Η μυστηριακή δύναμη της σωτηριώδους Θυσίας – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Με όλα αυτά πρέπει να θεωρήσουμε πως ασφαλέστερη οδός είναι, ό,τι καλό ελπίζει ο καθένας να ενεργηθεί μετά τον θάνατό του από τους άλλους, να το κάνει ο ίδιος για τον εαυτό του όσο ζει. Μακαριότερο πράγματι είναι να εξέλθει κανείς ελεύθερος, παρά μετά τα δεσμά να ζητάει ελευθερία. Οφείλουμε επομένως με όλη μας τη διάνοια να καταφρονούμε τον παρόντα αιώνα, για ένα λόγο παραπάνω τώρα που τον βλέπουμε ήδη να καταρρέει, και να θύουμε στον Θεό καθημερινές θυσίες δακρύων, και καθημερινώς προσφορές του Σώματος και του Αίματός Του.
Αυτή πράγματι η θυσία κατά τρόπο μοναδικό σώζει την ψυχή από την αιώνια απώλεια, γιατί δια του μυστηρίου ανακαινίζει για εμάς τον θάνατο του Μονογενούς, ο Οποίος αν και «εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει» και «θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει»,1 ωστόσο, ζώντας ο Ίδιος εν Εαυτώ αθάνατα και άφθαρτα, θυσιάζεται εκ νέου για χάρη μας σε αυτό το μυστήριο της Αγίας Αναφοράς. Εδώ το Σώμα Του αναλίσκεται, η Σάρκα Του μερίζεται εις σωτηρίαν του λαού, το Αίμα Του χύνεται όχι πια σε χέρια απίστων, αλλά σε στόματα πιστών.
Ως εκ τούτου λοιπόν ας αναλογισθούμε τι αξία έχει για εμάς αυτή η θυσία, η οποία υπέρ της δικής μας συγχωρήσεως πάντοτε μιμείται το πάθος του Μονογενούς Υιού. Ποιός λοιπόν ανάμεσα στους πιστούς θα μπορούσε να έχει αμφιβολία πώς κατ’ αυτήν την ώρα της θυσίας με την φωνή του ιερέως ανοίγονται οι ουρανοί, πως σε αυτό το μυστήριο του Ιησού Χριστού παρίστανται οι χοροί των αγγέλων, πώς τα κατώτατα γίνονται συγκοινωνοί με τα ανώτατα, η γη συνάπτεται με τα ουράνια, τα ορατά και τα αόρατα γίνονται ένα;
Ότι πρέπει να ταπεινώνουμε την καρδιά κατά τα ιερά
μυστήρια και να φυλάττουμε τον νου μετά την κατάνυξη.
Αλλά είναι απαραίτητο, όταν το επιτελούμε αυτό, να σφαγιάζουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας στον Θεό με την συντριβή της καρδίας, γιατί εμείς που ιερουργούμε τα μυστήρια του Δεσποτικού πάθους, πρέπει να μιμούμαστε αυτό που πράττουμε. Τότε λοιπόν αυτό αληθινά θα γίνει θυσία στον Θεό υπέρ ημών, όταν θα κάνει θυσία εμάς τους ίδιους.
Αλλά πρέπει να προσέξουμε με ζήλο, ώστε ακόμα και μετά από την ώρα της προσευχής, όσο μπορούμε κατά την δωρεά του Θεού, να τηρούμε την ψυχή στην σοβαρότητα και την ρωμαλεότητά της, μήπως μετά ο λογισμός μετεωρισθεί και χαυνωθεί, μήπως κάποια μάταιη χαρά γλιστρήσει μέσα στον νου και η ψυχή χάσει το κέρδος της κατανύξεως με την αφροντισιά του μετεωριζόμενου λογισμού. Έτσι αλήθεια η Άννα αξιώθηκε να επιτύχει αυτό που είχε ζητήσει, γιατί μετά τα δάκρυα τήρησε τον εαυτό της στην ίδια ρωμαλεότητα του νου. Πραγματικά γράφεται για αυτήν: «Και το πρόσωπον αυτής ου συνέπεσεν έτι».2 Επειδή λοιπόν δεν ξέχασε πως είχε παρακαλέσει, γι’ αυτό και δεν στερήθηκε το δώρο που ζήτησε.

Ότι πρέπει να συγχωρούμε τα πταίσματα των άλλων για να συγχωρεθούν και τα δικά μας.

Όμως μέσα σε αυτά πρέπει να γνωρίζουμε πως εκείνος που ζητά άφεση του παραπτώματός του με σωστό τρόπο, είναι αυτός που προηγουμένως συγχωρεί το εις βάρος του φταίξιμο. Γιατί το δώρο δεν γίνεται δεκτό, εάν προηγουμένως δεν απωθηθεί η διχόνοια από την ψυχή, όπως το λέγει η Αλήθεια Χριστός: «Εάν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου».3 Πάνω σε αυτό πρέπει να συλλογισθούμε, πόσο βαρύ πλημμέλημα είναι η διχόνοια, αφού έτσι και εκείνο το Δώρο, με το οποίο λύεται κάθε πταίσμα, εξαιτίας της ούτε αυτό δεν γίνεται δεκτό. Οφείλουμε λοιπόν, όσο μακριά κι αν βρίσκεται ο πλησίον κι όσο μεγάλη απόσταση κι αν μας χωρίζει, να πάμε νοερώς σε αυτόν και να ρίξουμε την ψυχή μας στα πόδια του, να τον καταπραΰνουμε με την ταπείνωση και την καλή μας θέληση, κι έτσι ο Κτίστης μας βλέποντας τέτοια πρόθεση στο πνεύμα μας, μας λύει από το αμάρτημα λαμβάνοντας το Δώρο για την εξαγορά του παραπτώματος.
Από την μαρτυρία της φωνής της Αληθείας μάθαμε πως ο δούλος που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, όταν μετανόησε, έλαβε λύση του χρέους από τον Κύριο, αλλά επειδή δεν χάρισε το χρέος στον σύνδουλό του που του χρωστούσε εκατό δηνάρια, προστάχθηκε να πληρώσει και αυτό που του είχε ήδη χαρισθεί.4 Από αυτά τα λόγια επομένως συμπεραίνεται πως, εάν δεν αφήνουμε εκ καρδίας αυτό που πλημμελείται εις βάρος μας, τότε έχουμε να πληρώσουμε πάλι και αυτό που χαιρόμαστε πως ήδη μας έχει αφεθεί δια της μετανοίας.
Επομένως όσο μας επιτρέπεται από τον καιρό μετανοίας που απομένει, όσο ο Κριτής μακροθυμεί, όσο Αυτός που εξετάζει τα παραπτώματα αναμένει την μεταστροφή μας, ας λιώσουμε μες στα δάκρυα την σκληροκαρδία μας, ας διαμορφώσουμε απέναντι στους πλησίον μια στάση χάριτος και καλής προαιρέσεως. Και το λέγω με απόλυτη πεποίθηση, πως δεν θα έχουμε ανάγκη να ζητάμε την σωρηριώδη Θυσία μετά θάνατον, εάν πριν τον θάνατο γίνουμε οι ίδιοι θυσία στον Θεό.

Υποσημειώσεις.

1. Ρωμ. 6, 9
2. Α’ Βασιλειών 1, 18. Ας παρατηρήσουμε πως το όλο έργο κλείνει με μια νοσταλγία του πένθους, άρα και της μοναχικής ζωής, όπως δηλαδή και άρχισε στον Πρόλογο στο βιβλίο Ι.
3. Ματθ. 5, 23- 24.
4. Ματθ. 18, 23 – 35.

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.