Ιωάννης ο Χρυσόστομος – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Για τον (Αγιο) Ιωάννη τον Χρυσόστομο πρώτα – πρώτα θα σημείωνες ότι γεννήθηκε στην Αντιόχεια, το 344, ή γι’ άλλους το 347 και ήταν υιός του στρατηλάτη, του στρατού κατά Συρίαν, Σεκούνδου και της Ανθούσης, ότι παρέμεινε νεώτατος ορφανός από πατέρα και ότι η εικοσαετής χήρα μητέρα του, η Ανθούσα, δεν παντρεύτηκε για να δοθεί στην εκπαίδευση του υιού της, τον οποίον αφ’ ενός μεν παρέδωσε στο σοφιστή και ρήτορα Λιβάνιο και στο φιλόσοφο Ανδραγάθιο, αφ’ ετέρου κατηύθυνε η ίδια στη μελέτη των θείων γραφών. Ήταν τόσες οι αρετές και οι ικανότητες του Χρυσοστόμου, που ο ειδωλολάτρης Λιβάνιος τον προετοίμαζε για διάδοχο στη σχολή του, λέγοντας κατά την παράδοση: «εάν μη οι χριστιανοί εσύλων» δηλαδή αν δεν τον έπαιρναν με το μέρος τους οι χριστιανοί.
Άσκησε για λίγο το επάγγελμα του δικηγόρου στα δικαστήρια, αλλά σύντομα κατηχήθηκε από τον επίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και βαπτίσθηκε χριστιανός. Επιδόθηκε σε άσκηση και μελέτη της αγίας γραφής σε μοναστήρι κοντά στην Αντιόχεια και επιθυμούσε να γίνει μοναχός, αλλά δεν έγινε για χάρη της μητέρας του Ανθούσας, που θεωρούσε τη φυγή του στην έρημο ως δεύτερη χηρεία! Ωστόσο μετά το θάνατο της μητέρας του έζησε για έξι ή κατά τη γνώμη άλλων για τέσσερα χρόνια κοντά στους μοναχούς, αλλά ασθένησε και ξαναγύρισε στην Αντιόχεια, όπου το 380 χειροτονήθηκε διάκονος και το 386 πρεσβύτερος.
Στην Αντιόχεια, σου αναφέρουν οι σύγχρονοι βιογράφοι του, έγινε αμέσως γνωστός ως απαράμιλλος ρήτορας και ερμηνευτής των ιερών βιβλίων της χριστιανικής πίστεως και κέρδισε την αγάπη και την αφοσίωση του λαού της Αντιόχειας, ακόμη και των εθνικών = ειδωλολατρών και των Ιουδαίων. Γνωρίζοντας αλλά και κατέχοντας την επιστήμη και την τέχνη, να ψυχολογεί τις περιστάσεις, συγκράτησε το λαό της Αντιόχειας, όταν είχε στασιάσει κατά του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου και καθαίρεσε τους ανδριάντες του αυτοκράτορα. Τότε ενήργησε δραστήρια στέλνοντας τον επίσκοπο Φλαβιανό στην Κων/πολη, για να καταπραΰνει τον αυτοκράτορα, αποτρέποντας έτσι κάθε τιμωρία από το λαό.
Για δώδεκα χρόνια κήρυττε στην Αντιόχεια ως πρεσβύτερος˙ το κήρυγμά του ήταν βάση θεολογικής επιστήμης και χριστιανικής διδασκαλίας και γινόταν με ασκητική ακριβολογία, αλλά και τραχεία μαστίγωση, καθόσον δεν υπήρξε αρετή και κακία που να μην έχει διαπραγματευθεί ο Ιωάννης, παρουσιαζόμενος ως γλυκός και επιεικής προς τους αδυνάτους, αλλά δριμύς κατά των αδιόρθωτων και συστηματικά αμαρτανόντων και ιδιαίτερα οξύς εναντίον δεισιδαιμονιών, θηριομαχιών, μονομαχιών, κακής ποιότητας θεάτρων και ασέμνων χορών.
Ο ισχυρός άνθρωπος του αυτοκράτορα της εποχής εκείνης Αρκαδίου, ο ευνούχος Ευτρόπιος τον επέλεξε για την θέση του Πατριάρχου Κων/πόλως και τον έφερε κρυφά, γιατί υπήρχε φόβος ν’ αντισταθεί ο λαός της Αντιοχείας στην αναχώρησή του. Από το 398 λάμπει στην Κων/πολη το άστρο του Ιωάννου και επιβάλλεται με τη ρητορική του δεινότητα και με τη δυναμική διαπραγμάτευση μέγιστων ακανθωδών κοινωνικών προβλημάτων, όπως η κοινωνική ανισότητα, η άκρατη και άδικη πολυτέλεια, η ματαιοδοξία και η ακόρεστη φιλαρχία, η κολακεία κ.ά., αλλά κυριολεκτικά γοητεύει με την ασκητική αυστηρότητα του βίου του.
Σύντομα όμως ανακαλύπτεις ότι ως Πατριάρχης με το κήρυγμά του αποξενώθηκε από τη συμπάθεια ανωτέρων κύκλων, ιδιαίτερα γυναικών, αλλά και επισκόπων ακόμα, γιατί θεωρήθηκε σκληρός και άκαιρος ελεγκτής. Όμως λατρεύτηκε έντονα από το λαό της πρωτεύουσας. Στο τέλος του 401 κύκλοι της αυτοκρατορικής αυλής σε συνεργασία με παρασυνόδους μερικών επισκόπων, εκμεταλλεύθηκαν εκκλησιαστικές έριδες και πικρίες, όσων παρανομούντων κληρικών και λαϊκών τους στοίχιζε ο έλεγχος με πρώτο εχθρό, το άλλοτε φίλο ισχυρό Ευτρόπιο, και τον απομάκρυναν από τον Πατριαρχικό θρόνο. Ο Ιωάννης διαμαρτυρόμενος και ελέγχων για την παράνομη απόφαση και ενέργεια, οδηγήθηκε στην Πραίνετο της Νικομήδειας. Όμως ο λαός έδειξε την πολλή αγάπη του στασιάζοντας στην Κων/πολη και ανάγκασε την αυτοκράτειρα Ευδοξία να διατάξει την θριαμβευτική επάνοδό του.
Νέα σύγκρουση, όμως αναφάνηκε μεταξύ Χρυσοστόμου και αυτοκράτειρας Ευδοξίας, καθώς η Ευδοξία ματαιόδοξη όπως ήταν έστησε ανδριάντα της στον Ιππόδρομο μπροστά σχεδόν στο ναό της Αγίας Σοφίας, και οι τελετές με το θόρυβο ενοχλούσαν το Χρυσόστομο ως μέσα στο ναό, που αντέδρασε με δριμύτατο έλεγχο από άμβωνος κατά της αυτοκράτειρας. Παράλληλα με την οργή της αυτοκράτειρας κινήθηκε και ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος, συγκροτώντας τη Χαλκηδόνα Σύνοδο, που καταρτίσθηκε από πλειοψηφία κληρικών δυσμενών διαθέσεων για το Χρυσόστομο και έκρινε το Σεπτέμβριο του 403 μ. Χ. έκπτωτο το Χρυσόστομο από τον πατριαρχικό θρόνο, διότι πριν – το 401 μ. Χ. – επανήλθε στο θρόνο χωρίς να προηγηθεί νόμιμη με νέα σύνοδο αποκατάστασή του. Τόση ήταν η αντιπάθεια των μελών αυτής της συνόδου κατά του Ιωάννου, ώστε να τον καταδικάσουν έκπτωτο με (47) σαράντα επτά κατηγορίες, εντελώς ασύστατες, όπως ανηθικότητα, ασέβεια, προδοσία κ.ά.!
Κυριολεκτικά σε συγκλονίζει η μεγάλη αδικία, καθώς διαβάζεις πως ο Ιωάννης οδηγήθηκε σε εξορία το 404 στην πόλη Κουκουσό της Καππαδοκίας, πόλη που περιγράφεται ως το πιο έρημο μέρος του κόσμου. Ο λαός που λάτρευε το Χρυσόστομο αντέδρασε με δύο τρόπους: στον τόπο εξορίας ο Ιωάννης γινόταν πρόσωπο προς το οποίο εκδηλώνονταν ζωηρότατες συμπάθειες από τον απλό λαό και από πολλούς επισκόπους, ιδιαίτερα προερχομένους από την Αντιόχεια, και στην πρωτεύουσα Κων/πολη ο λαός είχε στασιάσει και είχε πυρπολήσει τη σύγκλητο και το ναό της αγίας Σοφίας ζητώντας την επάνοδό του. Άλλ’ οι διώκτες του ήταν αποφασισμένοι ν’ απαλλαγούν διαπαντός από τον Ιωάννη και διατάχθηκε η μεταφορά του στον μεθοριακό φρούριο Πιτυούντα, στην Ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου, όπου όμως δεν έφθασε ποτέ, γιατί πέθανε καθ’ οδόν βρισκόμενος, στα Κόμανα, από τις κακουχίες της εξορίας και της οδοιπορίας, στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ. Χ.
Στην Κων/πολη, οι φίλοι του Ιωάννη δημιούργησαν το λεγόμενο σχίσμα των Ιωαννιτών που τερματίσθηκε ύστερα από τριάντα χρόνια, όταν τα οστά του, ύστερα από πρωτοβουλία του Πατριάρχου Πρόκλου μεταφέρθηκαν στην Κων/πολη με τιμές από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και εναποτέθηκαν στο ναό των αγίων Αποστόλων. Δύο αιώνες περίπου αργότερα η εκκλησία τον ανεκήρυξε άγιον και από το 628 η μνήμη του τιμάται μεμονωμένα στις 13 Νοεμβρίου. Ο Ιωάννης Μόσχος το 630 και ο Ισίδωρος ο Σεβίλλης το 636 τον ωνόμασαν Χρυσόστομο, όνομα που επικράτησε.
Με τον Ιωάννη Χρυσόστομο μπορείς να υπογραμμίσεις μία μεταβολή: ενώ στους πριν απ’ αυτόν Πατέρες της εκκλησίας και ιεράρχες ο αγώνας γίνεται για τον καθορισμό των δογματικών αληθειών, τώρα ο αγώνας εστιάζεται στην ηθική διδασκαλία του χριστιανισμού και στην προσαρμογή των πιστών ως αγωνιστών συνειδητών στην καθημερινή ζωή σ’ όλες τις εκδηλώσεις. Ο Α. Vasiliev (Ιστορία της βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 126) τον αξιολογεί: «ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα ηθικής που έχει ποτέ παρουσιάσει η ανθρωπότης. Υπήρξε σκληρός για την αμαρτία και γεμάτος από ευσπλαγχνία για τους αμαρτωλούς». Ενώ ο Κων. Παπαρρηγόπουλος υπογραμμίζει μία «ελληνοποίηση» του χριστιανισμού (Ιστορία του Ελλην. Έθνους, έκδ. γαλαξία, τόμ. Η’, σελ. 303) «Πώς να μη θαυμάσωμεν την εκκλησίαν, την υψούσαν φωνήν ίνα συνετίση τον άρχοντα, ίνα μεσολαβήση μεταξύ αυτού και των αρχομένων; Μοναρχίαι απόλυτοι επεκράτησαν και αλλαχού. Άλλ’ ουδαμού οι λειτουργοί της θρησκείας ετόλμησαν να αντιτάξωσιν εις την βούλησιν του δεσπότου, τους φραγμούς, ους παρ’ ημίν αντέταξαν οι Αθανάσιοι, οι Βασίλειοι, οι Γρηγόριοι, οι Συνέσιοι, οι Χρυσόστομοι˙ διότι, ουδαμού αι εθνικαί παραδόσεις δεν εταύτισαν τας Εκκλησίας των πιστών προς την εκκλησίαν του δήμου, τους δε λειτουργούς των εκκλησιών εκείνων προς τους προστάτας της του δήμου εκκλησίας!». Και επιγράφει για τον Ιωάννη το Χρυσόστομο ότι ήταν «ελεγκτής της πολιτικής αρχής και σωφρονιστής της κοινωνίας» Ιστορ. Ελλην. Εκδ. της Γαλαξία, Η’, σελ. 320.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.