμα ή θα αναπλασθούν εκ νέο από τον Θεό, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος, αποτελούμενος από ψυχή και σώμα, να εισέλθη στην Βασιλεία του Θεού. Βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση το σώμα θα είναι πνευματικό και όχι ψυχικό, όπως είναι σήμερα.
Η τελετή της περιτομής, που γίνεται την ογδόη ημέρα, και συνδέεται και με τον ονοματοδοσία, πέρασε στην χριστιανική περίοδο με την τελετή «εις το κατασφραγίσαι παιδίον, λαμβάνον όνομα τη ογδόη ημέρα από της γεννήσεως αυτού». Το κέντρο της τελετής είναι μια θαυμάσια ευχή που διαβάζει ο ιερεύς στο βρέφος μπροστά στις πύλες του Ναού. Βέβαια, το βρέφος προσφέρεται από την μαία ή από κάποια συγγενή, όχι όμως από την ίδια την μητέρα, που θα έλθη στον Ναό την τεσσαρακοστή ημέρα.
Πάντως, γεγονός είναι ότι ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος δοκίμασε μεγάλο πόνο και με την τελετή της περιτομής. Αυτό δείχνει την άκρα συγκατάβαση του Θεού προς το ανθρώπινο γένος. Στο απολυτίκιο της Δεσποτικής εορτής ψάλλουμε: «και νόμον εκπληρών περιτομήν θελήσει καταδέχη σαρκικήν, όπως παύσης τα σκιώδη και περιέλης το κάλυμμα των παθών ημών».
δ’
Αφού είδαμε την θεολογική αξία της περιτομής, που θεσμοθέτησε ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, και ότι ο Χριστός δέχθηκε την περιτομή, πρέπει να αναφερθούμε και στα αίτια για τα οποία ο Χριστός περιτμήθηκε.
Πρώτα – πρώτα με την πράξη αυτή έδειξε ότι Αυτός ο Ίδιος έδωσε τον νόμο στην Παλαιά Διαθήκη, και γι’ αυτό έπρεπε να τον τηρήση. Ο Χριστός δεν ήλθε να καταργήση τον νόμο, αλλά να τον τηρήση και βέβαια να τον υπερβή. Ο Χριστός, δηλαδή υπερέβη τον νόμο, χωρίς να τον παραβή. Με αυτόν τον τρόπο έδειξε ότι και εμείς πρέπει να τηρούμε τον νόμο του Θεού, που αποβλέπει στην σωτηρία.
Έπειτα, η περιτομή, όπως έχουμε ήδη τονίσει, έδειξε και το περιεχόμενο της κενώσεως. Βέβαια, η κένωση του Υιού και Λόγου του Θεού συνίσταται κυρίως στην ενανθρώπιση, στο ότι ο άκτιστος Θεός προσέλαβε κτιστή ανθρώπινη φύση. Αλλά αυτή η κένωση και η άπειρη συγκατάβαση του Θεού φαίνεται και στην περιτομή, αφού δέχθηκε όλη αυτήν την σκληρή δοκιμασία.
Ακόμη, ο Χριστός δέχθηκε την περιτομή για να αποδείξη ότι προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί στην αρχαία Εκκλησία εμφανίστηκε μια αίρεση, που λέγεται δοκητισμός, η οποία υποστήριζε ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, πραγματικό ανθρώπινο σώμα, αλλά σώμα κατά δόκησιν και κατά φαντασία. Αυτό κατέληγε στο ότι δεν σταυρώθηκε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, αφού δεν είχε πραγματικό σώμα, αλλά ενέπαιξε τους Ιουδαίους. Όμως μια τέτοια άποψη δεν σώζει τον άνθρωπο. Πώς μπορεί να σωθή ο άνθρωπος εάν ο Χριστός δεν ανέλαβε την πραγματική ανθρώπινη φύση; Γι’ αυτό, όπως λέγει ο άγιος Επιφάνιος, ο Χριστός περιτμήθηκε για να δείξη ότι «εν αληθεία σάρκα εαυτόν ανειληφέναι».
Αυτός ο λόγος συνδέεται και με το ότι η περιτομή του Χριστού απέδειξε ότι το σώμα που είχε δεν ήταν ομοούσιο με την Θεότητα. Στον Χριστό ενώθηκε το άκτιστο με το κτιστό. Η ανθρώπινη φύση είναι κτιστή, ενώ η θεία φύση άκτιστη. Το σώμα, αφού θεώθηκε από την θεότητα του Λόγου, έγινε ομόθεο, όχι όμως ομοούσιο με τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι και το σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά δεν έχει την ίδια ουσία με την θεότητα.
Επί πλέον, ο Χριστός περιτμήθηκε για να διδάξη τους ανθρώπους ότι η περιτομή, που Αυτός ο Ίδιος έδωσε στους Ιουδαίους, υπηρέτησε την ανθρωπότητα και προετοίμασε το έδαφος έως την δική του παρουσία (άγιος Επιφάνιος). Δεν ήταν μια άχρηστη τελετή. Με την περιτομή παρέμειναν οι Ισραηλίτες πιστοί στον νόμο του Θεού και περίμεναν τον Μεσσία.
Και τέλος, δεν έδειξε μόνον ότι η περιτομή προετοίμασε το ανθρώπινο γένος έως της παρουσίας Του, αλλά και ότι είναι τύπος, προτύπωση της αχειροποιήτου περιτομής που είναι το ιερό βάπτισμα. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η περιτομή ήταν τύπος του Βαπτίσματος. Όπως η περιτομή αποβάλλει ένα αχρείαστο μέλος του σώματος, έτσι και με το άγιο Βάπτισμα αποβάλλουμε την αμαρτία, που δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά περίττωμα. Όταν κάνη λόγο για αμαρτία, που αποβάλλεται, εννοεί την επιθυμία, και βέβαια όχι την χρειώδη και αναγκαία επιθυμία, αφού είναι παντελώς αδύνατον ο άνθρωπος να ζη χωρίς αυτήν, αλλά την άχρηστη επιθυμία και ηδονή. Το Βάπτισμα είναι η αχειροποίητη περιτομή, που δεν βγάζει τον άνθρωπο από το έθνος του, αλλά ξεχωρίζει τον πιστό από τον άπιστο που ζη στο ίδιο έθνος.
ε’
Την πρώτη Εκκλησία μετά την Πεντηκοστή απησχόλησε πολύ το θέμα του κατά πόσον οι προσήλυτοι στην Χριστιανική πίστη έπρεπε να περιτέμνωνται. Το σκεπτικό ήταν, ότι αφού η Παλαιά Διαθήκη προηγείται της Καινής Διαθήκης, έπρεπε οι ειδωλολάτρες που έρχονται στην Χριστιανική πίστη να τηρούν τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και στο θέμα της περιτομής. Για να αντιμετωπισθή το θέμα αυτό συνεκλήθη η Πρώτη Σύνοδος της Εκκλησίας, η λεγομένη Αποστολική, και έλαβε τις σχετικές αποφάσεις, όπως τις διασώζει το δέκατο πέμπτο (ιε’) Κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν Ιουδαίοι Χριστιανοί «εδίδασκον τους αδελφούς ότι εάν μη περιτέμνησθε τω έθει Μωυσέως, ου δύνασθαι σωθήναι» (Πράξ. ιε’ 1). Μάλιστα δε έγινε στάση και συζήτηση πολύ και, όπως λέγεται, μερικοί προερχόμενοι από τις τάξεις των Φαρισαίων συνιστούσαν να περιτέμνωνται οι προσήλυτοι και να τηρούν τον νόμο του Μωυσέως (Πράξ. ιε’, 5).
Στην Αποστολική εκείνη Σύνοδο ομίλησαν ο Απόστολος Πέτρος, οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος και οι αδελφόθεος Ιάκωβος. Η απόφαση της Συνόδου ήταν να μη περιτέμνωνται όσοι εξ Εθνών προσέρχονται στην Χριστιανική πίστη, αλλά μόνο να διατηρούν τους εαυτούς τους καθαρούς, απέχοντες από ειδωλόθυτα, αίμα, πνικτό και πορνεία. Η απόφαση, που κοινοποιήθηκε με επιστολή στους Χριστιανούς, έλεγε: «έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος πλην των επάναγκες τούτων, απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας˙ εξ ων διατηρούντες εαυτούς ευ πράξετε» (Πράξ. ιε’, 28-29).
Το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής είναι ότι, αφού η περιτομή ήταν τύπος και προτύπωση του ιερού Βαπτίσματος και προετοίμασε τον λαό για την παρουσία του Χριστού, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχη. Οι νομικές διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης, που συνδέονται με τον αγώνα για την καθαρότητα του σώματος και της ψυχής από την αμαρτία, και μάλιστα όταν γίνεται με την προσωπική ελευθερία του ανθρώπου, πρέπει να τηρούνται, αλλά η περιτομή που δεν έχει σχέση με την περικοπή της αμαρτίας και της ψυχικής καθαρότητος, μπορεί να καταργηθή, διότι έχει αντικατασταθή, συμπληρωθή και τελειοποιηθή πλήρως με το μυστήριο του Βαπτίσματος.
στ’
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινείται η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, που ανέλαβε να παρουσιάση στα έθνη την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου, αλλά και την θεολογία της. Θα δούμε στην συνέχεια μερικά σημεία από την διδασκαλία του γύρω από αυτό το θέμα.
Αντιμετωπίζοντας ο Απόστολος Παύλος την περίπτωση των Χριστιανών εξ Ιουδαίων, που ανάγκαζαν τους Χριστιανούς εξ Εθνών να περιτέμνωνται, λέγει ότι αυτό το κάνουν για να επαινούνται από τους άλλους Ιουδαίους και για να μη διώκωνται για τον Σταυρό του Χριστού, δηλαδή για την πίστη στον εσταυρωμένο και αναστημένο Χριστό (Γαλ. στ’, 12 -13). Ο Απόστολος όμως διακηρύσσει ότι αυτός καυχάται για τον Σταυρό του Χριστού, δια του οποίου δημιουργείται μια καινούρια κτίση, μια καινούργια δημιουργία. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού, ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις» (Γαλ. στ’, 15). Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δημιούργησε μια καινούρια τάξη, έφερε μια νέα ζωή.
Άλλωστε, αυτή καθ’ εαυτή η περιτομή δεν έχει αξία, αν δεν συνδέεται με την πίστη και την τήρηση των εντολών του Θεού. Με καταπληκτική ερμηνευτική ικανότητα ο Απόστολος Παύλος θα υπογραμμίση ότι η περιτομή δεν ωφελεί σε τίποτε αν δεν πράττη κανείς τον νόμο. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο απερίτμητος, εάν φυλάσση τα δικαιώματα του νόμου, θα θεωρηθή ωσάν να είχε περιτμηθή (Ρωμ. β’, 25-26). Επίσης, ο Απόστολος αναφέρεται σ’ εκείνους που προέρχονται εκ περιτομής, αλλά όμως διακρίνονται για πολλά πάθη. Θα πη χαρακτηριστικά: «εισί γαρ πολλοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι, και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περιτομής… (Τίτ. α’, 10).
Ο Απόστολος, σε αντίθεση με εκείνους που καυχώνταν για την περιτομή που δέχθηκαν, καυχάται για τον Σταυρό του Χριστού και βεβαίως για τα στίγματα του Χριστού, που βαστάζει στο σώμα του. «Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. στ’, 17).
ζ’
Ένα από τα βασικά χωρία στα οποία αναλύεται η θεολογική αλήθεια της Χάριτος του Θεού εν σχέσει με τα έργα του νόμου, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση έχει η περιτομή, είναι αυτό που συναντάται στο δεύτερο (β) κεφάλαιο της προς Γαλάτας επιστολής του. Θα κάνουμε μια ευρύτερη ανάλυση για να δούμε την σκέψη του Αποστόλου Παύλου πάνω στο θέμα της περιτομής.
Αναφερόμενος ο Απόστολος Παύλος σε ένα περιστατικό που έγινε με τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος παρεξηγήθηκε επειδή προσπαθούσε να συμπεριφερθή διακριτικά και να μη σκανδαλίση τόσο τους εκ περιτομής όσο και τους εξ Εθνών, κάνει μια θεολογική ανάλυση αυτού του θέματος.
Κατ’ αρχάς λέγει ότι ο Θεός ενήργησε σε αυτόν να ευαγγελίζεται στα Έθνη, και ο Ίδιος ο Θεός ενήργησε στον Απόστολο Πέτρο να ευαγγελίζεται τον λόγο Του στους εκ περιτομής. Γράφει ο θείος Απόστολος: «ιδόντες ότι πεπίστευμαι το Ευαγγέλιον της ακροβυστίας, καθώς Πέτρος της περιτομής ο γαρ ενεργήσας Πέτρω εις αποστολήν της περιτομής ενήργησε και εμοί εις τα έθνη» (Γαλ. β’, 7-8).
Και αφού παρουσιάζει το περιστατικό που είχε με τον Απόστολο Πέτρο στην Αντιόχεια, καταλήγει: «Ημείς φύσει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί, ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη δια πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σαρξ» (Γαλ. β’. 15-16).
Στην δικαίωση του ανθρώπου δεν συντελή ο νόμος και τα έργα του νόμου. Η δικαίωση μέσα σε όλη την σκέψη του Αποστόλου Παύλου και την ζωή της Εκκλησίας συνδέεται με την αναγέννηση του ανθρώπου, τον φωτισμό του νοός, την έλλαμψη και την θέωσή του. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια ανθρώπινη συναισθηματική δικαίωση, αλλά για θέωση. Με αυτό το περιεχόμενο χρησιμοποιεί ο Απόστολος τον όρο δικαίωση. Το ότι αυτό εννοεί φαίνεται από τον λόγο που παραθέτει στην συνέχεια: «Χριστώ συνεσταύρωμαι˙ ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’, 20).
Ο νόμος και τα έργα του νόμου, όπως είναι η περιτομή, δεν θεώνουν τον άνθρωπο, γιατί αυτό επιτυγχάνεται μόνο με τον Χριστό. Δια της ενανθρωπήσεως του Χριστού συντελείται η σωτηρία και η θέωση του ανθρώπου. Άλλωστε, όλες οι νομοθεσίες και τα έργα του νόμου στην Παλαιά Διαθήκη δόθηκαν μετά την πτώση του ανθρώπου, ώστε να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Γι’ αυτό και είναι το επόμενο και όχι το προηγούμενο θέλημα του Θεού. Η θέωση δεν επιτυγχάνεται δια της εξωτερικής τηρήσεως του νόμου, αλλά δια της κοινωνίας με πρόσωπο, το Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Αν ήταν δυνατόν να σώζη ο νόμος, δεν θα χρειαζόταν η ενανθρώπηση.
Με αυτά που λέμε δεν καταργούμε τον νόμο του Θεού, ούτε είμαστε αντινομιστές, αλλά πρέπει να τονισθή ότι ο νόμος και τα έργα του νόμου, όπως η περιτομή, προετοίμαζαν τον λαό για την ενανθρώπηση του Χριστού, ήταν φάρμακο θεραπευτικό για να καθαρισθή η καρδιά του ανθρώπου από τα πάθη. Έτσι, ο νόμος λειτουργεί καθαρτικά. Για να φθάση όμως ο άνθρωπος στην έλλαμψη και τον δοξασμό, χρειάζεται την πίστη στον Ιησού Χριστό, δηλαδή την κοινωνία του με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος ερωτά: «εξ έργων νόμου το Πνεύμα ελάβετε ή εξ ακοής πίστεως;» (Γαλ. γ’, 2).
Το θέμα, λοιπόν, είναι ότι τα έργα του νόμου δεν δικαιώνουν, δεν θεώνουν τον άνθρωπο, αλλά τον καθαρίζουν, τον προετοιμάζουν για να δεχθή την πίστη του Ιησού Χριστού, δηλαδή να ενωθή με τον Χριστό και να λάβη την δωρεά Του. Η θέωση του ανθρώπου επιτυγχάνεται με την ζωντανή σχέση με τον Χριστό. Οπότε, εκείνος που καθαρίστηκε, φωτίστηκε και δέχθηκε τον Χριστό, εκείνος που με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος έγινε μέλος του Σώματος του Χριστού, δεν χρειάζεται να τηρήση την περιτομή.
Άλλωστε, οι Χριστιανοί δέχθηκαν μια αχειροποίητη περιτομή. «Εν ω και περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού, συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι, εν ω και συνηγέρθητε δια της πίστεως της ενεργείας του Θεού του εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών» (Κολ. β’, 11-12). Και αλλού ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για «περιτομήν καρδίας εν πνεύματι» (Ρωμ. β’, 29).
η’
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, ερμηνεύοντας τα χωρία της Αγίας Γραφής για την πραγματική και πνευματική περιτομή, που είναι το χριστιανικό Βάπτισμα, παρουσιάζουν θαυμάσιες θεολογικές αλήθειες.
Ο άγιος Επιφάνιος διδάσκει ότι η περιτομή της σαρκός προετοίμασε και υπηρέτησε τον άνθρωπο έως του Βαπτίσματος, που είναι η μεγάλη περιτομή, αφού δι’ αυτού απαλλασσόμαστε από τα αμαρτήματα και σφραγιζόμαστε με το όνομα του Θεού. Η σφράγιση με το όνομα του Θεού είναι αναγνώριση ότι ανήκουμε στον Χριστό.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι αν η σαρκική περιτομή χώριζε τους Ισραηλίτες από τους Εθνικούς, πολύ περισσότερο αυτό γίνεται με το ιερό Βάπτισμα, αφού δι’ αυτού διακρίνονται οι πιστοί από τους μη πιστούς. Φαίνεται εδώ ότι πιστοί λέγονται όσοι βαπτίσθηκαν και όσοι αναζωπυρώνουν την Χάρη του Βαπτίσματος.
Κατά την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας η περιτομή της Παλαιάς Διαθήκης δεν καταργούσε τον θάνατο, πράγμα το οποίο γίνεται με την περιτομή της Καινής Διαθήκης. Πραγματικά, ο άνθρωπος εισερχόμενος δια του Βαπτίσματος στην Εκκλησία γίνεται μέλος του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται ο πνευματικός θάνατος και υπάρχει βεβαιότητα στην ανάσταση των νεκρών. Γιατί, αν μετά το Βάπτισμα παραμένει ο σωματικός θάνατος, αυτό γίνεται χάριν της καταργήσεως της αμαρτίας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι η περιτομή είναι η απόθεση της σωματικής ηδονής και των περιττών και αχρήστων επιθυμιών. Εδώ φαίνεται ότι το Βάπτισμα συνδέεται με την ασκητική ζωή, δια της οποίας ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την κυριαρχία των παθών. Δεν πρόκειται για απόθεση και περικοπή του σώματος, αλλά για περικοπή και μεταμόρφωση των επιθυμιών της ψυχής.
Στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου βλέπουμε ότι περιτομή ονομάζεται η εκτομή της εμπαθούς σχέσεως της ψυχής προς το σώμα. Η ψυχή με το σώμα έχουν σχέση και ενότητα. Όμως, δεν πρόκειται γι’ αυτό, αλλά για την εμπαθή σχέση, δηλαδή για την σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος δια των παθών.
Οι λόγοι των αγίων Πατέρων δείχνουν ότι η περιτομή της Καινής Διαθήκης είναι εσωτερική, πνευματική, είναι κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και προσπάθεια για την διατήρηση αυτής της κοινωνίας.
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός έδωσε τον νόμο Του, ώστε να προετοιμάση τον λαό για την υποδοχή του Χριστού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στον πρόλογο του Ευαγγελίου του λέγει: «ο νόμος δια Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. α’, 17). Ο άσαρκος Λόγος έδωσε στον Μωυσή τον νόμο, ώστε να θεραπεύση τον λαό για την υποδοχή της αληθείας και της Χάριτος που ήλθε στον κόσμο δια του σεσαρκωμένου Λόγου του Θεού, δηλαδή του Χριστού. Και ο μωσαϊκός νόμος, όπως και η περιτομή, είχε Χάρη, αλλά αυτή ήταν η λεγομένη καθαρτική ενέργεια και Χάρη του Θεού, όχι η φωτιστική και θεοποιός.
Δια του Χριστού αποκτούμε την πνευματική γέννηση και την πραγματική υιοθεσία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης θα τονίση: «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, άλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν» (Ιω. α’, 12-13).
Οι άνθρωποι με την περιτομή γίνονταν καλοί Ισραηλίτες, ο εκλεκτός λαός του Θεού. Με το Βάπτισμα και την εν γένει εν Χριστώ ζωή οι άνθρωποι γίνονται τέκνα Θεού, αποκτούν την κατά Χάριν υιοθεσία και νικούν τον θάνατο.
Επομένως, η περιτομή του Χριστού υποδεικνύει σε μας την περιτομή της καρδίας. Με την μυστηριακή και ασκητική ζωή γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού. Η συγκατάβαση του Χριστού γίνεται ανάβαση για μας.
Σεπτέμβριος 1994

Από το βιβλίο: Οι Δεσποτικές εορτές. Εισοδικό στο δωδεκάορτο και την ορθόδοξη χριστολογία. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Εκδότης:Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). 2008.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.