– Γέροντα, όταν κάπου ύπάρχη συνήθως απειθαρχία, μπορεί νά ύπαρξη πειθαρχία σέ μιά δύσκολη κατάσταση;
– Όταν γίνεται λ.χ. πυρκαγιά, δέν κάνει καθένας ό,τι του κατεβαίνει. Περιμένουν όλοι νά πάρουν διαταγή. Αυτός πού έχει την ευθύνη παρακολουθεί και λέει τί πρέπει νά γίνη. Αλλιώς μπορεί νά δημιουργήσουν πανικό καί, αντί νά σβήσουν την φωτιά, νά τήν δυναμώσουν.
Μιά φορά επέστρεφα στό Αγιον Όρος. Όταν φθάσαμε μεταξύ της Μονής Βατοπαιδίου καί Παντοκράτορος, άρχισε νά φυσάη βορειοανατολικός άνεμος καί σηκώθηκε φουρτούνα. ο καραβοκύρης πήγαινε το μοτέρ κόντρα στό κύμα, γιατί διαφορετικά θά βουλιάζαμε. Ένας Ίερισσιώτης φοβητσιάρης, πού δέν ήξερε ούτε άπό καράβι ούτε άπό θάλασσα – μουλάρια είχε -, έβαλε τις φωνές: «Τί κάνεις, θά μας πνίξης! Δέν βλέπετε; Στην Καβάλα θά μας πάη!». Τότε ξεσηκώθηκαν καί άλλοι καί έπεσαν επάνω στον καραβοκύρη. «Αφήστε με, έλεγε ο καημένος, ξέρω έγώ τήν δουλειά μου». Ευτυχώς ένας άπό τους επιβάτες ήταν ναυτικός καί τους καθησύχασε: «Αφήστε τον, ξέρει αυτός. Κόβει το κύμα έτσι πού πάει». Αν δέν ήταν εκείνος, θά βούλιαζε το μοτέρ, γιατί οι άλλοι δέν άφηναν τον καραβοκύρη νά κάνη τήν δουλειά του. Βλέπεις, ένας ήταν φοβητσιάρης, δημιούργησε πανικό, ξεσηκώθηκαν όλοι μέσα στο πλοίο και θά τό βούλιαζαν. Ύστερα, γιά τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει πάντοτε και ο δεύτερος μηχανικός πού, αν ο πρώτος είναι ζαλισμένος, θά πιάση εκείνος τό τιμόνι.
Οι Έλληνες δέν πειθαρχούν εύκολα. Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν στο αλάθητο του πάπα. Εμείς πιστεύουμε στον λογισμό μας και έχουμε όλοι τό… αλάθητο! Γιατί λένε ότι οι Τούρκοι έχουν καλή πολιτική; Επειδή λίγοι Τούρκοι είναι μυαλωμένοι και οι περισσότεροι κοιμισμένοι• γίνονται λοιπόν αρχηγοί οι λίγοι πού είναι μυαλωμένοι και οι άλλοι υπακούουν φυσιολογικά. Οι Έλληνες, επειδή σχεδόν όλοι έχουν πολύ μυαλό, θέλουν όλοι νά κυβερνούν, νά διατάζουν, και δύσκολα υποτάσσονται. Και οι Ιταλοί έλεγαν: «Στους δέκα Έλληνες οι πέντε θέλουν νά κάνουν κουμάντο»!
Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε νά πάμε κάπου• μπορεί ένας νά ξέρη ένα μονοπάτι πού είναι λίγο συντομώτερο, ο άλλος νά ξέρη ένα άλλο άπό τήν άλλη πλευρά, ο άλλος κάποιο άλλο, και νά άρχίση ο ένας νά έπιμένη «όχι, νά πάμε άπό έδώ, είναι καλύτερα», ο άλλος «όχι, νά πάμε άπό έκεϊ», και τελικά, αν δέν διατάζη ένας, μπορεί νά περάσουν ώρες, μέρες, χωρίς νά ξεκινήσουν και νά βρίσκωνται στον ϊδιο τόπο. Αν όμως διατάζη κάποιος και πή «άπό ‘κεϊ θά πάμε», επειδή ξέρει εκείνον τόν δρόμο, έστω και αν είναι μακρύτερος, θά φθάσουν κάποτε. Αν φυσικά αυτός πού διατάζει ξέρη τόν συντομώτερο δρόμο, αυτό είναι τό καλύτερο. Αλλά, έστω και αν ξέρη τόν μακρύτερο, πάλι θά φθάσουν μέ τήν διαταγή.
Ό Θεός τήν διάθεση βλέπει και βοηθάει
– Αν στά χρόνια μας ζητήσουν κάτι παραπάνω και δεν εχης πνευματική κατάσταση αλλά μόνο διάθεση, θα μπόρεσης να σταθής;
Πώς δέν θα μπόρεσης; ο Θεός τήν διάθεση του ανθρώπου βλέπει και βοηθάει. Ύστερα, συχνά, σε δύσκολες στιγμές, και άνθρωποι πού δέν φαίνονται γιά παλλη-καριά, δείχνουν μεγάλη παλληκαριά. Νά, θυμάμαι, στον στρατό ήταν ένας υπολοχαγός πού ποτέ δέν είχε δείξει ούτε θυσία ούτε παλληκαριά. Μια φορά πού κινδυνεύαμε νά μας πιάσουν οί αντάρτες, είχε σταθή σέ ένα εξωκλήσι καί μέ ενα αυτόματο τους καθήλωσε, μέχρι νά οπισθοχωρήσουμε, και σωθήκαμε. Στάθηκε εκεί καί έρριχνε μέ το πολυβόλο, πάνω-κάτω, άριστερά-δεξιά, καί δέν τους άφηνε νά περάσουν. Στο τέλος έφυγε, γιά νά μήν τόν δούμε. Καί ύστερα, ούτε καν εΐπε «εγώ τους καθυστέρησα καί μπορέσατε νά σωθήτε…», γιά νά καμάρωση κ.λπ. Λέγαμε όλοι «ένα αυτόματο μας έσωσε», έλεγε καί αυτός: «Ένα αυτόματο μας έσωσε». Αφού όλοι έλεγαν έτσι, έλεγε καί αυτός τά ϊδια. Καί τελικά είδαμε ότι ο τάδε ήταν στην μονάδα, ο τάδε ήταν, εκείνος μόνον απουσίαζε καί εξακριβώσαμε ότι αυτός ήταν.
Άν τόν έπιαναν οί αντάρτες, ξέρεις τί θά τραβούσε; Θά έβγαζαν όλο το άχτι τους επάνω του• δέν θά τού το χάριζαν. Σου λέει: «Έσύ μάς έκανες τόση ζημιά• έλα εδώ, νά σού βγάλουμε τά νύχια μέ τήν πένσα». Κοσμικός άνθρωπος καί νά κάνη τέτοια θυσία! Θυσιάσθηκε, γιατί αυτός κινδύνευσε περισσότερο άπό όλους μας. Έσεϊς βάζετε τόν εαυτό σας σέ τέτοια θυσία; Εκείνος ούτε Πατερικά διάβαζε ούτε άπό πνευματικά ήξερε… Τόν γνώριζα, είχε μιά απλότητα, μιά τιμιότητα. Καί ήταν άλλοι πού έβρισκαν κανέναν σκοτωμένο αντάρτη, τού έκοβαν το κεφάλι καί το γύριζαν στό χωριό καί έκαναν τόν παλληκαρά! Γι’ αυτό δέν φθάνει νά έχη κανείς μόνον παλληκαριά, πρέπει νά έχη καί το πνεύμα της θυσίας, γιά νά έχη αντίκρισμα η παλληκαριά.
Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.