Το κείμενο που δημοσιεύουμε, είναι απόσπασμα από ομιλία του αειμνήστου Γερασίμου Ν. Σπετσιέρη. Είχε εκφωνηθεί στις 21 Φεβρουαρίου 1947 στα πλαίσια πατριωτικής γιορτής, οργανωμένης από τον Διδασκαλικό Συλλογο Πατρών στο Δημοτικό Θεατρο της πόλεως. Την εποχή εκείνη ο ομιλητής υπηρετούσε ως Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως στην Πατρα και είχε παρακληθεί να μιλήσει, ως Μπιζανομάχος.
Η εκδήλωση είχε οργανωθεί προς τιμήν των Γιγαντομάχων ηρώων μας, εκπορθητών του θρυλικού Μπιζανίου, που με την απαράμιλλη θυσία τους μπήκαν ελευθερωτές στην ένδοξη Μητρόπολη της Ηπείρου, στα ξακουσμένα Γιάννενα.
Το κείμενο της ομιλίας του είναι καρπός αληθινής αγάπης στην Ελλάδα και προσωπικής εμπειρίας. Αποτελεῖ όμως και ένα συγκλονιστικό εποπτικό μάθημα ελληνικού ηρωισμού, που τόσο έχει ανάγκη η νέα γενιά.
Το κείμενο μας το παραχώρησε η οικογένειά του, την οποία και ευχαριστούμε.
« Η Δράσις μας»
………………………………………………………………..
Η 6η Μεραρχία, στην οποία υπηρετούσα κι εγώ τότε, αφού μαζί με τον άλλον εθνικό στρατό ξεκαθάρισε και ελευθέρωσε τα Μακεδονικά εδάφη που στέναζαν κι αυτά, όπως και οι λοιπές υπόδουλοι τότε χώρες, στον ξενικό ζυγό και τα μετέβαλε σε αναπόσπαστο και αιώνιο τμήμα της Ελευθέρας Ελληνικῆς Πατρίδος, έσπευσε, όπως και ο υπόλοιπος στρατός μας, στην Ηπειρο.
Στην Πρέβεζα φθάσαμε δια θαλάσσης κατά τις 27 με 28 Δεκεμβρίου 1912 και από κει ξεκινήσαμε για το πεδίον της μάχης…
Το σύνταγμά μου, αποτελούμενο από δύο τάγματα, όταν έφθασε στο χωριό Λούρο, χωρίσθηκε σε δύο.
Το ένα τάγμα, υπό τον ταγματάρχη και μετέπειτα στρατηγό Πλατή, βάδισε προς την Παραμυθιά, το δε άλλο, στο οποίο ανήκα κι εγώ, υπό τον ταγματάρχην Παγουρτζή, βάδισε προς το Μπιζάνι. Το δικό μας τάγμα είχε κρατήσει και τη Σημαία του Συντάγματος.
Συνεχίζοντας το δρόμο μας περάσαμε το χωριό Καλέτζι, φθάσαμε στο μέτωπο και λάβαμε μέρος αμέσως στις μάχες της 7ης Ιανουαρίου 1913 και καταλάβαμε τα υψώματα της ονομαστής Αετοράχης και του Λοζετσίου. Εκεῖ παραμείναμε ως πολιορκηταί του Μπιζανίου επ ἀρκετόν…
Μπιζάνι είναι όλο το φρουριακό συγκρότημα, το οποίο υπερήσπιζε την πόλη των Ιωαννίνων. Εφερε δε το όνομα αυτό από το κυριότερο οχυρό που είναι στο βουναλάκι και λέγεται Μπιζάνι, δέκα χιλιόμετρα νοτίως της πόλεως. Τούτο έφερε σειρά από οχυρώματα με παχύτατους πύργους τσιμεντένιους. Οποιος τούς βλέπει και σήμερα ακόμη, εννοεί πως για την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχαν τα σημερινά πολεμικά μέσα, ήταν οχύρωση απόρθητη και τρομερή. Θαυμάζει πραγματικά τον στρατό που τα αχρήστευσε, δικαιολογεί δε και το όνομα που τούς είχαν δώσει εκείνοι, οι οποίοι δεν είχαν υπολογίσει τον γιγαντομάχο στρατό — όπως και τώρα τελευταία — (Σ.Σ. εννοεί τη Γερμανική επίθεση του 1941), γιατί τα είχαν ονομάσει «ο τάφος της Ελλάδος»!… Και ήταν αυτοί, παρακαλώ, γερμανοί στρατιωτικοί ειδικοί…
Μπροστά από τα οχυρά ήταν συρματοπλέγματα πυκνότατα με διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος• εχρησιμοποιούντο δε και ηλεκτρικοί προβολείς για τις νύκτες. Το Μπιζάνι δέσποζε όλων των γύρω μερών και η όλη οχύρωση συνεπληρούτο με τα οχυρά της Καστρίτσας και του Δρίσκου αριστερά και του Αγίου Νικολάου — Σαδοβίτσης και Νεοχωρίου δεξιά και γύρω, ώστε από όλα τα μέρη να φρουρείται απόρθητα η πόλη.
Το τουρκικό πυροβολικό, το κυριότερο φρουριακό όπλο της εποχής εκείνης, ήταν άφθονο. Ο τουρκικός στρατός πολυπληθής και αποφασιστικός, διευθυνόμενος από εξαίρετο και ικανότατο στρατηγό και πολύ συνετόν άνθρωπο, τον γνωστό στη χώρα μας Εσάτ-πασά, συμμαθητή άλλοτε του δικού μας Αρχιστρατήγου, αειμνήστου διαδόχου τότε Κωνσταντίνου, ανωτέρου βεβαίως από εκείνον… Γιατί το Μπιζάνι δεν έπεσε από εξάντληση, όπως γίνεται συνήθως με τα πολιορκούμενα φρούρια, αλλά εκυριεύθη, ευρισκόμενο στη μεγαλύτερή του ακμή…
Ηταν τόσο εύστοχα τα πυρά του τουρκικού πυροβολικού, ώστε δεν τολμούσε να σηκώσει κανείς κεφάλι, χωρίς να πέσει αμέσως νεκρός. Είχε καταντήσει μυθώδης η δύναμή του και ο τρόμος που προκαλούσε ήταν απερίγραπτος… Αλλά και ο χειμώνας ήταν εξαιρετικά βαρύς•
«στα Πεστά και στο Μπιζάνι,
μάννα μου, τι κρύο κάνει»…
Οι κακουχίες πολλές…, αλλά και το περιβόητο Καστρο αμείλικτο…
Η καρτερία όμως και η αποφασιστικότητα του ελληνικού στρατού δεν εκάμπτετο. Με όλο το χιόνι, εργαζόμενοι νύχτα και μέρα και μ ὅλο το κακό που μας έκανε το Καστρο με τα κανόνια του, γιατί είχε επισημάνει όλες τις θέσεις μας, κατασκευάσαμε δρόμους και ανεβάσαμε δρόμους για να μεταφέρουμε τα βαρειά κανόνια μας, σέρνοντάς τα με τα παγωμένα μας χέρια. Τα τοποθετήσαμε σε όλα τα σημεία του μετώπου και ετοιμάζαμε την αποφασιστική επιχείρηση, που θα μας έφερνε στη θρυλική πόλη. Ο καιρός περνούσε. Η ώρα πλησίαζε. Ετοιμάζονται τέλος τα πάντα για την εξόρμηση…
Στις 17 Φεβρουαρίου 1913, ημέρα Κυριακή της Απόκρεω κατά το μεσημέρι, παίρνουμε τη διαταγή. Δυο τάγματα ευζώνων και ένα πεζικού, το δικό μας, σχημάτισαν ένα σύνταγμα. Το Συνταγμα του θανάτου. Ετσι το είπαν. Ετσι το δικό μας, το μεμονωμένο αυτό τάγμα, απετέλεσε το τρίτο τάγμα του Συντάγματος αυτού. Το Συνταγμα είχε δύο σημαίες• Μια του ευζωνικού και μία του δικού μας, της οποίας μάλιστα ο Σταυρός φέρει τραύμα τουρκικής σφαίρας στο κέντρο, που το πήρε κατά την εξόρμηση, που θα σας αναφέρω παρακάτω.
Χαλάσαμε τ ἀντίσκηνα και φεύγουμε από το Λοζέτσι, όπου μείναμε ως πολιορκηταί με τον άλλο στρατό, και ξεκινάμε για το χάνι του Εμίν- Αγά, το λεγόμενο σήμερα «στρατηγείον», γιατί έμενε και διηύθυνε τις επιχειρήσεις ο αρχιστράτηγος με το Γενικό Επιτελεῖο. Το μέρος αυτό είχε ορισθεί ως σημείο συγκεντρώσεως του «Συντάγματος του θανάτου». Περνάμε τα ξακουστά Πεστά, στο βουνό του οποίου σταματήσαμε ώσπου να νυχτώσει καλά, για να μη μας δει το Μπιζάνι (όπου δοκιμάσαμε το μεγαλύτερο κρύο που μπορεί να φαντασθεί κανείς…). Κατεβαίνουμε στο χάνι, συντασσόμεθα, ετοιμαζόμεθα καθ ὅλα και ξεκινάμε, βαδίζοντες την αμαξιτή οδό. Φθάσαμε σε κάποιο άλλο χάνι, που ελέγετο, και λέγεται και τώρα, χάνι Φτελιάς. Στρίβουμε αριστερά, αφίνοντας πλέον την αμαξιτή οδό, περνάμε κάποιο χωριό λεγόμενο Θεριακήσι και από κει στρέφουμε δεξιά και σταματούμε μπροστά στα περιβόητα και ιστορικά στενά της Μανωλιάσσας.
Είναι αυτά μια μεγάλη και μακρινή χαράδρα, η οποία στο βάθος κλείεται μ ἕνα βουνό, τα οχυρώματα του οποίου είχαν αναλάβει την φύλαξη των στενών αυτών. Είναι τώρα 19 Φεβρουαρίου βράδυ…
Κινούμεθα δηλαδή πλέον από το αριστερό του μετώπου, ενώ ο εχθρός νομίζει πως θα ενεργήσουμε από το δεξιό, από το τρομερό οχυρό της Καστρίτσας, ενώ εμείς αντιμετωπίζουμε το οχυρό του Αγίου Νικολάου.
Εδώ διανυκτερεύσαμε την 19η Φεβρουαρίου προς την 20η, η οποία και ξημερώνει με κάποιο δειλό χαμόγελο, με κρύο τσουχτερό, αλλά και με μια λιακαδίτσα, που έκανε τα χιόνια του βουνού να λάμπουν. Η νύχτα πέρασε, όπως τη νοιώσαμε μόνο εμείς που τη ζήσαμε κι αυτή (από το κρύο δηλαδή), και έφεξε η 20η Φεβρουαρίου…
Η 20η Φεβρουαρίου 1913 και για τη θρυλική πόλη και για τα αντίπαλα στρατεύματα ήταν μια από τις εξαιρετικές. Ημέρα αγωνίας, θανάτου και ζωής• ήταν η τελευταία. Ηταν ημέρα, που η δράση του Καστρου και του Γιγαντομάχου στρατού έφθανε στο κορύφωμά της. Ημέρα που εδίδετο το τελειωτικό κτύπημα. Τα πάντα είχαν ετοιμασθεί. Ακρα τάξη επικρατούσε σε όλα. Οι διαταγές όλες είχαν πλέον δοθεί. Το κάθε τμήμα στη θέση του και στην αποστολή του. Το μέτωπο όλο, και από τα δύο μέρη, εκαίετο. Οι βρυχηθμοί του Καστρου προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τη γύρω φύση και να κρατήσουν σε ακινησία το παν. Προσπαθούσαν ακράτητοι να μεταδώσουν παντού τον πανικό, που παγώνει το αίμα και σταματά την κάθε κίνηση και αφαιρεί κάθε ήρεμη σκέψη και δεν επιτρέπει καμμιά απόφαση και φέρνει την αταξία και τη σύγχυση. Το Καστρο βρυχάται… Το φλογερό του στόμα χύνει ποταμηδόν τούς μύδρους του και τούς κεραυνούς του. Οι πύρινοι αφροί του ξεχύνονται αστείρευτοι προς όλα τα σημεία του μετώπου. Θηρίο το Καστρο, ανήσυχο, ταραγμένο, ολοκόκκινο βρυχάται, κτυπά, κεραυνοβολεί. Νομίζει πως στη μανία του τίποτε δεν μπορεί ν ἀντισταθεῖ. Και το Μπιζάνι βάλλει… βάλλει… αγέρωχο. Εχει τόση πεποίθηση στη δύναμή του, που δεν σκέπτεται χάρο…
Ο Στρατός μας όμως, που περισφίγγει το θηρίο, έχει πάρει την απόφασή του• «Το Μπιζάνι θα πέσει. Πρέπει να μπούμε στα Γιάννενα»… Το κάθε τμήμα στη θέση του και στην αποστολή του. Ολα συγκεντρώνουν στο Καστρο τα πυρά τους, μα αυτό αγέρωχο απαντά παντού. Η ατμόσφαιρα καίεται από τα διασταυρούμενα αδιάκοπα πυρά. Οι λαγκαδιές αντιλαλούν. Μονο βοη και φλόγα. Κινηση πουθενά. Καθε τι που θα κινηθεί συντρίβεται, καίεται… Το Καστρο κυριαρχεί! Που να φαντασθεί πως κάποιο τμήμα Ελληνικό ευρίσκεται σε κίνηση και προσπαθεί να πλησιάσει για το θανάσιμο πλήγμα! Που να φαντασθεί πως ο χάρος είναι σιμά του, πως οι βρυχηθμοί του εκείνοι ήταν οι τελευταίοι… Μπιζάνι, γενναίο Καστρο… Πως να φαντασθείς ότι σε λίγο θα είσαι νεκρό! Ενα σύνταγμα σε πλησιάζει μ ἀπόφαση. Είναι το σύνταγμα που μπαίνει τώρα άφοβα στο στενό της Μανωλιάσσας. Δυο τάγματα ευζώνων και ένα πεζικού. Το σύνταγμα που έλαβε διαταγή να σε συντρίψει και να μπει στα Γιάννενα. Είναι το ηρωικό σύνταγμά μου…
Δυο χρυσοί Σταυροί με τις δυο δοξασμένες απ τά Μακεδονικά – Ηπειρωτικά πεδία Γαλανόλευκες, τυλιγμένες ακόμη στα κοντάρια τους, προπορεύονται. Σημαίες κερδισμένες με το σπαθί και το ντουφέκι στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά, στο Οστροβο, Γκρονίτσοβο, στο Τσαγκόνι και Πλιάσα, στην Αετοράχη και στο Λοζέτσι.
Οι σημαιοφόροι υπερήφανοι τις υψώνουν και προχωρούν. Πλησίον τους πορεύεται ομάς σαλπιγκτών. Ακολουθεῖ το σύνταγμα, ιατροί, νοσοκόμοι και μια πυροβολαρχία ορεινή, η Νεα γενεά. Η πομπή ακάθεκτη μπαίνει στα στενά. Ο εχθρός τώρα αντιλαμβάνεται τα πάντα, μα είναι πλέον αργά. Καταβάλλει την τελευταία προσπάθεια. Με ποταμούς πυρών πλημμυρίζει τα στενά μας. Ζητεί να μας αναχαιτίσει, να ενσπείρει στις τάξεις μας τη σύγχυση και τον πανικό! Ζητεί να μας καθηλώσει τουλάχιστον στο έδαφος, για να κερδίσει χρόνο, να ενισχυθεί και να μας συντρίψει. Προς στιγμή επιτυγχάνει το τελευταίο που ζητεί. Συγκεντρώνει όλα πλέον τα πυρά του και δημιουργεί φραγμόν πύρινο, που καίει τα πάντα και θανατώνει. Η ορμή αναχαιτίζεται…
Το σύνταγμα σταματά!… Ευρισκόμεθα στο ευπαθέστερο σημείο των στενών. Πυρινη ραγδαία βροχή καθιστά τον πύρινο φραγμό πυκνότερο και αδιάβατο. Στιγμή κρίσιμη, απαισία… οι τάξεις μας αραιούνται τρομακτικά… λίγα λεπτά θα αρκούσαν να πέσουμε πάντες, γιατί φόβος άλλος δεν υπήρχε!…
Χρειάζεται κάποια δύναμη υπεράνθρωπη… κάτι το ισχυρότερο. Τα βλέμματα όλων πέφτουν στούς χρυσούς Σταυρούς… Τα καλύμματα σχίζονται. Οι σημαίες ανοίγουν και ανεμίζονται. Οι σάλπιγγες όλες μαζί παίζουν το σάλπισμα της σημαίας και πολεμικό εμβατήριο. Οι καρδιές όλων κτυπούν, ανασπώνται, δυνάμεις ακατανίκητοι προστίθενται, μια ισχυρά κραυγή ΖΗΤΩ… καλύπτει τούς κρότους των κανονιών και ο στρατός τινάσσεται προς τα εμπρός, πηδά τον πύρινο φραγμό, αναχαιτίζει το ογκωμένο ρεύμα και… προσπερνά!
Ευρίσκεται πλέον εκτός βολής στούς πρόποδες του εχθρικού υψώματος. Ανασαίνει λίγο κι αρχίζει την ανάβαση του βουνού, εκ του ασφαλούς πλέον. Ο εχθρός δεν παραδίδεται και φεύγει προς την πεδιάδα. Το Καστρο ψυχορραγεί!!! Την αγωνία της 20ης Φεβρουαρίου τερματίζει ο θάνατός του! Το Μπιζάνι κείται νεκρό!…
Στο θάνατό του παίρνει ζωη ο σκλάβος! Η θρυλική πόλη ανάστατη… χαράζει η 21η… Τα Γιάννενα πανηγυρίζουν Ανάσταση…
Από το περιοδικό Η Δράσις μας, τεύχη Φεβρουαρίου, Μαρτίου 2007.